Ἂν σᾶς ρωτήσει κανείς, θέλοντας νὰ ἐλέγξει τὶς ἐτυμολογικὲς γνώσεις σας στὴν Ἀγγλικὴ ἢ στὴν Ἑλληνική, ἂν λέξεις ὅπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «ἐκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικὸ σκέτς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικὸς» καὶ clerk «ὑπάλληλος», chart «χάρτης» καὶ card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», chanel «δίαυλος», priest «ἱερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «ἐπίσκοπος» κ.α. προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἢ εἶναι ἀμιγῶς ἀγγλικές, μὴ βιαστεῖτε νὰ ἀπαντήσετε ὅτι δὲν σᾶς φαίνονται ἑλληνικές. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι περνώντας μέσα ἀπὸ διάφορους, συχνὰ δαιδαλώδεις καὶ σκολιούς, γλωσσικοὺς δρόμους οἱ λέξεις αὐτὲς ἔφτασαν στὴν Ἀγγλική, ἔχοντας ξεκινήσει ἀπὸ...
τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἶναι δάνειες λέξεις τῆς Ἀγγλικῆς ἀπὸ τὴν Ἑλληνική. Μία ματιὰ σὲ ἔγκυρα λεξικὰ τῆς Ἀγγλικῆς (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.α.) μπορεῖ νὰ σᾶς πείσει.
Τὸ ἄρχ. ἑλληνικὸ βούτυρον / βούτυρος (βοὺς + τυρός), μέσω τοῦ λατιν. butyrum, ἔδωσε τὸ ἄρχ., ἀγγλ. butere, ἀπ' ὅπου τὸ σύγχρονο ἀγγλ. butter (καὶ τὰ γέρμ. Butter, γάλλ. beurre, ἰταλ. burro κ.α.). Τὸ ἄρχ. ἕλλην. πάπυρος, ποὺ δήλωσε τὴν πρώτη μορφὴ γραφικῆς ὕλης ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο φυτὸ τὸ ὁποῖο εὐδοκιμοῦσε στὴν Αἴγυπτο, ἔδωσε τὸ ἀγγλ. paper (γάλλ. papier, γέρμ. Papier κ.α.) μέσω τοῦ λατιν. papyrum, ἀπ' ὅπου τὸ μεσαίων. γάλλ. papier καὶ τὸ μεσαίων. ἀγγλ. papir. Πιὸ σύνθετη εἶναι ἡ προέλευση τῆς λέξης ποὺ δήλωσε στὴν Ἀγγλικὴ «τὴν ἐκκλησία», τῆς λ. church. Ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἑλληνιστ. κυριακὸν (δῶμα) «ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου» (ἀπὸ τὸ Κύριος), τὸ ὁποῖο, μέσω τοῦ ἄρχ. γέρμ. kirihha (ἀπ' ὅπου τὸ νέο γέρμ. Kirche «ἐκκλησία») καὶ τῶν ἄρχ. ἀγγλ. cirice καὶ μεσαίων. ἀγγλ. chirche, ἔδωσε τὸ νέο ἀγγλ. church. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ χρησιμοποίησαν τὸ ἄρχ. ἐκκλησία (ἐκκλησία τοῦ δήμου «ἡ συγκέντρωση τοῦ λαοῦ / τῶν πολιτῶν ὡς θεσμικὸ ὄργανο») μὲ νέο περιεχόμενο: χῶρος ὅπου συγκεντρώνονται οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεὸ (ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν τὴ λ. ναός, μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι ἀποτελεῖ χῶρο ὅπου ναίουν, ὅπου κατοικοῦν οἱ θεοί).
Ἐνδιαφέρον ἔχει, γιὰ τὶς περιπέτειές της, ἡ λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικὸ σκέτς». Ποιὸς τὸ φαντάζεται, ἐκ πρώτης ὄψεως, ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕλλην. λ. σχέδιο; Ἡ ἀρχαία ἔλλ. λ. σχέδιον (ἀπὸ τὸ ἄρχ. σχέδιος ποὺ σήμαινε «προσωρινός, αὐτοσχέδιος», προερχόμενη ἀπὸ τὴ λ. σχεδὸν κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἔχω), μέσω τοῦ λατιν. schedium, ἔδωσε τὸ ἰταλ. schizzo, ποὺ πέρασε στὰ ὀλλανδικὰ ὡς schets, ἀπὸ ὅπου τὸ ἀγγλ. sketch. Τὸ περίεργο γιὰ τὴ ζωὴ τῶν λέξεων εἶναι ὅτι τὸ ἕλλην. σχέδιο ἐπανῆλθε στοὺς νεότερους χρόνους στὴν Ἑλληνική, δήλ. ὡς «ἀντιδάνειο» (ὡς δάνειο δανείου!...), μέσα ἀπὸ δύο ξένες γλωσσες: ἀπὸ τὴν Ἰταλικὴ ὡς σκίτσο καὶ ἀπὸ τὴν Ἀγγλικὴ ὡς σκέτς. Ἀνάλογη εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἀγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕλλην. σκηνή, μέσω τοῦ λατιν. scaena / scena. Ἀπὸ τὸ ὑποκοριστικό του λατιν. scene, ἀπὸ τὸ scenarium, προῆλθε τὸ ἰταλ. scenario ποὺ πέρασε σὲ διαφορες γλῶσσες (ἀγγλ. scenario, γάλλ. scenario κ.α.) καὶ ἐπανῆλθε στὰ Ἑλληνικὰ ὡς σενάριο (ἀντιδάνειο). Ἀπὸ τὸ θέμα σχ- (τοῦ ἔχω, πβ. κατὰ-σχ-ω, παρὰ-σχ-ω, σχ-ἐδὸν) ποὺ εἴδαμε καὶ στὸ σχέδιο, προῆλθε καὶ ἡ λ. σχῆμα ποὺ ἔδωσε, μέσω τοῦ λατιν. schema, τὸ ἀγγλ. scheme.
Μία λέξη ποὺ θὰ ξαφνίαζε ἴσως ὅταν κανεὶς διαπιστώσει ὅτι εἶναι ἑλληνική, εἶναι ἡ ἀγγλικὴ λ. pain «πόνος». Ἡ λέξη αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἕλλην. λ. ποινὴ ποὺ σήμαινε ἀρχικὰ «τιμὴ αἵματος, ἐκδίκηση (γιὰ ἔγκλημα)» καὶ μετὰ «τιμωρία». Μέσω τοῦ λάτ. poena, ποὺ ἔδωσε τὸ γάλλ. peine (ἀρχικὰ σήμαινε «τὰ βασανιστήρια τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως»), προῆλθε τὸ ἀγγλ. pain μὲ τὴ σήμ. «πόνος» ὡς ἀπόρροια τῶν πόνων ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ ὡς ἐπακόλουθό της τιμωρίας γενικότερα. Ἐξίσου ἴσως θὰ ξαφνίαζε καὶ ἡ ἀγγλικὴ λ. calm «κάλμα, νηνεμία».
Κι αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ ἑλληνικὴ λέξη, τὸ ἄρχ. καῦμα, ποὺ δήλωνε τὸν καύσωνα καὶ τὸ θέρος, ὁδηγώντας συνεκδοχικὰ στὴ σήμ. τῆς ἠρεμίας τῆς θάλασσας, τῆς ἔλλειψης δυνατῶν ἀνέμων. Στὴν Ἀγγλικὴ ἔφτασε ἡ λέξη ἀπὸ τὸ ἰταλ. calma ποὺ ἀνάγεται σὲ ὄψιμο λατιν. cauma ἀπὸ τὸ καῦμα. Ὅτι ἡ λ. ξαναγύρισε στὴν Ἑλληνικὴ μέσω τῆς Ἰταλικῆς ὡς κάλμα, δήλ. ὡς ἀντιδάνειο, εἴδαμε ὅτι ἀποτελεῖ συχνὸ φαινόμενο. Τὸ ἄρχ. πειρῶμαι «προσπαθῶ, ἀποπειρῶμαι, τολμῶ» ἔδωσε στὴ μεταγενέστερη Ἑλληνικὴ τὴ λ. πειρατὴς ποὺ προφανῶς θὰ σήμαινε ἀρχικὰ αὐτὸν ποὺ ἀποτολμᾶ παράτολμα καὶ παράνομα ἐγχειρήματα. Μέσω τοῦ λατιν. pirata ἡ λ. ἔδωσε τὸ ἀγγλ. pirate.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα μία σειρὰ ἀπὸ ἀγγλικὲς λέξεις προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἑλληνική, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι ἀμέσως αἰσθητὸ στὸν μὴ εἰδικό. Τέτοιες εἶναι οἱ ἀγγλικὲς λέξεις priest, clergy (καὶ clerc), bishop, monk κ.α. Συγκεκριμένα τὸ ἕλλην. πρεσβύτερος (ἀρχικὴ σήμ. «γεροντότερος») ἔδωσε τὸ ὄψιμο λάτ. presbyter. Ἀπὸ αὐτό, μὲ ὁρισμένες μεταβολές, προῆλθε τὸ ἄρχ. ἀγγλ. preost καὶ κατόπιν τὸ μεσαίων. ἀγγλ. preist, ποὺ ἔδωσε τὸ νεότ. ἀγγλ. priest. Τὸ ἕλλην. κληρικὸς (ἀπὸ τὴ λ. κλῆρος) «αὐτὸς ποὺ τοῦ πέφτει ὁ κλῆρος, ποὺ τοῦ ἀνατίθεται ἕνα ἔργο» ἔδωσε τὸ ὄψιμο λατιν. clericus ἀπ' ὅπου τὰ ἄρχ. ἀγγλ. cleric καὶ clerc. Ἀπὸ αὐτὰ προῆλθε τὸ ἀγγλ. clerk «λόγιος» - «ὑπάλληλος ἐξουσιοδοτημένος μὲ συγκεκριμένο ἔργο» - «ἁπλὸς ὑπάλληλος». Τὸ ἄρχ. ἀγγλ. clerc ἔδωσε καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὄρο clergy «κληρικός, ἱερωμένος». Τὸ ἕλλην. ἐπίσκοπος εἶναι ἡ λέξη ἀπ' ὅπου προῆλθε τὸ ἀγγλ. bishop «ἐπίσκοπος», μέσω τοῦ ὄψιμου λατιν. episcopus, ἀπ' ὅπου τὰ ἄρχ. ἀγγλ. bisceop καὶ μεσαίων. ἀγγλ. bishhop ποὺ προηγήθηκαν τοῦ νεότερου ἀγγλικοῦ bishop. Ὡς πρὸς τὸ ἀγγλ. monk «μοναχὸς» προῆλθε ἀπὸ τὸ μεταγεν. ἕλλην. μοναχὸς μέσω τοῦ ὄψιμου λατιν. monachus, ἀπ' ὅπου τὸ ἄρχ. ἀγγλ. munuc καὶ μετέπειτα τὸ νεοτ. ἀγγλ. monk. Το ἀγγλ. chart «χάρτης» ἀλλὰ καὶ τὸ card «κάρτα» προῆλθαν ἀπὸ τὸ ἕλλην. χάρτης. Τὸ bomb «βόμβα» ἀπὸ τὸ ἄρχ. ἕλλην. βόμβος. Τὸ «πολὺ ἀμερικάνικο» buffalo ἀπὸ τὸ ἕλλην. βούβαλος. Τὸ ἕλλην. δίπλωμα (ἀπὸ διπλώνω, διπλοὺς) μὲ τὴ σήμ. «ἐπίσημο ἔγγραφο» ἔδωσε τὸ diploma καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
'Ὅπως ἔγινε, ἐλπίζω, φανερό, ἕνα πλῆθος ἀπὸ ξένες λέξεις, ἐν προκειμένω ἀγγλικές, ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀπευθείας ἤ, πιὸ συχνά, μέσω τῆς λατινικῆς γλώσσας. Ὅσα γράφονται ἐδῶ δὲν δίδονται γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ἀφορμὴ κομπασμοῦ ἀλλὰ ὡς νύξεις γιὰ γλωσσικὴ αὐτογνωσία καὶ περίσκεψη, γιὰ τὸ πόσα ἔχει κανεὶς νὰ κερδίσει ἀπὸ μία ἐτυμολογικὴ περιδιάβαση στοὺς δρόμους τῆς γλώσσας μας.
Πηγή: (Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα "Τὸ Βῆμα"), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό