Ὁ μεγάλος προσωκρατικὸς φιλόσοφος Ἡράκλειτος γιὰ νὰ δηλώσῃ τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς ψυχῆς ἐπέλεξε τὴ λέξη λόγος, ἡ ὁποία παραπέμπει στὴ γλῶσσα· «πείρατα ψυχῆς οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει· ἔστι ψυχῆς λόγος ἑωυτὸν αὔξων [1]», δηλαδὴ τὰ πέρατα τῆς ψυχῆς δὲν μπορεῖς νὰ βρῇς, ὅποιον δρόμο καὶ νὰ πάρῃς· τόσο βαθὺς εἶναι ὁ λόγος· ὑπάρχει λόγος στὴν ψυχὴ ποὺ αὐξάνει τὸν ἑαυτό του. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ Ἕλληνες κατανόησαν τὴν ἄρρηκτη σχέση νόησης καὶ γλώσσας [2], γι’ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσαν τὴ λέξη λόγος γιὰ νὰ δηλώσουν τόσο τὴ γλῶσσα ὅσο καὶ τὴ λογική. Δεδομένου ὅτι ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση ἀντακλᾶται στὴ λέξη, ὅπως ὁ ἥλιος σὲ μιὰ σταγόνα νεροῦ [3], ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι σὰν τὸ σύννεφο καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα σὰν τὴ βροχή. Ὁρισμένες πτυχὲς αὐτῆς τῆς ἀλληλεπίδρασης μεταξὺ ἑλληνικῆς ταυτότητας καὶ γλώσσας θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ σκιαγραφήσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Στὶς ἀκτὲς τῆς Ἰωνίας γιὰ πρώτη φορὰ γεννήθηκε ἡ κριτικὴ σκέψη. Ἡ μυθικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου δὲν ἱκανοποιοῦσε τοὺς ὀξυδερκεῖς μικρασιάτες φιλοσόφους. Παρατηρῶντας ἐταστικὰ τὴ φύση διαπίστωσαν ὅτι τὰ φυσικὰ φαινόμενα δὲν ὑπακούουν στὶς ἄλογες ἀπαιτήσεις τοῦ Δία, ἀλλὰ σὲ φυσικοὺς νόμους ποὺ νέμουν, διανέμουν κατὰ λόγον τὴ φωτιά, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὸ χῶμα, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ τάξη ποὺ χαρακτηρίζει τὸν κόσμον (=στολίδι). Μελετῶντας αὐτοὺς τοὺς νόμους ἐπινόησαν τὴν ἐπιστήμη (ἀπὸ τὸ ἐπίσταμαι= γνωρίζω καλά), τὴν ἔγκυρη γνώση. Ἐγείρεται εὔλογα τὸ ἐρώτημα: θὰ εἶχε ἐπινοηθῆ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἡ ἐπιστήμη ἂν οἱ τελευταῖοι δὲν συλλογίζονταν ἑλληνικά· μὲ ἂλλα λόγια θὰ ὑπῆρχε ἐπιστήμη χωρὶς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα;
Ὁ σχηματισμὸς τῶν ἐπιστημονικῶν ἐννοιῶν συνδέεται μὲ τὰ σπέρματα ποὺ περικλείει ἡ γλῶσσα. Ἡ τάση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι κεντρομόλος, ἡ σημασία γίνεται ἔννοια. Ἡ ἱκανότητα τῆς Ἑλληνικῆς νὰ σχηματίζῃ ἀκριβεῖς ὅρους, νὰ συμπυκνώνῃ καὶ νὰ ἐπικεντρώνῃ αὐτὸ ποὺ λέγεται στὴ λέξη [4] ἀποτέλεσε sine qua non προϋπόθεση γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψης, δεδομένου ὅτι ἐπιστήμη χωρὶς ἔννοιες δὲν ὑπάρχει.
Συντογραφικὰ ἀναφέρουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου, τὴ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία δηλώνεται ἡ κατάσταση καὶ ἡ ἐνέργεια, καὶ τὴ διάκριση μεταξὺ ποιότητας τοῦ χρόνου καὶ χρονικῆς βαθμίδας. Τὸ ὁριστικὸ ἄρθρο, τὸ ὁποῖο δὲν διαθέτει ἡ λατινικὴ γλῶσσα, δίδει τὴ δυνατότητα στὸν ὁμιλητὴ νὰ ἐξειδικεύσῃ τὸ καθολικό, νὰ σχηματίσῃ ἀφαιρέσεις, νὰ ἀναπτύξῃ ἀφηρημένες ἔννοιες ἀπὸ ἕνα ἐπίθετο, μιὰ μετοχὴ ἢ ἕνα ρῆμα: τὸ ἀγαθόν, τὸ ὄν, τὸ λέγειν. Μὲ τὰ ἐπιθέματα -μα καὶ -σι εὔκολα διαχωρίζεται ἡ κατάσταση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια: ἕλκωσις εἶναι ὁ σχηματισμὸς τοῦ ἕλκους, ἕλκωμα εἶναι ἡ κατάσταση ποὺ παράγεται ἀπὸ αὐτὴν τὴ διαδικασία. Ἡ ποιοτικὴ προοπτικὴ τοῦ χρόνου ἐπιτρέπει στὸν ἐπιστήμονα νὰ δηλώσῃ μιὰ πράξη ὡς κατάσταση -«βαδίζει» (=πεζοπορεῖ), ὁπότε ἡ δραστηριότητα ἐκφράζεται ἐλάχιστα-, ὡς συμβὰν -«μπαίνει», ὁπότε ἡ δραστηριότητα δηλώνεται μὲ ἔμφαση, ἀλλὰ συγκεντρώνεται σὲ ἕνα σημεῖο-, ὡς ἀποτέλεσμα -«ἔχει φτάσει» [5].
Ἰδιαίτερο καὶ διαχρονικὸ γνώρισμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν τέχνη. Ἡ τέχνη τίκτει μιὰν ἄλλη πραγματικότητα, τὴν ἀληθινή, τὴν ἰδανική, τὴν αἰώνια ποὺ δὲν ὑπόκειται στὴ φθορά. Ὁ πολίτης ἀντικρίζει τὸ ἄγαλμα καὶ ἀγάλλεται, αἰσθάνεται βαθειὰ καὶ γνήσια χαρά, διότι βλέπει τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ χωρὶς ψεγάδια καὶ ἀλλοιώσεις. Πληρέστερο παράδειγμα γιὰ τὸ πάθος τοῦ Ἕλληνα γιὰ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν πεποίθησή του ὅτι τὸ κάλλος θὰ σώσῃ τὸν κόσμο εἶναι η ποίηση. «Στὸ μάκρος εἴκοσι πέντε αἰώνων δὲν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας, ἐπαναλαμβάνω ὅυτε ἕνας, ποὺ νὰ μὴ γράφτηκε ποίηση στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα» [6]. Ὁ τόπος τῆς ποίησης εἶναι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἡ ἐκφραστικὴ δύναμη τῆς Ἑλληνικῆς γέννησε τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, τὶς τραγωδίες τοῦ Αἰσχύλου, τὸν Κανόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὸ Ἄξιον ἐστί τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ὁ Ἕλληνας ποιητὴς ἔχει στὴ γλωσσική του φαρέτρα πάνω ἀπὸ 150.000 λέξεις, 500.000 σημασίες, 250.000 συνώνυμα. Ὁ λεξικὸς θησαυρὸς τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς εἶναι ἀκόμη πολυτιμότερος· στὸ Ἱσπανικὸ Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας τοῦ Φραντσίσκο Ροντρίγκεζ Ἀντράντος ἔχουν καταχωριστεῖ μέχρι στιγμῆς 200.000 λέξεις. Οἱ ἀρχαιοελληνικὲς λέξεις ἦταν βέβαια πολὺ περισσότερες, ἂν λάβουμε ὑπ’ὄψιν ὅτι ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα κείμενα τὸ ἕν πέμπτον ἔχει σωθῆ κατὰ τὸν πολὺν Willamowitz. Εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἡ γνωστὴ ἀγγλικὴ ρήση «The Greeks must have a word for it», οἱ Ἕλληνες θὰ ἔχουν κάποια λέξη γι’αὐτό.
Ἡ εὐρύτερη μορφολογικὴ δύναμη τῆς γλώσσας ἐπιτρέπει κάθε εἴδους νοηματικὰ παιχνίδια. Ἡ διάταξη τῶν λέξεων εἶναι ἐλεύθερη μὲ ἐλάχιστους περιορισμούς. Στὸ ἐξαίσιο δοξαστικὸ ἐπὶ παραδείγματι «Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων…» ὁ ὑμνογράφος θέλοντας νὰ τονίσῃ τὸ τετελεσμένο τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως προτάσσει τὸ χρονικὸ ἐπίρρημα ἤδη. Τὸ ρῆμα ἀκολουθεῖ γιὰ νὰ δηλωθῇ ἡ ἐνέργεια τῶν ἄδικων δικαστῶν ποὺ τίθενται στὸ τέλος τοῦ στίχου, διότι ἐδῶ ἐνδιαφέρει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως. Στὴ συνέχεια τοῦ δοξαστικοῦ «καὶ Ἰησοῦς δικάζεται καὶ κατακρίνεται σταυρῷ» στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ στίχου τίθενται τὸ ὑποκείμενο Ἰησοῦς καὶ ἡ δοτικὴ τοῦ ὀργάνου σταυρῷ, διότι ὁ ποιητὴς θέλει νὰ ἑστιάσῃ τὴν προσοχὴ τῶν πιστῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν καταδίκη του σὲ σταυρικὸ θάνατο.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ ἦθος τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου, τὴν ταυτότητά του εἶναι τὸ ἔτυμον τῶν λέξεων. Οἱ λέξεις δηλώνουν τί θέλουν νὰ σημάνουν. Εὔγλωττα τὸ διατυπώνει ὁ Heidegger «Εἶναι μᾶλλον λάθος νὰ ποῦμε ὅτι ἡ λέξη φιλοσοφία εἶναι ἑλληνική, τὸ ὀρθότερο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ἡ λέξη φιλοσοφία μιλάει ἑλληνικά». Ὁ σεβασμὸς στὸ ἱερὸ ἦταν πάντοτε ἄξονας ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τοὺς Ἀθηναίους δεισιμονεστέρους [7]. Τὸ ἑλληνικὸ λεξιλόγιο εἶναι κατάστικτο ἀπὸ δυσεξαρίθμητες λέξεις μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο ποὺ σημαίνουν τὸ δέος, τὸ βαθὺ σεβασμὸ τῶν Ἑλλήνων ἐνώπιον τοῦ ἀγνώστου τότε καὶ νῦν γνωστοῦ [8] Θεοῦ. Εὐδαίμων, δηλαδὴ εὐτυχισμένος, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν εὔνοια (ευ-) τοῦ δαίμονος, τῆς θεότητας ποὺ δαίεται «μοιράζει» τὴν εὐτυχία σὲ ὅσους σώζουν «προστατεύουν» τὰ ὅσια [9], τὰ καθιερωμένα ὑπὸ τοῦ θείου νόμου. Τὰ ὅσια εἶναι ἀληθῆ, ὅπως σημαίνει ἡ ρίζα τῆς λέξης, ἀφοῦ ἀνήκει στὴν ἴδια οἰκογένεια μὲ τὰ λεξήματα ἐτεὸς «ἀληθής» (Ἐτεοκλῆς), ἔτυμος (ἐτυμολογία), ἐτάζω, ἐξετάζω, δεδομένου ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι προϊὸν ἀβασάνιστης ἀποδοχῆς κάποιων δογμάτων, ἀλλὰ κατόρθωμα τῆς πίστεως, τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ εὐλαβοῦς, ποὺ κρατάει καλὰ (λαμβάνει εὖ), διαφυλάσσει ὅσα καλῶς ἔταξαν οἱ θεῖοι Πατέρες καὶ τοῦ ἁγίου, ἐκείνου ποὺ δείχνει θεοσεβῆ πόθο καὶ ἔχει καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ πάλι ἡ γλῶσσα μας εἶναι ἀποκαλυπτική· ὁ ἅγιος συγγενεύει μὲ τὸν ἁγνό καὶ τὸ ρῆμα ἅζομαι «εὐλαβοῦμαι, δείχνω θεοσεβῆ πόθο». Ὅποιος δὲν ἔχει καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη, πάσχει ἡ φύση του, γίνεται ἄσωτος, δὲν σώζεται, ἐπειδὴ δὲν διαφύλαξε τὸ κατ’εἰκόνα, τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀκέραια, σῷα· ἔπαψε νὰ φρονεῖ τὰ σῷα, ἤτοι νὰ εἶναι σώφρων, σωστός, καὶ ὅποιος δὲν εἶναι σωστὸς σφάλλει, ἁμαρτάνει. Ἁμαρτάνω σήμαινε γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἀποτυχία στὸν στόχο. Ἄν ὅμως στόχος εἶναι ὁ Θεός, τότε τὰ «ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» [10]. Τέτοια παραδείγματα τῆς πρωτογενοῦς σημασίας τῶν λέξεων ἀφθονοῦν στὴ γλῶσσα μας καὶ μᾶς μυοῦν στὴ θεολογία, τὴν ἀνθρωπολογία καὶ τὴν κοσμολογία τῶν Ἑλλήνων.
«Τέκνα μου ἀγαπητά, ἐν Χριστῷ, διατηρήσατε γενναίως καὶ ἀτρομήτως τὴν ἱερὰν ἡμῶν θρησκείαν καὶ γλῶσσαν τῶν πατέρων, διότι ἀμφότερα ταῦτα χαρακτηρίζουσι τὴν φιλτάτην ἡμῶν πατρίδα καὶ ἄνευ τούτων τὸ ἔθνος ἡμῶν καταστρέφεται [11]» ἔλεγε ἀπευθυνόμενος στοὺς ὀρεσίβιους τῆς Ἠπείρου ὁ πατρο-Κοσμᾶς, χάρη στὸν ὁποῖον μιλᾶμε σήμερα ἑλληνικά. Στὸν ἀντίποδα οἱ Τοῦρκοι ἔχοντας κατανοήσει ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικότητας ἔκοβαν τὶς γλῶσσες ὅσων Ποντίων ἐπέμεναν νὰ μιλοῦν ἑλληνικά.
Ὁ ποιητὴς τοῦ Αἰγαίου μᾶς προτρέπει: «Κι ἄν μοῦ τὸ συγχωρεῖτε νὰ σᾶς δώσω μία γνώμη – ἀκοῦστε την: ὅσο καλὰ κι ἂν ζεῖτε σ’ αὐτὴ τὴ φιλόξενη, τὴν εὐγενικὴ χώρα, ὅσο κι ἂν νιώθετε καλὰ καὶ στεριώνετε, καὶ κάνετε οἰκογένεια – μὴν ξεχνᾶτε τὴν πατρίδα μας, καὶ πρὸ παντός, τὴ γλῶσσα μας.
Πρέπει νἄσαστε περήφανοι, νἄμαστε ὅλοι περήφανοι, ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ τὴ γλῶσσα μας. Εἴμαστε οἱ μόνοι σ’ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη ποὺ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ λέμε τὸν οὐρανὸ “οὐρανὸ” καὶ τὴ θάλασσα “θάλασσα”, ὅπως τὴν ἔλεγαν ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Πλάτωνας πρὶν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δὲν εἶναι λίγο αὐτό.
Ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι μόνον ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας. Κουβαλάει τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας κι ὅλη του τὴν ἱστορία καὶ ὅλη του τὴν εὐγένεια. Χαίρομαι κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ σᾶς μιλάω σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα καὶ σᾶς χαιρετῶ, σᾶς ἀποχαιρετῶ μᾶλλον, ἀφοῦ ἡ στιγμὴ ἔφτασε νὰ φύγω [12]». Δὲν κατοικοῦμε μία χώρα, κατοικοῦμε μία γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ σπίτι τοῦ «εἶναι» μας [13], εἶναι ὁ τόπος τοῦ Ἕλληνα.
1. Fragmenta philosophorum Graecorum B 45.
2. Στὸν Σοφιστὴ τοῦ Πλάτωνος (263e) ὁ έσωτερικὸς λόγος, δηλαδὴ ἡ διάνοια καὶ ὁ ἐξωτερικὸς λόγος εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ «οὐκοῦν διάνοια μὲν καὶ λόγος ταὐτόν».
3. Lev Vigotsky, Σκέψη καὶ γλῶσσα, μετ. Ἀντζελίνα Ροδῆ, ἐκδ, Γνώση, Ἀθήνα 1988, σελ. 436, βλ. ἐπίσης Benveniste, Probleme der allgemeinen Sprachwissenschaft, 1974, S. 77f.
4. «Die Eignung der indoeuropäischen Sprachen und des Griechischen für Philosophieund Wissenschaft basiert mithin gerade auf ihrer Fähigkeit, exakte Begriffe zu bilden, das Gemeinte in Begriffen und das Gesagte in Wörtern mit bestimmter Bedeutungkonzentrieren und verdichten zu können» Lohmann, Zeichen, Rede, Schrift, 1967, S. 435ff.
5. Bruno Snell, Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ἐκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 19893 , σελ.310-311.
6. Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Ἐν λευκῷ, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 20067 , σελ.353.
7. «Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν». Πράξεις Ἀποστόλων 17, 22-23.
8. «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» Κατὰ Ἰωάννην 1, 18.
9. Πιθανὸν τὸ ἐπίθετο ἐτεός-α-ον νὰ παράγεται ἀπὸ τὸ εἰμί· ἐτεὸς συνεπῶς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὄντως ὑπάρχει, ὁ πραγματικός, ὁ ἀληθινός. Ἐτεόκρητες εἶναι γνήσιοι Κρῆτες. Στὸ ἴδιο ἐτυμολογικὸ πεδίο ἐντάσσονται ὁ ὅσιος «ὁ καθιερωμένος ὑπὸ τοῦ θείου νόμου» καὶ τὰ ρήματα ἐτάζω (ὁ Θεὸς ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας), ἐξετάζω «ἐξετάζω λεπτομερῶς».
10. Πρὸς Ρωμαίους 6,23. 11. Μαρία Ἀλεξάνδρου Μαμασούλα, Ὁ Ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐκδ. Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη 2011, σελ.60.
12. Ἀνέκδοτη ὁμιλία τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μετὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη (1979)
13. «Die Sprache ist das Haus des Seins». Martin Heidegger, Über den Humanismus, Frankfurt (Klostenmann), σελ.5.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη