Διάλεξη που δόθηκε στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων
με αφορμή τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών
Bielefeld, 30.01.2000
Ορθόδοξη πολιτισμική ταυτότητα και θρησκευτική αγωγή
Κατά ιδιότυπο και πρωτότυπο τρόπο η σημερινή γιορτή δεν είναι, απλά και γενικά αφιερωμένη στην παιδεία, τα γράμματα και την πνευματική καλλιέργεια κατά το πρότυπο άλλων παρόμοιων εορτών, όπως η ημέρα της μητέρας, η ημέρα του παιδιού κι άλλες παρόμοιες γιορτές. Το περιεχόμενο της ημέρας αυτής είναι στενά συνδεδεμένο και σημασιοδοτείται από τις τρεις προσωπικότητες των Τριών Ιεραρχών: του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού του αποκαλουμένου και Θεολόγου.
Η γιορτή των τριών Ιεραρχών καθιερώνεται στην εκκλησία κατά τον 12ο αιώνα και είναι προφανώς το αποτέλεσμα μιας όχι και τόσο σημαντικής διαμάχης ανάμεσα σε ομάδες, που η καθεμιά τους θεωρούσε τον έναν απ' τους τρεις προαναφερθέντες αγίους σαν τον σπουδαιότερο. Βέβαια ο συγγραφέας της ακολουθίας των Τριών Ιεραρχών, Ιωάννης Μαυρόπους, εξαίρει και προβάλλει την θεολογική τους προσφορά, κάνει όμως κι έναν υπαινιγμό στην διαμάχη, που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα πρόσωπα των τριών αγίων, λέγοντας στην Θ' ωδή του κανόνος: "Ουκ έστι δευτερείον εν τοις τρισί *τα πρεσβεία γαρ έκαστος φέρεται* πρώτος δοκών* και τους υπερτίμους υπερνικών* εξοικειούται μάλλον δε* την αλλήλων νίκην περιχαρώς* ου χώρα γαρ ενταύθα* τω φθόνω παρρησίας* λυμαινομένω την ομόνοιαν.
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, σαν συλλογική γιορτή και μνήμη τριών αγίων, αλλά και σαν γιορτή των γραμμάτων, έχει και μια άλλη ιδιοτυπία: Υπογραμμίζει την οικουμενική διάσταση της χριστιανικής πίστης και του χριστιανικού πολιτισμού Προβάλλει χειροπιαστά την ενδιάθετη ικανότητα του χριστιανισμού, να συγχωνεύει δημιουργικά, στοιχεία και υλικό που παραλαμβάνει και οικειοποιείται από διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, δίνοντας του άλλη μορφή και νόημα, τόσο σε θεωρητικό-θεολογικό, όσο και σε πρακτικό βιωματικό επίπεδο.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζουν σε μια εποχή που είναι για τη χριστιανική πίστη και ζωή κρίσιμη και έχει μεταβατικό χαρακτήρα. Οι χριστιανοί ζουν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου λίγο πολύ κατά το ρητό της Αγίας Γραφής "εν τω κόσμω τούτω, αλλ' ουχί από του κόσμου τούτου". Οι παραδόσεις τους όσον αφορά την έκφραση του περιεχομένου της πίστης, της λατρείας, του τρόπου ζωής τους ποικίλουν στο πέρασμα του χρόνου. Προσπάθειες συνεννόησης μεταξύ των διαφόρων τοπικών εκκλησιών σε διάφορα Θέματα πίστης και λατρείας δεν λείπουν. Ανταλλάσσονται. γράμματα, συγκαλούνται τοπικές σύνοδοι και διαμορφώνεται μια εκκλησιαστική διοικητική οργάνωση. Κοινή συνείδηση σ' όλους τους χριστιανούς παραμένει όμως η αντίληψη που προέρχεται από τον Ιουδαϊσμό, ότι. είναι ένας ξεχωριστός λαός, έθνος άγιον, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κόσμο και τις αξίες του. Σύμφωνα μ' αυτό το ασκητικό ιδεώδες, εκχριστιανισμός του κόσμου θα σήμαινε κατάργηση και μεταβολή ή μεταμόρφωση του κόσμου κατά τα δεδομένα της χριστιανικής πίστης και κοσμοθεωρίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αποστολικούς πατέρες, μετά τον κατασιγασμό των πρωτοχριστιανικών ενθουσιαστικών τάσεων, που έβλεπαν επικείμενη τη δευτέρα παρουσία.
Η αναγνώριση του Χριστιανισμού σαν επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού κράτους γίνεται ανάλογα με την περί κράτους, θρησκείας και βασιλέως ισχύουσα ρωμαϊκή ιδεολογία. Ο χριστιανισμός όμως δεν ήταν μια συστηματοποιημένη ιδεολογία, ένα δόγμα, που θα ήταν σε θέση να αντικαταστήσει απλώς, αυτό που καταργήθηκε, προσφέροντας ανάλογες προσαρμόσιμες και εφαρμόσιμες περί κράτους, βασιλέως, ειρήνης, δικαιοσύνης, κοινωνικής δομής αντιλήψεις. Η αναγνώριση του χριστιανισμού σαν επίσημης θρησκείας του κράτους γίνεται σ' έναν χώρο, που είναι ήδη πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και Θρησκευτικά διαμορφωμένος. Στα πλατειά κοινωνικά στρώματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επικρατούν ανησυχίες, φόβοι, ανασφάλεια, κοινωνική αδικία, πνευματικές αμφιβολίες και αναζητήσεις. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχει η σιγουριά και υπερηφάνεια της κλασσικής παιδείας και του ελληνιστικού πολιτισμού που υπαγορεύει και διακινεί κάθε τι το πνευματικό. Από την επίδραση της ελληνικής σκέψης δεν ξεφεύγει ασφαλώς ούτε ο πρώιμος χριστιανισμός. Απτό παράδειγμα ο Ωριγένης, Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και άλλοι πολλοί.
Καλείται λοιπόν ο Χριστιανισμός από τον 4ο αιώνα και μετά, να δώσει σ΄ έναν κόσμο ανήσυχο, αλλά και γεμάτον αυτοπεποίθηση καινούριο νόημα και περιεχόμενο. Ο επικείμενος αγώνας του Χριστιανισμού δεν ήταν εξωτερικός. Η ρωμαϊκή οικουμενική ταυτότητα συμπίπτει με την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα και κατοχυρώνεται νομικά από τον Μέγα Θεοδόσιο. Κρατικά αξιώματα αναλαμβάνει, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, όποιος συγκαταλέγεται στην εκκλησία με την ορθή πίστη. Ο αγώνας που περιμένει τον Χριστιανισμό έχει εσωτερικό, πνευματικό και πολιτισμικό χαρακτήρα. Τον 4ο αιώνα δεν μπορεί να τον εξιδανικεύει κανείς, όπως γίνεται συνήθως και να μιλά για μια οριστική νίκη και επιβολή του Χριστιανισμού. Την εποχή αυτή, που είναι και η εποχή των Τριών Ιεραρχών, την χαρακτηρίζει μια τραγική πολιτιστική δυσαρμονία. Δυο κόσμοι, ο χριστιανικός και ο ελληνιστικός έρχονται σε σύγκρουση και στέκονται ο ένας αντίθετα στον άλλον. Ο χριστιανικός πολιτισμός βρίσκεται στην πορεία της διαμόρφωσής του και αντλεί από τους θησαυρούς του ελληνικού πνεύματος. Ο ελληνισμός δεν είναι όμως διατεθιμένος και προπαρασκευασμένος να παραχωρήσει το κάθε τι στην εκκλησία. Έτσι κάθε χριστιανός, οπαδός της ελληνικής παράδοσης καλείται να ζήσει μέσα σε μια εσωτερική διχόνοια και σύγκρουση και να την υπερνικήσει. Η πληθώρα των αιρέσεων που εμφανίζονται την περίοδο αυτή , είναι το τραγικό αποτέλεσμα πνευματικά και πολιτισμικά διχασμένων χριστιανών που ζουν έντονα την αμφίρροπη αυτή κατάσταση. Έτσι σε θεολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο διεξάγεται ένας σκληρός αγώνας για την απόδειξη, κατοχύρωση και έκφραση της πίστης της εκκλησίας, που σχετίζεται με την αιώνια θεότητα του Ιησού Χριστού, εναντίον του Αρειανισμού, που αμφισβητεί την αιώνια θεότητα του Υιού Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Η αναμέτρηση αυτή σε Θεολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο αναγκάζει τον Χριστιανισμό, να αναπτύξει εφάμιλλα προς την ελληνική σκέψη πνευματικά εργαλεία, έννοιες και ορολογία. Πού να βρει όμως δραστικώτερα εργαλεία από αυτά που διέθετε η ελληνική σκέψη και φιλοσοφία; Άλλωστε όχι μόνον αυτά ήταν τα καλύτερα που υπήρχαν, αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, κι αν θέλετε πρώτοι και καλύτεροι οι Τρεις Ιεράρχες, είχαν εκπαιδευτεί και φοιτήσει όχι στη θεολογία, αλλά στη ελληνική σκέψη και φιλοσοφία. Με αυτό το δεδομένο και η χριστιανική σκέψη αντλεί από την ίδια πηγή. Αφομοιώνει, επεξεργάζεται, διαμορφώνει ανοίγοντας όμως νέους ορίζοντες στην ελληνική σκέψη. Η ελληνική σκέψη αρχίζει να χάνει έδαφος σ' αυτή την αναμέτρηση, κι αυτό όχι απλουστευμένα επειδή ο Χριστιανισμός έχαιρε της κρατικής υποστήριξης. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης απαγορεύει στους χριστιανούς να σπουδάζουν τα ελληνικά γράμματα, γιατί διαπιστώνει, πως ο Χριστιανισμός αφομοιώνει και ενσωματώνει την ελληνική σκέψη. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά και ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας υπεραμύνονται της κλασσικής παιδείας, γιατί γνωρίζουν πως είναι ο μοναδικός δρόμος για την επικράτηση του χριστιανικού πολιτισμού. Αυτή η πνευματική, εσωτερική σύγκρουση μεταξύ χριστιανισμού και ελληνισμού αποβαίνει μοιραία και αποφασιστική, ανεξάρτητα από την αυτοκρατορική υπέρ του Χριστιανισμού πολιτική. Αυτός ο νέος βυζαντινός πολιτισμός όπως λέγεται, είναι μια σύνθεση, όπου όλες οι δημιουργικές παραδόσεις και πνευματικές κινήσεις του παρελθόντος αναμείχθηκαν και τελειοποιήθηκαν. Φιλοσοφία, γραμματεία, τέχνη, λειτουργικές παραδόσεις, δίκαιο μπαίνουν στο ίδιο χωνευτήριο για να δημιουργήσουν έναν αυτούσιο και αυτοτελή χριστιανικό πολιτισμό. Αυτός ο πολιτισμός είναι ένας " νέος ελληνισμός" , αλλά ελληνισμός εκχριστιανισμένος δραστικά και εκκλησιαστικοποιημένος. Είναι ένας πολιτισμός που βασίζεται στη παραδοχή και όχι στην καταπολέμηση των αξιωμάτων του πολιτισμού γενικά και της μεγάλης αξίας των. Η πνευματική αναμέτρηση αυτή διεξάγεται βέβαια σ' ένα υψηλό επίπεδο και δεν βρίσκει ασφαλώς έντονη απήχηση στην πλατειά μάζα των απλών χριστιανών που χωρίς αμφιβολία διατηρούν πολλές ειδωλολατρικές αναμνήσεις, πνευματικά ήθη και αισθησιακά θέλγητρα από την εθνική τους καταγωγή και παράδοση. Ο πνευματικός και πολιτιστικός χώρος και ο χώρος της οικογενειακής ζωής είναι γεμάτοι από επιζώντα ειδωλολατρικά στοιχεία. Αν εξαιρέσει κανείς τις μετρημένες μαζικές εκδηλώσεις του λαού σε θέματα πίστης, πώς βιώνει ο απλός χριστιανός του Βυζαντίου αυτή την πολιτισμική αλλαγή που γίνεται γύρω του και πώς την οικειοποιείται;
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας κατάστασης που δημιουργείται με την επισημοποίηση της Χριστιανικής θρησκείας είναι το γεγονός, ότι αυτό που επικέντρωσε την προσοχή και τα θρησκευτικά ενδιαφέροντα των λαϊκών μαζών ήταν η λατρεία . Η μεταμόρφωση και μεταστροφή του κόσμου στην οποία αποβλέπει η νέα θρησκεία του κράτους ήταν κατά ένα μεγάλο και εντυπωσιακό βαθμό λειτουργική μεταστροφή. Αυτή η πρώτη λειτουργική μεταστροφή εμπεριέχει ακόμα σπερματικά την λειτουργική θεολογία, που αναπτύσσεται στους μετέπειτα χρόνους. Στην ειδωλολατρεία θρησκεία και λατρεία είναι έννοιες ταυτόσημες. Σαν σύστημα λατρειών εξέφραζε η ειδωλολατρεία μια αντίληψη περί κόσμου που βρισκόταν σε βαθιά οργανική συνάρτηση με την όλη δομή της κοινωνίας, πολιτικής και οικονομικής ζωής της εποχής. Η απαγόρευση της ειδωλολατρείας δεν σημαίνει αναγκαστικά και την κατάργηση μιας ωρισμένης αντίληψης περί κόσμου. Η "διπλή πίστη" αυτή στον Χριστό και σε μια ειδωλολατρική νοοτροπία ήταν τότε και είναι και τώρα βιουμένη πραγματικότητα σ' όλους σχεδόν τους λαούς του χριστιανικού πολιτισμού. Η ροπή προς την ειδωλολατρική νοοτροπία ήταν και είναι ιδιαίτερα αισθητή στην ύπαιθρο, για την οποία η ειδωλολατρική λατρεία ήταν ένα οργανικό μέρος της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση. Με την εξάλειψη της ειδωλολατρικής λατρείας η εκκλησία έπρεπε να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε. Αυτό την εξανάγκασε να αναλάβει τον εξαγιασμό όλων εκείνων των περιοχών της ζωής, που κάλυπτε προηγουμένως η ειδωλολατρεία. Ο Χριστιανισμός έπρεπε δηλ. να προσλάβει την λειτουργικότητα μιας θρησκείας, καθιερώνοντας, υπερασπίζοντας και δικαιώνοντας όλες εκείνες τις πλευρές του κόσμου, της κοινωνίας και της ζωής απ' τις οποίες μέχρι τότε ήταν αποκομμένος σαν διωκόμενη και παράνομη κοινότητα. Η λειτουργική μεταμόρφωση και μεταστροφή του κόσμου που επιχειρείται από τον Χριστιανισμό δεν οφείλεται σε μεγαλοφυή σύλληψη και ιδέα ενός ή δυο ανθρώπων, αλλά στηρίζεται στη συνείδηση της εκκλησίας και διαμορφώνεται ανάλογα με τις θρησκευτικές ανάγκες. Έτσι η λειτουργία παίζει. έναν κεντρικό ρόλο στη διατήρηση και ανάπτυξη της ταυτότητας της εκκλησίας. Το Βυζάντιο γνώρισε αιρετικούς πατριάρχες και αυτοκράτορες και έγινε σκηνικό ψευδοσυνόδων. Η λειτουργική παράδοση όμως παρέμενε η κεντρική έκφραση της ζωής του σώματος, μια μαρτυρία της συνέχειας και ακεραιότητάς του.
Στη λειτουργική μεταστροφή και μεταμόρφωση του κόσμου σαν βιουμένης πραγματικότητας καθιερώνονται και εισάγονται νέα στοιχεία και εκφραστικά μέσα, άγνωστα ή για λόγους συγκυρίας σε σπερματική κατάσταση για την πρωτοχριστιανική εκκλησία. Έτσι ο ναός δεν είναι πια απλά ο τόπος συγκέντρωσης των χριστιανών. Γίνεται καθαγιασμένος χώρος, όπου κατοικεί το Άγιον και ταυτίζεται με την εκκλησία. Αναπτύσσεται η ιδέα περί "ιερών χώρων", που συνδέονται άμεσα με ειδικά γεγονότα και πρόσωπα. Οι άγιοι μπαίνουν έτσι στην καθημερινή ζωή και την καθιερώνουν θρησκευτικά σ' όλες τις εκφάνσεις της. Αναπτύσσεται ένα νέο πολύπλοκο τελετουργικό, στο οποίο η ψαλμωδία και η δραματοποίηση είναι το αποτέλεσμα μιας νέας λειτουργικής ευσέβειας, με την οποία η λατρεία γίνεται. ένα ιερό και μεγαλόπρεπο τελετουργικό, ένα συμβολικό δράμα με εισόδους, εξόδους, λιτανείες, κ.α.π. Εισάγονται νέες εορτές και κύκλοι εορτών, έτσι ώστε η ιστορία της σωτηρίας να βιώνεται σαν μυστήριο εξακολουθητικά στη λειτουργική μνήμη της εκκλησίας. Αυτά κι άλλα λειτουργικά στοιχεία αποτελούν για την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία ανά τον κόσμο τον ακμαιότερο δείκτη της πολιτισμικής ταυτότητας των πιστών της. Σ' αυτό το λειτουργικό γίγνεσθαι συγκεντρώνει και συγχωνεύει η εκκλησία στοιχεία από διαφορετικές κατά τόπους λειτουργικές παραδόσεις, προσδίδοντας στον χριστιανικό πολιτισμό του Βυζαντίου κατ΄ αυτόν τον τρόπο οικουμενική διάσταση που πηγάζει από το σώμα της εκκλησίας.
Από όσα αναφέρθηκαν επιλεκτικά και επιγραμματικά φαίνεται., πώς η πολιτισμική ταυτότητα της ορθόδοξης χριστιανωσύνης και ειδικά της ελληνόφωνης ορθοδοξίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την χριστιανική πίστη και διαμορφωμένη απ' αυτήν. Ο ελληνισμός της Ορθοδοξίας δεν είναι ένας αυτούσιος, αλλά ένας εκχριστιανισμένος και εκκλησιαστικοποιημένος κλασσικός ελληνισμός. Αυτό δεν σημαίνει υποβιβασμό της αρχαίας ελληνικής σκέψης και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που επέδρασε διαμορφωτικά σε μια ωρισμένη ιστορική περίοδο, για να ενσωματωθεί οργανικά, όχι τεχνηέντως, και να συνεχίσει να υπάρχει μεταμορφωμένος μέσα στον χριστιανικό βυζαντινό πολιτισμό και μέχρι σήμερα μέσα στον νεοελληνικό πολιτισμό. Η επίδραση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού παίρνει για τον κόσμο της Δύσης, που σε μια ωρισμένη στιγμή της ιστορίας αποκόπτεται από τον χριστιανικό βυζαντινό, μια άλλη σημασία. Ανασύροντας την αρχαία ελληνική σκέψη και τα αρχαία ελληνικά πρότυπα από τις βιβλιοθήκες προβάλλει ο Διαφωτισμός μια εικόνα της αρχαιότητας, που στο δικό του χώρο εμπνέει αλλαγές, οδηγώντας σε μια ριζική ανακατάταξη κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα. Η εικόνα αυτή όμως δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που έχουν οι Έλληνες για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο καθορισμός της αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων σαν κληρονόμων της αρχαιότητας παραμένει ένα δυσεπίλυτο θέμα που δημιούργησε και δημιουργεί πολλές συγχύσεις, ακόμα κι αν η σχέση αυτή εξετασθεί με μυθολογικό και ψυχολογικό τρόπο.
Μια ιδιαίτερη σημασία κατέχει., όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η λειτουργική ευσέβεια σαν κατ' εξοχήν εκφραστής της πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας του ορθοδόξου χριστιανισμού και ειδικώτερα του ελληνόφωνου. Και σ' αυτό το σημείο υπάρχουν γνώμες, που διαπιστώνουν την επιβίωση της αρχαίας λατρείας στη λαϊκή ορθόδοξη ευσέβεια με τις ανάλογες κοσμοθεωριακές, κοινωνιολογικές και ανθρωπολογι.κές συνέπειες. Παρόμοιοι ισχυρισμοί. αποδίδουν στην λαϊκή λειτουργική ευσέβεια μια υφέρπουσα μυστικιστική και μυθολογική ροπή κατάλοιπο κι αυτή της ειδωλολατρικής λατρείας. Αυτές οι γνώμες παρακινούν οπωσδήποτε σε μια κριτική αυτοπαρατήρηση και αξιολόγηση ως προς την επικρατούσα κατάσταση. Θα πρέπει όμως πάντα να έχουν σαν αντίμετρο κρίσης το γεγονός, ότι ο Χριστιανισμός δεν διατυπώθηκε ποτέ σαν θεωρητικό σύστημα, του οποίου οι επιμέρους όροι να έχουν αιώνια και ακατάλυτη ισχύ. Από τον ιδρυτή του , τον Ιησού Χριστό , αλλά και πριν από εκείνον ακόμα, το γεγονός της σωτηρίας του κόσμου ενσαρκώνεται ιστορικά και μέσα σε ιστορικά σχήματα. Έτσι η σχέση πίστης και πολιτισμού δεν είναι αντιφατική. Οι χριστιανοί έχουν την κλήση να εργασθούν στον κόσμο αυτόν, όχι για να τον ανακηρύξουν σε αυτοαξία, αλλά για να τον μεταμορφώσουν, σύμφωνα με τον πρωταρχικό του προορισμό, σε κόσμο του Θεού. Αυτό όμως αποτελεί μια λειτουργική πράξη με συνέπειες για την ορθόδοξη θρησκευτική αγωγή.
Το τρίπτυχο "Λειτουργία-Μαρτυρία-Διακονία" του οποίου οι επιμέρους διαστάσεις είναι οργανικά μεταξύ του συνδεδεμένες αποτελούν την αυθεντική έκφραση ορθόδοξης χριστιανικής ύπαρξης και τρόπου ζωής. Αυτό όμως συνεπάγεται στον χώρο της παιδείας όχι την απλή συσσώρευση και εκμάθηση ενός συνόλου γνώσεων που αφορούν τα ιερά πράγματα. Πολύ λιγότερο σημαίνει αυτό την απαίτηση υποταγής σ' έναν ηθικό κώδικα καθηκόντων και απαγορεύσεων. Στον ορθόδοξο κόσμο διατηρείται ακόμα με πολλή φροντίδα μια παραδοσιακή, Θα ΄λεγε κανείς αυθόρμητη προσκόλληση στη λειτουργική ζωή. Αυτή η λαϊκή Ορθοδοξία ήταν και είναι για τον Ελληνισμό, κι όχι μόνο γι αυτόν, ο φορέας και το σημείο αναφοράς της ταυτότητάς του. Η ταυτότητα αυτή έχει οικοδομηθεί προοδευτικά μέσα από την ιστορία του ελληνικού λαού. Δεν είναι δηλ. μια ιδεολογία, αλλά μια ενσυνείδητη βιωματική πραγματικότητα, η οποία μέσα στο ιστορικό της γίγνεσθαι γνώρισε ακμές, παρακμές, κρίσεις, μετασχηματισμούς, αποβάλλοντας ή αφομοιώνοντας επί μέρους στοιχεία. Ο ρόλος της θρησκείας σ' αυτήν την διαδικασία δεν ήταν περιθωριακός αλλά ουσιαστικός και αποφασιστικός. Την επίδρασή της άσκησε η θρησκεία όχι τόσο με θεολογικές πραγματείες, όσο με την λειτουργική της ζωή. Την κοσμοθεωρία και το ήθος της εκφράζει η Ορθοδοξία μέσα από τις λειτουργικές της πράξεις, που δεν είναι απλές τελετουργίες, αλλά αποκαλύπτουν τη σχέση Θεού και κόσμου. Η εκκλησία σαν σύναξη και κοινωνία πιστών είναι σώμα Χριστού και η μυστική παρουσία του στον κόσμο, όπου συνεχίζεται το σωτηριώδες έργο του Θεού. Κατά συνέπεια η εκκλησία δεν αποφεύγει τον κόσμο, αλλά είναι στραμμένη προς τον κόσμο. Η εκκλησιαστική κοινότητα απευθύνει με την λειτουργική της πράξη, στην οποία συμπεριλαμβάνει όλο τον κόσμο και την δημιουργία μια δοξολογική ευχαριστία για την χάρη που αποδέχεται και βιώνει και την οποία μαρτυρεί κηρυγματικά στον κόσμο, μεταβάλλοντας με διακονική δραστηριότητα τον κόσμο, ώστε να γίνει η αλήθεια της μαρτυρίας αυτής αποδεκτή από τον κόσμο.
Στον ορθόδοξο κόσμο και ειδικώτερα στον ελληνικό χώρο μέσα κι έξω από την Ελλάδα διατηρείται ακόμα μια παραδοσιακή θρησκευτική και λειτουργική ζωή που συνεχίζεται μέσα στα πλαίσια μιας θρησκευτικής οικογενειακής αγωγής. Ανεξάρτητα από τον βαθμό της προσωπικής ευσέβειας και πίστης, στον ορθόδοξο κόσμο τηρείται ακόμα η επαφή με την θρησκεία και την εκκλησία. Αυτό αποτελεί ένα πολύτιμο θετικό δεδομένο για την οικοδόμηση και ανάπτυξη μιας σχολικής θρησκευτικής αγωγής και μόρφωσης, που σταδιακά και σύμφωνα με τις μαθησιακές ικανότητες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο για τη διαμόρφωση μιας ορθόδοξης κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας, που θα έχει την ικανότητα με πνεύμα κριτικής διάκρισης να συμβάλλει στην μεταβολή του κόσμου ενεργητικά και δημιουργικά. Η διάσπαση της ζωής σε κοσμική και θρησκευτική σφαίρα, με ειδική για την καθεμιά ισχύουσα συμπεριφορά και κλίμακα αξιών, δημιουργεί καταστάσεις κρίσης, ανάλογα με την ένταση, που βιώνεται η κάθε σφαίρα. Η ενότητα ζωής, στην οποία αποσκοπεί η ορθόδοξη αγωγή και παιδεία, συμβάλλει στην διατήρηση και ανέλιξη της πολιτισμικής ταυτότητας, έχοντας πάντα την ικανότητα να θέτει τις εκάστοτε αξίες, τις επικρατούσες ιδέες και τις επίκαιρες αντιλήψεις περί κόσμου, σε έναν έλεγχο διάκρισης. Μόνον έτσι αναπτύσσεται η πνευματική ικανότητα της διάκρισης, της αφομοίωσης ή απόρριψης και προωθείται ο μετασχηματισμός μιας κοινωνίας, που παρ' όλες τις μεταβολές παραμένει πιστή στην παράδοση. Η εμμονή σε μια παράδοση, περιμένοντας την δικαίωσή της οδηγεί στην αποτελμάτωση της πνευματικής ζωής και στην κατάργηση κάθε πνευματικής ανησυχίας.
Αυτήν την ενότητα ζωής, που διαπνέεται και καθοδηγείται από μια λειτουργική, θεανθρώπινη κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, έζησαν, εφάρμοσαν και κήρυξαν κατά τον πλέον παραδειγματικό τρόπο οι Τρεις Ιεράρχες και μας τον παρέδωσαν για παρακαταθήκη και για υπόδειγμα. Ο εμβολιασμός στον τρόπο της σκέψης τους, και στη στάση τους είναι πρόκληση και προτροπή και αποτελεί για τις μετέπειτα γενιές τον σίγουρο δρόμο για την αντιμετώπιση και αξιολόγηση του κόσμου σε κάθε εποχή, χωρίς τον κίνδυνο απώλειας της ταυτότητας.
ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΦ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ