1. Ἡ ἔννοια «διάλεκτος».
Κάθε γλῶσσα μιλιέται κατὰ τόπους διαφορετικά. Αὐτὲς οἱ κατὰ τόπους (δηλ. οἱ γεωγραφικὲς) παραλλαγὲς τῆς γλώσσας ὀνομάζονται διάλεκτοι.
Ἡ δημιουργία διαλέκτων εἶναι μία περίπλοκη διαδικασία ποὺ συνδέεται μὲ ποικίλους ἐνδο- ἀλλὰ καὶ ἐξωγλωσσικοὺς (κοινωνικούς, ἱστορικοὺς κ.ἄ.) παράγοντες. Ἄλλωστε ἡ ποικιλία στὴ γλῶσσα, εἴτε σὲ γεωγραφικὸ (βλ. διάλεκτοι) εἴτε σὲ κοινωνικὸ εἴτε σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς βασικότερες ἰδιότητές της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλὲς ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα, καὶ γιὰ νὰ παραμείνουμε στὸ γεωγραφικὸ ἐπίπεδο, ὅπως ὑπάρχει ἔντονη ποικιλία στὶς παραδοσιακὲς ἐνδυμασίες, στὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, στὴν παραδοσιακὴ μουσικὴ καὶ τοὺς χορούς, στὴν παραδοσιακὴ ἀρχιτεκτονική, τὴν κουζίνα κ.λπ., κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἔχει καὶ ἡ γλῶσσα κατὰ τόπους διαφορετικὴ μορφή. Ἡ σταδιακὴ διάσπαση μίας ἀρχικὰ «ἑνιαίας» γλώσσας σὲ γεωγραφικὲς παραλλαγές, δηλ. σὲ διαλέκτους, μπορεῖ νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ ἐξωγλωσσικοὺς παράγοντες, ὅπως π.χ. ἡ γεωγραφικὴ ἀπομόνωση ὁμόγλωσσων περιοχῶν μεταξύ τους ἐξαιτίας φυσικῶν ἐμποδίων (ὀροσειρές, μεγάλα ποτάμια, θάλασσες) ἢ ὁ πολιτικὸς κατακερματισμὸς τοῦ γλωσσικοῦ χώρου (π.χ. στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο) ποὺ εὐνοοῦν τὴν ἀραίωση ἢ καὶ τὴν πλήρη ἔλλειψη ἐπικοινωνίας μεταξὺ ὁμόγλωσσων πληθυσμῶν ἀπὸ διάφορες περιοχές, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους ἰδιαίτερους σὲ κάθε περίπτωση παράγοντες.
Οἱ διάλεκτοι ἀποτελοῦν πλήρη γλωσσικὰ συστήματα, τὰ ὁποῖα, ὅπως καὶ κάθε μορφὴ γλώσσας, ἐξυπηρετοῦν κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὶς ἐπικοινωνιακὲς ἀνάγκες τῶν χρηστῶν τους. Ἔτσι δὲν ἐπιδέχονται κανενὸς εἴδους ἀξιολόγηση ὡς πρὸς τὴ λειτουργικότητά τους ἢ γενικὰ τὴν «ἀξία» τους, ὅπως κι ἂν τὴν ἐννοήσουμε. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι οὔτε «καλύτερες» ἀλλὰ οὔτε καὶ «χειρότερες» ἀπὸ τὴν ἐπίσημη γλῶσσα. Γεννιοῦνται μέσα ἀπὸ διαδικασίες ποὺ ἀνέκαθεν λάμβαναν χώρα σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες, καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς «παραφθορές». Ὁ συνήθης καὶ πιὸ διαδεδομένος τρόπος ἀντιμετώπισής τους (τουλάχιστον στὴν περίπτωση τῆς Νέας Ἑλληνικῆς) γενικὰ δὲν εἶναι θετικός, γεγονὸς ποὺ ὀφείλεται στὸ ὅτι στὸ σύνολό τους οἱ διάλεκτοι ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη γλῶσσα-πρότυπο, ἡ ὁποία στὰ μάτια τῶν περισσοτέρων ὁμιλητῶν (ἀκόμη καὶ τῶν διαλεκτόφωνων) εἶναι ἡ μόνη «σωστὴ» γλῶσσα. Ἐπιπλέον διατηροῦνται πλέον κυρίως στὸ λόγο ἀνθρώπων περιορισμένης μορφώσεως, ἐνῶ παλαιότερα χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀπάρτιζαν τὶς τοπικὲς κοινωνίες. Τέλος, στὴ συντριπτική τους πλειονότητα οἱ διάλεκτοι δὲν διαθέτουν λογοτεχνικὴ παράδοση καὶ ἡ χρήση τους παρέμεινε ἀποκλειστικὰ σχεδὸν προφορική, ἐξυπηρετώντας τὶς ἐπικοινωνιακὲς ἀνάγκες κυρίως ἀγροτοποιμενικῶν κοινωνιῶν1. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν διάλεκτοι ὅπως ἡ Κρητική, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ γραπτὸ ὄργανο σημαντικῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς μέχρι τὸ 1669 (ὁπότε καὶ ἡ Κρήτη ἐντάχθηκε στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία), ἢ διάλεκτοι, οἱ ὁποῖες συνδέονται στενὰ μὲ τὴν ταυτότητα τῶν πληθυσμῶν ποὺ τὶς μιλοῦν, καὶ ἀποκτοῦν ἔντονα συμβολικὸ χαρακτήρα, εἰδικὰ ἂν μιλιοῦνται σὲ περιβάλλον κατὰ πλειοψηφία ἀλλόγλωσσο (π.χ. ἡ Ποντιακὴ σὲ πλειοψηφία τουρκόφωνων στὴ Μικρὰ Ἀσία πρὶν τὸ 1922) ἢ ἀποτελοῦν πολύτιμα κατάλοιπα παλαιότερων ἐποχῶν, ὅπως εἶναι οἱ σημερινὲς ἑλληνικὲς διάλεκτοι τῆς Κάτω Ἰταλίας (Ἀπουλίας καὶ Καλαβρίας).
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διάλεκτοι, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων, χρησιμοποιοῦνται μόνο στὸν προφορικὸ λόγο, δημιουργεῖ στὸ μὴ ἐξειδικευμένο κοινὸ μία αἴσθηση «ἀνεπάρκειας» τῶν διαλέκτων ὡς ἐπικοινωνιακῶν συστημάτων. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλωσσολογίας ὅμως ἡ ἀντιμετώπιση αὐτὴ θεωρεῖται ἐσφαλμένη, ἐπειδὴ οἱ διάλεκτοι εἶναι, ὅπως καὶ ἡ ἐπίσημη γλῶσσα, λειτουργικῶς πλήρη συστήματα. Γιὰ παράδειγμα, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχουν σὲ αὐτὲς ὅροι π.χ. τῆς τεχνολογίας ἢ τῆς σύγχρονης διοίκησης δὲν σχετίζεται μὲ ἐγγενῆ συστημικὴ ἀνεπάρκεια ἀλλὰ μὲ τὴ δομὴ καὶ τὴ λειτουργία τῶν κοινωνιῶν, τῶν ὁποίων ἀποτέλεσαν δημιούργημα καὶ ἐπικοινωνιακὸ μέσο. Ἄλλωστε καὶ ἡ Ἀρχαία Ἑλληνικὴ δὲν διέθετε ἐπιστημονικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ὁρολογία μέχρι ἡ ἐξέλιξη τῆς κοινωνίας νὰ γεννήσει τὴν ἀνάγκη γιὰ τὴ δημιουργία αὐτῆς τῆς ὁρολογίας.
Σημ.: 1. Διάλεκτοι βέβαια μιλιοῦνταν παλαιότερα καὶ στὰ ἀστικὰ κέντρα τῆς ἑλληνικῆς περιφέρειας μὲ διαλεκτόφωνη ἐνδοχώρα (π.χ. Ἰωάννινα, Τρίπολη, Λιβαδειὰ κ.λπ.).
2. Γένεση τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων.
Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἦταν καὶ αὐτὴ διασπασμένη σὲ πλῆθος τοπικῶν διαλέκτων, τὶς ὁποῖες οἱ γλωσσολόγοι κατατάσσουν συνήθως σὲ τέσσερις ὁμάδες: τὴν Ἰωνικὴ (ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο), τὴ Δυτικὴ Ἑλληνικὴ (τὴ Δωρικὴ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια), τὴν Αἰολικὴ καὶ τὴν Ἀρκαδοκυπριακή. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ἀρχίζει μὲ βάση τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ἡ ὁποία εἶχε ἀναχθεῖ σὲ διάλεκτο μὲ ἰδιαίτερα αὐξημένο κῦρος, νὰ διαμορφώνεται μία μορφὴ γλώσσας ὑπερτοπική, ἡ ὁποία ἐκτοπίζει τὶς παλαιὲς διαλέκτους ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ γραπτὸ λόγο (μὲ πρώτη τὴν συγγενική της Ἰωνική), ἐνῶ σταδιακὰ διεισδύει καὶ στὴν προφορικὴ χρήση ὀδηγώντας τες μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀρχαιότητας σὲ ἐξαφάνιση. Αὐτὴ ἡ μορφὴ γλώσσας, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε Ἀλεξανδρινὴ Κοινή, ὁμιλεῖται πλέον ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ ἑλληνόφωνου κόσμου τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ ἀρχίζει νέα διάσπαση τῆς Ἑλληνικῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ διαμόρφωση τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων.
Ἑπομένως οἱ νεοελληνικὲς διάλεκτοι δὲν ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς διαλέκτους (ἄλλωστε δὲν ταυτίζονται τὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῶν μὲν καὶ τῶν δέ), ἀλλὰ οἱ ρίζες τους βρίσκονται στὴν κατὰ τόπους διαφοροποίηση τῆς ὕστερης Ἀλεξανδρινῆς Κοινῆς / μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς. Στοιχεῖα βέβαια τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν διαλέκτων (λεξιλογικὰ ἀλλὰ καὶ ἄλλου εἴδους) καὶ γενικότερα ἀρχαϊσμοὶ ἐπιβιώνουν στὶς νεοελληνικὲς διαλέκτους μέχρι σήμερα. Ἀπὸ τὶς νεοελληνικὲς διαλέκτους μόνη ἡ Τσακωνική, ποὺ μιλιέται στὴν περιοχὴ τῆς Κυνουρίας τοῦ σημερινοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας (Λεωνίδιο, Καστάνιτσα, Σίταινα, Τυρός, Μέλανα κ.λπ.) καὶ ἐμφανίζει ἐντονότατη διαφορὰ ἀπὸ τὴν Κοινὴ Νεοελληνικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες διαλέκτους, μπορεῖ στὸ μεγαλύτερο μέρος της νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ δωρικὴ διάλεκτο τῆς Λακωνίας.
3. Κατάταξη τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων.
Πρὶν προχωρήσουμε στὴν κατάταξη καὶ τὴν παρουσίαση τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων εἶναι ἀναγκαία μία διευκρίνιση. Στὴν ἑλληνικὴ γλωσσολογία γίνεται ἀπὸ παλαιότερα ἡ διάκριση μεταξὺ διαλέκτου καὶ ἰδιώματος. Μὲ τὸν πρῶτο ὅρο νοοῦνται παραλλαγὲς τῆς γλώσσας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν ἀπὸ τὴν Κοινὴ Νεοελληνικὴ (τὴν ἐπίσημη γλῶσσα μας) σὲ βαθμὸ ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ καθίσταται δύσκολη ἕως ἀδύνατη ἡ κατανόηση τῶν λεγομένων τῶν διαλεκτόφωνων ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς (ἢ ἄλλων παραλλαγῶν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς). Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἐντάσσονται παραλλαγὲς τῆς Νέας Ἑλληνικῆς ὅπως ἡ Ποντιακή, τὰ Καππαδοκικά, ἡ Τσακωνικὴ καὶ ἡ Κατωιταλική. Καταχρηστικὰ ἐντάσσονται σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία καὶ ἡ Κυπριακὴ καὶ ἡ Κρητική, παρότι οἱ διαφορές τους ἀπὸ τὴν Κοινὴ Νεοελληνικὴ δὲν θεωροῦνται τόσο μεγάλες. Μὲ τὸν ὅρο ἰδίωμα χαρακτηρίζονται τοπικὲς παραλλαγὲς τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μὲν ἀπὸ τὴν Κοινή, οἱ διαφορές τους ὅμως ἐλάχιστα δυσχεραίνουν τὴν κατανόηση. Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἐντάσσονται παραλλαγὲς ὅπως τὰ Ἑπτανησιακά, τὰ Εὐβοϊκά, τὰ Κυκλαδίτικα κ.ἄ. Μὲ τὸν ἴδιο ὅρο (ἰδίωμα) δηλώνονται ἐπίσης τοπικὲς διαφοροποιήσεις ἐντὸς μίας διαλέκτου, π.χ. κυπριακὴ διάλεκτος – ἰδίωμα τῆς Πάφου, κρητικὴ διάλεκτος – ἰδίωμα τῶν Σφακίων.
Ἡ «κλασικὴ» κατάταξη τῶν γεωγραφικῶν παραλλαγῶν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς ἀνάγεται στὸν «πατέρα» τῆς ἑλληνικῆς γλωσσολογίας Γεώργιο Χατζιδάκι (1848-1941). Περιλαμβάνει δύο εὐρύτερες ζῶνες, τὰ νότια ἰδιώματα καὶ τὰ βόρεια ἰδιώματα. Μία τρίτη ἐνδιάμεση κατηγορία συνιστοῦν τὰ λεγόμενα ἡμιβόρεια ἰδιώματα. Tὸ κριτήριο κατάταξης εἶναι μεταβολὲς τῶν ἄτονων φωνηέντων e καὶ ο, καὶ i καὶ u2.
Ἔτσι στὰ βόρεια ἰδιώματα τὰ φωνήεντα i καὶ u, ὅταν δὲν τονίζονται, ἀποβάλλονται, ἐνῶ τὰ e καὶ ο, ὅταν δὲν τονίζονται, μεταβάλλονται σὲ i καὶ u ἀντίστοιχα. Στὰ νότια ἰδιώματα τὰ παραπάνω φωνήεντα παραμένουν ἀμετάβλητα:
Νότια ιδιώματα: χωράφι, κεφάλι, παιδί, γουρούνι
Βόρεια ιδιώματα: χουράφ’, κιφάλ’, πιδί, γ’ρούν’
Στὰ ἡμιβόρεια ἰδιώματα διακρίνονται δύο ὑποκατηγορίες: Στὴ μία συμβαίνει μόνο ἀποβολὴ τῶν ἄτονων i καὶ u, ἐνῶ στὴ δεύτερη μόνο μεταβολὴ τῶν μὴ τονιζόμενων e καὶ o σὲ i καὶ u ἀντίστοιχα:
χουράφι, κιφάλι, πιδί, γουρούνι χωράφ’, κεφάλ’, παιδί, γ’ρούν’
Ὑπάρχουν βέβαια καὶ περιπτώσεις ἰδιωμάτων ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταταγοῦν μὲ σαφήνεια σὲ κάποια ἀπὸ τὶς παραπάνω εὐρύτερες ὁμάδες (βόρεια, νότια, ἡμιβόρεια), ἀλλὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι κατέχουν ἐνδιάμεση θέση.
Στὰ βόρεια ἰδιώματα περιλαμβάνονται τὰ ἰδιώματα τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας (ἐκτὸς τῶν Μεγάρων, τῆς Παλαιᾶς Ἀθήνας καὶ τῆς νότιας Εὔβοιας), τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς Ἠπείρου (ἐκτὸς τῆς Θεσπρωτίας καὶ τῶν ἑλληνόφωνων περιοχῶν τῆς Ἀλβανίας), τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας, τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Θράκης, τῆς βόρειας Εὔβοιας, τῶν νησιῶν τῶν Σποράδων (ἐκτὸς τῆς Σκύρου), τῆς Τήνου, ἑνὸς τμήματος τῆς Ἀνδρου, τὰ ἰδιώματα τῶν νησιῶν Σάμου, Λέσβου, Λήμνου, Σαμοθράκης, Ἅι-Στράτη, Ἴμβρου, Τενέδου καὶ Θάσου, καθὼς καὶ τὸ ἰδίωμα τοῦ Ἀϊβαλὶ (Κυδωνιῶν) καὶ τῆς γύρω περιοχῆς στὴ Μικρὰ Ἀσία.
Στὰ ἡμιβόρεια ἰδιώματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐμφανίζουν γεωγραφικὴ συνέχεια καὶ δὲν συνδέονται μὲ σχέση κοινῆς καταγωγῆς μεταξύ τους, περιλαμβάνονται τὰ ἰδιώματα τῆς Σκύρου, τῆς Λευκάδας, τῆς Μυκόνου, τῆς Νάουσας (στὴ Μακεδονία), τοῦ χωριοῦ Λεῦκες τῆς Πάρου, τοῦ χωριοῦ Μεστὰ τῆς Χίου, τὰ ἰδιώματα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης (πλὴν τῆς Κωνστανινούπολης) καὶ τῶν ἑλληνόφωνων περιοχῶν στὶς ἀκτὲς τοῦ Εὐξείνου Πόντου στὴ σημερινὴ Βουλγαρία (Μεσημβρία, Ἀγχίαλος κ.λπ.), τῆς κωμόπολης Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ρόδο) κ.λπ.
Στὰ νότια ἰδιώματα περιλαμβάνονται τὰ ἰδιώματα τῆς Πελοποννήσου, τῆς Μάνης3, τῆς ὁμάδας Μεγάρων-Αἴγινας-Παλαιᾶς Ἀθήνας-κεντρικῆς καὶ νότιας Εὔβοιας, τὰ ἰδιώματα τῶν Ἑπτανήσων, τῶν Κυκλάδων (ἐκτὸς τῆς Τήνου, τῆς Μυκόνου καὶ τμήματος τῆς Ἄνδρου), τῶν Δωδεκανήσων, τῆς Χίου καὶ τῆς Ἰκαρίας. Περιλαμβάνονται ἐπίσης τὰ κωνσταντινουπολίτικα, τὸ σμυρναίικο ἰδίωμα, τὸ ἰδίωμα τῆς κωμόπολης Βουρλὰ τῆς Σμύρνης, τὸ ἰδίωμα τῆς κωμόπολης Ἀλάτσατα στὴ χερσόνησο τῆς Ἐρυθραίας στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, καὶ μερικὰ ἀκόμη μικρασιατικὰ ἰδιώματα. Νότιο φωνηεντισμὸ ἐμφανίζουν τέλος καὶ ἡ κυπριακὴ καὶ ἡ κρητικὴ διάλεκτος.
Κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ καὶ ἐναλλακτικὲς κατατάξεις τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων, οἱ ὁποῖες βασίζονται σὲ διάφορα φαινόμενα, ὅπως εἶναι ἡ διατήρηση τοῦ ληκτικοῦ –ν (π.χ. ἔφερεν) ἢ ἡ χρήση τῆς ἐρωτηματικῆς ἀντωνυμίας εἴντα ἀντὶ τοῦ τί (χαρακτηριστικὸ ποὺ συμβαδίζει μὲ ἄλλα καὶ χωρίζει τὸν ἑλληνόφωνο χῶρο σὲ δύο μεγάλες ζῶνες, βλ. Contossopoulos 1983-4)4, ἀλλὰ καμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν ἔχει πρὸς τὸ παρὸν ἀντικαταστήσει τὴν κατάταξη τοῦ Γεωργίου Χατζιδάκι στὶς δύο ζῶνες, βόρεια καὶ νότια (καὶ τὴν ἐνδιάμεση κατηγορία τὰ ἡμιβόρεια).
Ἄλλα εὐρέως διαδεδομένα φαινόμενα ποὺ ἀπαντῶνται σὲ νεοελληνικὲς διαλέκτους καὶ ἰδιώματα εἶναι ἐνδεικτικά:
(1) Ὁ τσιτακισμός: Ἡ προφορὰ τοῦ κ καὶ τοῦ γκ/γγ ὡς τσ καὶ τζ ἀντίστοιχα ὅταν ἀκολουθοῦν τὰ φωνήεντα e καὶ i: τσαι (=καί), παιδάτσι (=παιδάκι), ἄ(ν)τζελος (= ἄγγελος). Ἀπαντᾶται σὲ πολλὲς διαλέκτους καὶ ἰδιώματα (π.χ. στὴν Κυπριακὴ ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ).
(2) Ἡ ἀποβολὴ τοῦ γ μεταξὺ φωνηέντων, π.χ. ἔφαε, ἐπῆε, πέλαο κ.λπ.
(3) Ἡ διατήρηση τῶν διπλῶν (παρατεταμένων) συμφώνων στὴν κυπριακὴ διάλεκτο καὶ ἀλλοῦ, π.χ. ἄλ-λος.
(4) Ἡ διατήρηση ἀσυνίζητων τύπων ὅπως φωτία, καρδία, τὰ παιδία, ἡ μηλέα κ.λπ.
(5) Οἱ καταλήξεις –ουσι καὶ -ασι τοῦ γ΄ προσώπου πληθυντικοῦ τοῦ ρήματος, π.χ. ἔχουσι, εἴχασι.
(6) Ἀόριστος σὲ –κα ἀντὶ σὲ –σα, π.χ. ροβόληκα = ροβόλησα, βόηθηκα = βοήθησα, ἔφτακα = ἔφτασα, ἔπιακα = ἔπιασα, κ.λπ.
(7) Ἡ λεγόμενη ἐπίταξη τοῦ ἀσθενοῦς τύπου τῶν προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν: εἶπα σου = σοῦ εἶπα, ἐπῆρα την = την πῆρα.
(8) Τὸ ἔμμεσο ἀντικείμενο σὲ αἰτιατικὴ (σύνηθες στὸ βορειότερο τμῆμα τοῦ ἑλληνόφωνου χώρου): με εἶπε = μου εἶπε, τον ἔδωσε ἕνα βιβλίο = του ἔδωσε ἕνα βιβλίο.
Ἕνα ζήτημα, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ἐρευνηθεῖ ἐπαρκῶς ἂν καὶ εἶναι γνωστὸ ἀπὸ παλαιότερα, εἶναι οἱ ἐπιδράσεις ξένων γλωσσῶν σὲ νεοελληνικὲς διαλέκτους. Ἔτσι οἱ ἐπιδράσεις τῶν γειτονικῶν ἰταλικῶν διαλέκτων, ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, εἶναι ἔντονες καὶ ἐμφανεῖς στὴν Κατωιταλική. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἰσχυρότατων ἐπιδράσεων ξένης γλώσσας σὲ νεοελληνικὴ διάλεκτο συνιστοῦν τὰ καππαδοκικὰ ἰδιώματα, τὰ ὁποῖα μιλιοῦνταν γιὰ αἰῶνες καὶ μέχρι τὸ 1922 σὲ μικρὲς ἑλληνόφωνες νησίδες ἐντὸς τοῦ τουρκόφωνου χώρου στὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ στὰ ὁποῖα εἶναι ἐμφανὴς ἡ υἱοθέτηση στοιχείων καὶ δομῶν τῆς Τουρκικῆς καθὼς καὶ ἡ παρουσία πολυάριθμων λεξιλογικῶν δανείων ἀπὸ τὴν ἴδια γλῶσσα. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἡ ἐπίδραση εἶναι κυρίως λεξιλογική, ὅπως π.χ. στὰ ἑπτανησιακὰ ἰδιώματα, ὅπου εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία ἰταλικῶν δάνειων λέξεων. Τὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ζητήματα ὅπως αὐτὰ ἔχει σημαντικὰ αὐξηθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια.
Σημ.: 2. Χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὁ συμβολισμὸς τοῦ Διεθνοῦς Φωνητικοῦ Ἀλφαβήτου.
3. Μανιάτικο ἰδίωμα μιλιόταν μέχρι πρὶν μερικὲς δεκαετίες στὸ Καργκέζε τῆς Κορσικῆς ἀπὸ ἀπογόνους Μανιατῶν ἀπὸ τὸ Οἴτυλο ποὺ ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ τὸ 17ο αἰ.
4. Contossopoulos, N. 1983-1984. “La Grèce du τι et la Grèce du εἶντα“. Γλωσσολογία 2-3, 149-162.
4. Πηγὲς – ἔρευνα ἐπὶ τῶν διαλέκτων / ἰδιωμάτων.
Οἱ παλαιότερες γραπτὲς μαρτυρίες ποὺ διαθέτουμε ἀπὸ νεοελληνικὴ διάλεκτο προέρχονται ἀπὸ τὴν Κύπρο. Πρόκειται γιὰ τὶς Ἀσσίζες (νομικὸ κείμενο τοῦ 14ουαἰ. γραμμένο ἀρχικὰ στὴ Γαλλικὴ) καὶ τὰ χρονικά τοῦ Λεόντιου Μαχαιρᾶ καὶ τοῦ Γεωργίου Βουστρωνίου (καὶ τὰ δύο τοῦ 15ου αἰ.). Ἀπὸ τὴν Κρήτη διαθέτουμε τὴν πλούσια λογοτεχνικὴ παραγωγὴ κυρίως κατὰ τὸν 16ο -17ο αἰῶνα (π.χ. ὁ Ἐρωτόκριτος τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου). Πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν παλαιότερη μορφὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῶν διαλέκτων μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀπὸ τὰ νοταριακὰ (=συμβολαιογραφικὰ) ἔγγραφα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαθέτουμε πλούσιο ὑλικὸ κυρίως σὲ περιοχές, οἱ ὁποῖες γνώρισαν τὴν κυριαρχία τῶν Ἑνετῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λογοτεχνικὰ καὶ ἄλλου εἴδους κείμενα.
Ἀπὸ τὸν ὕστερο 19ο αἰ. ἀρχίζει, μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν Γεώργιο Χατζιδάκι, ἡ ἐπιστημονικότερη μελέτη τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων, ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες ἐπιστημονικὲς περιγραφὲς τῶν διαλέκτων. Τὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ ξένων ἐρευνητῶν στράφηκε τότε σὲ μεγάλο βαθμὸ πρὸς τὶς διαλέκτους ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἐμφάνιζαν μεγάλη διαφορὰ τόσο ἀπὸ τὴν Κοινὴ Νεοελληνικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες διαλέκτους, καὶ ἐπιπλέον ἐθεωρεῖτο ὅτι διέσωζαν ἐνδιαφέροντα ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα καὶ μποροῦσε (ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς τουλάχιστον) νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀποδείκνυαν τὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ (π.χ. Κατωιταλική, Τσακωνική).
Τὸ παλαιότερο καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα ἔρευνας ἐπὶ τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων/ἰδιωμάτων εἶναι τὸ Κέντρο Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων (Κ.Ε.Ν.Δ.Ι, πρώην Κέντρον Συντάξεως τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ) τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, στὸ ὁποῖο ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες συλλέγεται καὶ μελετᾶται διαλεκτικὸ ὑλικὸ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ ἑλληνόφωνου χώρου. Σημαντικότατο ἐρευνητικὸ ἔργο ἐπιτελεῖται ἐπίσης στὸ Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν (Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη) καὶ στὸ Ἐργαστήριο Νεοελληνικῶν Διαλέκτων τοῦ Τομέα Γλωσσολογίας τοῦ Τμήματος Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν. Γενικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἐπὶ τῶν νεοελληνικῶν διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων ἔχει αὐξηθεῖ κατακόρυφα καὶ ἐξαπλώνεται ραγδαία, καθὼς ἔχει ἀναγνωριστεῖ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ παρουσιάζουν γιὰ τὸν ἐπιστήμονα γλωσσολόγο, ἐνῶ ἔχουν ἐνταθεῖ καὶ οἱ προσπάθειες καταγραφῆς καὶ διάσωσης τοῦ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ πρὶν οἱ διάλεκτοι καὶ τὰ ἰδιώματα ὑποχωρήσουν ὁριστικὰ ὑπὸ τὴν πίεση τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς.
5. Ὑποχώρηση τῶν διαλέκτων / ἰδιωμάτων.
Παλαιότερα μία διάλεκτος ἦταν ἡ μόνη σχεδὸν μορφὴ γλώσσας ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὸν προφορικό τους λόγο σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τους οἱ τοπικὲς κοινωνίες. Ἡ ἄρση ὅμως τῆς ἀπομόνωσης πολλῶν περιοχῶν μὲ τὴ βελτίωση ἢ τὴ δημιουργία τῶν συγκοινωνιακῶν ὑποδομῶν, ἡ ἐξάπλωση τῆς σχολικῆς παιδείας, καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες, τῶν μέσων ἐπικοινωνίας καὶ τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὁδήγησαν στὴν ἔναρξη τῆς διαδικασίας ὑποχώρησης τῶν περισσότερων διαλέκτων / ἰδιωμάτων. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ διαδικασία αὐτὴ ξεκίνησε ἀρκετὰ νωρίς. Ἔτσι στὴν περίπτωση τῆς κοντινῆς στὴν πρωτεύουσα Πελοποννήσου ἔχουμε μαρτυρίες ὅτι ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου / ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. εἶχαν ἀρχίσει νὰ ὑποχωροῦν τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῶν τοπικῶν ἰδιωμάτων. Μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα ἀλλὰ ἄγνωστη στὸ εὐρὺ κοινὸ περίπτωση συνιστᾶ ἡ Ἀθήνα, στὴν ὁποία μέχρι τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. μιλιόταν ἕνα ἰδίωμα συγγενὲς μὲ τὰ ἰδιώματα τῶν γειτονικῶν Μεγάρων, τῆς Αἴγινας καὶ τοῦ νοτιότερου τμήματος τῆς Εὔβοιας. Ἡ μεταφορὰ τὸ 1834 τῆς πρωτεύουσας τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους στὴ μικρὴ καὶ μᾶλλον ἀσήμαντη τότε Ἀθήνα συνέβαλε στὴν ἐγκατάσταση πλήθους Ἑλλήνων ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς τοῦ ἑλληνόφωνου κόσμου (ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς παροικίες τοῦ ἐξωτερικοῦ) στὴν πόλη μὲ ἀποτέλεσμα μέσα σὲ λίγες δεκαετίες νὰ σιγήσει τὸ παλαιὸ ἰδίωμά της. Στὴν Κάτω Ἰταλία ἡ ἑλληνοφωνία ἦταν γεωγραφικῶς σχετικὰ ἀρκετὰ ἐκτεταμένη μέχρι τὸν 16ο αἰ. τουλάχιστον, ἀλλὰ ἔκτοτε ὑποχωρεῖ διαρκῶς ὑπὸ τὴν πίεση τῶν γειτονικῶν ἰταλικῶν διαλέκτων (καὶ τῆς ἐπίσημης Ἰταλικῆς σήμερα).
Ἡ ὑποχώρηση τῶν διαλέκτων / ἰδιωμάτων ἐπιταχύνθηκε μετὰ τὸν 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ ὁδηγεῖ σταθερὰ στὴν ἐξαφάνισή τους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀκόμη καὶ ἡλικιωμένα ἄτομα διασώζουν μόνο ὑπολείμματα τῶν παλαιῶν διαλέκτων στὸ λόγο τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καθιστᾶ ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ συλλεγεῖ καὶ νὰ καταγραφεῖ τὸ γλωσσικὸ ὑλικὸ προτοῦ χαθεῖ ὁριστικά. Δυστυχῶς σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις τὸ ὑλικὸ ποὺ διαθέτουμε εἶναι πενιχρό, ὅπως π.χ. ἀπὸ ὁρισμένα μικρασιατικὰ ἰδιώματα. Τὰ κενὰ στὴν καταγραφὴ δὲν εἶναι διόλου ἀσήμαντα, καὶ πλέον δὲν ἀναπληρώνονται εὔκολα ἐξαιτίας τοῦ βαθμοῦ ὑποχώρησης τῶν διαλέκτων / ἰδιωμάτων. Στὴν περίπτωση τῶν ἰδιωμάτων τῶν προσφύγων ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία ὁ ξεριζωμὸς τῶν φορέων τους ἀπὸ τὶς ἑστίες τους καὶ ἡ ἔνταξή τους στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία ὁδήγησε σὲ ταχεία ἐξαφάνιση τῶν ἰδιωμάτων ἀπὸ τὸ λόγο τῶν ἀπογόνων τους. Ἐπιπλέον οἱ παλαιοὶ ὁμιλητὲς αὐτῶν τῶν διαλέκτων / ἰδιωμάτων (δηλ. ἡ πρώτη γενιὰ προσφύγων) δὲν βρίσκονται πλέον στὴ ζωὴ ὥστε νὰ χρησιμεύσουν ὡς πληροφορητές, καὶ ἔτσι συχνὰ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ στηριχτοῦμε σὲ γραπτὲς πηγὲς καὶ παλαιότερες καταγραφές, (μὲ ὅλα τα μειονεκτήματά τους) γιὰ νὰ ἀντλήσουμε πληροφορίες.
Μποροῦν βέβαια νὰ ἐντοπιστοῦν ἀκόμη ἐνδιαφέροντες θύλακες διατήρησης τῶν διαλέκτων (ἔστω καὶ μὲ ἰσχυρὴ τὴν ἐπίδραση τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς), κυρίως στὸ λόγο ἡλικιωμένων ἀτόμων μὲ χαμηλὴ ἕως ἀνύπαρκτη μόρφωση καὶ περιορισμένη ἐπαφὴ μὲ τὶς πόλεις, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄτομα ποὺ ἀνήκουν σὲ νεότερες γενιές. Ἐπίσης θύλακες διατήρησης διαλέκτων ἐντοπίζονται σὲ περιοχὲς ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (στὴν Ἀπουλία καὶ τὴν Καλαβρία στὴν Κάτω Ἰταλία, στὴν Ἀλβανία, στὴν Τουρκία στὴν περιοχὴ τοῦ Ὄφη ὅπου διαβιοῦν μουσουλμάνοι ἑλληνόφωνοι Πόντιοι, στὴν Οὐκρανία καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Κριμαίας καὶ τῆς Ἀζοφικῆς), ἂν καὶ ἀντιμετωπίζουν καὶ αὐτὲς γιὰ ποικίλους ὅσο καὶ γνωστοὺς λόγους τὸ φάσμα τῆς ἐξαφάνισης καὶ τῆς ἀντικατάστασής τους ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῆς πλειοψηφίας τῶν τοπικῶν πληθυσμῶν, παρὰ τὶς ἀξιόλογες προσπάθειες ποὺ γίνονται σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις γιὰ τὴ διατήρησή τους (π.χ. στὴν Ἀπουλία). Ἰδιαίτερα ζωντανὴ εἶναι ἀκόμη ἡ κυπριακὴ διάλεκτος, ἂν καὶ παρατηρεῖται καὶ σὲ αὐτὴν ἰσχυρὴ ἐπίδραση τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς, ἐνῶ ἔχει ξεκινήσει στὸν προφορικὸ λόγο διαδικασία ἐξάλειψης τῶν τοπικῶν ἰδιαιτεροτήτων πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς δημιουργίας μίας «κυπριακῆς κοινῆς». Ζωντανὴ παραμένει ἐπίσης ἡ Ποντιακὴ στὶς περιοχὲς ἐγκατάστασης ποντίων προσφύγων ἰδιαίτερα στὴ βόρεια Ἑλλάδα.
Ἐπιλογὴ βιβλιογραφίας.
Ἡ βιβλιογραφία γιὰ τὶς νεοελληνικὲς διαλέκτους καὶ τὰ ἰδιώματα εἶναι τεράστια. Δίνεται ἐδῶ μόνο μία μικρὴ ἐπιλογή.
Κοντοσόπουλος, Ν. 2001. Διάλεκτοι καὶ ἰδιώματα τῆς Νέας Ἑλληνικῆς. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «Γρηγόρη».
Διαλεκτικοὶ θύλακοι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἔκδοση «Κέντρου Ἑλληνικῆς Γλώσσας». Ἀθήνα 1999.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ οἱ διάλεκτοί της. Ἔκδοση «Κέντρου Ἑλληνικῆς Γλώσσας». Ἀθήνα 2000.
Τζιτζιλής, Χρ. (ὑπὸ ἔκδ.). Νεοελληνικὲς Διάλεκτοι. Θεσσαλονίκη: Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν (Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
Τριανταφυλλίδης, Μ. 1981. Νεοελληνικὴ Γραμματική: Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ (1938). Στὸ: Ἅπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τόμ. 3ος. Θεσσαλονίκη: Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν (Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). 19815.
Σημ.: 5. Στὶς σελ.233-308 γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ στὶς νεοελληνικὲς διαλέκτους καὶ τὰ ἰδιώματα. Περιλαμβάνονται καὶ κείμενα.
* Ὁ Νικόλαος Παντελίδης εἶναι Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Γλωσσολογίας τοῦΤομέα Γλωσσολογίας στὸ Τμῆμα Φιλογίας τοῦ Πανεπιστήμιου Ἀθηνῶν.