Η πρόσφατη, υπ΄αρθμ. 660/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)για τα Θρησκευτικά, δημιούργησε αντιδράσεις, επειδή ακυρώνει τα σχέδια ορισμένων που συνδέονται με την υλοποίηση του πολυθρησκειακού ή πολυθεϊστικού μοντέλου θρησκευτικής αγωγής.Τα σχέδια αυτά, τα οποία έχουμε εκθέσει πολλάκις από αυτήν τη στήλη, έχουν ως κεντρικό άξονά τους την αποορθοδοξοποίησητων νέων μαςκαι τη μεταστροφή της μονοθρησκευτικής ορθόδοξης χριστιανικής τους συνείδησης σε πολυθρησκειακή- διαθρησκειακή- πολυθεϊστική –πανθρησκειακή, δηλαδή, στην ουσία, αθεϊστική.
Το πρόβλημα του ορθόδοξου Μαθήματος είναι πλασματικό, δηλαδή κατασκευασμένο από συγκεκριμένους ανθρώπους, ειδικούς στο να χρησιμοποιούν την προπαγάνδα και την αλλοίωση της πραγματικότητας, προκειμένου να αποδομούν την αλήθεια και να πετυχαίνουν τους στόχους της πολεμικής τους. Το ορθόδοξο μάθημα βασίζεται στη θεολογική, ορθόδοξη και παιδαγωγικά έγκυρη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα ορθόδοξα Ελληνόπουλα και έχει εγκριθεί από τον νομικό μας πολιτισμό. Αλλαγές στη μεθοδολογία του Μαθήματος μπορούν και είναι εύλογο να γίνονται στο πλαίσιο του υγιούς εκσυγχρονισμού του. Όμως, στο περιεχόμενο και στον χαρακτήρα του δεν χωράνε αλλαγές, διότι, έτσι, απειλείται το αναλλοίωτο της διδασκαλίας της ορθόδοξης πίστης. Ωστόσο, το νεωτερικό Πρόγραμμα, πουεμφανίστηκε στον ελληνικό πνευματικό ορίζοντα από το 2010 και εξής, αλλάζει την εσωτερική οντολογία και δομή του Μαθήματος, διότι καταργεί τη μονοθρησκειακή διδασκαλία και εισάγει τον πολυθρησκειακό – πολυθεϊστικό προσανατολισμό της. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω, πολύ σύντομα, πότε, πώς και γιατί άρχισε να δομείται το πολυθρησκειακό μοντέλο ή σκεπτικό διδασκαλίας.
Τα βασικά σημεία του πολυθρησκειακού σκεπτικού, έτσι όπως τα έχει εκθέσει δημοσίως και γραπτώς το ηγετικό στέλεχος αυτής της αντίληψης,κατά το πρόσφατο παρελθόν και πριν το σκεπτικό να καταγραφεί και να επιβληθεί ως Πρόγραμμα στα σχολεία έχει ως εξής: Το στέλεχος αυτό, θέλοντας να οικοδομήσει το νέο κίνημα ανατροπής του ορθόδοξου προσανατολισμού του Μαθήματος και να «σώσει» την Ελλάδα από τημονοθρησκεία, αρχίζειπρώτα να δημιουργεί και να καλλιεργείτο κατάλληλο κλίμα, να αρθρογραφεί και να προπαγανδίζει όσα στόχευε η ομάδα. Γράφει για «τεταμένες σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας από τη μεταπολίτευση ως τις μέρες μας», για «προοπτική του χωρισμού (Εκκλησίας- Πολιτείας), ως ιστορική μοίρα του Νέου Ελληνισμού» και εν συνεχεία αναφέρει ότι «μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει και το τέλος των ιστορικών προνομίων της ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και σαφώς το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου των Θρησκευτικών ως ομολογιακού μαθήματος». Αφού φθάνει στο στόχο του, που ήταν το επί 170 περίπου χρόνια ισχύον ορθόδοξο σχολικό μάθημα, αρχίζει να στήνει την γνωστή λεκτική επιχειρηματολογία και πολεμική, που χρησιμοποιείται έκτοτε από όλη την ομάδα, με ψευδείς χαρακτηρισμούς, πληροφορίες, συκοφαντίες και παρερμηνείες που απομειώνουνκαι πλήττουν τον ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος, όπως: Ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα του μαθήματος είναι «ο ομολογιακός χαρακτήρας του». ότι «το μάθημα έχει κατηχητικό χαρακτήρα, είναι μονοφωνικό, ως εκ της φύσεώς του και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας ελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας». Ότι «το ελληνικό σχολείο αποτελεί ακραία περίπτωση θρησκευτικού κατηχητισμού». Ότι «σ΄ ένα πλουραλιστικό και δημοκρατικό σχολείο, που σέβεται τη θρησκευτική ετερότητα, η λύση δεν είναι παρά η κατάργηση του ομολογιακού μαθήματος και η μετάβαση σε ένα ουδετερόθρησκο σχολείο». Ότι, «πέραν της πλήρους κατάργησης του θρησκευτικού μαθήματος, που υποστηρίζεται από ελάχιστους κύκλους, ως εναλλακτική πρόταση προβάλλεται συνήθως η αντικατάσταση του ομολογιακού από το θρησκειολογικό μοντέλο». Προτείνει, ακόμη, «να διαλεχτεί η χριστιανική θεολογία δημιουργικά με την πολιτισμική και θρησκευτική ποικιλομορφία, να προσπεράσει τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό, να μην προσκολλάται στο ένδοξο παρελθόν», ούτε «να κλείνεται σε ένα είδος ιδιοκτησιακής αντίληψης για την κατοχή της αλήθειας». Τέλος, καταλήγει στην πρόταση ότι «χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτισμικών πραγματικοτήτων του κόσμου μας, μέσα από μια θεολογία της πολυπολιτισμικότητας. Είναι όντως ανάγκη το ΜτΘ να αλλάξει φυσιογνωμία και χαρακτήρα. Είναι ανάγκη η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας, όχι απλώς να το αγγίξει, αλλά να το διαπεράσει, κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι ανάγκη να αναπλαισιωθεί ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας σε νέες βάσεις και αρχές». Οι παραπάνω λέξεις, φράσεις, κατασκευασμένες παρερμηνείες και ιδέες κλειδιά κυκλοφορούν στο γραπτό ή προφορικό λεξιλόγιο όλης αυτής της ομάδας των πολεμίων του ορθόδοξου μαθήματος (κάποιων κληρικών, θεολόγων, δημοσιογράφων, πολιτικών), από τότε έως σήμερα. Σε αυτήν τη διωκτική γραμμή, άρχισαν να λασπολογούν, ασύστολα και μεθοδευμένα -όλα μαζί τα μέλη της ομάδας,τόσο εναντίον του ορθόδοξου μαθήματος όσο και εναντίον κληρικών και θεολόγων, που γύρω ή μαζί με την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων είχαν ή βρήκαν τη δύναμη να αντισταθούν και να το υποστηρίξουν, με συνέδρια, ημερίδες, διαλέξεις, άρθρα, συλλογικούς τόμους, ακόμη και συλλαλητήρια και πορείες. Το Πρόγραμμα, όμως, τελικά, έγινεκαι εφαρμόστηκε, με βάση ακριβώς το παραπάνω σκεπτικό, ενώ ό, τι και να έλεγε ή να έκανε η πλευρά της άμυνας δεν έφερε αποτέλεσμα, μια και η πλευρά των αποδομητών είχε προσεταιρισθεί την πολιτική εξουσία και δύναμη, η οποία βρήκε τη χρυσή ευκαιρία που επιζητούσε και που της πρόσφεραν πρόσωπα από το εσωτερικό της Εκκλησίας και της Θεολογίας για να εξορίσει την εκκλησιαστική ορθοδοξία από τα σχολεία με προεδρικά διατάγματα.
Η μόνη δημοκρατική λύση άμυνας που έμενε ήταν το ΣτΕ, στο οποίο προσφύγαμε, ταπεινά, όσοι αμυνόμαστε, καταθέτοντας τα θεολογικά, παιδαγωγικά και νομικά στοιχεία που διαθέταμε. Και ήρθε η ώρα της απόφασης του ΣτΕ. Δεν είδαμε ακόμη το πλήρες σκεπτικό της. Όμως, από όσα περιληπτικά ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, σχετικά με την απόφαση, το ανώτατο δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελεί το πιο ισχυρό εχέγγυο που διασφαλίζει τη δημοκρατική και συνταγματική λειτουργία του κράτους, αποφάσισε την ακύρωση του πολυθρησκειακού Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικώνστα ελληνικά σχολεία, διότι:
α) Πραγματοποιεί ριζική αλλαγή στη θεολογική οντολογία του μαθήματος των Θρησκευτικών,αλλοιώνοντας «τον από ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα ορθόδοξο χαρακτήρα του».
β) «Κλονίζει τη θρησκευτική χριστιανική συνείδηση» των μαθητών,φαλκιδεύονταςτον συνταγματικό που καθορίζει τον «σκοπό της ανάπτυξης της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνείδησης των μαθητών».
γ) Παραβιάζει την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνειδήσεως (άρθρ 13 του Συνάγματος), διότι«κλονίζει την Ορθόδοξη Χριστιανική συνείδηση», που είχαν πριν να πάνε στο σχολείο από το οικογενειακό τους περιβάλλον. δ) Δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι μαθητές δεν διαθέτουν κριτική αντίληψη.
δ) Προσβάλλει ευθέως «το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, γιατί στερεί από τους μαθητές του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας του Χριστού», ενώ «η νομοθεσία προβλέπει για Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνος μαθητές να διδάσκονται αυτοτελώς το μάθημα αυτό».
ε) Η χριστιανική διδασκαλία «δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτική, σε σχέση με τη διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές» κ.ά. Με όσα σχετικά έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα μας,γίνεται σαφές ότι η απόρριψη τουπολυθρησκειακού προσανατολισμού του Μαθήματος των Θρησκευτικών από το ΣτΕαποτελεί μια δικαίωση των παιδιών μας, των γονέων τους και όλων των Ελλήνων ορθοδόξων και, ταυτόχρονα, μια ελπίδα,που δείχνει ότιμε τη αγάπη, την πίστη και τη δύναμη του Ιησού Χριστού και παρά τις όποιες παλινωδίες, τίποτα δεν έχει ακόμη χαθεί στην πατρίδα μας. Υπάρχουν πνευματικές Θερμοπύλες και υπάρχουν άνθρωποι που τις κρατούν επάξια.