Ο πατέρας Μωυσής από το Χαλέπι μιλάει στην «Κ» για τη σκληρή καθημερινότητα, τα προβλήματα των χριστιανών και τους αντάρτες.
Προσπαθούσαμε για μέρες να επικοινωνήσουμε ώστε να προγραμματίσουμε τη συνάντησή μας. Μια όμως «κοβόταν» η γραμμή, άλλοτε δεν «έπιανε» καν. Συνήθως, μου έστελνε ένα μήνυμα. «Σήμερα θα είναι δύσκολη ημέρα», μου έγραψε ένα πρωινό ο πατέρας Μωυσής από το Χαλέπι της Συρίας. «Eίχαμε βομβαρδισμούς και έπρεπε να μετακινηθούμε» μου εξήγησε αργότερα σε άπταιστα ελληνικά.
Εδώ και τέσσερα χρόνια, ο 32χρονος ελληνορθόδοξος κληρικός, τρεις μοναχές και λίγοι ιερείς, μπορεί να έχουν αναγκαστεί να μετακομίσουν από το κτίριο της μητρόπολης –που έχει βομβαρδιστεί και καταστραφεί ολοσχερώς–, δεν έχουν όμως σκεφτεί ποτέ να φύγουν από τη Συρία, παρότι θα μπορούσαν...
«Η εκκλησία είναι μεγάλη παρηγοριά για τον κόσμο εδώ», μου εξηγεί.
Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος το 2011, στο Χαλέπι παρακολουθούσαν για έναν ολόκληρο χρόνο τα νέα για τις συμπλοκές στη χώρα τους από τις τηλεοράσεις σαν να είναι κάτι μακρινό. Μέσα σε ένα βράδυ όμως, οι αντάρτες κατέλαβαν την πόλη. «Τις πρώτες δύο μέρες μάς ήρθε ξαφνικό, δεν ξέραμε τι να κάνουμε, αλλά μετά ο μητροπολίτης μας ανέλαβε δράση».
Οργάνωσε επιτροπές με τους επικεφαλής όλων των εκκλησιών και των τζαμιών για τις πρώτες ανάγκες (στο Χαλέπι υπάρχουν τουλάχιστον 12 μητροπόλεις διαφόρων δογμάτων και κοινοτήτων). Ξεκίνησαν να μαγειρεύουν, έφτιαξαν καταφύγια στα υπόγεια των εκκλησιών για να μπορεί να κοιμηθεί ο κόσμος που είχε χάσει το σπίτι του. Ακόμα θυμάται την πρώτη φορά που ένιωσε να απειλείται η ζωή του.
Ηταν ένα φθινοπωρινό πρωινό του Οκτωβρίου και το τελευταίο πράγμα που θυμάται ήταν ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Οταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, βρέθηκε μέσα στα συντρίμμια του γραφείου του και θυμάται να προσπαθεί να καταλάβει εάν είναι ζωντανός. «Βγήκα έξω από τη μητρόπολη και εκεί κατάλαβα το τι είχε συμβεί και είπα “δόξα τω Θεώ”. Οχι που γλίτωσα, αλλά που η ρουκέτα έπεσε εκεί που έπρεπε να πέσει. Εάν έπεφτε λίγα μέτρα πιο πάνω, θα χτυπούσε τα μικρά παιδιά του κατηχητικού, λίγα μέτρα πιο κάτω δεκάδες οικογένειες που έπαιρναν φαγητό στην αυλή της μητρόπολης. Λίγο πιο δεξιά θα πέθαινα εγώ...».
Ο πατέρας Μωυσής έκανε τότε τρεις ημέρες να μιλήσει. Σήμερα, στον πέμπτο χρόνο πλέον του εμφυλίου πολέμου, η ζωή στο Χαλέπι παραμένει δύσκολη, αλλά όπως μου είπε όταν βρεθήκαμε, έχουν συνηθίσει να ζούνε με τον πόνο τους. Συναντηθήκαμε στο μοναστήρι της Παναγίας της Μπαλαμάντ στον Λίβανο. Σαράντα λεπτά από τα σύνορα με τη Συρία. Εκεί βρέθηκε πρώτη φορά ο πατέρας Μωυσής το 2002. Εκεί, στη θεολογική σχολή έμαθε ελληνικά και σπούδασε (στα ελληνικά) Θεολογία. Τώρα εκεί διδάσκει σε αραβόφωνους φοιτητές την Παλαιά Διαθήκη.
Επικίνδυνη διαδρομή
Η διαδρομή από το Χαλέπι στο Μπαλαμάντ παραμένει επικίνδυνη. Ενα χιλιόμετρο από το κέντρο της πόλης βρίσκεται το στρατόπεδο του Ισλαμικού Κράτους, ακριβώς απέναντι αυτό της Αλ Νούσρα. Ο μοναδικός περιφερειακός δρόμος που θεωρητικά είναι ανοιχτός για να μπορεί να βγαίνει ο κόσμος για βασικές ανάγκες ελέγχεται συνεχώς από τον στρατό γιατί κάθε βράδυ οι τζιχαντιστές τοποθετούν νάρκες.
«Εχει τύχει να περιμένω για ώρες να σταματήσουν τις συμπλοκές ή τις ρουκέτες. Τι να κάνουμε όμως; Δεν μπορούμε να είμαστε φυλακισμένοι».
Το βράδυ, κουρασμένος από το μακρύ ταξίδι, κάθησε με κάποιους φοιτητές της σχολής από τη Συρία. Είχε φέρει μαζί του παραδοσιακά συριακά γλυκά από αμύγδαλο να τους φιλέψει και είχε στύψει να πιουν πορτοκαλάδα. Εκείνοι με αγωνία τον ρωτούσαν για την κατάσταση στις πόλεις τους και εκείνος προσπαθούσε να τους καθησυχάσει. Ο Μωυσής στο Χαλέπι είναι ο πρωτοσύγκελλος της μητρόπολης, αλλά τρία χρόνια μετά την απαγωγή του δεσπότη του, του Παύλου, προσπαθεί να συνεχίσει το έργο του και να είναι κοντά όχι μόνο στους ελληνορθόδοξους χριστιανούς αλλά και στους μουσουλμάνους «Με τους οποίους ζούμε μαζί. Και παλιά και τώρα, μέσα στον πόλεμο». Στο μοναστήρι του Λιβάνου έφτασε εκείνο το βράδυ και ο επίσκοπος Ηλίας, από την Κοιλάδα των Χριστιανών, με τον επίσκοπο Δημήτριο από τη Σάφιτα. Οι πόλεις τους είναι πλέον σχετικά ασφαλείς και για αυτό χριστιανοί από όλη τη Συρία έχουν βρει εκεί καταφύγιο. Και οι δύο ανήκαν για χρόνια στην αδελφότητα του Χαλεπίου. Μου διηγούνται ιστορίες από τα πρώτα –ειρηνικά– χρόνια εκεί, όταν με τη βοήθεια της Ελλάδος ο μητροπολίτης Παύλος είχε καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να κάνει έργα «που άλλοι δεν κάνουν ούτε σε μια ολόκληρη ζωή»: ένα σχολείο «γιατί στενοχωριόταν που δεν ήξεραν τα παιδιά να λένε το “Πάτερ ημών”», ένα πρωτοποριακό κέντρο υγείας, κατασκηνώσεις, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κέντρα εκμάθησης ελληνικών. Τα ελληνικά ήταν για τον Παύλο πολύ σημαντικά. «Δεν μπορείς να είσαι θεολόγος εάν δεν μιλάς καλά ελληνικά», έλεγε συνεχώς στους νέους που σκέπτονταν να ακολουθήσουν τον δρόμο της Εκκλησίας. Ο ίδιος πρωτοπήγε στην Ελλάδα για σπουδές τη δεκαετία του ’80, έγινε διάκονος σε ένα μικρό εκκλησάκι της Θεσσαλονίκης και πέρασε μήνες στο Αγιον Ορος. Οταν γύρισε στη Συρία προσπάθησε να μεταδώσει την αγάπη που είχε αποκτήσει για την Ελλάδα στα πνευματικά του παιδιά. Ξεκίνησε να τους μαθαίνει ο ίδιος ελληνικά σε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος της εκκλησίας, ενώ εξασφάλισε υποτροφίες από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ώστε να σπουδάσουν εκεί.
Απόγονοι των Ελλήνων
Τελευταίο του φιλόδοξο σχέδιο ήταν ένα κέντρο ελληνικών σπουδών. «Οι άνθρωποι στο Χαλέπι και ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι νιώθουν απόγονοι των Ελλήνων και ήθελαν να μάθουν τη γλώσσα», εξηγεί ο επίσκοπος Δημήτριος. Ολες οι λεπτομέρειες για το κέντρο είχαν συμφωνηθεί στα χαρτιά και ήταν θέμα χρόνου το έργο να ξεκινήσει με τη στήριξη του ελληνικού κράτους, αλλά ο πόλεμος τούς πρόλαβε. Μου δείχνουν φωτογραφίες από ξέγνοιαστες εποχές στο Χαλέπι. Από το σχολείο που είχε βραβευτεί ως πρότυπο, την εκκλησία στην οποία λειτουργούσε ο Παύλος και ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο κάθε Κυριακή, το κτίριο της μητρόπολης όπου οι μοναχές μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα από τα ελληνικά στα αραβικά. Σχεδόν τίποτα όμως από όλα αυτά δεν υπάρχει πια. Ο Δημήτριος, που ήταν για τέσσερα χρόνια διευθυντής του σχολείου, θυμάται πως όταν του πρωτοείπανε πως οι τζιχαντιστές κατέστρεψαν το σχολείο του, δεν το πίστεψε. Του έστειλαν όμως πέντε βίντεο όπου οι αντάρτες περιπλανώνται μέσα στα συντρίμμια.
«Είχαν καταστρέψει τα πάντα με πολύ μίσος, με τα όπλα, με τα πόδια τους». Στο τριώροφο κτίριο έχουν απομείνει μόνο οι τοίχοι, γεμάτοι όμως πλέον με συνθήματα όπως «ο Αλλάχ είναι μεγάλος».
Τζιχαντιστές απήγαγαν 13 μοναχές
Ολόκληρες πόλεις χριστιανικές στη Συρία έχουν χαθεί. Εκκλησίες έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, όχι μόνο από τυφλούς βομβαρδισμούς αλλά και από τα χέρια των τζιχαντιστών. Μπαίνουν μέσα στα ιερά, σπάνε τους σταυρούς, προσπαθούν να αφαιρέσουν τα πρόσωπα της Παναγίας, του Χριστού ή των αγίων από τις θρησκευτικές εικόνες. Αυτό συνέβη και στο αρχαίο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στην πόλη της Μααλούλας. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, είχε βρει καταφύγιο η 14χρονη Θέκλα όταν ειδωλολάτρες την κατεδίωξαν για να απαρνηθεί τον χριστιανισμό. Εκεί λένε πως κρύφτηκε και προσευχήθηκε, και το βουνό άνοιξε για να την προστατεύσει.
Υστερα από 19 αιώνες, οι τζιχαντιστές προειδοποίησαν πως θα κατεδίωκαν τις μοναχές αλλά εκείνες αρνούνταν να εγκαταλείψουν το μοναστήρι τους. Το φθινόπωρο του 2012 άνδρες με καλυμμένα τα πρόσωπα μπήκαν στο μοναστήρι και τις απήγαγαν. Λίγες ώρες αργότερα ένα βίντεο βγήκε στη δημοσιότητα. Οι δεκατρείς μοναχές κάθονταν σιωπηλές σε ένα σαλόνι. Η ηγουμένη κοιτάει διστακτικά την κάμερα και απευθυνόμενη στον κόσμο λέει: «Μην ανησυχείτε για εμάς, ήρθαμε εδώ με τη θέλησή μας. Ο Θεός να έχει καλά αυτούς που μας υπηρετούν εδώ». Ουδείς πείθεται. Οι γονείς δύο εξ αυτών, με καταγωγή από τον Λίβανο, καταφέρνουν να συναντήσουν τον ισχυρό άνδρα του Λιβάνου, τον Αμπάς Ιμπραήμ, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. Εκείνος τις ακούει και αποφασίζει πως θα κάνει τα πάντα για να τις απελευθερώσει.
Οπως εξηγεί στην «Κ», χρησιμοποιεί κάθε επαφή που έχει στη Συρία αλλά και στην Τουρκία για να καταφέρει να μιλήσει απευθείας με τους τζιχαντιστές. Για τρεις μήνες ασχολείται καθημερινά με την υπόθεση αυτή. Επειτα από σκληρή διαπραγμάτευση και τη βοήθεια της συριακής κυβέρνησης, δέχεται τους όρους των απαγωγέων και κλείνεται η «συμφωνία»: οι μοναχές θα απελευθερωθούν αρκεί να βγουν από τις συριακές φυλακές 141 κρατούμενοι. Το απόγευμα της απελευθέρωσης, οι τζιχαντιστές βάζουν τις μοναχές σε μαύρα τζιπ. Με τις μαύρες χαρακτηριστικές σημαίες να ανεμίζουν έξω από τα παράθυρα και φωνάζοντας «ο Αλλάχ είναι μεγάλος» ξεκινάει η αυτοκινητοπομπή. Λίγο πριν φτάσουν όμως, ο επικεφαλής τους τηλεφωνεί στον Ιμπραήμ. Εχει αλλάξει γνώμη. «Θέλουμε να απελευθερώσετε και άλλα άτομα από τις φυλακές», του ανακοινώνει. Ο Ιμπραήμ όμως είναι κάθετος πως δεν δέχεται καμία αλλαγή στη συμφωνία. «Εκλεισα το κινητό μου και έδωσα εντολή στους άνδρες μου να φύγουν από το σημείο». Ολοι κρατούν την ανάσα τους, το ίδιο και ο Ιμπραήμ που βρισκόταν από νωρίς στα σύνορα, εκεί όπου θα γινόταν η ανταλλαγή. Μισή ώρα αργότερα τα τζιπ των τζιχαντιστών με τις μοναχές εμφανίζονται.
Η επιχείρηση ολοκληρώνεται με επιτυχία. Οι μοναχές μεταφέρονται στο Πατριαρχείο Αντιοχείας στη Δαμασκό αλλά ζητούν να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους. Η εικόνα που αντικρίζουν είναι αποκαρδιωτική. Η εκκλησία, το μοναστήρι είχαν ολοσχερώς καταστραφεί, το ίδιο και όλες οι εικόνες... Οσο για τον Ιμπραήμ, πριν από ένα μήνα ο Πάπας τον κάλεσε για να τον ευχαριστήσει για όσα κάνει για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής. Για τις μοναχές της Μααλούλας αλλά και για πολλές άλλες υποθέσεις απαγωγών που έχει χειριστεί – κάποιες γνωστές και κάποιες που, όπως λέει, πρέπει να παραμείνουν απόρρητες. «Ηταν για εμάς πολύ σημαντικό να στείλουμε ένα μήνυμα σε όλους τους χριστιανούς που απειλούνται, πως είμαστε στο πλευρό τους, ότι τους προστατεύουμε, ότι θέλουμε να μείνουν στην περιοχή». Ισως από τις δυσκολότερες υποθέσεις που έχει αναλάβει είναι αυτή της απαγωγής του μητροπολίτη Παύλου. Τρία χρόνια ακριβώς από τη μυστηριώδη εξαφάνισή του, ο φάκελος παραμένει ανοιχτός με πολλά ερωτήματα. Για αυτόν τον λόγο οι συνεργάτες του μας είχαν προειδοποιήσει πως δεν επιθυμεί να συζητήσει την υπόθεση αυτή. Λίγο πριν μας αποχαιρετήσει όμως από το γραφείο του, θέλησε να μας αποκαλύψει μια άγνωστη μέχρι τώρα πληροφορία:
«Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, υπάρχουν στοιχεία τα οποία όμως δεν δημοσιοποιούνται. Δουλεύουμε με μυστικότητα και πιστεύουμε πως πολύ σύντομα θα φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας αυτής».
Το θρίλερ με τον μητροπολίτη Παύλο
Το πρωινό πριν από την απαγωγή του, ο Παύλος ήταν χαρούμενος. Μόλις είχε βρει το μοναστήρι στη Βόρεια Ελλάδα που θα φιλοξενούσε 13 από τις μοναχές του από τη Συρία, ενώ το σχέδιό του για να βγουν με ασφάλεια από το φλεγόμενο Χαλέπι είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Μια μια οι μοναχές έμπαιναν στα λεωφορεία της γραμμής για να μην τραβήξουν την προσοχή των τζιχαντιστών. Είχαν ήδη περάσει στον Λίβανο και από εκεί θα έρχονταν αεροπορικώς στην Ελλάδα. Ο Παύλος βιαζόταν να επιστρέψει πίσω στη μητρόπολή του για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Οι δικοί του τον παρακαλούσαν να αναβάλει το ταξίδι έως ότου σταματήσουν οι βομβαρδισμοί στο Χαλέπι, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Την Κυριακή των Βαΐων έφτασε στην Τουρκία, είχε προγραμματίσει να μείνει κάποιες ημέρες στην Αντιόχεια, περιοχή της μητρόπολής του. Ο Συρορθόδοξος μητροπολίτης Χαλεπίου όμως επικοινωνεί μαζί του, του λέει πως βρίσκεται στα σύνορα και αποφασίζουν να ταξιδέψουν μαζί, άμεσα για τη Συρία. Δύο ημέρες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί στο Χαλέπι συνάντηση όλων των ιεραρχών των εκκλησιών για να συγκεντρώσουν τα λύτρα για την απελευθέρωση δύο ιερέων που είχαν απαχθεί μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο Συρορθόδοξος μητροπολίτης προσφέρθηκε να παραδώσει τα χρήματα. Πράγματι την Κυριακή των Βαΐων έφτασε στο σημείο που του είχαν υποδείξει, αλλά του είπαν πως δεν είχαν φέρει τους ιερείς και πως θα έπρεπε να ξαναέρθει την επομένη. Ετσι, ήταν πλέον γνωστό πως ο μητροπολίτης είχε πάνω του τα λύτρα αλλά και γνωστή η διαδρομή που θα ακολουθούσε από την Τουρκία για το Χαλέπι.
Η τελευταία επικοινωνία
Ξέρουμε πως το αυτοκίνητο με τους μητροπολίτες ξεκίνησε από τα σύνορα στις δύο το μεσημέρι. Μαζί τους, πέρα από τον οδηγό, ταξίδευε και ο Ηλίας Φουάντ, ένας Σύρος που τους είχε υποσχεθεί ασφαλή διέλευση από τα σημεία των τζιχαντιστών. Το αυτοκίνητο πέρασε με ασφάλεια από δύο σημεία ελέγχου. Λίγο μετά τις 14.30, ο Παύλος τηλεφώνησε στη μητρόπολη για να τους ενημερώσει πως σε ένα τέταρτο θα ήταν εκεί. Η ώρα όμως περνούσε και ο Παύλος δεν είχε εμφανιστεί. Στις 5.37 το απόγευμα, οκτώ άτομα έλαβαν από το κινητό του το ίδιο ακριβώς μήνυμα στα αραβικά: «Μας έχει απαγάγει η Αλ Κάιντα και μας πάνε κάπου στην Τουρκία...».
Είναι η τελευταία του επικοινωνία.
Ο Παύλος (δεξιά) σε παλιότερη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στη Συρία
Ο Ηλίας Φουάντ –άγνωστο πώς– καταφέρνει να αποδράσει. Ο ίδιος ισχυρίστηκε στις συριακές αρχές πως αντάρτες τούς σταμάτησαν, τον έβγαλαν από το αυτοκίνητο, σκότωσαν επιτόπου τον οδηγό και εξαφανίστηκαν με τους δύο μητροπολίτες. Από εκείνη την ημέρα, έχουν γίνει τα πάντα για τον εντοπισμό τους. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προσπάθησε μέσω της διπλωματικής οδού, ενώ οι μυστικές υπηρεσίες ξεκίνησαν μια δική τους παράλληλη δράση. Ξέρουμε σήμερα πως έξι μήνες μετά την απαγωγή υπήρξε μια πληροφορία –που αξιολογήθηκε ως έγκυρη– πως οι μητροπολίτες ζουν.
Η ΕΥΠ ζήτησε τη συνδρομή των Αμερικανών και εκείνοι με τη σειρά τους ανέθεσαν την επιχείρηση στην επίλεκτη στρατιωτική ομάδα κομάντο, την DELTA. Οι λεπτομέρειες εκείνης της αποστολής παραμένουν άκρως απόρρητες, ξέρουμε όμως ότι δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που προσεγγίζουν τους κοντινούς του Παύλου προφέροντας διάφορες πληροφορίες για το πού μπορεί να βρίσκεται. Το ίδιο συνέβη και με πληροφορίες από έναν άνδρα, τον περασμένο Δεκέμβριο. Οι δικοί του, συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους ισχυρισμούς, ζήτησαν αυτό που ζητούν κάθε φορά. Μια απόδειξη πριν ξεκινήσουν οποιαδήποτε συζήτηση. Εκείνος επανήλθε με μια απάντηση. Απάντηση σε μια ερώτηση που θεωρητικά μόνο ο Παύλος θα μπορούσε να γνωρίζει.
Εκτοτε όμως ο άνδρας αυτός εξαφανίστηκε. Tις δηλώσεις του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών στην «Κ» –πως υπάρχουν στοιχεία και πως δουλεύουν σε ένα απόρρητο επίπεδο για τον άμεσο εντοπισμό του– οι δικοί του τις άκουσαν με μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Τρία χρόνια μετά την απαγωγή του, είναι όλοι έτοιμοι να μάθουν την αλήθεια για το τι είχε συμβεί στον δεσπότη τους εκείνο το απόγευμα.