Ὁ ὑπουργός Παιδείας, ὁ κ. Ν. Φίλης, χαρακτήρισε ἄχρηστη τή διδασκαλία τῶν (ὑποτυπωδῶν) ἀρχαίων ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο. Στό παρόν σημείωμα δέν προτίθεμαι νά ἀναπτύξω διά μακρῶν τήν ἀξία καί τή χρησιμότητα τῆς ἐκμάθησης τῶν παλαιότερων μορφῶν τῆς ἑνιαίας διαχρονικῶς γλώσσας μας. Αὐτό τό ἔχω ἤδη κάνει σέ δύο βιβλία μου γιά τήν Λειτουργική καί Ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Ἐδῶ θά ἀρκεσθῶ σέ δύο γνῶμες πού ἐξέφεραν οἱ τιμηθέντες μέ Νόμπελ ποιητές μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης καί Γιῶργος Σεφέρης. Λέγει λοιπόν ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης:«Ἐπειδή ἐγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλώσσα ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ἀρχαία, πού ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο μας στήριγμα.
Ὅμως, γιά νά συγκρίνουμε ἐδῶ τόν ἑαυτό μας μέ τούς Δυτικούς, πού ἔχουν μιά γλώσσα πέντ̉ ἕξι αἰώνων, δυσανασχετοῦμε πού ἡ δική μας, πενταπλασίων αἰώνων, συμβαίνει νά διαθέτει πολλά “κλαβιέ”. Καί καταφέραμε τό πλεονέκτημά μας νά τό μετατρέψουμε σέ μειονέκτημα. Τό νά λέει, ἀγαπητέ μου, ὁ Ἕλληνας ποιητής, ἀκόμη καί σήμερα, “οὐρανός” ἤ “θάλασσα” ἤ “ἥλιος” ἤ “σελήνη” ἤ “ἄνεμος”, ὅπως τό ἔλεγαν ἡ Σαπφώ καί ὁ Ἀρχίλοχος, δέν εἶναι μικρό πράγμα. Εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμή, μιλώντας μέ τίς ρίζες μας. Τίς ρίζες μας πού βρίσκονται ἐκεῖ: στά Ἀρχαῖα. Γι̉ αὐτό καί λυπᾶμαι πού καταργήθηκαν ἀπό τά Γυμνάσια κι ἄς μέ πεῖτε καθυστερημένο».(Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Σύν τοῖς ἄλλοις, 37 συνεντεύξεις, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σ. 173). Κατά τόν Ἐλύτη ἡ ἀρχαία ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο στήριγμά μας. Σέ μᾶς κατάντησε νά θεωρεῖται ἄχρηστος μπελάς καί βαρίδι πού δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά προχωρήσουμε παραπέρα…
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης γράφει: «Ἡ ἑλληνική γλώσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα…Γιά κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νά λογαριάζει κανείς πώς, ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε, καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτό δέ σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τήν Καινή Διαθήκη, εἴτε τούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενή Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό Θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι. Καί ὅλοι αὐτοί, οἱ μεγάλοι καί οἱ μικροί, πού σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ἑλληνικά, δέν πρέπει νά νομίσετε πώς εἶναι σάν ἕνας δρόμος, μιά σειρά ἱστορική, πού χάνεται στή νύχτα τῶν περασμένων καί βρίσκεται ἔξω ἀπό σᾶς. Πρέπει νά σκεφτεῖτε πώς ὅλα αὐτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας ὅλα μαζί, πώς εἶναι τό μεδούλι τῶν κοκάλων σας, καί πώς θά τά βρεῖτε ἄν σκάψετε ἀρκετά βαθιά τόν ἑαυτό σας…» (Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Πρῶτος τόμος, Η‘ἔκδοση, Ἵκαρος, Ἀθήνα 2003, σ. 177).
Ἀλλοῦ πάλι ὁ ἴδιος ποιητής θεωρεῖ εὐλογία τήν ἐκμάθηση τῶν παλαιότερων μορφῶν τῆς γλώσσας μας: «Κυρίως ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία νά καταγίνουν καί νά μάθουν τέλεια τά παλαιότερα ἑλληνικά μας». (Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Δεύτερος τόμος, Η‘ἔκδοση, Ἵκαρος, Ἀθήνα 2003, σ.288) Ἐμεῖς βέβαια οἱ παρηκμασμένοι Ἕλληνες τῆς (ὕστερης) Μεταπολίτευσης θεωροῦμε τήν ἐνασχόληση μέ τά ἀρχαῖα ἄχρηστη καί χάσιμο χρόνου…
Πηγή: Αντιφωνικά Ιστολόγια, Αβέρωφ