Οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς ἀπὸ σπουδαῖοι θεολόγοι, ὑπῆρξαν καὶ ἐξαιρετικοὶ γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἀκολουθῶντας, λοιπόν, τὴν παράδοση τοῦ ἀττικισμοῦ συμμορφώνονται πρὸς τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων τοῦ 5ου καὶ 4ου αἰώνα π. Χ., ὅπως αὐτὸ διατηρεῖται στὶς ρητορικὲς σχολὲς τῶν ἐθνικῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Εἶχαν συνει- δητοποιήσει πώς, ἂν δὲν κατακτοῦσαν σὲ βάθος τὴ θύραθεν παιδεία, θὰ ὑστεροῦσαν σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς αἱρετικούς. Ἤξεραν δηλαδὴ ὅτι «ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἡ ρητορικὴ παρεῖχαν ἰσχυρὰ ὅπλα στὸν ἀγῶνα τῆς ἀπολογητικῆς καὶ δογματικῆς θεολογίας» (1).
Παράλληλα, εἶναι οὐσιαστικὴ στὴ διαμόρφωση τῆς γλωσσικῆς τους παιδείας καὶ ἡ ἐπιρροὴ τῆς γλώσσας τῶν κειμένων τῆς Π. καὶ Κ. Διαθήκης. Οἱ Καππαδόκες κυρίως Πατέρες διέκριναν τὴν ἁπλότητα τῶν βιβλικῶν κειμένων καὶ προσπάθησαν μὲ γλῶσσα ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς συνομιλητές τους νὰ παρουσιάσουν τὸ ἀσύληπτο μεγαλεῖο του περιεχομένου αὐτῶν τῶν κειμένων. Στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες στέκεται καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γεννημένος στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, πόλη ποὺ μποροῦσε νὰ προσφέρει ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ρητορικὴ παιδεία, ὁ Χρυσόστομος παρακουλούθησε μαθήματα ρητορικῆς στὴν ὀνομαστὴ σχολὴ τοῦ ρητοροδιδασκάλου Λιβάνιου, φιλοσοφίας κοντὰ στὸν φιλόσοφο Ἀνδραγάθιο καὶ θεολογίας στὴ θεολογικὴ Σχολὴ της δίπλα στοὺς Καρτέριο καὶ Διόδωρο. Μὲ τέτοιες σπουδὲς ὁ Χρυσόστομος εἶναι φανερὸ «ὅτι ὁπλίστηκε μὲ σπάνια γιὰ συγχρόνους του χριστιανοὺς παιδεία, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ βαθειὰ γνώση ἀπέκτησε καὶ κυρίως καλλιέργεια τοῦ νοῦ καὶ τῆς γλώσσας» (2).
Ἀντιλαμβανόμενος τὴν ἀξία τῆς γλώσσας καὶ τὴ σημασία τῆς σωστῆς χρήσης της ὡς παράγοντα διαμόρφωσης χριστιανικοῦ ἤθους ὁ Χρυσόστομος ἐγκαινιάζει εὔστοχα, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς Γ. Μπαμπινιώτης, μία «ἠθική της γλώσσας» (3). Ἔτσι, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, «τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶττα πρὸς ὕμνους ἀφώρισται, ὁ φάρυγξ πρὸς φωνὴν» (Ε.Π.Ε. 16α, 120). Ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ μέσο ἐπικοινωνίας-προσευχῆς πρώτιστα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὕστερα μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ διαφυλάττεται καθαρή: «διὰ τοῦτό σοι στόμα καὶ γλῶσσαν ἔδωκε ὁ Θεὸς ἵνα εὐχαριστῇς αὐτῷ, ἴνα οἰκοδομῇς τὸν πλησίον· ὡς ἐὰν καθαιρῇς τὴν οἰκοδομήν, βέλτιον σιγᾶν καὶ μηδέποτε φθέγγεσθαι» (Ε.Π.Ε. 21, 66). Εἶναι τὸ χέρι ἱκεσίας μὲ τὸ ὁποῖο ἀγγίζουμε τὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ ζητῶντας τὴ βοήθειά Του. Ἀνάλογα μὲ τὴ χρήση της γίνεται στόμα Χριστοῦ ἢ στόμα διαβόλου: «νῦν δὲ πολλω πλέον λέγω, ὅτι γλῶττά ἐστιν ἡ γλῶττα ἡμῶν, τὴν τοῦ Χριστοῦ μιμουμένην, ἐὰν τὴν προσήκουσν ἀκρίβειαν ἐπιδείξηται, ἂν ἐκεῖνα φθεγγώμεθα, ἅπερ ἐκεῖνος βούλεται» (Ε.Π.Ε. 11, 100).Κι ὅταν γίνεται γλῶσσα Χριστοῦ «καὶ τὸ στόμα σου γεγένηται στόμα Πατρός, καὶ τοῦ Πνεύματος ἁγίου ναὸς ᾖς» (Ε.Π.Ε. 11, 100). Ἀντίθετα, ὅταν ἡ γλῶσσα γίνεται στόμα διαβόλου, τότε πρέπει νὰ ἀναλογιστεῖς τί φοβερὸ σφάλμα διαπράττεις, ἀφοῦ μὲ τέτοιο στόμα μετέχεις στὰ Ἄχραντα μυστήρια καὶ κοινωνεῖς «τῇ σαρκὶ τοῦ Δεσπότου» (Ε.Π.Ε. 11, 100).
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴ χρήση τῆς γλώσσας ὡς πρὸς τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἡ γλῶσσα χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὴν ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ὁμιλίες του Χρυσοστόμου εἶναι γεμάτες ἀπὸ παραινέσεις καὶ συμβουλὲς γιὰ τὸ πῶς πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ χειρίζονται τὴ γλῶσσα. Δὲν πρέπει νὰ ἀκονίζουμε τὴ γλῶσσα ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, δὲν πρέπει νὰ λέμε λόγια μὲ σκοπὸ νὰ προσβάλουμε ἢ νὰ ὑποβαθμίσουμε τὸν ἄλλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναρωτιέται γιὰ ὅσους θέλουν νὰ εἶναι καλοὶ χριστιανοὶ «τί τὸ ὄφελος νηστείας ἢ ἀγρυπνίας, ὅταν γλῶττα μεθύη, καὶ κυνειῶν κρεῶν ἀκαθαρτοτέραν σιτῆται τράπεζαν, αἱμοβόρος γενομένη καὶ προχέουσα βόρβορον καὶ ἀμάρας(=αὐλάκι) ὀχετὸν τὸ στόμα ποιῇ, μᾶλλον δὲ καὶ πολὺ ταύτης βδελυρώτερον;» (Ε.Π.Ε. 18α , 766).
Καὶ σὲ ἄλλη του ὁμιλία θὰ πεῖ: «Μύρον ἐνέθετό σου τῷ στόματι ὁ Θεός, σὺ δὲ νεκροῦ δυσωδεστέρα ἀποτίθεσαι ρήματα, καὶ αὐτὴν ἀναιρεῖς τὴν ψυχήν. Ὁ αἰσχρὰ φθεγγόμενος, καταγέλαστός ἐστι. Ἑαυτὸν καθυβρίζει πρῶτον» (Ε.Π.Ε. 19, 190). Ἡ χρήση βρώμικης γλώσσας φανερώνει ἄνθρωπο μὲ πάθη καὶ ἀδυναμίες. Κατὰ τὸν Χρυσόστομο αὐτὸς ποὺ ὑβρίζει εἶναι ἄνθρωπος ποὺ κυριεύεται ἀπὸ τὸν θυμό του· αὐτὸς ποὺ αἰσχρολογεῖ εἶναι ἀκόλαστος· αὐτὸς ποὺ κακολογεῖ εἶναι φθονερὸς καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιβουλεύεται εἶναι πλεονέκτης. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ συμβαίνουν, ὅταν δὲν ἐλέγχουμε τὴ γλῶσσα μας: «Ρύπος γὰρ στόματος, κακηγορία (=αἰσχρολογία), βλασφημία, λοιδορία, ὀργίλα ρήματα, αἰσχρολογία, γέλως, εὐτραπελία» (Ὁμιλία NA΄, P. G. 58, 516).
Γιὰ νὰ μὴ περιπέσουμε, λοιπόν, σὲ ἁμαρτίες τῆς γλώσσας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὶς σχέσεις μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, πρέπει νὰ προσέξουμε πῶς, πότε καὶ γιατί πρέπει νὰ μιλᾶμε. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἐφοδίασε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ὅπλα: «καὶ οἱ ὀδόντες καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν τῆς γλώττης ἀσφάλειαν δεδημιούργηνται, ἵνα μηδέποτε ἁπλῶς ἀναπετάσασα τὰς θύρας ἡ γλῶσσα ἐξίῃ» (Ε.Π.Ε. 36, 88). Καὶ σὲ ἄλλη του παραίνεση πρὸς τοὺς πιστούς: «σωφρόνισον αὐτὴν διὰ τῶν ὀδόντων, ὥσπερ δημίοις τούτοις ἐκδοὺς αὐτήν· βέλτιον αὐτὴν δηχθῆναι νῦν, ἢ τότε ζητοῦσαν σταγόναν ὕδατος καὶ τηγανιζομένην μὴ τυχεῖν παραμυθίας» (Ε.Π.Ε. 30, 538). Ἀνάμεσα στοὺς τρόπους ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ πάθος τῆς μιαρᾶς γλώσσας προτείνει καὶ τοὺς ἑξῆς: «Κάθαρον σαυτόν. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Κλαῦσον, στέναξον, δὸς ἐλεημοσύνην, ἀπολόγησαι τῷ ὑβρισμένῳ, καταστάλλαξον σαυτῷ διὰ τούτων, ἀπόσμηξον τὴν γλῶτταν, ἵνα μὴ μειζόνως παροξύνῃς τὸν Θεὸν» (Ὁμιλία NA΄, P. G. 58, 516).
Ἀναπτύσσοντας τέτοιου εἴδους ἀρετὲς δὲν θὰ ἀκούσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς λέει: «καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν» (Ὁμιλία NA΄, P. G. 58, 716). Οἱ σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, ἀπὸ τὴν ἄλλη, θὰ εἶναι σχέσεις χριστιανικὲς καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ ὄχι σχέσεις ὑποκρισίας, ψεύδους καὶ φθόνου. Ἔτσι θὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀκούσει, γιατί, ὅπως ὁ Ρωμαῖος δικαστὴς δὲν προσέχει τὰ λεγόμενα ἀπολογούμενου ἀνθρώπου ποὺ δὲν ξέρει νὰ μιλάει μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀκούσει καὶ νὰ μᾶς προσέξει, ἂν δὲν ἀπευθυνθοῦμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Ἴδιος μας ζήτησε νὰ μιλᾶμε (Ὁμιλία ΟΗ΄, P. G. 58, 716). Ἡ λύση γιὰ τὸν Χρυσόστομο εἶναι μία: «Στόμα πεφίμωσο· καὶ μετὰ πολλῆς της παρρησίας τῶν οὐρανῶν ἐπιβήση καὶ ἀπολαύσεις τῆς βασιλείας» (Ὁμιλία ΟΗ΄, P. G. 58, 717). Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστή, κατὰ τὸν Χρυσόστομο, χρήση τῆς γλώσσας. Ἡ ποιότητα στὸν λόγο ἔγινε ἄμεσα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση διαμόρφωσης ἐνάρετου ἤθους. Ἔχοντας ὁ ἴδιος σπουδάσει τὴν ἐπιστήμη τῆς ρητορικῆς γνώριζε ἀφενὸς πὼς ἡ ἠθοποιία (προβολὴ τοῦ ἤθους τοῦ ρήτορα, τοῦ ἀντιπάλου, τοῦ ἀκροατῆ) ἀσκεῖ μεγάλη ἐπίδραση στὸ ἀκροατήριο καὶ ἀναλαμβάνοντας καθήκοντα ποιμένα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γνώριζε ἀφετέρου πὼς τὸ ἐνάρετο ἦθος εἶναι ἐνδεικτικό του σωστοῦ Χριστιανοῦ. Ἐπιβαλλόταν λοιπὸν νὰ μιλήσει γιὰ τὴ διαμόρφωση ἤθους ὄχι μόνο μέσῳ ἔργων ἄλλα καὶ λόγων.
1. Βλ. Θεοχάρης Δετοράκης, Ἡ γλῶσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σ. 120, στὸ: «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ε.Λ.Ι.Α., Ἀθῆνα 20003 ».
2. Βλ. Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Ἡ ἠθική της γλώσσας στὸν Χρυσόστομο, σ. 583, στὸ: «Χρυσοστομικὸ Συμπόσιο. Ἡ προσωπικότητα καὶ τὸ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθήνα 2007».
3. Βλ. Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Ἡ ἠθική της γλώσσας στὸν Χρυσόστομο, σ. 583.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη