Ἀναδιφώντας τοὺς πολυσέλιδους τόμους τοῦ μεγάλου γερμανικοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Springer μὲ θέμα τὴ συσχέτιση θρησκείας καὶ ἐκπαιδεύσεως, μὲ ἔκπληξη διαπιστώσαμε μέσα ἀπὸ τὶς ἐργασίες δεκάδων θρησκειοπαιδαγωγῶν μία προβληματικὴ ποὺ –εἴτε σκοπίμως εἴτε ἐξ ἀγνοίας –δὲν τονίστηκε στὴ χώρα μας.
Σὲ αὐτὲς τὶς μελέτες τίθενται δύο θέματα: Πρῶτον ὅτι ἡ θρησκευτικὴ καὶ πνευματικὴ διάστασις ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ μαθήματα καὶ ὄχι μόνον στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κατ’οὐσίαν δὲν ὑφίσταται ἐπιστημολογικῶς οὐδετερόθρησκο μάθημα, πρᾶγμα ποὺ εἶχε τονίσει ὁ δικαστὴς Βοnello στὴν τελεσίδικη ἀπόφαση Lautsi τῆς μείζονος συνθέσεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ὅπως εἶχε πεῖ προσφυῶς ὁ ἐν λόγῳ δικαστὴς ἡ οὐδετεροθρησκεία εἶναι ἰδεολογία καὶ δὲν συνιστᾶ νομικὴ ὑποχρέωση τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν ποὺ μπορεῖ νὰ θεμελιωθῆ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Δεύτερον, ἡ παρουσία τῆς πνευματικότητος καὶ προκειμένου περὶ τῆς Ἑλλάδος τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος ὡς ἡ πανταχοῦ παρουσία τῶν λόγων πρόνοιας καὶ τῶν λόγων κρίσεως τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία φράση τοῦ Ἁγίου Μάξιμου,διαχέεται αὐτονόητα σὲ ὅλους τούς κλάδους τοῦ ἐπιστητοῦ καὶ τῆς ζωῆς. Τοῦτο παιδαγωγικῶς σημαίνει αὐτὸ ποὺ γράφει ἡ ἀπόφαση τῆς 30-10 -2019 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγονται καταστάσεις στὶς ὁποῖες οἱ μαθηταὶ ἀντιμετωπίζουν σύγκρουση μεταξύ τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως ποὺ δίδεται στὸ σχολεῖο καὶ τῶν θρησκευτικῶν καὶ φιλοσοφικῶν πεποιθήσων τῶν γονέων, τῶν ὁποίων τὴν πίστη ἀκολουθοῦν.
Σοβαρὴ θρησκευτικὴ καὶ μάλιστα ὀρθόδοξη ἐκπαίδευση συνεπάγεται πνευματικοποίηση τοῦ συνόλου βίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μόνον μέρους αὐτοῦ. Ὅπως ἔλεγε ὁ μεγάλος Γερμανὸς νομικὸς καὶ εἰδικὸς στὴν παγκόσμια σύγκριση τῶν δικαίων Wolfang Fikentscher τὸ δίκαιο πρέπει νὰ θεμελιώνεται καὶ νὰ καλλιεργῆ συνειδητῶς αὐτὸ ποὺ ὀνόμαζε ἀρχὴ τῆς συνέπειας. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ δεσμεύει τὰ νομικὰ συστήματα ὥστε νὰ μὴ δημιουργοῦν στοὺς πολίτες αἴσθημα διχασμοῦ καὶ δέσμευσης σὲ στόχους ἀλληλοαναιρούμενους. Τὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας ὡς πρὸς τὰ θρησκευτικὰ ἔχει τονίσει ὅτι ἀφενὸς μὲν πρέπει νὰ ἔχουν ὀρθόδοξο χαρακτῆρα, ἀφετέρου δὲ νὰ ὁδηγοῦν στὴν αἴσθηση τῆς διακριτότητος τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἀπὸ τὴν ἑτεροθρησκεία καὶ τὴν ἑτεροδοξία καὶ νὰ μὴ δημιουργοῦν αἴσθηση ἀμφιβολίας στοὺς μικροὺς μαθητάς.
Ἐπανερχόμενοι στὰ γερμανικὰ ἐγχειρίδια τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Springer διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ἀποφύγουν ἐντόνως οἱ μελετηταὶ εἶναι πρῶτον τὴν ἀποκλειστικῶς ἐγκεφαλικὴ –γνωσιοθεωρητικὴ θεώρηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τὸν μαθητὴ νὰ ἔχη αἴσθηση πνευματικοποίησης τοῦ συνόλου βίου. Δεύτερον ἐπιδιώκουν νὰ προστατεύσουν τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς μαθητάς ἀπὸ ἕνα ἀφελῆ παιδαγωγικὸ θετικισμὸ ποὺ μεταδίδει ἀντὶ παιδείας τοῦ καθόλου ἀνθρώπου, τὴν ξύλινη γλώσσα τοῦ ψυχολογισμοῦ, τοῦ κοινωνιολογισμοῦ καὶ τοῦ ὑλιστικοῦ ἱστορισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ ἀναγωγισμοῦ πρὸς τὰ κάτω τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἀτυχῶς στὸν χῶρο τοῦ σχολιασμοῦ τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ὑπῆρξε ἕνα ψευδὸ-δίλημμα ἐὰν ὑφίσταται δῆθεν ὑποχρέωση τῆς πολιτείας νὰ καταστήση τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν προαιρετικό. Ἡ παροχὴ ὀρθοδόξου παιδείας, ὅπως λέγει τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, στὰ μέλη τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας εἶναι ὑποχρεωτική. Περὶ αὐτοῦ οὐδεμία ἀμφιβολία ὑφίσταται. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο συμφωνοῦν τόσο τὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας ὅσο καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο εἶναι ὅτι οὔτε ὁ ἑτερόθρησκος οὔτε ὁ ἀλλόδοξος γονιὸς ἔχουν ὑποχρέωση νὰ ἀποδείξουν ἢ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀπόφασή τους γιὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ τοῦ παιδιοῦ τους στὸ ὀρθόδοξο μάθημα. Ὅπως ὁ ἄθεος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μὴ φανερώνη τὴν ἔλλειψη πίστεώς του ἔτσι ὁ ὀρθόδοξος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὴν φανερώνη καὶ νὰ ἀξιώνη τὴν βάσει τοῦ Συντάγματος παροχὴ ὀρθοδόξου παιδείας.
Κατ’οὐσίαν ἀπαλλάσσονται οἱ διευθυνταὶ τῶν σχολείων ἀπὸ τὸ νὰ λειτουργοῦν σὰν ἀνακριτικὰ ὄργανα καὶ νὰ καταγγέλλουν γιὰ ποινικὸ κολασμὸ πράξεων ψευδοῦς δηλώσεως, διὰ τῶν ὁποίων οἱ γονεῖς ὑποχρεοῦντο νὰ αἰτιολογοῦν τὸν λόγο τῆς ἐξαιρέσεώς τους. Ἡ ἀπόδειξη καταργεῖται καὶ ἡ αἰτιολόγηση τῆς ἀπόφασης τῶν γονέων. Τίποτε ἄλλο. Ἑπομένως, δὲν ὑφίσταται ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου μία γενικὴ ὑποχρέωση νὰ γίνη τὸ μάθημα προαιρετικὸ γιὰ ὅλους, διότι προαιρετικὸ εἶναι μόνο γιὰ ὅσους δὲν θέλουν νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτό. Σὲ ὅσους αὐτοεξαιροῦνται ὑπάρχουν ἐναλλακτικὲς λύσεις γνωστὲς στὴν εὐρωπαϊκὴ πρακτκή. Ἄρα ἡ διάδοση τῆς τρομολαγνείας γιὰ δῆθεν ὑποχρέωση μεταβολῆς τοῦ μαθήματος σὲ προαιρετικὸ δὲν πρέπει νομικῶς νὰ θεωρηθῆ βάσιμη.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πρέπει πρωτίστως νὰ μᾶς ἐνεργοποιήση μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς μείζονος σημασίας ἀποφάσεις τῶν ἑλληνικῶν καὶ διεθνῶν δικαστικῶν ὀργάνων εἶναι τὸ πῶς ἡ ἀξίωσις γιὰ μὴ καλλιέργεια διχασμένων καὶ σχιζοφρενικῶν προσωπικοτήτων θὰ γίνη σεβαστὴ καὶ θὰ θεσμοθετηθῆ ἐντός τοῦ σχολείου. Ὁ χῶρος τῆς παιδείας,ὅπως εἶπε τὸ ΣτΕ, ἀπαγορεύεται ρητὰ νὰ εἶναι ἀντικείμενο προπαγάνδας (indoctrination) ἢ κρατικοῦ προσηλυτισμοῦ σὲ ἰδεολογίες ποὺ φέρνουν τὰ παιδιὰ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πίστη τῶν γονέων τους ,μέσῳ νόμων, ὑπουργικῶν ἀποφάσεων, ἐγκυκλίων ἤ ἄτυπων πρακτικῶν. Ὅπως λέγει πάλι τὸ ΣτΕ στὶς τελευταῖες ἀποφάσεις του (1749 καὶ 1750/2019 ) «… ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση γεννᾶται καὶ διαμορφώνεται σταδιακὰ πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ βίου, στὸ πλαίσιο τῆς οἰκογένειας ( ἡ ὁποία ὡς «θεμέλιο τῆς συντηρήσεως καὶ προαγωγῆς τοῦ ἔθνους τελεῖ –ὅπως καὶ ἡ παιδικὴ ἡλικία ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ κράτους κατὰ τὸ ἄρθρο 21 τοῦ Συντάγματος), ἀπὸ τὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς παραγράφους 1 καὶ 2 τοῦ ἄρθρου 1 αὐτοῦ καὶ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ».
Ὁ ἀγώνας πλέον εἶναι νὰ ἀπελευθερώσουμε τὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν ἐργαλειακὴ χρήση του ἀπὸ ἀδίστακτους πολιτικοὺς καὶ ἰδεολογικοὺς προπαγανδιστὲς καὶ θρησκειοπαιδαγωγοὺς ποὺ θέλουν νὰ μετατρέψουν τὴν παιδεία σὲ χῶρο πειραματισμοῦ τῶν προσωπικῶν τους ἀνασφαλειῶν εἰς βάρος τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἀξίωσης κάθε ὀρθοδόξου γονέως νὰ παρέχεται στὸ παιδὶ του μία παιδεία ὀρθόδοξης πνευματικῆς συνέπειας ποὺ δὲν ὑπονομεύεται ἀπὸ τὶς μεθοδευμένες ψευδὸ-ἀντικατηχήσεις τῶν ἄλλων μαθημάτων καὶ τῶν ὑποταγμένων φορέων τους ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἁλώσουν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τὸν ἀπαραβίαστο προσωπικὸ ψυχικὸ κόσμο τῶν ἀνυποψίαστων μαθητῶν.
Πηγή: (ΑΝΤΙ-ΚΗΝΣΩΡ), Ορθόδοξος Τύπος