Πριν αρκετά χρόνια, την 23η Φεβρουαρίου 1997 δημοσιεύτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ένα άρθρο του ιατρού Σωτηρίου Φάλτση. Στο άρθρο αυτό γίνεται λόγος για το ρόλο του εγκεφάλου στην εκμάθηση μιας γλώσσας. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να ασχοληθούμε εδώ με τους επιστημονικούς όρους που χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος οι οποίοι, άλλωστε, δεν είναι απαραίτητοι στο θέμα.
Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι η αναφορά σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου ομάδες επιστημόνων έχουν προχωρήσει πάρα πολύ τις έρευνες γύρω από τη σχέση ελληνικής γλώσσας και εγκεφάλου. Διαπίστωσαν ότι η ελληνική γλώσσα έχει σημαντική επίδραση στην ευφυΐα του παιδιού από τη νηπιακή ηλικία και βρίσκονται σε άμεση συνεργασία με καθηγητές ελληνικών Πανεπιστημίων.
Στη συνέχεια παρουσιάζουν με επιχειρήματα από την ιατρική επιστήμη τρόπο με τον οποίο η ελληνική γλώσσα συμβάλλει στην ευφυΐα του παιδιού.
Αξίζει να αναφέρουμε και όσα γράφει ο αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφίας Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος στη μελέτη του «Η γλώσσα και το νόημά της», όπου μας δίνει εκπληκτικές απαντήσεις σχετικά με τη συμβολή της γλώσσας στην ευφυΐα του ανθρώπου. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η γλώσσα είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που συνανήκουν στον αισθητό και στο νοητό κόσμο. Η γλώσσα δεν είναι απλώς πολλές μεμονωμένες λέξεις, ούτε άθροισμα λέξεων, αλλά έμψυχη ενότητα, όπου μέσα της κάθε λέξη και κάθε συντακτική θέση είναι συνδεδεμένη με την αντίθετη λέξη και θέση και το κάθε νόημα με το αντινόημά του.
Στην ελληνική γλώσσα όμως υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ σημαίνοντος (που είναι η λέξη) και σημαινομένου (που είναι αυτό που εννοεί η λέξη). Για παράδειγμα παίρνουμε τη λέξη γέφυρα. Στα αγγλικά έχουν τη λέξη bridge = γέφυρα, χωρίς όμως η ίδια η λέξη να σημαίνει κάτι. Στην ελληνική γλώσσα όμως όταν λέμε γέφυρα εννοούμε (γαία + επί + ύδωρ), δηλαδή ένα κομμάτι γης πάνω στο νερό, αυτό δηλαδή που είναι στην πραγματικότητα.
Ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάϊζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή τη σημαντική ιδιότητα, για την οποία είχε πει: «Η θητεία μου στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στη γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Η διαπίστωση μιας τέτοιας χαρακτηριστικής ιδιότητας μας κάνει να υποκλινόμαστε στην ανωτέρα νοημοσύνη της γλώσσας μας. Άλλο ένα παράδειγμα από τα άπειρα:
Στην αγγλική η λέξη clever σημαίνει έξυπνος και τίποτε άλλο. Στην ελληνική όμως«έξυπνος» είναι ο έξυπνος είναι «ο έξω του ύπνου ευρισκόμενος», δηλαδή «αυτός που δεν κοιμάται (και κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Η ακρίβεια της ελληνικής γλώσσας αποκαλύπτεται ιδιαίτερα σε πολλές λέξεις. Για παράδειγμα παίρνουμε τη λέξη ηλικία, η οποία προέρχεται από τις λέξεις ήλιος + κίω(=πορεύομαι ακολουθώντας μια πορεία, πορεύομαι κυκλικά (=περιστρέφομαι), ελίσσομαι, πορεύομαι και ανέρχομαι. Από το ρήμα κίω, για παράδειγμα, προέρχεται η λέξη κισσός, ο οποίος ακολουθεί ανοδική πορεία.
Με βάση τα παραπάνω, τι σημαίνει επομένως ηλικία; Σημαίνει πόσες περιστροφές έχει κάνει ο καθένας από εμάς από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι σήμερα. Φυσικά, κάθε περιστροφή είναι και ένα έτος, οπότε η ηλικία του καθενός μας είναι μοναδική και προσωπική.
Ποια άλλη γλώσσα, λοιπόν, έχει τέτοια ακρίβεια νοήματος όσο η ελληνική, η οποία εκτός του πλήρους δια της ετυμολογίας νοήματος, δίνει και γνώσεις επιστημονικές; Πώς εγνώριζαν δηλαδή οι Έλληνες, οι οποίοι εδημιούργησαν τη λέξη «ηλικία», την περιστροφική κίνηση της Γης περί τον ήλιο; (Στα αγγλικά η λέξη age=ηλικία, δεν έχει κανένα άλλο νόημα. Το ίδιο και στα λατινικά detas= ηλικία χωρίς κανένα άλλο νόημα).
Αυτά και πολλά άλλα προκαλούν το θαυμασμό διασήμων γλωσσολόγων. Ένας από αυτούς είναι και ο Ισπανός Ακαδημαϊκός και μεγάλος Ελληνιστής Fransisco Atrados, ο οποίος είπε: «Αν δεν ήταν η Ελληνική γλώσσα, η Ευρώπη θα παρέμενε ένα έδαφος πρωτογόνων…». Τις γλώσσες Γαλλική, Αγγλική, Ιταλική, Ισπανική και Γερμανική τις ονόμασε «κρυπτοελληνικές». Διεκήρυξε δε ότι «Η Ελληνική γλώσσα είναι η πλέον παγκόσμια γλώσσα».
Στους χρόνους της Αναγεννήσεως μια από τις μεγάλες πνευματικές μορφές της εποχής ο μεγάλος Ολλανδός Ουμανιστής και θερμός Ελληνιστής Έρασμος έλεγε για τη γλώσσα των Ελλήνων: «Αν εξαφανιστεί η Ελληνική Γλώσσα θα φτωχύνει η παγκόσμια διανόηση».
Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που έχει πραγματικά την δυνατότητα να αποτελέσει την κοινή βάση της παγκόσμιας επικοινωνίας. Ο λόγος είναι προφανής. Εκτός από την ακρίβειά της στην απόδοση των νοημάτων από γλώσσα σε γλώσσα, έχει και οικονομία στην κωδικοποίηση και μεταφορά δεδομένων λόγω της ίδιας της δομής της.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι οι χειριστές των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Υψηλής, Προηγμένης Τεχνολογίας μας λένε: «Η μόνη «αποδεκτή» γλώσσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του άμεσου μέλλοντος είναι η κλασσική ελληνική, ως γλώσσα ανωτέρου επιπέδου και ιδιαιτέρως κατά τη διαδικασία διερμηνείας».
Μόνον την ελληνική δέχονται για τη μαθηματική της δομή και κυρίως για την αρμονική και γεωμετρική της έκφραση και απεικόνιση. Και όχι μόνον τη δέχονται οι υπολογιστές ως μοναδικό λεκτικό και ηχητικό κώδικα επικοινωνίας, αλλά και τη θεωρούν ατέρμονα, δηλαδή μη οριακή, απεριόριστη. Χωρίς την ελληνική γλώσσα είναι αδύνατο να κάνει ούτε βήμα προς τα εμπρός η επιστημονική σκέψη της αύριον.
Η ελληνική γλώσσα έχει ποικιλία πολυπρισματική. Έχει πλήθος λεκτικών τύπων. Αν, για παράδειγμα, η λέξη «άνδρας» έχει σε μερικές γλώσσες δύο λεκτικούς τύπους όλους κι όλους, δηλαδή έναν για τον ενικό και έναν για τον πληθυντικό αριθμό (π.χ. man-men, homo-homini, κ.λ.π.), στην αρχαία ελληνική γλώσσα έχουμε δέκα: ανήρ, ανδρός, ανδρί, άνδρα, άνερ, άνδρες, ανδρών, ανδράσι, άνδρας, άνδρες και βέβαια το δυϊκό αριθμό.
Εάν μάλιστα προχωρήσουμε στους διαφορετικούς μονολεκτικούς τύπους των ρημάτων, τότε η διαφορά είναι συντριπτική. Υπάρχουν γλώσσες, που έχουν το πολύ τέσσερις διαφορετικούς μονολεκτικούς τύπους ενός ρήματος.
Αντίθετα, το πιο απλό ρήμα της αρχαίας ελληνικής, το ρήμα «λύω», έχει συνολικά 337 μονολεκτικούς τύπους (137 στην ενεργητική φωνή, 145 στη μέση φωνή και 55 με παθητική διάθεση).
Ποια, λοιπόν, γλώσσα θα μπορούσε να συναγωνισθεί την αρχαία ελληνική; Μήπως η λατινική; Ίσως αυτή να πλησιάζει κάπως αλλά και αυτής ένα απλό ρήμα, όπως το amo, έχει συνολικά 122 τύπους (80 στην ενεργητική και 42 στην παθητική).
Η διαφορά επομένως των τύπων μεταξύ του πιο απλού ρήματος των δύο πλέον συγγενών γλωσσών, της ελληνικής και της λατινικής, δηλαδή της μητέρας γλώσσας και της απογόνου της είναι εκπληκτική: 337 μονολεκτικοί τύποι υπάρχουν στην Ελληνική και 122 τύποι στη λατινική. Δηλαδή 215 μονολεκτικοί τύποι περισσότεροι υπάρχουν στην Ελληνική γλώσσα από την αμέσως επόμενη, τη λατινική.
Η γλώσσα εκτός από λέξεις, άθροισμα λέξεων ή έμψυχη ενότητα, όπως είδαμε πιο πάνω είναι παράλληλα και ένας αριθμός συνδυασμών διαφόρων συντακτών δομών. Το 1998 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Δρ. Πήτερ Τζόουνς, όταν έκανε μαθήματα αρχαίων Ελληνικών από την εφημερίδα «Daily Telegraph» έγραφε σχετικά: «Ο Έλληνας μόνον από τη γλώσσα είναι έξι φορές πιο έξυπνος από όσους μιλούν αγγλικά, διότι μπορεί να εκφρασθεί για το ίδιο πράγμα με έξι διαφορετικούς τρόπους ταυτοχρόνως, χωρίς να αλλάξει το νόημα της προτάσεως, ενώ ο αγγλόφωνος μόνον με ένα.
Η μελέτη των Αρχαίων Ελληνικών και η γνώση του παραδοσιακού τονικού συστήματος βοηθούν κάθε Έλληνα να επικοινωνεί καλύτερα και με τα κλασσικά κείμενα, αλλά και με τα θεόπνευστα Πατερικά κείμενα και την Εκκλησιαστική μας Υμνογραφία καθώς και με μεγάλες μορφές της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας. Η γνώση αυτή αποτελεί θεμέλιο της εθνικής μας ταυτότητας μέσα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης.
Αποτελεί, όμως και Πανευρωπαϊκό Εκπαιδευτικό και μορφωτικό αίτημα. Αυτό αποδεικνύεται από μια ανακοίνωση του Γάλλου Υπουργού Παιδείας Ζάκ Λάνγκ στις 25 Οκτωβρίου του 2001, ο οποίος ανακοίνωσε ότι επανέρχεται η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών στις δύο τελευταίες τάξεις των Γαλλικών Γυμνασίων και στο Λύκειο.
Μιλώντας σε διεθνές συμπόσιο στο Πανεπιστήμιο της Σαρβόνης ο Ζάκ Λάνγκυπογράμμισε: «Πρέπει να ξαναδώσουμε και να επαναφέρουμε την δυναμική των φιλολογικών σπουδών (κλασσικών και νεωτέρων). Πρέπει να ξαναβρούμε τις μεγάλες επιστήμες, να δοθούν στέρεες και καθαρές βάσεις στη διαμόρφωση των νέων. Οι κλασσικές σπουδές, τόνισε ο Γάλλος Υπουργός, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του σκοπού, ο οποίος αναλύεται στο τρίπτυχο: Επιστροφή στα μεγάλα κείμενα, διεπιστημονική θεώρηση, ανάπτυξη κριτικού πνεύματος». (ΒΗΜΑ, 26-10-2001).
Η εξαγγελία του Ζακ Λανγκ επιβεβαιώνει ότι αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον για τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ στην Ελλάδα και την Κύπρο η διδασκαλία και η αναγνώριση της αξίας των αρχαίων ελληνικών λοιδορείται, γελοιοποιείται και μειώνεται στα μάτια των Ελληνόπουλων, ότι τάχα είναι «νεκρή γλώσσα, που δεν χρησιμεύει σε τίποτε», στις χώρες της Ε.Ε. αναγνωρίζεται ξανά η καθαρότητα και η γλωσσική τους αξία για τη στέρεη και ορθή διαπαιδαγώγηση των νέων.
Έτσι μαθαίνουμε με υπερηφάνεια αλλά και με πίκρα ότι αυτή τη στιγμή τα Αρχαία Ελληνικά και η Ελληνική διδάσκονται υποχρεωτικά στα Γυμνάσια θεωρητικής κατεύθυνσης στην Ολλανδία, στο Λουξεμβούργο και στην Πορτογαλία. Διδάσκονται ως μάθημα επιλογής στη Δανία, στη Γερμανία, στην Ιρλανδία και στην Ιταλία. Σε ορισμένες άλλες χώρες, όπως η Φιλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία διδάσκονται σε επιλεγμένα σχολεία. Στη Γαλλία όσοι μαθητές επιλέγουν τα Αρχαία Ελληνικά ή τη λατινική θα αμείβονται με ενισχυμένη βαθμολογία, η οποία θα μετρά για την προαγωγή τους.
Πηγή: ellas2.wordpress.com