«Ναί, ἴσια ἴσια αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς, νὰ μποῦμε στὴ χορεία τῶν ἐθνῶν καὶ στὸ δρόμο τοῦ πολιτισμοῦ. Ἀλλὰ πῶς νὰ μποῦμε καὶ πῶς νὰ προχωρήσουμε, ἂν ὄχι μὲ τὰ δικά μας πόδια; Πῶς θὰ μᾶς ἀγκαλιάσουν τὰ ἄλλα ἔθνη, ἂν δὲν ἔχουμε δικιά μας ἀξία, γιὰ νὰ συμβάλουμε κι ἐμεῖς στὸ γενικὸ καλό; Κι ἀπὸ ποῦ θὰ τὴ βγάλουμε αὐτὴ τὴν ἀξία, ἂν δὲν ἐκμεταλλευτοῦμε τὸν φυσικὸ πλοῦτο τῆς χώρας μας καὶ δὲν καλλιεργήσουμε τοὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυρούς μας; Νὰ ξεριζώσουμε λοιπὸν τ’ ἀμπέλια καὶ τὶς ἐλιὲς γιὰ νὰ φυτέψουμε καφέδες καὶ μπανάνες; Κάθε τόπος ἔχει καὶ τὸν τρόπο ποὺ προκόβει, καλλιεργώντας ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται στὴν ζωή του. Γιατί τότε ἀναπτύσσει τὸν πλοῦτο τὸν δικόνε του, ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ καὶ ἀποκτᾶ δύναμη καὶ λευτεριά, ποὺ μόνον αὐτὴ προκόβει τοὺς λαούς». Τὸ προηγηθὲν κείμενο δὲν εἶναι κάποιου ἐκπροσώπου τῆς «ἀντίδρασης» ἢ τῆς πάλαι ποτὲ ἐπαράτου, ἀλλὰ τοῦ ποιητῆ Βασίλη Ρώτα, ὁ ὁποῖος πολέμησε καὶ τραυματίστηκε στὴν ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς. Ὑπῆρξε κομμουνιστής, ἀριστερός, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔλειπε ἡ φιλοπατρία καὶ τὸ σέβας στὴν ἐθνική μας παράδοση. Εἶμαι σίγουρος πὼς ἂν τὸ διαβάσει κάποιος νέος «κουκουὲς» τὸ κείμενο αὐτό, χωρὶς νὰ τοῦ ἀποκαλύψεις τὴν ταυτότητα τοῦ συγγραφέα, θὰ τὸ κατατάξει στὰ ἐθνικιστικά. Ἀλλὰ «ἦταν τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔζων δι’ ἐν ἔπαινον καὶ πέθαινον δι’ ἕνα τραγούδι» ὅπως ἔλεγε...
ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας.
Ἔχουμε τὸ πιὸ πλούσιο καὶ ὄμορφο μεταλλεῖο. Τὸ κελάρι τοῦ πατρογονικοῦ μας σπιτιοῦ εἶναι γεμάτο ἀπὸ τὰ καλούδια τῆς ἐξαίσιας παράδοσής μας, χάσαμε ὅμως τὸ κλειδὶ καὶ ὡσὰν τὸν Ἄσωτό της παραβολῆς λιμοκτονοῦμε «εἰς χώραν μακρὰν» καὶ ἐσθίομεν, τρῶμε τὰ ξυλοκέρατα, τὶς γουρουνοτροφὲς τῶν Φράγκων. Καὶ βρεθήκαμε-ποιοί; ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες- ἐκτός της ἱστορίας.
Έρχονται μάνες στὸ σχολεῖο καὶ ἐκφράζουν τὴν ἀγωνία τους γιὰ τὴν ὑστέρηση, τὴν σχεδὸν ἀδυναμία νὰ ἐκφραστοῦν γραπτῶς τὰ παιδιά τους, οἱ μαθητές μας. Ἔχουν δίκιο, ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα. Τὶς πταίει, ὅμως;
Ἀπαντῶ δανειζόμενος λόγια του Σπύρου Μελᾶ, ὁ ὁποῖος σὲ κείμενο γραμμένο τὸ 1950, ὅταν ἀκόμη οἱ μάνες δὲν εἶχαν «ἐξευρωπαϊστεῖ» καὶ τὸ γάλα τους δὲν εἶχε ξινίσει.
«Ἀλλὰ παιδεία θὰ εἰπεῖ γλώσσα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς Μάνας. Οἱ μαστοὶ τῆς εἶναι τρεῖς. Οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της, ἡ λαλιά της, ἡ γνήσια καὶ ἄδολη πηγὴ τῆς γλώσσας. Ἀγράμματη, ἀμόρφωτη, πὲς ὅ,τι θέλεις. Εἶναι ὅμως κεφαλάρι ἀστείρευτο βαθύτατης καὶ φυσικῆς σοφίας. Στὶς λέξεις ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ χείλη της, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σταλαχτίτη, στὸ τρυφερὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ, γενεὲς γενεῶν ἔχουν κλείσει νόηση καὶ αἴσθημα, πείρα καὶ Ἱστορία-ὅλη τὴν οὐσία τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι δίνει στὸ νήπιο, ποὺ τὸ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, μαζὶ μὲ τὸ γάλα καὶ τὴν πρώτη παιδεία. Γιατί παιδεία δὲν εἶναι μονάχα τὸ ἀπόσταγμα μνημείων τοῦ γραπτοῦ λόγου. Αὐτὴ ἔρχεται πολὺ ἀργότερα, καὶ εἶναι θυγατέρα μίας ἄλλης, παμπάλαιης καὶ ἄγραφτης παιδείας, ποὺ οἱ ρίζες τῆς χάνονται στὰ βάθη τῶν αἰώνων, μίας σοφίας ποὺ μιλεῖ μὲ τὸ παραμύθι, τὸ τραγούδι καὶ τὸ νανούρισμα...». (Β.Περσείδη, «Τὸ ἐθνικό μας τραγούδι», σέλ. 140-141, Ἀθήνα 1983).
Ποιὰ μάνα σήμερα μεταβιβάζει μὲ τὸ στόμα της, στὸ παιδί της, τὴν μακραίωνη παράδοση τοῦ λαοῦ μας; Ποιὰ τὸ νανουρίζει; (Τὰ τρισάθλια βιβλία Γλώσσας, ὅπως ἔχω γράψει, ζητοῦν ἀπὸ τὰ παιδιὰ νὰ γράψουν ἕνα νανούρισμα γιὰ χταπόδια, στὸ Ἀνθολόγιο Γ’-Δ’ Δημοτικοῦ).
Πρὶν ἀνοίξουμε τὰ πορτοπαράθυρα τῶν σπιτιῶν μας καὶ εἰσβάλλουν οἱ ἀναθυμιάσεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ, «δυτικοῦ μοντέλου ἀγωγῆς», οἱ Μάνες κατηχοῦσαν τὰ παιδιά τους στὸ σπίτι. Τοὺς πρόσφεραν μαθήματα πατριδογνωσίας καὶ ἀγωγὴ ἁγιότητας.
Προσφεύγω καὶ πάλι στὸ «κελάρι». Σὲ κείμενο τῆς ἀπροσπέλαστης Γαλάτειας Σουρέλη. (Συμβουλεύω νὰ ἀγοράζουν οἱ γονεῖς τὰ βιβλία της, εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο γιὰ τὰ παιδιά τους, ν’ ἀφήσουν τὰ «κινητὰ» δηλητήρια).
«…Ἀγωγὴ ἁγιότητας γινόταν καὶ μὲ τὸν λαϊκὸ κατηχητικὸ λόγο, ποὺ μάθαιναν οἱ μανάδες στὰ παιδιά τους:
Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, δεύτερη εἶναι ἡ Παναγιά, τρίτος εἶναι ὁ Πρόδρομος, τέσσερα τὰ Εὐαγγέλια, πέντε οἱ Παρθένες, ἔξι τὰ ἑξαπτέρυγα, ἑπτὰ εἶναι τὰ μυστήρια, ὀκτὼ τὸ ὀκτωήχι, ἐννιὰ εἶναι τὰ τάγματα, δέκα εἶναι οἱ ἐντολές, ἕντεκα τὰ ἑωθινά, δώδεκα οἱ Ἀπόστολοι.
Ὅλα αὐτὰ τὰ μάθαιναν οἱ μανάδες στὰ παιδιὰ τοὺς ψέλνοντας τά.
Καὶ τὸ παιδομάνι-τότε οἱ ἄνθρωποι κάνανε πολλὰ παιδιὰ-κατέβαζε αὐτὴν τὴν πρόσθεση καὶ τὴν ἔκανε ἀφαίρεση:
Δώδεκα οἱ Ἀπόστολοι, ἕντεκα τὰ ἑωθινά, δέκα εἶναι οἱ ἐντολές.... ἕνας εἶναι ὁ Κύριος!
Ἀγωγή, ἀκόμα, γινόταν καὶ μὲ τὸ νανούρισμα: Στὸ πάπλωμά σου κέντησα ἀετοὺς νὰ σὲ στολίζουν/σου κέντησα μία Παναγιά, στ’ ἀχνὸ προσκέφαλό σου/κι ἀκόμα τὴν Ἁγια-Σοφιὰ να’ χεῖς στὸ μαγουλό σου.
Ἀγωγὴ γινόταν καὶ μὲ τὴν εὐχή: Ἡ Παναγιὰ μαζί σου, ποὺ περιέχει ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη παράδοση!
Ποιὸ παιδὶ φεύγει σήμερα γιὰ τὸ σχολεῖο του καὶ κάποιος βρίσκεται πίσω του νὰ τὸ σταυρώσει καὶ νὰ τοῦ πεῖ: νὰ ‘χεῖς τὴν εὐχή μου, ἡ Παναγιὰ μαζί σου; Ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν εὐχὴ μᾶς ἔχουμε στερήσει τὰ παιδιά μας». («Ἁγιότητα, ἕνα λησμονημένο ὅραμα», συλλογικὸ ἔργο, σέλ. 218, ἔκδ. «Ἀκρίτας»).
Κανένας κατακτητὴς δὲν μπόρεσε νὰ καταστρέψει τὴν ψυχική μας ἔκφραση καὶ τὸν ἑλληνισμό μας. Ξέβαφαν καὶ ξεθωρίαζαν, γιατί ἔστεκαν στὰ σπίτια, φρουροὶ ἀκοίμητοι, οἱ Μάνες οἱ Ρωμηές, ποὺ μοσχοβολοῦσαν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο.
«Ἀπ’ ὅλα τὰ λαλούμενα κάλλιο λαλεῖ ἡ καμπάνα/κι ἀπ’ ὅλα τὰ μυρωδικὰ κάλλιο μυρίζει ἡ μάνα».
Τώρα στὰ σπίτια δὲν ἀκούγεται τὸ μυρίπνοο στόμα τῆς Μάνας, ἀλλὰ τὸ δυσῶδες καὶ ρυπαρὸ στόμα τῆς τηλεόρασης. Τὰ σκύβαλα τῆς τηλοψίας πῆραν τὴ θέση της. Τὸ γάλα της, τὸ ἄδολο καὶ γνήσιο, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὰ φαρμάκια τῆς κάθε ξιπασμένης σαχλαμάρας. Καὶ ἀγρίεψαν τὰ παιδιά, δὲν εἶναι γαλήνια. (Θυμίζω ὅτι οἱ λέξεις γαλήνη-γαληνεύω μᾶλλον προέρχονται, ἐτυμολογικῶς, ἀπὸ τὸ γάλα. Τὸ γάλα γαληνεύει τὸ πεινασμένο βρέφος καὶ νήπιο).
Τὸ ζοῦμε αὐτὸ μὲς στὴν τάξη. Ἔχω χρόνια νὰ ἀκούσω μαθητή μου, ὅταν μεταφέρει ἐξωσχολικὲς γνώσεις, νὰ πεῖ «μου εἶπε, μοῦ διηγήθηκε ὁ μπαμπάς μου, ἡ μαμά μου ἢ ἡ γιαγιά μου».
Ὅλοι ξεκινοῦν μὲ τὴν ἑξῆς στερεότυπη φράση: «Κύριε, εἶδα στὴν τηλεόραση ἢ στὸ διαδίκτυο». (Χάσαμε καὶ τὶς γιαγιάδες! Βλέπουν, μὲ τὰ δύσμοιρα ἐγγονάκια τους, τὶς τουρκοσειρὲς ἢ τὶς ἡμέτερες ποὺ «παιδαγωγοῦν» στὴν εὐτέλεια, τὴν διαφθορὰ καὶ τὴν ἀσέλγεια).
Ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους καὶ οἱ σημερινὲς μητέρες, θυσιάζονται γι’ αὐτά, ἀλλὰ ἔχασαν τὴν πυξίδα, ἐκτροχιάστηκαν, ὅπως ὅλοι μας.
Ὅπως λέω καὶ στὶς μάνες ποὺ ἔρχονται νὰ ρωτήσουν γιὰ τὴν πρόοδο τῶν παιδιῶν τους, γιὰ νὰ βροῦν τὴν περπατησιά τους, ἂς ἀρχίσουν μ’ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ γιαγιάδες τους, «ὅταν τὶς ἔβρισκε τὸ κακὸ καὶ θόλωνε ὁ νοῦς τους». (Ἐλύτης):
«Ὢ Παναγιά μου, Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα/σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα,/κι ὄντες κοντύνει ἡ γλώσσα μου καὶ θαμπωθεῖ τὸ φῶς μου/τότε κυρά μου Παναγιά, νὰ στέκεις βοηθός μου».
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό