Πρόσφατα ἀσχοληθήκαμε στὴν τάξη μὲ τὸ διήγημα τοῦ Γιώργου Ἰωάννου: «Νὰ ‘σαι καλά, δάσκαλε», ὅπου ἕνας νεαρὸς φιλόλογος, σὲ κάποιο χωριὸ τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, κατάφερε νὰ κάνει τοὺς μαθητές του νὰ νιώσουν περήφανοι γιὰ τὴ γλώσσα τους, τὰ τραγούδια τους, τὴν παράδοση τοῦ τόπου τους καὶ νὰ μὴν τὰ θεωροῦν ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὡς «παλιατσαρίες».
Ἀνάλογα αἰσθήματα μᾶς διακατεῖχαν κι ἐμᾶς, ὅσους μεγαλώσαμε σὲ κάποιο ἠπειρώτικο χωριό, ὅταν ἐρχόμασταν ἀντιμέτωποι μὲ τὸ ἰδίωμα τῶν γονιῶν μας, τῶν γεροντότερων, τῶν πιὸ λαϊκῶν καὶ αὐθεντικῶν ἀνθρώπων τοῦ χωριοῦ. Ντρεπόμασταν, προσπαθούσαμε νὰ τὸ ἀποφύγουμε ὅπως «ὁ διάολος τὸ λιβάνι» καὶ ἐπικρίναμε καὶ τοὺς δικούς μας, ὅταν μιλοῦσαν τὴ ντοπιολαλιὰ τους μπροστὰ σὲ ξένους, μορφωμένους. Μεγαλώνοντας, σπουδάζοντας τὴ ζωή, μαθαίνεις νὰ ἐκτιμᾶς περισσότερο τὸ αὐθεντικό, τὸ ἀνεπιτήδευτο, τὸ γνήσια λαϊκὸ κι ἀρχίζεις νὰ ἀναζητᾶς τὴ ρίζα του. Ἔτσι αὐτὸ ἀπενοχοποιεῖται, ἀποκτᾶ ἀξία καὶ σταδιακὰ κερδίζει τὸ σεβασμό σου. Ἡ ἔκπληξη γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερη, ὅταν διαπιστώνεις ὅτι πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς λέξεις, ἕλκουν κατευθείαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ διάλεκτο καὶ ἀποτελοῦν ζωντανὲς ἀποδείξεις τῆς συνέχειας τῆς γλώσσας μας. Σταχυολόγησα ὁρισμένες τέτοιες ἠπειρώτικες λέξεις μὲ ἀρχαιοελληνικὴ προέλευση καὶ τὶς μοιράζομαι μαζί σας.
Διαβάστε τὶς ἰδιωματικὲς λέξεις μὲ ἀρχαιοελληνικὴ προέλευση…
- Ἀγγειά = Ἀγγεῖα, οἰκοσκευή. Ὁμηρικὴ λέξη «ἄγγος». Ιλιάδα Β, 471και Οδύσσεια 286 α β,
- Ἀγκίδα = μυτερὴ σχίζα ξύλου. Ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ οὐσιαστικό:«ἀκὶς - ἴδος».
- Ἀγκούσα, (η) = Μεγάλο ἄγχος ποὺ συνοδεύεται μὲ ἀναστεναγμὸ καὶ μερικὲς φορὲς μὲ κλάμα, τὸ βάρος στὸ στῆθος. (Κατὰ τὸν Γ. Χατζιδάκη ἡ λέξη εἶναι ἀρχαία ἑλληνικὴ καὶ ἀποτελεῖ παραφθορὰ τοῦ τύπου ὀγκοῦσα, μετοχῆς τοῦ ρήματος ὀγκοῦμαι (= συσσωρεύομαι, ἐξογκώνομαι. Κατὰ ἄλλους προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ angustia (= τὰ στενά, ἡ στενοχωρία, οἱ πύλες ).
- Ἀγκωνή = ἡ δεξιὰ καὶ ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ τζακιοῦ. Μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ ἀγκωνὴ < ἀγκών + γωνία (συμφυρμός).
- Ἀκουρμάζομαι καί ἀκουρμαίνομαι = Ἀκούω μὲ μεγάλη προσοχή, μερικὲς φορὲς βάζοντας τὸ χέρι καὶ στὸ αὐτί. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρήμα ἀκρόωμαι = ἀκούω μὲ προσοχὴ κάποιον.
- Ἀπιθώνω = ἀφήνω κάτω. Ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνική ἀποθώνω πού προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικό ἀποθέτω.
- Ἀψυχάω = τσιγκουνεύομαι. Ἀπὸ τὸ στερητικὸ α- καὶ τὴ λέξη ψυχὴ
- Γάστρα = μετάλλινος κινητὸς καμπύλος φοῦρνος. Παράγεται ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ λέξη «γάστρη» = τὸ κοῖλον τοῦ ἀγγείου). Ὀδύσσεια θ 437.
- Γούπατο = γούπατο. Ἀπὸ συμφυρμὸ τῶν ὁμηρικῶν λέξεων «γῆ» καὶ «πάτος» (Ἰλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
- Δοκήθηκα (τὸ δοκήθηκα) = τὸ ἀντιλήφθηκα, τὸ κατάλαβα, τὸ ἔνιωσα. Ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρήμα δοκεω-ῶ = μοῦ φαίνεται, θεωρῶ, πιστεύω, νομίζω.
- Ζεύλα καὶ ζεύγλα = τὸ καμπύλο μέρος τοῦ ζυγοῦ μέσα ἀπό τὸ ὁποῖο περνά ὁ λαιμός τοῦ ζώου. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα ζεύγνυμι = βάζω κάτω ἀπὸ τὸ ζυγό.
- Θημωνιά = θημωνιά. Ὁμηρικὴ λέξη «θημῶν - ώνος». Ὀδύσσεια ε, 368
- Κοσσιά = κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Ἀπὸ τὸ ρῆμα «κόσσω» = κόβω.
- Καλοπίχειρα = εὔκολα (ἐπίρρημα). Ἀπὸ τὸ ἐπίθετο καλὸς καὶ τὸ ρῆμα ἐπιχειρῶ.
- Λανάρι = Ξύλινο ἐργαλεῖο ἀπὸ μονοκόμματο ἐπίπεδο ξύλο στὴ μία ἄκρη τοῦ ὁποίου εἶναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια γιὰ τὸ ξάσιμο τὸ μαλλιοῦ. Ἀπὸ τὴ Ὁμηρικὴ λέξη «λῆνος» = μαλλὶ
- Λιμασμένος = κατεχόμενος ἀπὸ ἄγρια πείνα. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξη λιμὸς = πείνα.
- Λυσιά = ξύλινη, αὐτοσχέδια πόρτα. Ἀπὸ τὸ ρῆμα λύω = λύνω, ἀνοίγω
- Μολόημα = περιστατικὸ ποὺ ἀξίζει νὰ διηγηθεῖ. Ἀπὸ τὸ ρῆμα ὁμολογέω-ῶ, ὁμολόγημα, μολόημα.
- Μπούτα = ξύλινο δοχεῖο γιὰ τὸ χτύπημα τοῦ γάλακτος. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη «βύτις» ἢ «βύττις».
- Μαστάρι = Ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας λέξης μαστός.
- Νήλα καὶ νίλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ λέξη «νηλὴς -ες» (Ἰλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) = ἀνηλεής, σκληρός.
- Νίβομαι = πλένω τὸ πρόσωπό μου, ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα νίπτω
- Ξυθάλι = μασιὰ γιὰ τὰ κάρβουνα, ἐξάρτημα τζακιοῦ γιὰ τὸ σκάλισμα τῆς θράκας. Ἀπὸ τὶς ὁμηρικὲς λέξεις «ξέω» = ξύνω καὶ «αἰθάλη» = στάχτη, καπνιά.
- Ὁρμηνεύω =συμβουλεύω. Παραφθορὰ ἀπὸ τὸ ρῆμα ἑρμηνεύω.
- Παραγκώμι = παρατσούκλι. Ἀπὸ τὴν πρόθεση παρὰ καὶ τὴν ἀρχαία λέξη ἐγκώμιον.
- Πάφλας = τενεκές. Ἀπὸ τὸ ρῆμα «παφλάζω» = κάνω κρότο. (Παφλασμὸς = ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ κύματα ποὺ σκᾶνε στὴν ἀκτή). Ὁ τενεκές, ὅπως εἶναι γνωστό, παράγει κρότο μὲ τὴν κάθε μετακίνησή του ἢ μὲ κάθε χτύπημα.
- Ποδένομαι = φοράω τὰ παπούτσια μου, ἀπὸ τὴ λέξη ὑπόδημα, μεταγενέστερο ρῆμα ὑποδένομαι.
- Ποριά = ξύλινη, αὐτοσχέδια πόρτα. Ἀπὸ τὴ λέξη πόρος = πέρασμα, ἄνοιγμα.
- Πυρομάδα = πυρωμένη στὰ κάρβουνα ἢ στὸ τζάκι φέτα ψωμιοῦ. Ἀπὸ τὶς ὁμηρικὲς λέξεις «πῦρ» καὶ «ὠμὸς» = ἄψητος (Χ, 347 καὶ μ, 396).
- Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ἢ τετράποδο σιδερένιο ἐξάρτημα - βοήθημα, ποὺ μπαίνει στὴ φωτιά. Ἀπὸ τὶς ὁμηρικὲς λέξεις «πῦρ- ος» καὶ «ἰστίη» = ἑστία.
- Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ὁμηρικὴ λέξη «ρὼξ - ρωγός», στενωπός. Ὀδύσσεια χ, 143.
- Ρούσα = ξανθή. Ἀπὸ τὴ λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» = κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
- Στέρφο = ἄγονο (ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ λέξη «στείρη» ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται ἡ λέξη «στέριφος»).
- Στουρνάρι = στουρνάρι, ἀχμηρὸ σκληρὸ πέτρωμα. Παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «στόρνυμι» ἢ «στορέννυμι» (μεσαιωνικὴ λέξη «στόρνυμαι» = ἐξομαλύνω). Ἀπὸ τὸ ρῆμα αὐτὸ παράγεται καὶ τὸ «στορύνη» (=χειρουργικὸ ἐργαλεῖο μὲ ὀξεία αἰχμὴ) καὶ ἡ λέξη «στορεὺς -ἕως» (= παραγωγὴ πυρὸς μὲ τὴν τριβή).
- Στρέω = συμφωνῶ, ἀποδέχομαι κάτι ποὺ μὲ συμφέρει. (Συνήθης ἔκφραση: «δὲ μὲ στρέει»= δὲ μὲ συμφέρει, δὲ συμφωνῶ). Ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα στέργω.
- Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχεῖο γιὰ κρασί. Ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπὸν = σὲ πλεκτὰ καλάθια καρποὺς γλυκούς», Ἰλιάδα, 568, «πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι ἀμησάμενοι κατέθηκεν = σὲ πλεκτὰ τυροβόλια ἔβαλε», Ὀδύσσεια ι, 247.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό