Ὁ Ποντιακὸς Ἑλληνισμός, ὡς τμῆμα τοῦ εὐρύτερου ἑλληνισμοῦ, ἔχει νὰ ἐπιδείξει, στὴν ἱστορική του διαδρομή, ὁρισμένα γεγονότα ἢ ὁρισμένες περιόδους, ποὺ ἄνετα ξεχωρίζουν ὄχι μόνο γιὰ τὸ μεγαλεῖο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ μοναδικότητά τους. Στὰ μοναδικὰ καὶ μεγαλειώδη αὐτὰ γεγονότα τῆς Νεότερης καὶ Σύγχρονης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, ὁ ρόλος τῆς ποντιακῆς διαλέκτου ἀποδείχθηκε, μέχρι καὶ σήμερα, δομικὸς καὶ καθοριστικὸς τόσο στὴ γένεση ὅσο καὶ στὶς προεκτάσεις τους. Καὶ, πρῶτα-πρῶτα ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας (1204-1461), τὸ μοναδικὸ αὐτὸ ἐθνικὸ ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ λειτουργεῖ παράλληλα μὲ τὸ Βυζάντιο, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐννοηθεῖ ὡς κρατική, κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ὑπόσταση, χωρὶς τὴν ἰδιόμορφη γλωσσικὴ λειτουργία τῆς ποντιακῆς διαλέκτου.
Ἡ διάλεκτος αὐτή ὡς προέκταση καὶ τελευταία ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, στὴ βυζαντινὴ περίοδο λειτούργησε, κατ’ ἀρχὰς ὡς γλῶσσα τῆς ἡρωικῆς ἀκριτικῆς ποίησης, ἀλλὰ καὶ προσωπικῶν λαϊκῶν ἀφηγήσεων, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν κύρια πνευματικὴ τροφὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ στὸν ἀκριτικὸ Πόντο (Πτωχοπροδρομικὰ κ.ἄ.). Στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ κράτους τῶν Κομνηνῶν ἡ ποντιακὴ διάλεκτος, ὡς κυρίαρχο γλωσσικὸ ἑλληνικὸ ἐργαλεῖο στὸ στόμα τοῦ λαοῦ ἔπαιξε σημαντικότατο ρόλο στὴν ὑπόσταση αὐτοῦ τοῦ κράτους ἀλλὰ καὶ στὴ διαμόρφωση μόνιμων διαχρονικῶν χαρακτήρων τοῦ ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ, οἱ ὁποῖοι τὸν συνοδεύουν μέχρι καὶ σήμερα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Κομνηνῶν εἶχε τὴ δική της ἐπίσημη ἐθνικὴ γλῶσσα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν Ποντιακὴ διάλεκτο. Ἂν προσθέσουμε ἐδῶ καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ προνόμια (ἀπὸ τὸν 13ο αἰ.) ἀντιλαμβανόμαστε τὸ δίπτυχο τῆς δυναμικῆς αὐτοῦ τοῦ κράτους (γλῶσσα καὶ θρησκεία) γιὰ ἀνεξάρτητη λειτουργία καὶ ἀκτινοβολία. Παράλληλα ὅμως σὲ λαϊκὸ ἐπίπεδο ἡ ποντιακὴ διάλεκτος, ὡς ἐθνικὴ γλῶσσα αὐτοῦ τοῦ κράτους ὁδήγησε σὲ ποικίλες κοινωνικές, ἠθικὲς καὶ ψυχολογικὲς προεκτάσεις: «Να‘ ηλεί ἐμᾶς, νὰ βάει ἐμᾶς, Πάρθεν ἡ Ρωμανία!».
Εἶναι βέβαιο ὅτι τὰ διαχρονικὰ γνωρίσματα τῶν σημερινῶν Ποντίων κρατοῦν τὸ νῆμα τους ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτή, στὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται γλωσσοκοινωνικὰ ἡ διαμόρφωση αὐτῆς τῆς διαλέκτου. Ἡ αἰσθητὴ κοινωνικότητα, ἡ περηφάνεια γι’αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ γιὰ τὴν παράδοση ποὺ κουβαλᾶμε, ἀλλὰ καὶ ὁ ἔντονος ἡμετερισμός, μὲ ἀκραῖες, μάλιστα, διαστάσεις ἐσωστρέφειας, ἀσφαλῶς ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴν μεγαλοσύνη καὶ τὴν μαγεία αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἑλληνικοῦ κράτους στὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου, περιστοιχισμένο ἀπὸ ἀλλόπιστους καὶ ἀλλόγλωσσους βάρβαρους πληθυσμούς, ἀναπτύσσει καὶ ἐκπέμπει τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ μέσῳ αὐτῆς τῆς γλώσσας. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν πτώση αὐτῆς τῆς Αὐτοκρατορίας στοὺς Τούρκους (1461), ἡ ποντιακὴ διάλεκτος, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, λειτούργησαν ὡς ἡ ἰσχυρὴ δίδυμη δυναμικὴ ποὺ κράτησε στὶς ἐπάλξεις τοῦ Γένους τὶς χιλιάδες τοῦ Παρευξείνιου Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Νότιας Ρωσίας, παρὰ τὶς ἐπιβουλὲς τοῦ Πανσλαβισμοῦ καὶ τοῦ ἀλλότριου ἐθνικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἴδια γλῶσσα στοιχειώνει τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα σὲ 500.000 περίπου Ποντίους ποὺ παραμένουν ἀκόμη ἐκεῖ. Ἐξάλλου, ἡ Ποντιακὴ παραμένει καὶ λειτουργεῖ στὸν Πόντο ὡς ἐθνικὴ γλῶσσα στὸ στόμα τοῦ λαοῦ σ’ ὅλο τὸ διάστημα, μέχρι καὶ τὸν ξεριζωμό (1923), παρ’ὅλο ποὺ τὰ Ἀναλυτικὰ προγράμματα τῶν σχολείων, ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, ἐπέβαλλαν τὴ διδασκαλία τῶν μαθημάτων στὴν καθαρεύουσα. Ὡστόσο, στὸ Φροντιστήριο Τραπεζούντας προβλέπεται καὶ διδασκαλία τῆς Ποντιακῆς («τοῦ κοινολαλήτου ἰδιώματος» ) ἤδη, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα: «Συνθέσεις ἢ γυμνάσματα περιέχοντα, ὣς ἐπὶ τὸ πολύ, διηγήσεις καὶ περιγραφάς» (Κλεόβουλος, 1854). Θεωροῦμε ὅτι ἡ καινοτομία αὐτή, ἡ ὁποία ἀνατρέπει, ἐν μέρει, τὸ ἐπίσημο Πρόγραμμα τοῦ Πατριαρχείου, μαρτυρεῖ τὴ μεγάλη ἐθνικὴ σημασία αὐτῆς τῆς γλώσσας, μέσῳ τῆς ὁποίας καλλιεργεῖται ὁ δεσμὸς τοῦ ὑπόδουλου Γένους μὲ τὸ λαμπρὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζούντας. Νὰ μιὰ ἄλλη ἠχηρὴ μοναδικότητα στὴ σύγχρονη ἑλληνικὴ ἱστορία.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παραδείγματα, ποιός, τελικά, εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ποντιακῆς διαλέκτου γιὰ τὰ 2.500.000 περίπου τῶν Ποντίων στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ Ἐξωτερικὸ σήμερα; Ἀσφαλῶς, δὲν θὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε Ἕλληνες χωρὶς τὴ διάλεκτό μας. Εἶναι, ὅμως, βέβαιο ὅτι τὰ κύρια πολιτιστικά μας γνωρίσματα, γιὰ τὰ ὁποῖα καμαρώνουμε, θὰ ἀποτελοῦν παρελθὸν χωρὶς αὐτὴ τὴ γλῶσσα. Πρῶτα-πρῶτα, τὰ τραγούδια τοῦ ποντιακοῦ λαοῦ δὲν θὰ ἀντέχουν σὲ γλωσσικὸ περιβάλλον ποὺ δὲν θυμίζει τίποτε ποντιακό. Ἀνεχόμαστε π.χ. τὸ ἀγγλόφωνο τραγούδι, σήμερα, ἐπειδὴ ἔχει διαμορφωθεῖ σὲ κάποιο βαθμὸ ἕνα ἀγγλόγλωσσο περιβάλλον στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Ὄχι, ὅμως, καὶ τὸ κινέζικο. Ἔπειτα, ἡ ἀπώλεια τῆς διαλέκτου μας θὰ συμπαρασύρει σὲ βάθος χρόνου καὶ τὴν ποντιακὴ κουλτούρα τοῦ χοροῦ, τῆς μουσικῆς, τῶν ἐθίμων, τῶν ἀξιῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν παραδόσεων. Δομικὸ στοιχεῖο γιὰ ὅλα εἶναι ἡ ποντιακὴ διάλεκτος. Πόσο ὡραῖα δίνει ἕνα ἀνάλογο φαινόμενο ὁ Καβάφης στὸ ποίημά του «Ποσειδωνιᾶται»:
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ
Τὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ οἱ Ποσειδωνιᾶται ἐξέχασαν τόσους αἰῶνας ἀνακατευμένοι μὲ Τυρρηνούς, καὶ μὲ Λατίνους, κι ἄλλους ξένους. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἔμενε προγονικὸ ἦταν μιὰ ἑλληνικὴ γιορτή, μὲ τελετὲς ὡραῖες, μὲ λύρες καὶ μὲ αὐλούς, μὲ ἀγῶνας καὶ στεφάνους. Κ’ εἶχαν συνήθειο πρὸς τὸ τέλος τῆς γιορτῆς τὰ παλαιά τους ἔθιμα νὰ διηγοῦνται, καὶ τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα νὰ ξαναλένε, ποὺ μόλις πιὰ τὰ καταλάμβαναν ὀλίγοι. Καὶ πάντα μελαγχολικὰ τελείων’ ἡ γιορτή τους. Γιατὶ θυμοῦνταν ποὺ κι αὐτοὶ ἦσαν Ἕλληνες- Ἰταλιῶται ἕναν καιρὸ κι’ αὐτοί – καὶ τώρα πῶς ἐξέπεσαν, πῶς ἔγιναν, νὰ ζοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν βαρβαρικὰ βγαλμένοι – ὦ συμφορά! – ἀπ’ τὸν ἑλληνισμό.
«Ἐξέπεσαν», λοιπόν, οἱ Ποσειδωνιᾶται, ὡς Ἕλληνες, «ἐθνικά». Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Ποντιακὸς Ἑλληνισμός, ἂν ἀπολέσει σὲ βάθος χρόνου τὴν Ποντιακὴ διάλεκτο, θὰ «ἐκπέσει» ὄχι ἐθνικά ἀλλά πολιτιστικά. Δὲν μπορῶ οὔτε νὰ φανταστῶ αὐτὴ τὴν ἀλλοτρίωση. Ἐπειδή, λοιπόν, πιστεύουμε, παρὰ τὶς προβλέψεις τῶν γλωσσολόγων, ὅτι ἡ ποντιακὴ διάλεκτος δὲν ἔχει ἡμερομηνία λήξης (ἐξάλλου ἀκόμη μιλιέται), γι’αὐτὸ καὶ ὡς «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ποντίων Ἐκπαιδευτικῶν», τῶν τριῶν βαθμίδων, ἀναλάβαμε αὐτὴν τὴν ἐκστρατεία γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ποντιακῆς διαλέκτου σὲ ἐνήλικες (ἀπὸ 18 καὶ πάνω). Πρόκειται γιὰ σοβαρὴ καὶ οὐσιαστικὴ προσπάθεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ 6ου Πανελληνίου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, μὲ θέμα: «Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ» (Κατερίνη, Μάιος 2009). Ποιά , λοιπόν, εἶναι ἡ σοβαρὴ καὶ οὐσιαστικὴ τωρινή μας προσπάθεια, ὅπου προεκτείνεται, λόγῳ καὶ ἔργῳ, τὸ 6ο Συνέδριο; Κατ’ἀρχάς, εἴμαστε στὴν εὐχάριστη θέση νὰ παρουσιάσουμε σήμερα, μαζὶ μὲ τὴν Εὔξεινο Λέσχη καὶ τὸν Δῆμο Θεσσαλονίκης, ἕνα ὁλοκληρωμένο πρόγραμμα ἀλλὰ καὶ ἕνα τέλειο ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ γιὰ τὴν ἐπικοινωνιακὴ διδασκαλία τῆς ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ. Εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ὅτι τὸ περιεχόμενο τοῦ διδακτικοῦ αὐτοῦ ἐγχειριδίου ἔχει ἀξιολογηθεῖ καὶ ὀργανωθεῖ ἀπὸ συγγραφεῖς καταξιωμένους, ἔμπειρους ἐκπαιδευτικοὺς Α/θμιας καὶ Β/θμιας Ἐκπαίδευσης, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ καλύπτονται πλήρως οἱ παιδαγωγικὲς καὶ διδακτικὲς ἀρχὲς προσέγγισης αὐθεντικῶν καὶ γνήσιων κειμένων τῆς Ποντιακῆς διαλέκτου. Ἔπειτα, σὲ ἑπόμενο στάδιο, τὸ γλωσσικὸ καὶ πολιτιστικὸ φορτίο αὐτοῦ τοῦ ἐγχειριδίου θὰ μετακενώνεται στοὺς ἐκπαιδευόμενους ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς καὶ ἄλλους καταξιωμένους ἐκπαιδευτικοὺς σὲ σχολεῖα ποὺ ἤδη ἔχει ἑτοιμάσει καὶ ἔχει διαθέσει ἡ Τοπικὴ Αὐτοδιοίκηση γι’αὐτὸν τὸν σκοπό. Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἡ Ποντιακὴ διάλεκτος θὰ εὐτυχήσει νὰ ξαναζωντανέψει τοὺς σχολικοὺς χώρους, ὅπως, πρὸ τοῦ ξεριζωμοῦ, ζωντάνευε τὶς αἴθουσες διδασκαλίας τοῦ Φροντιστηρίου Τραπεζοῦντος! Θεωρῶ μάλιστα ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἐγχειρίδιο ἐνισχύεται σημαντικὰ μὲ τὴ δυναμικὴ ἀξιόλογου ἐπιστημονικοῦ κειμένου τοῦ Καθηγητῆ Α.Π.Θ. ΣΩΦΡΟΝΗ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗ, γιὰ τὰ κύρια γλωσσολογικὰ γνωρίσματα τῆς Ποντιακῆς διαλέκτου, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα ἐπίσης ἀξιόπιστο κείμενο γιὰ τοὺς σημαντικότερους σταθμοὺς τῆς ἱστορίας τοῦ Ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ (ΠΑΥΛΙΔΗ-ΠΕΛΑΓΙΔΗ). Ἐξάλλου ἡ ἐξαιρετικὴ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τῆς ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΧΑΡΙΤΙΔΟΥ Διδάκτορος Φιλολογίας καὶ Γενικῆς Γραμματέως τοῦ Συνδέσμου, ἐξασφαλίζει τὴ γλωσσική του ἀρτιότητα καὶ ὁμοιομορφία καὶ τὸ καθιστᾶ προσιτὸ στὸν μέσο ἀναγνώστη. Τελικὰ μὲ τὴ γλωσσική του πληρότητα, τὴν αἰσθητική του εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πρωτότυπες διδακτικὲς προσεγγίσεις, τὸ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ θὰ λειτουργεῖ ὡς ΒΙΒΛΟΣ Ποντιακῆς γλωσσικῆς κουλτούρας στὰ χέρια τῶν μαθητευόμενων! Θὰ εἶναι τὸ ἀγαπημένο τους ΒΙΒΛΙΟ!
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι χωρὶς τὴν Ποντιακὴ Διάλεκτο δὲν θὰ εἴχαμε σήμερα τὴν πληθώρα τῶν ποιοτικῶν πολιτιστικῶν δραστηριοτήτων, ἐκδηλώσεων, λογοτεχνικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἐκφάνσεων, συλλογικῶν κινητοποιήσεων, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν καὶ συμποσίων. Καὶ ὅλα τὰ παραπάνω, σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Διασπορᾶς. Μὲ δυὸ λόγια: Ἡ Ποντιακὴ Διάλεκτος ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση καὶ συνείδηση τῆς κορυφαίας ἱστορικῆς πολιτιστικῆς μας ταυτότητας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη