ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΠΑΛΑΙΑ», ΠΡΟΣ ΔΙΑΚΡΙΣΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΚΑΙΝΗ» ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΟΛΛΟΙ, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν τά πράγματα πού ἔχουν σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεώς μας, παραγκωνίζουν ἤ παραθεωροῦν ἐντελῶς τήν Παλαιά Διαθήκη. Θέτουν δέ καί τό ἐρώτημα: «Διατί ἡ Ἐκκλησία, μάλιστα δέ ἡ Ὀρθόδοξος, περιέλαβε τήν», κατ’ αὐτούς, «Ἑβραϊκήν ἤ Ἰουδαϊκήν βίβλον» εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν της καί τήν προέταξε τῆς Καινῆς, ὡς τήν Παλαιάν Διαθήκην της;»
Ὄλοι αὐτοί θεωροῦν τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «ξεπερασμένην» ἀπό τότε πού ἐγράφη ἡ Καινή Διαθήκη. Φέρουν μάλιστα ὡς ἐπιχείρημα τόν ἀποστολικό λόγο: «τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε΄ 17), ἤ τό τοῦ ὑμνογράφου: «Παρῆλθεν ἡ σκιά τοῦ νόμου (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης), τῆς χάριτος (τῆς Καινῆς Διαθήκης) ἐλθούσης». Διά τοῦτο ἐπιμένουν μόνο στήν παραδοχή καί στή μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονίσωμεν ὅτι ὁ ὅρος «Παλαιά» ἔχει καθαρῶς χριστιανική προέλευσι. Καθιερώθη μετά τήν συγγραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρός διάκρισιν ἀπό τήν «Καινή». Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, διδάσκει «Τί ἐστιν ὁ νόμος; Εὐαγγέλιον προκατηγγελμένον (= τί εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη; Εὐαγγέλιον πού ἔχει προαναγγελθῆ, ἔχει προκηρυχθῆ). Τί δέ τό Εὐαγγελιον; Νόμος πεπληρωμένος (= τί δέ ἡ Καινή Διαθήκη; Νόμος ὁλοκληρωμένος, συμπληρωμένος)». Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὀνομάζει πολύ ἐπιτυχῶς τήν Παλαιάν Διαθήκην «πρεσβυτέραν» (= προγενέστερη, παλαιότερη). Εἰς ἐπιστολήν του πρός τόν Ἀμμώνιον τόν Σχολαστικόν γράφει: «Τήν ἡμετέραν θρησκείαν δύο πυκταί διδάξουσιν, ὧν ἡ μέν Πρεσβυτέρα, ἡ δέ Νέα Διαθήκη προσαγορεύεται». Δηλαδή: Τή θρησκεία μας, τόν Χριστιανισμό, θά σέ διδάξουν δύο βιβλία (πίνακες – κώδικες) Ἀπό αὐτά τό μέν ἕνα ὀνομάζεται Παλαιότερη Διαθήκη τό δέ ἄλλο Νέα Διαθήκη.
Ἐξ ἄλλου ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ «ἀδιαίρετον τήν Παλαιάν καί Καινῆν Διαθήκην» καί παρατηρεῖ: Ὁ Ἀπόστολος «καλεῖ αὐτήν Καινήν Διαθήκην, ἵνα δείξῃ πῶς ἀνεκαινίσθη (= πῶς ἐξεκαινουργώθησαν) τῆς οἰκουμένης τά πέρατα (….) Καλεῖ τοίνυν (= λοιπόν) Καινήν Διαθήκην πρός ἀντιπαράθεσιν τῆς γεγηρακυίας (= πρός σύγκρισι μέ αὐτήν πού ἔχει γηράσει) κρείττονα (= ἀνωτέραν) πρός ἀντιδιαστολήν τῆς ἐλάττονος, αἰώνιον, πρός ἀντιπαράθεσιν τῆς προσκαίρου. Καλεῖ αὐτήν καί δευτέραν Διαθήκην (….). Ἐπειδή ὁ Θεός ἐλάλησε καί ἐν τῇ πρώτῃ, καί ἐν τῇ δευτέρᾳ, ὁ αὐτός (= ὁ ἴδιος) καλεῖ πρώτην καί δευτέραν, τῷ ἀριθμῷ τήν συμφωνίαν ἐργαζόμενος (= ἀποδεικνύων διά τῆς ἀριθμήσεως τήν συμφωνίαν)».
Ἀλλοῦ δέ ὁ ἴδιος Πατήρ γράφει: «Καινή λέγεται ἀπό τοῦ χρόνου καί ἀπό τῆς φύσεως τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων, ὅτι πάντα ἀνεκαινίσθη, καί πρῶτον ὁ ἄνθωπος, δι’ ὅν τά πάντα». Δηλαδή: Καινή Διαθήκη ὀνομάζεται ἀπό τό χρόνο καί ἀπό τή φύσι τῶν ὅσων συνέβησαν στήν περίοδό της, διότι ὅλα ἀνακαινίσθηκαν καί πρῶτα – πρῶτα ὁ ἅνθρωπος, γιά τόν ὁποῖον ἔγιναν τά πάντα. Καί συνεχίζει τό χρυσόφωνο στόμα: Γιά νά μή λέγῃ, λοιπόν, κάποιος «ὁ οὐρανός εἶναι ὁ ἴδιος, ἴδια καί ἡ γῆ, ἴδιος εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος, τό σπουδαιότερο ὅλων τῶν δημιουργημάτων», καί νέος νόμος ἐδόθη, νέες ἐντολές, εἶναι (δέ) καινούργια ἡ χάρις πού δίδεται μέ τό βάπτισμα, νέος ὁ ἄνθρωπος, νέες οἱ ὑποσχέσεις(.....) Εἶναι νέα τά μυστήρια. Δέν εἶναι πιά ἐκεῖνα τά ὑλικά, δηλαδή πρόβατον καί αἷμα καί ὀσμή κρέατος πού ψήνεται καί ἀκαθαρσία, ἀλλά λογική καί ἐνάρετη λατρεία. Οἱ ἐντολές (εἶναι) νέες, ὁ Σταυρός πού ἀνεβάζει στούς οὐρανούς καί κάνει τούς ἀνθρώπους ἀνωτέρους. Σκοπός λοιπόν καί στίς δύο Διαθῆκες ἕνας εἶναι, ἡ διόρθωσι τῶν ἀνθρώπων. Εἰς ἄλλην δέ περίπτωσιν τονίζει ὅτι «διαφορά μόνον ἐστίν ὀνομάτων ἐν ταῖς Διαθήκαις, οὐ μάχη, οὐδε ἐναντίωσις (= ἀντίθεσι, διαφωνία). Τό γάρ παλαιόν ἐκ τοῦ καινοῦ γίνεται παλαιόν, τοῦτο δέ οὐ μάχης, οὐδέ ἐναντιώσεως, ἀλλά διαφορᾶς ὀνόματος μόνης».
Ἐδῶ διευκρινίζουμε ὅτι ἡ λέξι Διαθήκη σημαίνει συνθήκην ἤ ὑπόσχεσιν. Τό ἀναλύει ὡραῖα ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης: «Τήν συνθήκην, τουτέστι τήν ἐπαγγελίαν (= ὑπόσχεσιν), διαθήκην ἡ θεία καλεῖ γραφή, διά τό βέβαιον καί ἀπαράβατον. Συνθῆκαι μέν γάρ πολλάκις ἀνατρέπονται, διαθῆκαι δέ νόμιμοι οὐδαμῶς (= καθόλου, μέ κανένα τρόπον)».
Ἑπομένως ὁ ὅρος «Παλαιά» πού καθιερώθη ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά τήν συγγραφήν τῆς «Καινῆς», χρησιμοποιεῖται κατά τρόπο συμβατικό. Ἁπλούστατα στόν Κανόνα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλαδή στή συλλογή τῶν ἐπί μέρους θεοπνεύστων βιβλίων της, ἔχουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὅπως αὐτός κατεγράφη ἀπό θεοπνεύστους ἄνδρας. Ὁ λόγος αὐτός εἶχε ὡς ἀρχικόν ἀποδέκτην τόν παλαιόν Ἰσραήλ, τόν ὁποῖον ὁ Θεός ὠνόμασε «περιούσιον» λαόν δηλαδή «ἐξαίρετον» ἰδιαιτέρως ἀγαπητόν μεταξύ ὅλων τῶν ἐθνῶν, περιουσία ἰδική του.
Βεβαίως τίθεται τό ερώτημα: Γιατί ὁ Θεός ἐξέλεξε καί ὠνόμασε «περιούσιον» τόν Ἰσραήλ καί ὄχι ἄλλον λαόν; Τήν ἀπάντησι μᾶς τήν δίνει ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος Κύ(ρ)ρου. Γράφει: Τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἰσραηλίτες «ἔσεσθέ μοι λαός περιούσιος ἀπό πάντων τῶν ἐθνῶν ἐμή γάρ ἐστι πᾶσα ἡ γῆ» (Ἐξ. ιθ’ [19] 5). Σημαίνει τοῦτο, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: Εἶμαι δημιουργός καί Κύριος ὅλων καί ὡς δημιουργός φροντίζω γιά ὅλους: ἐσᾶς δέ, τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν, ὡς - τρόπον τινά - ἕνα λαόν ἐξαίρετον, ἐκλεκτόν, ἀφιέρωσα εἰς ἐμέ. Διότι, ἐπρόσθεσε: Σεῖς δέ θά εἶσθε βασίλειον ἀπό ἱερεῖς, δηλαδή πολύ κοντά μου ἐν συγκρίσει πρός τά ἄλλα ἔθνη. Θά εἶσθε ἔθνος ξεχωριστό, ἀφιερωμένο εἰς ἐμέ (Ἐξ. ιθ’[19] 6) Διότι ὅπως τούς Λευΐτες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ἰσραηλίτες, ἐπροτίμησε ἀπό τίς ἄλλες Ἰουδαϊκές φυλές καί τούς ἐνεπιστεύθη τήν λειτουργία στον Ναό, χωρίς νά παραμελῇ τίς ὑπόλοιπες φυλές, ἀλλά διά τῶν Λευϊτῶν ἐφρόντιζε γιά τήν διακονία ἐκείνων, ἔτσι ἐξέλεξε καί τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ. Πρῶτον, διότι ἀπό αὐτούς ἐπρόκειτο νά γεννηθῇ «κατά σάρκα» ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Ἔπειτα, διότι μέ ὅλα μέ ὅσα ἐγίνοντο στούς Ἰσραηλίτες ἐδείκνυε τήν δύναμί του καί ἐδίδασκε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τόν δρόμο τῆς θεογνωσίας. Ὅταν δέ ὁ Θεός εἶπε αὐτά τά λόγια, ὅλος ὁ λαός ἀπεκρίθη μέ μιά ψυχή: « Ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Θεός θά τά ἐφαρμόσωμε καί θά κάνουμε ὑπακοή» (Ἐξ ιθ’ [19] 8). Αὐτή ἡ «συνθήκη» τοῦ λαοῦ ἦταν ὡς μιά ὑπογραφή ἑνός γραμματίου. Ἕνεκα τούτου, ὅταν παρέβησαν αὐτή τή δική τους ὁμολογία, ὑπέστησαν τίς τιμωρίες τοῦ Νόμου, ἀπό τίς ὁποῖες ὀ Χριστός ἐλευθέρωσε ὅλους ὅσοι ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν. Διότι, λέγει, ἀπό τήν κατάραν αὐτήν τοῦ Νόμου μᾶς ἐξηγόρασεν ὁ Χριστός, καταβάλλοντας ὡς λύτρα γιά τήν ἐξαγορά μας, τό ὅτι ἔγινε πρός χάριν μας καταραμένος (Γαλ. γ’ 13).
Ἐπομένως ὁ Κύριος ὡς αὐτεξούσιος, δημιουργός καί Κύριος «πάσης ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως» ὠνόμασε τούς Ἰσραηλίτες «λαόν περιούσιον» ὑπό ἕνα καί μοναδικόν ὅρον: ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες θά ἀπεδέχοντο ὁλοψύχως καί θά ὑπήκουαν στόν λόγο του καί θά ἐτηροῦσαν τήν «διαθήκην» του, δηλαδή τήν συμφωνία πού εἶχε συνάψει μέ τούς προπάτορές των (βλ. Ἐξ. ιθ’ [19] 5).
Παραλλήλως πρός τήν Παλαιάν Διαθήκην, στόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτός ἔχει καταγραφῆ ἀπό τούς θεοπνεύστους Εὐαγγελιστάς καί Ἀποστόλους. Ὁ λόγος αὐτός ἕχει ὡς ἀποδέκτην τόν νέον Ἰσραήλ τῆς Χάριτος, δηλαδή τά εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί εἰς ὅλους τούς αἰῶνας μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Πρόκειται περί τῆς «καινῆς διαθήκης», περί τῆς ὁποίας ἐπροφήτευσεν ὁ Ἱερεμίας (Ἱερ. λη’ [38] 31) ὅτι θά συνάψη ὁ Κύριος μέ τόν πιστούς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν θά προέρχωνται ἀποκλειστικῶς καί μόνον ἀπό τόν Ἰσραηλιτικό λαό, ἀλλ’ ἀπό ὅλα τά ἔθνη (βλ. Ἑβρ. η’ 8 -13). Ὁ Προφήτης ὠνόμασε τήν διαθήκην «καινήν» = νέαν (ἀπό ἐδῶ ἐλήφθη καί ἡ ὀνομασία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἐπιστολῶν καί τῆς Ἀποκαλύψεως – «Καινή Διαθήκη»), εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν Παλαιάν Διαθήκην, τήν ὁποίαν ὁ Θεός εἶχε συνάψει στό Σινᾶ μέ τόν παλαιόν Ἰσραήλ (Ἱερ. λη’ [38] 32).
Παρ’ ὅλα, ὅμως, αὐτά ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἔθεσεν εἰς ἀχρηστίαν, οὔτε παρεμέρισε τήν Παλαιά Διαθήκη.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν" τοῦ Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Ἐκδόσεις "Ὁ Σωτὴρ")