Ὁ Χριστὸς ἐν δόξῃ καὶ οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι
Τὴν ἐποχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ χριστιανισμὸς κυριαρχοῦσαν στὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Μεσογείου οἱ γλῶσσες: ἑβραϊκή, ρωμαϊκὴ καὶ ἑλληνική, ὅπως δηλώνει ἡ ἐπιγραφὴ τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἦταν γραμμένη «ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,20). Περισσότερο ἀπ’ ὅλες ὅμως κυριαρχοῦσε ἡ ἑλληνική. Καὶ αὐτὴ συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ, γιατὶ ἦταν ἡ διεθνὴς γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Ὁμιλεῖτο ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὸν 3ο πρὸ Χριστοῦ μέχρι τὸν 3ο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ μὴ ἑλληνικὰ κράτη τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὰ Βαλκάνια, τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴ Συρία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ Λυβίη, τὴν Ἰταλία καὶ τὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὀνομαζόταν ἑλληνιστική, ἐπειδὴ εἶχε διαμορφωθεῖ στὰ ἑλληνιστικὰ λεγόμενα χρόνια. Στὰ χρόνια δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του. Καὶ εἶχε ὡς βάση τὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Αὐτὴ εἶχε διαδοθεῖ στοὺς λαούς, ποὺ εἶχε κατακτήσει καὶ ἐκπολιτίσει ὁ Ἕλληνας Μακεδόνας στρατηλάτης Μέγας Ἀλέξανδρος, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ σημαντικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῶν ἐντοπίων. Καὶ ὀνομάστηκε Κοινὴ Ἑλληνιστική, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶχε καταστεῖ «τὸ κοινὸν μέσον συνεννοήσεως Ἑλλήνων καὶ ξένων, καθ’ ὑπέρβασιν τῶν παλαιῶν διαλέκτων».
Δύο ἦταν οἱ μορφὲς τῆς Κοινῆς Ἑλληνιστικῆς γλώσσας: Πρῶτον ἡ ὁμιλούμενη, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες συνεννόησης, τὴν ἐπιστολογραφία, τὸ ἐμπόριο κ.λπ. Αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε στὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ στὰ ἑλληνικά. Εἶναι ἡ γνωστὴ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄). Δεύτερον ἡ γλῶσσα τῶν λογίων. Ἦταν ἡ γλῶσσα τῶν παιδευμένων. Χρη- σιμοποιήθηκε στὴ Γραμματεία τοῦ ἑλληνιστικοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Αὐτὴν προσεγγίζει ἡ γλῶσσα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πόσο εὐρύτατα διαδεδομένη ἦταν ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ γλῶσσα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ρωμαιοκρατίας, ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του, ἐποχὴ στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ χριστιανισμός, τὸ μαρτυροῦν οἱ ἐπιγραφὲς ποὺ ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ στὶς διάφορες πόλεις τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ Ρώμη καὶ εἶναι στὴν πλειονότητά τους ἑλληνικές. Εἶχε εἰσχωρήσει ἀκόμη καὶ στὰ ἀνάκτορα τῶν Ρωμαίων ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Ἔτσι ὁ αὐτοκράτορας Τιβέριος περιβαλλόταν ἀπὸ Ἕλληνες. Ὁ ἐπίδοξος διάδοχος Γερμανικὸς ἔγραφε τὰ ἐπιγράμματά του στὴν ἑλληνική. Ὁ δὲ φιλόσοφος Μᾶρκος Αὐρήλιος ἔγραψε στὴν ἑλληνικὴ τὸ γνωστὸ σύγγραμμά του «τὰ κατὰ σαὐτόν». Καὶ ὁ ὀνομαστὸς Ρωμαῖος σατιρικὸς ποιητὴς Ἰουβενάλιος (α΄-β΄ μ.Χ. αἰ.) ὀνομάζει τή Ρώμη urbs graeca (=πόλη ἑλληνική).
Τὰ μέλη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, πρέπει νὰ ἦταν στὴν πλειονότητά τους χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν, ποὺ γνώριζαν τὴν ἑλληνική. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνει τὴν ἐπιστολή του πρὸς αὐτοὺς (Πρὸς Ρωμαίους) στὰ ἑλληνικά. Ἀλλὰ καὶ οἱ δώδεκα ἀπὸ τοὺς δεκαπέντε πάπες τῆς Ρώμης πρέπει νὰ ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀφοῦ φέρουν ἑλληνικὰ ὀνόματα: Λῖνος, Κλεῖτος, Εὐάριστος, Ἀλέξανδρος, Τελεσφόρος, Ὑγῖνος, Ἀνίκητος, Σωτήρ, Ἐλευθέριος, Ξύστος, Ζεφυρῖνος, Κάλλιστος. Ἐξάλλου καὶ οἱ ἐπιγραφὲς στοὺς παπικοὺς τάφους εἶναι στὴν ἑλληνικὴ καὶ ὄχι στὴ λατινική, ἡ ὁποία σταδιακὰ ἐκτοπίστηκε. Περιορίστηκε μόνο στὸ δίκαιο καὶ στὸ στρατό, ὅπου οἱ στρατηγοὶ ἐπέβαλλαν τὴ λατινικὴ πρὶν καταλάβουν τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία. Κατὰ τὸν αἰώνα δὲ τῆς στρατοκρατίας, ποὺ κατέλαβαν ὁμαδικὰ τὴν ἐξουσία, «δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεχθοῦν τίποτε τὸ μὴ ρωμαϊκὸν εἰς τὴν Ρώμην, καὶ ἂς μὴ ἦσαν οἱ ἴδιοι Ρωμαῖοι πάντοτε». Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὴ Ρώμη ἐπεκτάθηκε βαθμηδὸν ἡ κυριαρχία τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἔφθασε ὣς τὴ Λυὼν τῆς Γαλλίας, στὴν ὁποία τὰ μισὰ ὀνόματα τῶν Μαρτύρων τοῦ εἶναι ἑλληνικά.
Τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γνώριζαν καὶ ὁμιλοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς διασπορᾶς. Ὅσοι ἦταν διασκορπισμένοι γύρω ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀπομακρυσμένα μέρη. Καὶ μάλιστα τὴν ὁμιλοῦσαν ὡς μονααδικὴ καὶ ὄχι ὡς δεύτερη γλῶσσα. Ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τῆς μεγάλης πόλης τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λησμονήσει τόσο τὴ μητρική τους γλῶσσα, ὥστε παρέστη ἀνάγκη νὰ γίνει μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ στὴν ἑλληνική (μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα).
Τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γνώριζαν καὶ ὁμιλοῦσαν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Παλαιστίνης. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον οἱ μορφωμένοι καὶ ὅσοι ἀνῆκαν στὶς ἀνώτερες κοινωνικὰ τάξεις, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀνῆκαν στὶς μεσαῖες ἢ στὶς κατώτερες. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Φαρισαίους, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικὸς τοῦ α΄ μ.Χ. αἰ. Ἰώσηπος, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ὀνόμασε Ἕλληνα (Josephus Graecus Livius). Στὴν τάξη τῶν ἑλληνιστῶν Ἰουδαίων ἀνῆκε καὶ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ὁ ὁποῖος διέτρεξε ὡς σκυταλοδρόμος τοῦ Χριστοῦ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο σὲ πορεία ἀντίθετη πρὸς ἐκείνη τοῦ ὀνομαστοῦ Μακεδόνα στρατηλάτη Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ἀπὸ αὐτὰ συνάγεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα κυριαρχοῦσε στὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες, τόσο ἐντὸς τῆς Παλαιστίνης, ὅσο καὶ ἐκτὸς αὐτῆς. Καί, ὅπως παρατηρήθηκε, «αἱ εἰς τὴν διάθεσιν ἡμῶν πηγαὶ δὲν ἀφήνουν πολὺ περιθώριον ἀμφιβολίας», ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας καὶ δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας», «πλὴν τῆς ἀραμαϊκῆς, ὡμίλει καὶ τὴν ἑλληνικήν». Ἔζησε, ἄλλωστε, ἐπὶ τριάντα χρόνια στὴ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Δηλαδὴ στὴν περιοχὴ τῶν εἰδωλολατρῶν. Περιόδευε ἑλληνόγλωσσες περιοχὲς καὶ πόλεις τῆς Παλαιστίνης, ὅπως ἡ Τιβεριάδα. Κήρυττε στὶς περιοχὲς αὐτὲς καὶ συνομιλοῦσε μὲ ἀνθρώπους χωρὶς διερμηνεῖς, ὅπως μὲ τὴν εἰδωλολάτρισσα Συροφοινίκισσα, τὸν Κεντυρίωνα καὶ τὸν Πιλᾶτο. Εἶχε μαθητὲς τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Φίλιππο, ποὺ πρέπει νὰ ὁμιλοῦσαν καλὰ τὴν ἑλληνική, ὅπως μαρτυροῦν τὰ ὀνόματά τους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτοὺς κατέφυγαν οἱ Ἕλληνες, ὅταν θέλησαν νὰ τὸν δοῦν. Ἦταν τότε σύνηθες «ὅτι πᾶς φέρων ἑλληνικὸν ὄνομα ὡμίλει βασικῶς τὴν ἑλληνικήν».
Ὁ ἑλληνισμός, λοιπόν, βοήθησε τὸ ἔργο τῆς διάδοσης καὶ ἐξάπλωσης τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὸν κόσμο. Ἔγινε τὸ ὄργανο μεταφορᾶς τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκουμένη. Τόσο κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, ὅσο καὶ στοὺς μετέπειτα αἰῶνες. Στοὺς αἰῶνες τοῦ χριστιανικοῦ Βυζαντίου, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱεραποστολὴ ἐκχριστιάνισε καὶ ἐκπολίτισε λαοὺς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους. Ἔγινε ἀκόμη ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο περιβλήθηκαν καὶ διατυπώθηκαν τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπερκόσμιες ἀλήθειες τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λέξεων, τὴ σαφήνεια, τὴν εὐκρίνεια καὶ ὅλη τὴ χάρη της ἔγινε τὸ ὄργανο ποιητικῆς ἔκφρασης τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης καὶ τῆς προσευχῆς. Ἔγινε τὸ ὄργανο σύνθεσης ὑπέροχων ὕμνων λατρείας, ποὺ ἐνθουσιάζουν, τέρπουν, κατανύσσουν καὶ μεταρσιώνουν τὶς ψυχές. Τὶς ἀνεβάζουν σὲ ἄλλους κόσμους, ἄϋλους καὶ θείους. Τὸ ὁμολογοῦν ὀρθόδοξοι καὶ ἀλλόδοξοι, Ἕλληνες καὶ μή, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι. Τὸ βεβαιώνουν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ὑμνωδίας, τόσο κατὰ τὶς θεῖες Λειτουργίες, ὅσο καὶ κατὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες (ἰδίως τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων τοῦ Δεκαπενταύγουστου). Καὶ συμμετέχουν οἱ πιστοὶ στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς ἀναστάσιμης Ἀκολουθίας καὶ θείας Λειτουργίας μὲ τὴν ἄπλετη φωτοχυσία.
Εὔστοχα ἐκφράζεται ὁ ρωμαιοκαθολικὸς μοναχὸς Κίρχοφ, ὁ ὁποῖος ἐκτελέστηκε ἀπὸ τοὺς ναζὶ κατὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ἀποκαλῶντας τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους «νικητήρια ἄσματα πρὸς τὸν Παντοκράτορα, ὁ ὁποῖος κατενίκησε τὸν θάνατον καὶ τὸν Ἅδην». Θὰ μάκραινε πολὺ ὁ λόγος καὶ θὰ ξέφευγε ἀπὸ τὰ στενὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου, ἂν ἔπρεπε νὰ γίνει ἀναφορὰ στὴ συνδρομὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸ ἔργο τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συνδύασαν ἄριστα τὴ γνώση αὐτῆς τῆς γλώσσας καὶ παιδείας μὲ βαθύτατη χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀρετὴ καὶ ἀναδείχθηκαν ἄφθαστοι διερμηνεῖς καὶ ἐξαγγελεῖς τῆς θείας ἀποκάλυψης στὴν ἐποχή τους καὶ στοὺς αἰῶνες. Κατέδειξαν ὅτι δὲν ὑφίσταται πρόβλημα ἁρμονικῆς συμπόρευσης ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ.
Αὐτὸ ἐμφανίστηκε, κατὰ τὸν καθηγητὴ Π. Χρήστου, μόνον ὅταν «ὑπεισῆλθεν ὁ ρωμαϊκὸς νομικισμὸς καὶ ὁ ἀσιατικὸς φανατισμός». Ἂς ἐπιτραπεῖ νὰ κλείσουμε τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς τονίζοντας συμπερασματικὰ ὅτι ὑπῆρξε σημαντικὴ ἡ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὴ γλῶσσα του. Καὶ τὴν ἀνταπέδωσε ὁ Χριστιανισμός, καθόσον, ὅπως παρατηρεῖ ὁ σοφὸς ἱστορικὸς Σπ. Ζαμπέλιος, μὲ τὸν χριστιανισμὸ ἐπῆλθε «νέα ζωὴ διὰ τὸν Ἑλληνισμόν – ἠθικὴ καὶ πολιτικὴ νεκρανάστασις» τοῦ ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία «Ἑλληνοσώτειρα». Ἔσωσε τὸν εὑρισκόμενο τότε σὲ κατάπτωση ἑλληνισμὸ καὶ συνέβαλε στὸν ἐξελληνισμὸ πολλῶν περιοχῶν, ὅπως τῆς Καππαδοκίας, στὴν ὁποία ὁ ἐξελληνισμὸς «καθυστερήσας ἐπ’ ἀρκετόν, ἔβαινε παραλλήλως πρὸς τὴν ἐπικράτησιν τοῦ χριστιανισμοῦ». Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ὑπῆρξε κατὰ τὸν Ἔσσελιγκ ἡ ἑνοποιὸς δύναμις τοῦ ἑλληνισμοῦ. Κατὰ τὸν Ρουμάνο ἱστορικὸ Γιόργκα αὐτὴ ἦταν «ὁ κύριος παράγων ἐξελληνισμοῦ στὸ Βυζάντιο». Καὶ κατὰ τὴ σκοτεινὴ περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας αὐτὴ διατήρησε τὴ γλῶσσα καὶ τὸν ἐθνισμὸ στοὺς ὑπόδουλους προγόνους μας. Καὶ πρωτοστάτησε στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Εἰς δὲ τὰ νεότερα χρόνια, περιοχὲς ποὺ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἔχασαν καὶ τὸν ἐθνισμό τους.
Πηγές καὶ Βοηθήματα
Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἡ αἰώνια ἀλήθεια, Κατηχητικὰ Βοηθήματα, τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1960 καὶ τόμος Γ΄, Ἀθῆναι 1962.
Βασ. Χ. Ἰωαννίδου, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1948.
Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1964.
Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμος Α΄ – Εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1976.
Στ. Σάκκου, Μαθήματα Εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1972.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη