Στὸ προηγούµενο ἄρθρο σχετικὰ µὲ τὸ νόµο «γιὰ τὴν καταπολέµηση ὁρισµένων µορφῶν καὶ ἐκδηλώσεων ρατσισµοῦ καὶ ξενοφοβίας µέσῳ τοῦ ποινικοῦ δικαίου», τὸ γνωστό µας πιὰ ἀντιρατσιστικὸ νόµο, ἐξετάσα-µε τὴ συνταγµατικότητα τοῦ τρόπου θέσπισης καὶ τοῦ περιεχοµένου του ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς ἀρχῆς τῆς νοµιµότητας καὶ καταλήξαµε στὸ συµπέρασµα πὼς ὑπάρχει σοβαρὸς κίνδυνος νὰ ὁδηγήσει ὁ νόµος αὐτός σὲ αὐταρχικὴ ἄσκηση τῆς ποινικῆς ἐξουσίας ἐκ µέρους τῆς Πολιτείας. Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἐξετάσουµε τὴ συνταγµατικότητα τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ νόµου σὲ σχέση µὲ τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας.
Ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης κατοχυρώνεται στὸ ἄρθρο 14 τοῦ Συντάγµατος. Σύµφωνα µὲ τὴν παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἡ ἐλευθερία ἔκφρασης περιλαµβάνει τὸ δικαίωµα τοῦ καθενὸς νὰ ἔχει, νὰ λαµβάνει, νὰ διαµορφώνει, νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ διαδίδει «τοὺς στοχασµούς του», δηλαδὴ ἀπόψεις, αἰσθήµατα, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνα σηµεῖο πληροφορίες, χωρὶς νὰ ὑφίσταται καµία δυσµενῆ ἔννοµη συνέπεια, πολὺ δὲ περισσότερο ποινικὴ τιµωρία. Ὁ ἀντιρατσιστικὸς νόµος καθιστᾶ ποινικὸ ἀδίκηµα τὴ δηµόσια, προφορικὴ ἢ διὰ τοῦ τύπου ἢ µέσῳ διαδικτύου ἢ µὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο τρόπο ἐκφορὰ ρατσιστικοῦ καὶ ξενοφοβικοῦ λόγου. Ἐνέχει ἑποµένως τὸν κίνδυνο νὰ προσβάλλει τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης.
Ἡ τελευταία δὲν εἶναι βεβαίως ἀπεριόριστη. Κατὰ τὴν ἄσκησή της πρέπει νὰ τηρεῖται τὸ Σύνταγµα καὶ οἱ νόµοι. Ρητὰ ὁρίζει ἡ παράγραφος 1 τοῦ ἄρθρου 14: «Καθένας µπορεῖ νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ διαδίδει προφορικά, γραπτὰ καὶ διὰ τοῦ τύπου τοὺς στοχασµούς του, τηρώντας τοὺς νόµους τοῦ Κράτους». Ὡς νόµοι τοῦ Κράτους νοοῦνται, βεβαίως, µόνο οἱ σύµφωνοι µὲ τὸ Σύνταγµα νόµοι. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ περιορίσει τὴν ἐλευθερία ἔκφρασης ἕνας νόµος ποὺ ἀντίκειται στὴ συνταγµατικὰ κατοχυρωµένη ἀρχὴ τῆς νοµιµότητας;
Ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης πρέπει νὰ ἀσκεῖται µέσα στὰ ὅρια τῆς ἑκάστοτε ἰσχύουσας συνταγµατικῆς τάξης. Πρέπει, ἐπίσης, νὰ ἀσκεῖται µὲ σεβασµὸ στὰ ἄλλα ἀνθρώπινα δικαιώµατα, ἰδίως στὸ δικαίωµα τῆς προσωπικότητας. Προσωπικότητα εἶναι τὸ σύνολο τῶν ἀγαθῶν ποὺ συνθέτουν τὴν ὑπόσταση τοῦ προσώπου καὶ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεµένα µὲ αὐτήν. Ἡ φυλή, τὸ φῦλο, ἡ θρησκεία, οἱ γενεαλογικὲς καταβολές, ἡ ἐθνικὴ καταγωγή, ὁ σεξουαλικὸς προσανατολισµός, ἡ ἀναπηρία παρουσιάζονται στὸν ἀντιρατσιστικὸ νόµο ὡς στοιχεῖα προσδιοριστικά τοῦ προσώπου, ἐνῶ εἶναι µερικὲς µόνο ἐκφάνσεις τῆς προσωπικότητας. Βεβαίως, ὡς ἐκφάνσεις τῆς προσωπικότητας οἱ παραπάνω ἰδιότητες εἶναι ἄξιες προστασίας ἔναντι προσβολῶν διὰ λόγου. Τὸ ἐρώτηµα ποὺ τίθεται ἐδῶ εἶναι ποιὰ θὰ εἶναι τὰ µέσα τῆς προστασίας καὶ εἰδικότερα ἂν ὁ ἀντιρατσιστικὸς νόµος εἶναι µέσο ἀναγκαῖο καὶ ἱκανὸ νὰ προστατεύσει τοὺς φορεῖς τῶν ἰδιοτήτων αὐτῶν.
Ἕνα πρῶτο µέσο προστασίας τῆς προσωπικότητας ἀπὸ προσβολὲς διὰ τοῦ τύπου εἶναι τὸ δικαίωµα ἀπαντήσεως ποὺ προβλέπεται στὴν παρ. 5 τοῦ ἀρ. 14 τοῦ Συντάγµατος. Πρόκειται γιὰ τὴ δυνατότητα ποὺ παρέχεται σὲ κάθε πρόσωπο τὸ ὁποῖο θίγεται στὴν προσωπικότητά του ἀπὸ δηµοσίευµα στὸν τύπο νὰ ἐκθέσει ἐγγράφως τὴν ἐπὶ τοῦ θέµατος ἄποψή του στὴν ἴδια ἐφηµερίδα ἢ περιοδικό. Τὸ δικαίωµα αὐτὸ ρυθµίζεται λεπτοµερῶς ἀπὸ τὸν νόµο «περὶ Τύπου» (Ν. 1092/1938) καὶ εἶναι γενικὸ καὶ ἀπόλυτο. Ἀσκεῖται δηλαδὴ ἀπὸ ὁποιοδήποτε πρόσωπο, ἀνεξαρτήτως τοῦ παρανόµου τῆς προσβολῆς καὶ ἀνεξαρτήτως δόλου ἢ ἀµέλειας τοῦ συντάκτη. Μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ ἀκόµα καὶ ὅταν τὸ δηµοσίευµα δὲν περιλαµβάνει ψευδῆ στοιχεῖα γιὰ τὸν κατονοµαζόµενο, διότι, πέρα ἀπὸ τὴ διόρθωση τῆς ἐσφαλµένης εἰκόνας ποὺ προβάλλεται, σκοπός του εἶναι καὶ ἡ παρουσίαση τῶν δύο ἀντιτιθέµενων ἀπόψεων σχετικὰ µὲ τὸ συγκεκριµένο θέµα.
Ἀντίστοιχο δικαίωµα ἐπανόρθωσης τῆς προσβολῆς παρέχεται ἀπὸ τὸ προεδρικὸ διάταγµα 100/2000 σὲ κάθε πρόσωπο, τοῦ ὁποίου προσβάλλεται ἡ προσωπικότητα ἀπὸ τὸ περιεχόµενο ραδιοφωνικῆς ἢ τηλεοπτικῆς ἐκποµπῆς, ἀνεξαρτήτως ἰθαγένειας.
Τὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου θίγεται ἡ προσωπικότητα µπορεῖ νὰ ἀσκήσει –ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικαίωµα ἀπάντησης καὶ ἐπανόρθωσης– καὶ ὁρισµένες ἀγωγές. Πρῶτον, ἀγωγὴ γιὰ ἄρση τῆς προσβολῆς καὶ µὴ ἐπανάληψής της στὸ µέλλον. Δεύτερον, ἀγωγὴ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἠθικῆς βλάβης. Ἡ ἀγωγὴ αὐτὴ ἐπιτρέπει στὸν θιγόµενο νὰ ἐπιτύχει τὴν καταδίκη τοῦ ἀντιδίκου του σὲ καταβολὴ χρηµατικοῦ ποσοῦ ὡς ἀντιστάθµισµα τοῦ ψυχικοῦ πόνου ποὺ τοῦ προκάλεσε ἡ προσβολή. Ἂν ἐξαιτίας τῆς προσβολῆς ὑπέστη τὸ θῦµα καὶ περιουσιακὴ ζηµία, µπορεῖ νὰ ἀσκήσει ἀγωγὴ ἀποζηµίωσης γιὰ τὴν ἀποκατάστασή της.
Τὰ παραπάνω συνιστοῦν µέτρα προστασίας τῆς προσωπικότητας ποὺ παρέχονται ἀπὸ τὸ ἰδιωτικὸ δίκαιο. Ὡστόσο, θὰ µποροῦσε κάποιος νὰ παρατηρήσει ὅτι σὲ περιπτώσεις σοβαρῶν προσβολῶν τῆς προσωπικότητας ποὺ σχετίζονται µὲ τὶς προστατευόµενες ἀπὸ τὸν ἀντιρατσιστικὸ νόµο ἰδιότητες καὶ διαταράσσουν τὴν κοινωνικὴ εἰρήνη τὰ µέτρα αὐτὰ δὲν ἐπαρκοῦν ἀλλὰ ἀπαιτεῖται καὶ ποινικὸς κολασµὸς τῶν ἐπιλήψιµων πράξεων. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ θὰ ἦταν καταρχὴν σωστή, ἀλλὰ τὸ ζήτηµα δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀντιµετωπιστεῖ µὲ ἕναν εἰδικὸ ἀντιρατσιστικὸ νόµο. Θὰ µποροῦσε νὰ καλυφθεῖ ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ ποινικοῦ κώδικα, καὶ ἰδίως τὶς διατάξεις τῶν ἐγκληµάτων κατὰ τῆς τιµῆς καὶ τῶν ἐγκληµάτων σχετικὰ µὲ τὴν ἐπιβουλὴ τῆς δηµόσιας τάξης (ἄρθρα 183-186 καὶ 189-192).
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ εἰδικότερα στὴ θρησκεία, θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσουµε ὅτι πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Σύνταγµα κατοχυρώνει τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης καὶ λατρείας, ὑφίσταται στὸν ποινικὸ κώδικα εἰδικὸ σχετικὸ κεφάλαιο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἐπιβουλὴ τῆς θρησκευτικῆς εἰρήνης». Παραθέτω ἐδῶ τὶς διατάξεις τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ:
«Ἄρθρο 198. ΚΑΚΟΒΟΥΛΗ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ
1. Μὲ φυλάκιση µέχρι δύο ἐτῶν τιµωρεῖται ὅποιος δηµόσια καὶ κακόβουλα βρίζει µὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ Θεό.
2. Ὅποιος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς παραγράφου 1, ἐκδηλώνει δηµόσια µὲ βλασφηµία ἔλλειψη σεβασµοῦ πρὸς τὰ Θεῖα, τιµωρεῖται µὲ κράτηση ἕως ἕξι (6) µῆνες ἢ µὲ πρόστιµο ἕως τρεῖς χιλιάδες (3.000) εὐρώ.
Ἄρθρο 199. ΚΑΘΥΒΡΙΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
Ὅποιος δηµόσια καὶ κακόβουλα καθυβρίζει µὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἢ ἄλλη θρησκεία ἀνεκτὴ στὴν Ἑλλάδα τιµωρεῖται µὲ φυλάκιση µέχρι δύο ἐτῶν.
Ἄρθρο 200. ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΝ
1. Ὅποιος κακόβουλα προσπαθεῖ νὰ ἐµποδίσει ἢ µὲ πρόθεση διαταράσσει µίαν ἀνεκτὴ κατὰ τὸ πολίτευµα θρησκευτικὴ συνάθροιση γιὰ λατρεία ἢ τελετή, τιµωρεῖται µὲ φυλάκιση µέχρι δύο ἐτῶν.
2. Μὲ τὴν ἴδια ποινὴ τιµωρεῖται ὅποιος µέσα σὲ ἐκκλησία ἢ σὲ τόπο ὁρισµένο γιὰ θρησκευτικὴ συνάθροιση ἀνεκτὴ κατὰ τὸ πολίτευµα, ἐνεργεῖ ὑβριστικὰ ἀνάρµοστες πράξεις.
Ἄρθρο 201. ΠΕΡΙΥΒΡΙΣΗ ΝΕΚΡΩΝ
Ὅποιος ἀφαιρεῖ αὐθαίρετα νεκρὸ ἢ µέλη του ἢ τὴν τέφρα του, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν δικαίωµα νὰ τὰ φυλάξουν ἢ ἐνεργεῖ πράξεις ὑβριστικὰ ἀνάρµοστες σχετικὲς µὲ αὐτὰ ἢ µὲ τάφο τιµωρεῖται µὲ φυλάκιση µέχρι δύο ἐτῶν».
Βλέπουµε, λοιπόν, ὅτι τὸ ποινικὸ δίκαιο ἀντιµετωπίζει τὸ θέµα τῆς σύγκρουσης τῆς θρησκευτικῆς πίστης µὲ τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης. Ἐπίσης, ἔχει θεσπιστεῖ στὴν ἔννοµη τάξη µας πληθώρα εἰδικῶν προστατευτικῶν διατάξεων ποὺ ἀναφέρονται σὲ πράξεις ἢ ἐκδηλώσεις σχετικὲς µὲ διακρίσεις σὲ βάρος προσώπων. Δὲν θὰ τὶς ἀναφέρω ἐδῶ, γιὰ νὰ µὴν καταχραστῶ τὸ χῶρο τοῦ περιοδικοῦ. Ὅπως σηµείωσα στὸ προηγούµενο ἄρθρο µου, οἱ διατάξεις αὐτὲς παρατίθενται ἀναλυτικὰ στὴν ἔκθεση τῆς Κεντρικῆς Νοµοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (στὸ ἑξῆς ΚΕΝΕ) γιὰ τὸ ἀντιρατσιστικὸ νοµοσχέδιο. Τὸ ζητούµενο ἄλλωστε δὲν εἶναι νὰ παρατεθεῖ ἐδῶ το νοµικὸ πλαίσιο ποὺ ἀφορᾶ στὴν προστασία τῆς προσωπικότητας καὶ τὶς διακρίσεις σὲ βάρος προσώπων, ἀλλὰ νὰ µελετηθεῖ αὐτὸ συνολικὰ καὶ συντονισµένα ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ νὰ ἐπανεξεταστεῖ ἡ θέσπιση τοῦ νόµου 4285/2014.
Θὰ πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν τὸ ὅτι ὁ συγκεκριµένος νόµος δὲν εἶναι ὁ πρῶτος ἀντιρατσιστικὸς νόµος ποὺ θεσπίστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἔννοµη τάξη. Προηγήθηκε ὁ ν. 927/1979 «περὶ κολασµοῦ πράξεων ἀποσκοπουσῶν εἰς φυλετικᾶς διακρίσεις». Γιὰ ποιὸ λόγο ἀντικαταστάθηκε ὁ νόµος αὐτὸς ἀπὸ τὸν 4285/2014; Στὴν αἰτιολογικὴ ἔκθεση τοῦ πρόσφατου ἀντιρατσιστικοῦ νόµου ἀναφέρεται ὅτι ὁ νόµος 927/2979 ἔχει ἐφαρµοστεῖ ἐλάχιστα καὶ κρίνεται ἀνεπαρκὴς στὴ σύγχρονη πολυπολιτισµικὴ κοινωνία. Πρέπει δὲ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἕνα ἐπικαιροποιηµένο καὶ βελτιωµένο νοµοθέτηµα. Τίθεται ἐδῶ το ἐρώτηµα: δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληµατίσει τὸ νοµοθέτη τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ παλαιὸς ἀντιρατσιστικὸς νόµος στὴ διάρκεια τῶν τριάντα πέντε ἐτῶν ἰσχύος του ἐφαρµόστηκε ἐλάχιστα; Γενικότερα, δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληµατίσει τὴν Πολιτεία τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἑλληνικὴ ἔννοµη τάξη κάθε ἄλλο παρὰ στερεῖται θεσµικῶν µέσων καταπολέµησης τῶν ρατσιστικῶν φαινοµένων, τὰ µέσα αὐτὰ εἶναι στὴν πράξη ἀναποτελεσµατικά;
Ὁ ἀντιρατσιστικὸς νόµος θὰ µποροῦσε, ἰδίως ἐν ὄψει τῆς δηµοσιότητας ποὺ ἔχει λάβει καὶ τῶν αὐστηρῶν ποινῶν ποὺ προβλέπει, νὰ ἀποτελέσει ἕνα χρήσιµο ἐργαλεῖο γιὰ ὅσους προσβάλλονται ἀπὸ ρατσιστικὲς καὶ ξενοφοβικὲς συµπεριφορὲς καὶ εἰδικότερα γιὰ ἐµᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἐναντίον ὅσων προσβάλλουν µὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἔτσι, ὅµως, ὅπως εἶναι διατυπωµένος µᾶλλον κακὸ θὰ κάνει, παρὰ καλό. Καὶ αὐτὸ διότι, ὅπως τονίζει στὴν ἔκθεσή της ἡ ΚΕΝΕ «µὲ τὴ συγκεκριµένη καὶ σὲ πολλὰ σηµεῖα ἀόριστη διατύπωσή του… προσβάλλει τὸν πυρήνα τῆς συνταγµατικὰ κατοχυρωµένης ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης µὲ κίνδυνο νὰ ἐκτεθοῦν σὲ διώξεις καὶ νὰ τιµωρηθοῦν πρόσωπα ποὺ διατυπώνουν ἔστω καὶ µὲ ὀξὺ ὕφος ἀκόµα καὶ ἐπιστηµονικὲς ἀπόψεις..». Ὁ ἀντιρατσιστικὸς νόµος δὲν περιορίζει ἁπλᾶ τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης σὲ περιπτώσεις προσβλητικῶν γιὰ τὴν προσωπικότητα ρατσιστικῶν συµπεριφορῶν. Μὲ τὴν ἀόριστη διατύπωσή του δηµιουργεῖ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν ποινικὰ πρόσωπα ἁπλᾶ καὶ µόνο ἐπειδὴ διατύπωσαν µία (ἐπιστηµονικὴ) ἄποψη. Στὴν οὐσία δηλαδὴ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας.
Ἡ παραπάνω παρατήρηση τῆς ΚΕΝΕ ἀναφέρεται κυρίως στὸ ἄρθρο 2 τοῦ νόµου, τὸ ὁποῖο προβλέπει τὴν τιµωρία ὅποιου «µὲ πρόθεση, προφορικὰ ἢ διὰ τοῦ Τύπου, µέσω τοῦ διαδικτύου ἢ µὲ ὁποιαδήποτε ἄλλο µέσο ἢ τρόπο, ἐπιδοκιµάζει, εὐτελίζει ἢ κακόβουλα ἀρνεῖται τὴ σοβαρότητα ἐγκληµάτων γενοκτονιῶν, ἐγκληµάτων πολέµου, ἐγκληµάτων κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ Ὁλοκαυτώµατος καὶ ἐγκληµάτων τοῦ ναζισµοῦ καὶ ἡ συµπεριφορὰ αὐτὴ στρέφεται κατὰ ὁµάδας προσώπων ποὺ προσδιορίζεται µὲ βάση τὴ φυλή, τὸ χρῶµα, τὴ θρησκεία, τὶς γενεαλογικὲς καταβολές, τὴν ἐθνικὴ ἢ ἐθνοτικὴ καταγωγή, ἢ τὴν ἀναπηρία, κατὰ τρόπο ποὺ µπορεῖ νὰ ὑποκινήσει βία ἢ µίσος ἢ ἐνέχει ἀπειλητικό, ὑβριστικὸ ἢ προσβλητικὸ χαρακτῆρα κατὰ µίας τέτοιας ὁµάδας ἢ µέλους της».
Κατὰ τῆς διάταξης αὐτῆς τάσσονται µὲ κείµενό τους ἑκατὸν τριάντα ἕξι ἱστορικοὶ ἀπὸ πανεπιστήµια, ἐρευνητικὰ κέντρα καὶ ἄλλους ἐπιστηµονικοὺς φορεῖς. Τὸ κείµενο γράφτηκε λίγο πρὶν ψηφιστεῖ τὸ ἀντιρατσιστικὸ νοµοσχέδιο καὶ τὸ κύριο περιεχόµενό του ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἐκφράζουµε τὴ ρητὴ ἀντίθεσή µας µὲ µιὰ τέτοια διάταξη. Εἴµαστε ἀντίθετοι στὴ δίωξη ὅλων τῶν "ἀρνητῶν", ἀκόµη καὶ ἐκείνων τοῦ φριχτότερου ἐγκλήµατος τοῦ 20ου αἰῶνα, τοῦ Ὁλοκαυτώµατος.
Ἡ στάση µας αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνοχὴ στοὺς "ἀρνητὲς" ἀπεχθῶν ἐγκληµάτων, οὔτε ἀπὸ τὴν ἄρνηση τιµωρίας ἐγκληµατικῶν πράξεων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πεποίθηση, ὅτι, ὅπως ἔχει ἀποδείξει καὶ ἡ διεθνὴς ἐµπειρία, τέτοιες διατάξεις ὁδηγοῦν σὲ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς: πλήττουν καίρια τὸ δηµοκρατικὸ καὶ ἀναφαίρετο δικαίωµα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ἐνῶ ταυτόχρονα δὲν εἶναι διόλου ἀποτελεσµατικές, ὅσον ἀφορᾶ στὴν καταπολέµηση τοῦ ρατσισµοῦ καὶ τοῦ ναζισµοῦ, τοῦ ρατσιστικοῦ καὶ µισαλλόδοξου λόγου.
Συχνά, µάλιστα, ὁδηγοῦν στὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσµα, ἐπιτρέποντας οἱ ἐχθροί της δηµοκρατίας νὰ παρουσιάζονται στὴν κοινὴ γνώµη ὡς "θύµατα" λογοκρισίας καὶ αὐταρχισµοῦ. Οἱ προϋποθέσεις ποὺ θέτει τὸ νοµοσχέδιο καθὼς ἐνέχουν µεγάλη ἀπροσδιοριστία καὶ ρευστότητα δυστυχῶς δὲν ἀποτελοῦν ἐγγύηση.
Ἐπιπλέον, ἡ προβλεπόµενη διεύρυνση τοῦ ἄρθρου ὄχι µόνο δὲν θεραπεύει ἀλλὰ µεγεθύνει τὸ πρόβληµα. Θεωροῦµε ὅτι ὁ χαρακτηρισµὸς καὶ ἡ προσέγγιση µαζικῶν ἐγκληµάτων ὡς γενοκτονιῶν, ἐθνοκαθάρσεων ἢ σφαγῶν πρέπει νὰ εἶναι ἀντικείµενο ἐπιστηµονικοῦ καὶ νηφάλιου δηµόσιου διαλόγου καὶ ὄχι νοµοθετικῆς ρύθµισης καὶ ποινικῆς τιµωρίας, µὲ κίνδυνο νὰ φιµώνεται κάθε ἀντίθετη στὴν κυρίαρχη ἄποψη, ἀκόµα καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα καὶ διδασκαλία. Ἐπειδὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου καὶ τῆς γραπτῆς ἔκφρασης –ἀκόµη καὶ τῶν πιὸ λανθασµένων ἀπόψεων– εἶναι σύµφυτη µὲ τὴ δηµοκρατία, καλοῦµε τὴν κυβέρνηση νὰ ἀποσύρει τὸ παραπάνω ἄρθρο».
Μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο εὔστοχο καὶ µὲ παρρησία διατυπωµένο κείµενο τί ἄλλο νὰ γράψει κανεὶς γιὰ τὸν ἀντιρατσιστικὸ νόµο;
Ἀγγελικὴ Εὐθ. Ζώη
Νοµικὸς
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ » Ἀρ. Τεύχους 149
Ἰανουάριος 2015