Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν Διδασκάλων δὲν διαθέτει θεολογικὴν κατάρτησιν
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥΣ!
Ἀπαιτεῖται ἐπειγόντως διορισμὸς Θεολόγων Καθηγητῶν εἰς τὸ Δημοτικὸν
Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Δρ. Θεολογίας,
αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)
«Τὰ παιδιὰ εἶναι ἄδειες κασσέττες. Ἂν γεμίσουν Χριστό, θὰ εἶναι κοντά Του πάντα. Ἂν ὄχι, εἶναι πιὸ εὔκολο, ὅταν μεγαλώσουν, νὰ παραστρατήσουν. Ἂν μικρὰ βοηθηθοῦν, καὶ νὰ ξεφύγουν ἀργότερα λίγο, πάλι θὰ συνέλθουν. Ἂν ποτισθῆ τὸ ξύλο μὲ λάδι, δὲν σαπίζει. Λίγο ἂν ποτισθοῦν τὰ παιδιὰ μὲ εὐλάβεια, μὲ φόβο Θεοῦ, δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετά.» Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἀπευθύνονται πρωτίστως σὲ γονεῖς μικρῶν παιδιῶν, ἔχουν ὅμως ἐφαρμογὴ καὶ σὲ παιδιὰ μεγαλύτερης ἡλικίας, στὴν ἡλικία τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Καὶ ἐκεῖ ἀφοροῦν κυρίως καὶ στοὺς δασκάλους ποὺ ἔχουν τὴν εἰδικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησή τους.
Αὐτὴ τὴν εὐθύνη τονίζει καὶ τὸ Σύνταγμά μας, τὸ ὁποῖο ὡς σκοπὸ τῆς παιδείας ὁρίζει στὸ ἄρθρο 16 παρ. 2 μεταξὺ ἄλλων τὴν «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης». Καὶ μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δὲν ἐννοεῖται γενικὰ καὶ ἀόριστα κάποια θρησκευτικὴ συνείδηση, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση προσδιορίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως μᾶς διευκρινίζουν οἱ σχετικὲς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Οἱ τελευταῖες ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ (2018 καὶ 2019) μιλοῦν ρητὰ γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν», τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Γι’ αὐτὸ «πρέπει νὰ διδάσκεται ἐπὶ ἱκανὸ ἀριθμὸ ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως» καὶ φυσικὰ «νὰ μὴ ὑποβαθμίζεται… σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα μαθήματα». Στὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα τῶν τελευταίων 30 ἐτῶν αὐτὸς ὁ ἱκανὸς ἀριθμὸς ὡρῶν γιὰ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο ὁρίζεται μὲ δίωρο ὑποχρεωτικὸ μάθημα τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν Γ’ ἕως καὶ τὴν ΣΤ’ Τάξη.
Πῶς ὅμως κατὰ τὸ ΣτΕ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης; Ἐκεῖνο τὸ λάδι ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, γιὰ νὰ μὴ σαπίζει τὸ ξύλο καὶ τὸ προσδιορίζει στὴ συνέχεια ὡς εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει ἔστω λίγο νὰ ποτιστοῦν τὰ παιδία, γιὰ νὰ μὴ σαπίζουν ἀργότερα, στὴν προφανῶς ἐπιστημονικὴ ὁρολογία τοῦ ΣτΕ σημαίνει «ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν». Ἤδη οἱ ὅροι ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση φανερώνουν ὅτι δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ τὴν παροχὴ κάποιων πληροφοριῶν καὶ τὴν ἐπεξεργασία κάποιων γνώσεων, ἀλλὰ στόχος εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδηση ποὺ εἶναι κάτι πολὺ βαθὺ στὸν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ παρέχεται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ποτίζεται, ὥστε νὰ διαμορφώνεται καὶ νὰ φέρεται σὲ ἄνθιση. Αὐτὴ ἡ ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση τῆς συνειδήσεως ἐξασφαλίζεται, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατό, μὲ τὸ νὰ διδάσκονται οἱ μαθητὲς «μὲ σαφήνεια καὶ πληρότητα, τὰ δόγματα, τὶς ἠθικὲς ἀξίες καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ προκαλεῖται σύγχυση μὲ τὴ διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν». Τὸ δόγμα στὴν Ἐκκλησία μας ὁρίζει σὲ συμπυκνωμένη μορφὴ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ ἠθικὲς ἀξίες εἶναι ἡ βίωση τῶν ἀρετῶν τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας καὶ οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας προφανῶς δὲν ἀναφέρονται στὸν πασχαλινὸ ὀβελία, ἀλλὰ στὴ λειτουργικὴ ὅπως καὶ τὴ γνήσια κοινωνικὴ ἔκφραση τοῦ ἑορτολογίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐν ἰσχύει ἐκπαιδευτικὸς νόμος 1566/85 στὸ ἄρθρο 1 τὸ ὁρίζει ἀκόμα πιὸ συγκεκριμένα τὸν σκοπὸ τοῦ Μαθήματος: νὰ ὑποβοηθεῖ τοὺς μαθητὲς «νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴ φύση καὶ νὰ διακατέχονται ἀπὸ πίστη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης». Μὲ τὴν ἀναφορὰ στὶς κεντρικὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης μᾶς δίνει μία περιεκτικὴ θεώρηση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Καταγράφουμε λοιπὸν ἕνα πολὺ ὑψηλὸ στόχο, τὸν ὁποῖο καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν οἱ δάσκαλοι στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ὅπως καὶ οἱ θεολόγοι καθηγητὲς στὸ Γυμνάσιο καὶ στὸ Λύκειο, μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους μαθητές διδασκαλία τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
Μάλιστα, στὸν ἀνωτέρω ὁρισμὸ τοῦ περιεχόμενου τοῦ Μαθήματος ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ καὶ ἡ διατύπωση: «χωρὶς νὰ προκαλεῖται σύγχυση μὲ τὴ διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν». Αὐτὴ ἡ διατύπωση στοχεύει στὶς ἀπόπειρες ἀλλοίωσης τοῦ περιεχόμενου τοῦ Μαθήματος μὲ τοὺς νόμους τῶν Ὑπουργῶν Παιδείας τῆς διακυβέρνησης τοῦ ΣΥΡΙΖΑ Νικόλαου Φίλη (2016) καὶ Κωνσταντίνου Γαβρόγλου (2017), οἱ ὁποῖες ἀκυρώθηκαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ τοῦ 2018 καὶ 2019, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν στόχο νὰ ἐκτρέψουν τὸ Μάθημα σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες ἐκπαίδευσης ἀπὸ ὀρθόδοξο σὲ πολυθρησκειακό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπέφεραν σύγχυση ἰδίως στὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ Σχολεῖο, προκάλεσαν, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πρωθυπουργὸ (2016), «ποδηγέτηση τῶν μαθητῶν γιὰ τὸν πολιτικὰ ὀρθὸ τρόπο τοῦ “θρησκεύειν”, ἀσκώντας θρησκευτικὸ πατερναλισμό». Ἀλλὰ εὐτυχῶς αὐτὴ ἡ παράλογη ἀπόπειρα ἐναντίον τοῦ Μαθήματος ἀποτελεῖ πλέον παρελθόν.
Δυστυχῶς δὲν ἔχει ὅμως παρέλθει ἡ ἐκ μέρους τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τῶν δασκάλων περιφρόνηση τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς νομοθεσίας τῆς χώρας μας. Ἐνῶ συμπεριλαμβάνουν μέσα στὸ ὡράριό τους ἀπὸ τὴν Γ΄ μέχρι τὴν ΣΤ΄ Δημοτικοῦ τὶς 2 ὧρες ὑποχρεωτικῆς διδασκαλίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους μαθητές, δὲν τὸ διδάσκουν κανονικά. Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ ὁδηγεῖ ἡ πεῖρα τῶν θεολόγων ποὺ διδάσκουν τὸ μάθημα ἰδίως στὴν Α΄ Γυμνασίου. Ὅταν, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν πολὺ ἐλλιπῆ ἢ καὶ παντελῆ ἀπουσία γνώσης στὰ Θρησκευτικά, ἐρωτοῦν τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Μαθήματος στὰ προηγούμενα χρόνια, λαμβάνουν τὴ σχεδὸν στερεότυπη ἀπάντηση, ὅτι δὲν τὸ ἔχουν καθόλου διδαχθεῖ ἢ μόνο πολὺ λίγο . Μία πιὸ σαφῆ ὅμως εἰκόνα μᾶς παρέχει ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, μὲ Ἐρωτηματολόγιο, ποὺ ἀπευθύνθηκε σὲ γονεῖς, γιὰ τὸ ἂν διδάχθηκαν ἢ ὄχι τὰ παιδιά τους στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἔρευνα αὐτὴ ποὺ ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων σὲ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ διεξήχθη τὸ ἔτος 2022, σὲ ποσοστὸ ἄνω τοῦ 80% τῶν μαθητῶν ἡ δὲν διδάσκεται καθόλου τὸ μάθημα ἢ μόνο πλημμελῶς.
Ὅσοι ἐκ τῶν δασκάλων εὐθύνονται γιὰ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἐπικαλοῦνται ἕνα πολὺ σοβαρὸ δικαιολογητικό, ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν τους δὲν ἔχουν λάβει τὴν ἀπαραίτητη θεολογικὴ κατάρτιση γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Μαθήματος. Καὶ ἔχουν δίκαιο μὲ αὐτό. Ὄντως τὰ παιδαγωγικὰ τμήματα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή τους, μὲ ἐλάχιστες μόνο ἐξαιρέσεις, δὲν προσφέρουν κατάρτιση πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Δὲν ἔχουν προσλάβει προσωπικὸ, γιὰ νὰ καλύψουν τὴ διδακτική τοῦ μόνου μαθήματος ποὺ ἔχει σαφῶς συνταγματικὴ θεμελίωση. Τὸ δεδομένο αὐτὸ μοιάζει μὲ συνωμοσία, δηλ. τὴν κατάργηση στὴ πράξη ἐκείνου τοῦ σχολικοῦ μαθήματος, τὸ ὁποῖο λόγω ἀκριβῶς τῆς συνταγματικῆς του θεμελίωσης δὲν μπορεῖ νὰ καταργηθεῖ ἀλλιῶς. Δὲν εἶναι ὅμως τοῦ παρόντος νὰ δώσουμε μία συγκροτημένη ἀπάντηση στὸ ζήτημα αὐτό. Πάντως ἡ ἐνσωμάτωση τῶν 2 ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στὸ ὡρολόγιο πρόγραμμα ἑνὸς δασκάλου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πρόθεση νὰ τὸ διδάξει καὶ ὄντως δὲν τὸ διδάσκει, πλήττει ἄμεσα τὸν ἴδιο ὡς παιδαγωγό, ἐπειδή: α) Ἐξαπατᾶ, τόσο τὸ κοινωνικὸ σύνολο, ὅσο καὶ τοὺς ἴδιους τούς μαθητὲς β) Μὲ τὴν παράβαση τοῦ καθήκοντος διδασκαλίας ἑνὸς ὑποχρεωτικοῦ μαθήματος διαπράττει ποινικὸ ἀδίκημα γ) Περιφρονεῖ τοὺς συναδέλφους του καθηγητὲς Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι, παραλαμβάνοντας τοὺς μαθητὲς στὸ Γυμνάσιο, ἀντὶ νὰ δομοῦν στὶς βάσεις, τὶς ὁποῖες ἐκεῖνος ὄφειλε νὰ ἔχει θέσει, ἀναγκάζονται νὰ καλύπτουν τὰ κενὰ ποὺ ἐνσυνείδητα δημιούργησε δ) Ἀκυρώνει ἢ τουλάχιστον παρεμποδίζει τὴν ὁλόπλευρη ψυχοσωματική, παιδαγωγικὴ ἀνάπτυξη (πνευματική, συναισθηματική, προσωπική, κοινωνική, πολιτισμικὴ) τῶν μαθητῶν ε) Πρὸ πάντων ὅμως ἀκυρώνει τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρὸς με», καὶ ἄρα μὲ τὴ στέρηση τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀδικεῖ τοὺς μαθητὲς ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔχουν ἐμπιστευτεῖ.
Γιατί ὅμως μιλᾶμε γιὰ ἀδικία; Ἤδη αὐτὴ διαφαίνεται στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ποὺ παραθέσαμε στὴν ἀρχή. Ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ τελικὰ εἶναι ἀβίωτη καὶ πολὺ περισσότερο ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν ἀντέχεται, ἐνῶ μὲ τὸν Χριστό, τὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, μετατρέπεται σὲ ζωή, σὲ αἰώνια ζωή. Ἀπόδειξη εἶναι τὰ ἑκατομμύρια μαρτύρων στὸν Χριστιανισμό, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου τους ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ συγχώρηση τῶν βασανιστῶν τους. Ἡ σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση (ἔτσι ὅπως ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ) ζωὴ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο ψυχικὴ ἰσορροπία καὶ ὑγεία, ἐνῶ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατὰ φύσιν ζωὴ σὲ παρὰ φύσιν τὴν καθιστᾶ ἀρρωστημένη καὶ ἀνυπόφορη. Τὸ φανερώνει ἡ συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν πρότροπη «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρὸς με»: «Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει ἕνα παιδί, ὥστε νὰ ἀξιώνεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο «ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, ὅτι δὲν εἶναι μνησίκακον ἔναντι ἐκείνων ποὺ τὸ ἔχουν λυπήσει. … γνωρίζει νὰ διακρίνει τὸ ἰδικόν του καὶ τὸ ξένον ὄχι μὲ τὴν πτωχείαν καὶ τὸν πλοῦτον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπην. Καὶ τίποτε ἐπὶ πλεὸν δὲν ζητεῖ ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ τόσον μόνον ὅσον νὰ χορτάση μὲ τὸ γάλα τοῦ μαστοῦ καὶ μετὰ ἀφήνει καὶ τὴν θηλήν.» Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐφαρμόζει ἐκεῖνα ποὺ ἐντέλλεται ὁ Ἀπ. Παῦλος, «ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε», ὁ Θεὸς στέφει αὐτὴ τὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «ὑπὲρ φύσιν». Ὅπως συνέβει διαχρονικὰ μέσα στὴν ἱστορία, συμβαίνει καὶ σήμερα καὶ θὰ συμβαίνει γιὰ πάντα, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο πνευματοφόρο, τοῦ παρέχει ἰδιαίτερα χαρίσματα, τὸν ἁγιάζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ κάποια ἀνθρωπιστικὴ θεωρία, ἀλλὰ ἡ θεραπεία καὶ ἡ ὁλοκλήρωση ποὺ παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἀποδεικνύεται στὴν πράξη μὲ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἀναδεικνύει.
Ὅποιος ἑπομένως ἀναλαμβάνει τὴν εἰδικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀνατροφὴ μαθητῶν, κυρίως στὴν μικρή τους ἡλικία, ὅταν εἶναι εὔπλαστοι ἀκόμα καὶ τοὺς ἀφήνει στὴν ἄγνοια εἴτε λόγῳ τῆς δικῆς του ἰδεολογικῆς πεποίθησης εἴτε λόγῳ τῆς προσωπικῆς του διευκόλυνσης, τοὺς κακοποιεῖ τρόπον τινὰ ψυχικά. Ἐφόσον τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμο, στέκει ἐμπόδιο στὴν ἁγιαστικὴ πορεία τους, στὸ νὰ νηπιάζουν στὸ κακὸ καὶ νὰ ἀνοίγονται στὸν Χριστό. Μία στοιχειώδης ἔστω ὑπευθυνότητα θὰ ἐπέβαλε, νὰ ἀφήνει, ἐφόσον δὲν εἶναι πρόθυμος ἢ δὲν μπορεῖ λόγῳ ἐλλιποῦς θεολογικῆς κατάρτισης νὰ παιδαγωγεῖ τοὺς μαθητὲς του ἀνάλογα, δηλ. νὰ τοὺς ἄγει πρὸς τὸν Σωτήρα μας, τὸν Χριστό, νὰ ἀφήσει τὸ ἔργο αὐτὸ σὲ ἄλλους ποὺ ἔχουν καὶ τὴν προθυμία καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις λόγῳ σπουδῶν.
Τελικά, ἐξαιτίας τῶν συνθηκῶν ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο μὲ τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ μόνη λογικὴ λύση εἶναι ὁ διορισμὸς Θεολόγων. Ἐφόσον καὶ γιὰ ἄλλες εἰδικότητες, ὅπως γιὰ τὴ γυμναστική, τὶς ξένες γλῶσσες, τὴν πληροφορικὴ κ.ἄ., ἤδη ἐφαρμόζεται ὁ διορισμὸς ἐκπαιδευτικῶν αὐτῶν τῶν εἰδικοτήτων στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση, πολὺ περισσότερο ἐπιβάλλεται στὸ ἰδιαίτερα νευραλγικὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, Ακτίνες