Για κάποιους, η μόνη πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, όπου καθετί αποκτά μια υπόσταση άυλη, που δεν μεταβιβάζεται, δεν κληροδοτείται, κανείς δεν μπορεί να την κλέψει.
Για εκείνον που μόνος έφυγε και φτάνει μόνος, μόνη πατρίδα του είναι ο χρόνος, όπως λέει ο τραγουδοποιός.
Για άλλους, πατρίδα είναι η γλώσσα. Οπου κι αν βρίσκονται, όπου τους έλαχε να στεριώσουν, στη γλώσσα σκαλίζουν για τις ρίζες τους. Στις λέξεις φωλιάζουν. Στο στέρεο οικοδόμημά της επιστρέφουν, για να κρατηθούν από το πεπρωμένο τους και να κινηθούν στο χρόνο.
Η γλώσσα είναι μνήμη, όπως το αισθητήριο όργανο θυμάται τη γεύση του κρασιού, κι όταν το χρώμα έχει ξεχαστεί και η κούπα έχει σπάσει.
Για τη ραγισμένη κούπα μίλησαν τα μέλη της μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του προηγούμενου μήνα, σε δημόσια συζήτηση που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Αποφοίτων του Ζωγραφείου.
Για τη «δημογραφική καχεξία» της κοινότητας, που «ακροβατεί στο μεταίχμιο μεταξύ αφανισμού και αφομοίωσης».
Για «κινδύνους και απειλές όχι από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από την ίδια τη συμπεριφορά της μειονότητας», με την εσωστρέφεια και τη «ρατσιστική» τάση που συχνά ξεχωρίζει τα μέλη της μειονότητας σε ειδικές ομάδες Ιμβριων, Τενέδιων και αραβόφωνων από την Αντιόχεια.
Για σύνδρομα «υπεροχής, αλλά και θυματοποίησης», για την αποξένωση των νέων μελών, καθώς οι «καρεκλοκένταυροι γηραιότεροι Πολίτες δεν παραχωρούν καμιά θέση στη νεότερη γενιά».
Και κυρίως για την ανάγκη διατήρησης της ελληνικής γλώσσας, που έχει υποστεί αλλοιώσεις. Αλλοίωση της γλώσσας σημαίνει αλλοίωση της ευαισθησίας, αποφαίνεται ο Γ. Σεφέρης. Λυπηρόν, αλλά θλιβερότερον όταν δεν δραπετεύουν από το στόμα οι λέξεις, οι ίδιες που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος. Γιατί η γλώσσα ζει στα χείλη.
Εκεί ξεδιπλώνει τα φτερά της. Και όπως παρατήρησε η Αννα, μία Ελληνίδα που εργάζεται στην Πόλη, στις μεταξύ τους συζητήσεις, ένα μεγάλο ποσοστό των συμμετεχόντων στη συνάντηση, επικοινωνούσαν σχεδόν αποκλειστικά με την τουρκική γλώσσα.