Η Εκκλησία θα πρέπει να επιδιώκει πάντοτε, σύμφωνα και με τον Καταστατικό της Χάρτη, να διαλέγεται και να συνεργάζεται ουσιαστικά με την πολιτεία για θέματα χριστιανικής αγωγής της νεότητας. Η Εκκλησία επίσης πράττει ορθώς, που βάζει κανόνες και όρους σε αυτήν τη συνεργασία, όπως έπραξε, κατά τον τελευταίο διάλογό της με την πολιτεία, θέτοντας ως όρο συνεργασίας τον Ορθόδοξο Προσανατολισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών, που όμως δεν τηρήθηκε.
Ωστόσο, το περιεχόμενο αυτού του όρου, αποτελεί το κυρίαρχο θέμα, το οποίο αναπτύσσεται και αναλύεται, λεπτομερώς και εξονυχιστικά, στο σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που αφορά στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών Δημοτικού και Γυμνασίου, μερικά από τα σημεία της οποίας είναι τα εξής:
«Με το πρόγραμμα σπουδών για τις Γ’ – ΣΤ’ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών, που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». «Με αυτό (ενν. το Πρόγραμμα), δεν παρέχεται μία αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά προκαλείται σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών». «Ενώ… θα έπρεπε… να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους, με τη σύγχυση που προκαλείται… κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη, πριν από την έναρξη του σχολικού βίου, διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί, στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος». Η συγκεκριμένη αλλοίωση της θρησκευτικής τους αγωγής «είναι ικανή… να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, διότι προσβάλλει το δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις». «…Η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά το περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή, σε σχέση με τη διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές, ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται για αυτήν». Επίσης, προσβάλλει «την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία προβλέπει, για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε, από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα».
Τα παραπάνω σημεία της απόφασης του ΣτΕ και πολλά άλλα, μάς θυμίζουν επακριβώς τις θέσεις που διατύπωσε, στην Επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό και τους Αρχηγούς των Κομμάτων, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών τον Σεπτέμβριο του 2016, εκφράζοντας, αφενός, τη γενικότερη θέση της Ιεράς Συνόδου ως προς τον Ορθόδοξο προσανατολισμό, την υποχρεωτικότητα και τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος και, αφετέρου, την πλήρη αντίθεσή του, τότε, με το Πρόγραμμα που έθεσε σε εφαρμογή ο πρ. Υπουργός κ. Φίλης.
Το πολύ σοβαρό ερώτημα, όμως, που τίθεται επί τάπητος είναι το εξής: Το Πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου είναι το ίδιο ή είναι διαφορετικό α) από το Πρόγραμμα του κ. Φίλη, που τότε είχε απορρίψει ο Μακαριώτατος και β) από το Πρόγραμμα που, λίγους μήνες μετά, ακυρώθηκε από το ΣτΕ; Το πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου, το οποίο υποτίθεται ότι κατάργησε το Πρόγραμμα του κ. Φίλη, κατάργησε και τα πάμπολλα δομικά παιδαγωγικά και θεολογικά προβλήματά του ή πρόκειται απλώς για μια προσχηματική «κατάργηση» - φάντασμα, η οποία στην πράξη αποτέλεσε μεθοδευμένο τέχνασμα για να στηριχθεί πάνω σε αυτήν η άρνηση να εφαρμοστεί η ακυρωτική απόφαση κατά του Προγράμματος του κ. Φίλη, με τη δικαιολογία ότι το ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών είναι νέο και διαφορετικό;
Διαβάσαμε και ακούσαμε κάποιες δηλώσεις ορισμένων εκκλησιαστικών προσώπων, αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ, σχετικά με το Πρόγραμμα Σπουδών και τον τρόπο αντίδρασης της Εκκλησίας, με τις οποίες δεν συμφωνούμε. Θεωρούμε ότι η Εκκλησία αποφασίζει Συνοδικά για τέτοια μεγάλα και σπουδαία θέματα, αφού τα μελετήσει επαρκώς και αντικειμενικά και αυτό αναμένουμε να πράξει και τώρα.
Η πλήρης αλήθεια είναι ότι το Πρόγραμμα του κ. Γαβρόγλου είναι πανομοιότυπο, στον πολυθρησκειακό του προσανατολισμό, σκοπό, πυρήνα και περιεχόμενο, με εκείνο του κ. Φίλη, γεγονός που το επιβεβαιώνουν με δηλώσεις που έχουν κάνει τόσο ο κ. Γαβρόγλου όσο και ο κ. Φίλης. Ο κ. Φίλης, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι το δικό του Πρόγραμμα Θρησκευτικών παρέμεινε και διατηρείται το ίδιο και απαράλλακτο σε ισχύ, κατά ποσοστό 99%, με ελάχιστες ανούσιες αλλαγές, στο Πρόγραμμα που υπέγραψε ο κ. Γαβρόγλου.
Επιπρόσθετα, όμως, συγκριτική ερευνητική μελέτη που υλοποιήθηκε ανάμεσα στα δύο Προγράμματα, του κ. Φίλη και του κ. Γαβρόγλου, επιστημονικά τεκμηριωμένη, που δημοσιοποιείται αυτές τις ημέρες, αποδεικνύει ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο Προγραμμάτων είναι απειροελάχιστες και άνευ ουσίας και ότι, τελικά, το Πρόγραμμα Γαβρόγλου διαφέρει σχεδόν μόνον στο αριθμό του ΦΕΚ και στην Υπουργική υπογραφή. Ουσιαστικές αλλαγές, επομένως, που να αγγίζουν την πολυθρησκειακή δομή, δεν έγιναν στο Πρόγραμμα Γαβρόγλου και, επομένως, δεν ισχύει ο ως άνω ισχυρισμός ότι ο κ. Γαβρόγλου είχε ήδη καταργήσει το Πρόγραμμα Φίλη πριν το ακυρώσει το ΣτΕ και διαπιστώνεται ότι ο όρος που έθεσε η Εκκλησία για Ορθοδοξο Προσανατολισμό, ουδέποτε εφαρμόσθηκε από την κοινή επιτροπή διαλόγου Εκκλησίας – Πολιτείας, γεγονός που εύκολα αποδεικνύεται.
Εσπευσμένες επίσης δηλώσεις εκκλησιαστικών προσώπων, όπως: «το νέο πρόγραμμα που κυκλοφορεί πλέον στα σχολεία είναι συμφωνία Εκκλησίας-Πολιτείας», εκθέτουν πρωτίστως όσους τις κάνουν, και σε κάθε περίπτωση δεν εκφράζουν την αλήθεια των γεγονότων.
Και τούτο, διότι στα Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεδρίασε την 27η Ιουνίου 2017 και που όλοι μπορούμε να διαβάσουμε, δεν μαρτυρείται καμιά τέτοια συμφωνία. Αντίθετα, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, στο τέλος της συνεδρίασης έκλεισε με τα εξής: «Έτσι, λοιπόν, σήμερα δεν θα πούμε ότι εγκρίνεται ή απορρίπτεται το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών, αλλά ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ενημερώθηκε από τα μέλη της Επιτροπής και τους ευχαριστούμε...». Δεν υπήρξε, συνεπώς, καμιά συμφωνία, παρά μόνον ενημέρωση στους Αρχιερείς.
Η δική μας επομένως απάντηση στο αρχικό ερώτημα, που μπορεί να εκληφθεί και ως ταπεινή πρόταση, είναι ότι η Εκκλησία, πρωταρχικά και εν Συνόδω, θα πρέπει να εκφράσει τον σεβασμό και την ευπείθειά της στην απόφαση του ΣτΕ, να ζητήσει άμεσα να αποσυρθεί το ακυρωθέν από το ΣτΕ νέο Πρόγραμμα Σπουδών του κ. Γαβρόγλου, αφού είναι το ίδιο με εκείνο του κ. Φίλη, να σταματήσει η ίδια την οποιαδήποτε σύμπραξή της στο Πρόγραμμα και στα βιβλία του κ. Γαβρόγλου και να ζητήσει την έναρξη διαλόγου σε νέα βάση, όπως ορίζεται από το ΣτΕ.
Ταυτόχρονα, μπορεί να προτείνει, εκείνη αυτή τη φορά, νέα συντακτική ομάδα, προκειμένου να αρχίσει η συγγραφή Αναλυτικού Προγράμματος και βιβλίων, με βάση α) τις αποφάσεις, τις κατευθύνσεις και τις προδιαγραφές που έδωσε συνοδικά η ίδια, κατά τις δύο Συνόδους της (Διαρκής Σύνοδος, Ιανουάριος 2016 και Σύνοδος της Ιεραρχίας, Μάρτιος 2016), β) το θεσμικό πλαίσιο και σκεπτικό, όπως αυτό οριοθετείται από την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ και γ) τη συνεργασία των ειδικών στελεχών της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, οι θέσεις της οποίας συνάδουν τόσο με τις ως άνω αποφάσεις των δύο Συνόδων όσο και με το σκεπτικό της ακυρωτικής αποφασεως του ΣτΕ. Τελος, να ζητήσει να επανέλθουν σε ισχύ το προηγούμενο Πρόγραμμα και τα βιβλία (2003-2006), έως ότου ετοιμαστούν το νέο Πρόγραμμα και τα νέα βιβλία.