ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΑΠΟΨΕΩΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ
Εἰσήγησις εἰς τὴν Διημερίδα τῆς ΠΕΘ, 12–13 Μαρτίου 2011
Τοῦ κ. Γεωργίου Ἠλ. Κρίππα, Καθ. Ἐλευθέρου Παν., Διδ. Συνταγματικοῦ Δικαίου
(1ον)
Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ διάβολος ἀπὸ αἰώνων πολεμάει τὴν πίστη μας καὶ τὴν θρησκεία μας. Στὴν ἀρχὴ εἶχε θέσει εἰς ἐφαρμογὴ τὶς διώξεις καὶ τὰ μαρτύρια τῶν πιστῶν. Μετέπειτα, ὅταν ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως μᾶς ἔρριξε τὶς παντοειδεῖς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐταλαιπώρησαν βαρέως τὴν πίστη μας (καὶ τὴν ταλαιπωροῦν μέχρι σήμερον εἰς μικρότερον βαθμόν)...
Πρωτίστως ὅμως ἐνδιαφέρεται καὶ πολεμᾶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν θρησκεία μας μὲ παντοειδεῖς τρόπους. Ὅπως ξέρουμε ἕνας ἄνθρωπος γίνεται Χριστιανὸς τυπικὰ διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ οὐσιαστικὰ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τῆς θρησκείας μας. Γιὰ νὰ τηρήσουμε ὅμως τὶς ἐντολές της πρέπει νὰ τὶς γνωρίζουμε καὶ νὰ τὶς διδαχθοῦμε.
Αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ ἔχει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ ἀπὸ πολὺ μικρᾶς ἡλικίας, ἀκόμη καὶ πρὸ τῆς σχολικῆς ἡλικίας. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι τὰ μικρὰ παιδάκια, ποὺ εἶναι ὄντα ἀναμάρτητα, τὸ διαισθάνονται καὶ ἀπὸ πολὺ μικρὰς ἡλικίας θέλουν καὶ ἐπιζητοῦν, νὰ τοὺς μιλᾶμε γιὰ τὸν Χριστούλη καὶ γιὰ τὴν Παναγίτσα. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ δεδομένο (ποὺ ὅσο πιὸ ἔντονο καὶ πιὸ βαθὺ εἶναι τόσο καλλίτερος Χριστιανὸς γίνεται κανείς), ὁ διάβολος δὲν τὸ θέλει σὲ καμία περίπτωση καὶ τὸ καταπολεμᾶ ἀγρίως, ἀνηλεῶς καὶ ἀδυσωπήτως, συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει ἐπιτύχει τίποτε τὸ σπουδαῖο. Ἄρα θὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι μία ἀπὸ τὶς πρῶτες προτεραιότητες τοῦ διαβόλου (ἴσως ἡ πρώτη ὅλων) καὶ ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας καὶ νὰ διαφυλάσσουμε τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ἄλλωστε ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν Του τί ἦταν;
Ποίαν ἰδιότητα εἶχε; Πῶς Τὸν ἀποκαλοῦσαν; Ἦταν Διδάσκαλος καὶ ἔτσι Τὸν ἀποκαλοῦσαν ὅλοι. Δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν κάποιος, ποὺ Τὸν ἐγνώριζε, νὰ Τὸν ἀποκαλοῦσε μὲ ἄλλον τίτλον ἢ μὲ ἄλλην προσαγόρευση. Ἄρα ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι θεία ἐντολὴ καὶ κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν παραβλέψει ἢ νὰ προβεῖ εἰς κατάργηση ἢ ἀποδυνάμωση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ νὰ ἔχει τὴν ἀξίωση νὰ λέγεται Χριστιανός. Τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ καθῆκον αὐτὸ τὸ ἔχει ἀναγνωρίσει πρωτίστως ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία εἰς τὸ ἄρθρον 16 παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος ἔχει περιλάβει τὴν ἑξῆς διάταξη: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ κράτους καὶ ἔχει σκοπὸ τὴν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματικὴ καὶ τὴν φυσικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως».
Ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι τὸ Σύνταγμα ὅσον ἀφορᾶ στὴν θρησκεία δὲν ὁμιλεῖ περὶ ἀγωγῆς (δηλ. περὶ ἁπλῆς διδασκαλίας), ἀλλὰ περὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Ἕλληνες μαθηταὶ δὲν ἀρκεῖ νὰ μάθουν κάποια στοιχεῖα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐνστερνισθοῦν καὶ νὰ τοὺς γίνουν συνείδηση. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα δὲν εἰσάγει μόνον τὸ ἁπλὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (δηλ. ἁπλὲς καὶ στερεότυπες γνώσεις), ἀλλὰ καθορίζει καὶ πῶς θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ διδασκαλία του. Δηλ. πρέπει, νὰ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ μαθητὴς νὰ ἀποκτήσει θρησκευτικὴ συνείδηση καὶ ὄχι νὰ ἀποκτήσει ἁπλὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες μετέπειτα θὰ λησμονήσει, ὅπως γίνεται μὲ τὰ ἄλλα μαθήματα. Ἂν λοιπὸν δὲν τηρηθοῦν οἱ ὅροι αὐτοὶ ἀνακύπτει εὐθεῖα παράβαση τοῦ Συντάγματος ὄχι μόνον ἀπὸ κάποιον ἐνδεχομένως ἐκπαιδευτικόν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία, καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Βουλή, ἡ ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται, νὰ θεσπίζει νόμους ἀντισυνταγματικούς. Ἑπομένως πᾶς, περιορισμὸς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (καὶ ὄχι μόνον ἡ κατάργησή του) ἀντιβαίνει εὐθέως πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ εἶναι ἄκυρος.
Ὑπὲρ τοῦ μαθήματος ὅμως τῶν Θρησκευτικῶν δὲν ὁμιλεῖ μόνον τὸ Σύνταγμα ἀλλὰ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ), ἡ ὁποία εἰς τὸ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αὐτῆς ἀναφέρει ὅτι κάθε εὐρωπαϊκὸ κράτος ὀφείλει νὰ παρέχει ἐκπαίδευση εἰς τοὺς μαθητὰς σύμφωνη μὲ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν γονέων. Ἑπομένως καὶ ἀπὸ ἀπόψεως εὐρωπαϊκῆς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατοχυροῦται ἀπολύτως. Καὶ ἀναφέρω τὸ δεδομένο αὐτό, διότι πολλοὶ καλοθεληταὶ καὶ μοντερνίζοντες ὑποστηρίζουν — καὶ γράφουν ὅτι ἐπὶ πανευρωπαϊκοῦ ἐπιπέδου τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δὲν κατοχυροῦται καὶ ὅτι εἰς τὰ λοιπὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη δὲν διδάσκεται, πράγμα ἐντελῶς ἀνακριβές, ὅπως θὰ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ.
Ἄρα πᾶσα ἐνέργεια κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (καὶ ὄχι μόνον ἡ κατάργησή του) παραβιάζει εὐθέως καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἔχει κυρωθεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα διὰ τοῦ Νόμου 53/1974. Καὶ ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι ἰδική μου.
Αὐτὸ ἔχει γίνει δεκτὸν καὶ ἀπὸ τὴν νομολογίαν, ὅπως εἶναι ἡ ἀπόφασις 3356/1995 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, περὶ τῆς ὁποίας ὡς γνωστὸν ἔγινε πολὺς λόγος εἰς τὸν τύπον. Ἡ ἀπόφασις αὐτὴ δέχεται, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: α) ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν —περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ἡ προαναφερθεῖσα συνταγματικὴ διάταξις— πραγματοποιεῖται συμφώνως πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὡς τοῦτο προκύπτει καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων ἀνήκει εἰς τὴν Ὀρθόδοξον χριστιανικὴν θρησκείαν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὡς ἐπικρατοῦσα ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος καὶ ἐκ τοῦ ὅτι τὸ προοίμιό του ἐπικαλεῖται τὴν Ἁγί αν Τριάδα. β) Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν προστατεύεται καὶ ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὸ ὁποῖον ἔχει κυρωθῆ εἰς τὴν Χώραν μας διὰ τοῦ νόμου 53/1974 καὶ ἄρα ἔχει ἐπηυξημένην τυπικὴν ἰσχὺν κατ᾽ ἄρθρον 28 τοῦ Συντάγματος. γ) Οἱ μαθηταὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ μετέχουν εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἐπίσης εἰς τὰς λοιπὰς θρησκευτικὰς ἐκδηλώσεις (προσευχή, ἐκκλησιασμός). δ) Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ διδάσκεται εἰς ἱκανὸν ἀριθμὸν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως. ε) Μαθηταὶ ἑτερόθρησκοι, ἑτερόδοξοι ἢ ἄθεοι ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, μόνον ἐφ᾽ὅσον ἐπικαλεσθοῦν τοὺς λόγους αὐτούς, δηλ. λόγους θρησκευτικούς.
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καὶ ἡ 2176/1998 ἀπόφασις τοῦ ΣτΕ (Ἐπιθ. Δημ. καὶ Διοικ. Δικ. 1998, σελ. 885 ἑπ.), ἡ ὁποία ἀκυρώνει πρᾶξιν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὡς παράνομον καὶ ἀντισυνταγματικήν, ἐπειδὴ περιόριζε τὸν χρόνον διδασκαλίας τοῦ μαθήματος αὐτοῦ εἰς ἱκανὸν ἀριθμὸν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως.
Ἐν ὄψει, λοιπόν, τῶν προαναφερθέτων καὶ ἰδίᾳ τῶν ἐπικληθεισῶν συνταγματικῶν διατάξεων δὲν βλέπουμε νὰ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῆ ἡ ἄποψις, ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ μὴ ὑποχρεωτικὸν ἢ μὴ σύμφωνον πρὸς τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, τουλάχιστον διὰ τοὺς χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μαθητάς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν συντριπτικὴν πλειοψηφίαν αὐτῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἡ ὑποχρέωση τοῦ κράτους νὰ διδάσκει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατὰ τρόπον, ποὺ οἱ μαθηταὶ νὰ ἀποκτήσουν «θρησκευτικὴ συνείδηση», τὸ ἔχουν δεχθεῖ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις τοῦ Συμβ. Ἐπικρατείας. Ἀξίζει δὲ νὰ παραθέσουμε τὰ ἑξῆς ἐπὶ λέξει ἀποσπάσματα αὐτῶν. Ἐκ τούτων ἡ μὲν 2176/98 ἀναφέρει ἐπὶ λέξει: «Ἡ ἀνάπτυξις τουλάχιστον εἰς ἐπαρκῆ βαθμὸν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν προαναφερθέν- των μαθητῶν καὶ δὴ συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως».
Ἡ δὲ 3356/95 ἀναφέρει ἐπὶ λέξει: «Προκειμένου νὰ τύχει ἐφαρμογῆς ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, προκειμένου δηλ. νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Χριστιανικῆς πίστης οἱ μαθηταὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι… νὰ παρακολουθοῦν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ ὁποῖο ὅπως εἶναι αὐτονόητο ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων πρέπει, νὰ διδάσκεται εἰς τὰ σχολεῖα σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Θρησκείας».
Ὅπως βλέπουμε λοιπόν, ὁ ὅρος «ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνειδήσεως» δὲν ἀποτελεῖ πλέον ἕνα κενὸν γράμμα μίας συνταγματικῆς διατάξεως, τὴν ὁποίαν διὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε καὶ ἐφαρμόσουμε θὰ ἔπρεπε νὰ προχωρούσαμε σὲ ἐκτενεῖς ἑρμηνευρικὲς ἔννοιες, ποὺ κάποιοι κακόπιστοι θὰ ἀμφισβητοῦσαν. Ἡ διάταξη αὐτὴ τοῦ Συντάγματος ἔχει ἑρμηνευθεῖ δεόντως καὶ ἀναλυθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ δικαιοσύνη καὶ μάλιστα τὴν ἀνωτάτη (ὅπως εἶναι τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας). Ἐφεξῆς λοιπὸν οὐδεὶς δικαιοῦται πλέον (καὶ φυσικὰ οὔτε τὸ ἴδιο τὸ κράτος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ Βουλή), νὰ δώσει ἄλλην ἑρμηνείαν ἢ ἄλλην ἔννοιαν εἰς τὸν ὅρον αὐ - τόν, διότι ἄλλως θὰ παρεβίαζε βασικὲς καὶ καίριες ἀποφάσεις τῆς ἑλληνικῆς δικαιοσύνης καὶ τέτοιο δικαίωμα τὸ κράτος δὲν ἔχει, ἀφοῦ κατ᾽ ἄρθρον 87 τοῦ Συντάγματος ἡ δικαιοσύνη ἀπονέμεται μόνον ἀπὸ τὰ δικαστήρια καὶ ἀπὸ κανέναν ἄλλον φορέα. Τέτοιο βεβαίως δικαίωμα δὲν ἔχει οὔτε καὶ ἡ Βουλή, ἀφοῦ ἂν ἐξέδιδε ἀντίθετον νόμο, ὁ νόμος αὐτὸς θὰ ἦταν ἀντισυνταγματικὸς καὶ βάσει τοῦ ἄρθρου 93 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος τὰ δικαστήρια ὑποχρ. 4 τοῦ Συντάγματος τὰ δικαστήρια ὑποχρεοῦνται, νὰ μὴ τὸν ἐφαρμόσουν.
(2ον)
Ἑπομένως ἡ ὑποχρέωση τοῦ κράτους νὰ παράσχει ἐκπαίδευση θρησκευτικὴ πρὸς τὸν σκοπὸν ὅπως οἱ μαθηταὶ ἀποκτήσουν ἀπαραιτήτως «θρησκευτικὴν συνείδηση», κατοχυροῦται πλέον καὶ δικαστικῶς ἀπολύτως καὶ καταλυτικῶς.
Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν προαναφερθεῖσαν διάταξη τοῦ 1ου Προσθ. Πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, αὐτὴ ἀναφέρει ὅτι κατοχυροῦται τὸ δικαίωμα τῶν γονέων, νὰ ἐξασφαλίσουν μόρφωση καὶ ἐκπαίδευση τῶν τέκνων τους συμφώνως πρὸς τὶς ἰδικές τους θρησκευτικὲς πεποιθήσεις... Ἀπὸ τὴν νομολογία τῶν ἁρμοδίων δικαιοδοτικῶν ὀργάνων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ἀξίζει, νὰ μνημονεύσουμε μίαν ἀπόφαση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ἀναφερομένη ὑπὸ τῶν Blum (Die Geedanken –Gewissen jund Religionsfreiheit nach Art. 9 der Europaischen Menschenrechtskonvention, 1990 σελ. 141–142) καὶ Goy (La garantie européenne des la liberté de religion– L΄ article 9 de la Convention de Rome, “Revue de Droit Public”, 1991 σελ. 32), ἡ ὁποία ἀπέρριψε προσφυγὴ Σουηδοῦ γονέως, διὰ τῆς ὁποίας ζητοῦσε τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς θυγατρός του ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, διότι ἦταν ἄθεη.
Ἄς ἔλθουμε τώρα στὴν τρέχουσα περίπτωση. Ὡς ἐπληροφορήθημεν ἀπὸ τὸν τύπο καὶ τὴν τηλεόραση τὸ ὑπουργεῖο Παιδείας ἐξέδωσε τρεῖς ἐγκυκλίους, διὰ τῶν ὁποίων ἀφ᾽ ἑνὸς καθιστᾶ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν προαιρετικὸ ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μαθητάς, ὁ δὲ ὑπουργὸς ἐνεφανίσθη νὰ δηλώνει ὅτι προέβη εἰς τὴν ἐνέργειαν αὐτήν, διότι ἔπρεπε νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ὡς τοῦ ἐπεσήμανε κάποια ἀπὸ τὶς ἀνεξάρτητες ἀρχὲς (ἀκούστηκε ὅτι ἦταν ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου). Βέβαια τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἐξέδωσε τρεῖς ἐγκυκλίους, μία περὶ προαιρετικότητος τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους, μεταγενεστέρως δὲ ἐξέδωσε ἄλλες ἐγκυκλίους, οἱ ὁποῖες φαίνεται νὰ ἀναιροῦν τὴν πρώτη χωρὶς νὰ τὸ διευκρινίζουν ἐπαρκῶς. Ἀνεζήτησα τὴν ἐπίμαχη ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καὶ διεπίστωσα ὅτι λέγει ἐντελῶς ἄλλα καὶ ὄχι αὐτά, ποὺ ὑπεστήριζε ὁ συνήγορος τοῦ πολίτου. Πρόκειται περὶ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου αὐτοῦ τῆς 29.6.2007 (ὑπόθεση 15472/02 Folgero καὶ ἄλλοι κατὰ Νορβηγίας), ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς. Εἰς τὴν Νορβηγία τὸ μάθηματῶν θρησκευτικῶν ἐδιδάσκετο σὲ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη ἦταν τὸ κανονικὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως τὸ ξέρουμε καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἄλλο ἦταν φιλοσοφία. Τὸ πρῶτο τὸ παρακολουθοῦσαν οἱ Χριστιανοὶ μαθηταὶ καὶ τὸ δεύτερο οἱ ἀλλόθρησκοι ἢ οἱ ἄθεοι. Τὰ δύο αὐτὰ μαθήματα συν ενώθηκαν εἰς ἕνα, ἤτοι μάθημα Χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἄλλες θρησκεῖες. Ἐπ᾽ αὐτοῦ οἱ μὲν Χριστιανοὶ μαθηταὶ παρακολουθοῦσαν τὸ μάθημα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, οἱ δὲ ἀλλόθρησκοι ἢ οἱ ἄθεοι τὸ ἄλλο τμῆμα. Κάποιοι (ἀλλόθρησκοι ἢ ἄθεοι) ἐζήτησαν τὴν ἀπαλλαγή τους καὶ ἀπὸ τὰ δύο μαθήματα καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ τῆς Χριστιανικῆς θρη σκείας. Ὅμως ἡ Νορβηγία δὲν τοὺς ἐχορηγοῦσε τέτοια (ὁλικὴ) ἀπαλλαγή. Προσέφυγαν λοιπὸν εἰς τὸ Εὐρωπ. Δικαστήριο καὶ ἐδικαιώθησαν. Αὐτὸ εἶ ναι ὅλο. Ἡ Ἑλλὰς χορηγεῖ εἰς τοὺς ἄθεους ἢ τοὺς ἀλλόθρησκους ὁλικὴ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἑπομένως καμμίαν ὑποχρέωση δὲν ἔχει νὰ χορηγήσει ἀπαλλαγὴ καὶ τῶν Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει, νὰ παρατηρηθεῖ κάτι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπαράδεκτον καὶ δημιουργεῖ σοβαρώτατο θέμα κύρους καὶ ἀξιοπιστίας ἀλλὰ καὶ εὐθύνης διὰ τὸν Συνήγορον τοῦ Πολίτου. Πρόκειται περὶ τοῦ ἑξῆς. Ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου δι᾽ἐγγράφου του πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἐζήτησε τὴν μετατροπὴ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς προαιρετικὸ ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους ἢ τοὺς ἀθέους ἄλλα καὶ διὰ τοὺς Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μαθητάς. Ὡς αἰτιολογίαν ἐπεκαλέσθη τὴν ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ τῆς 21.2.2008 (ὑπόθεση Ἀλεξανδρίδης κατὰ Ἑλλάδος ΝοΒ 56 σελ. 1662 ἑπ.), ἡ ὁποία δὲν ἔχει καμμίαν σχέση πρὸς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἁπλῶς ἐπρόκειτο περὶ μίας προσφυγῆς, ἑνὸς Ἕλληνος δικηγόρου, ὁ ὁποῖος ἠρνήθη νὰ ὁρκισθεῖ, ὅταν ἔλαβε τὴν ἄδειαν τοῦ δικηγορεῖν, διότι ὡς ἰσχυρίσθη, μὲ τὸν ὅρκον ἀποκαλύπτει τὶς θρησκευτικές του πεποιθήσεις (ἐφ᾽ ὅσον ἀρνεῖται νὰ ὁρκισθεῖ, ἀποκαλύπτει ὅτι δὲν εἶναι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος). Αὐτὴν τὴν ἀπόφαση ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου τὴν ἑρμήνευσε ὅτι ἐπιβάλλει εἰς τὴν Ἑλλάδα τὴν ὑποχρέωση νὰ καταστήσει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς προαιρετικὸν δι᾽ ὅλους τοὺς μαθητὰς (καὶ διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους). Τὸ ἔγγραφόν του αὐτὸ τὸ ἀπηύθυνε μάλιστα κατ᾽ εὐθεῖαν πρὸς τὶς διευθύνσεις σχολικῶν μονάδων (καὶ ὄχι πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας). Φυσικὰ ὅταν ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας τὸ ἐπληροφορήθη, τοῦ ἀπηύθυνε ἔγγραφο αὐστηρότατο καὶ τοῦ ἐζήτησε τὸν λόγον, διατὶ ἀπευθύνθηκε ὁ ἴδιος πρὸς τὶς σχολικὲς μονάδες καὶ ὄχι πρὸς τὸ ὑπ. Παιδείας. Ἀποτέλεσμα ἦταν ὅλες οἱ προηγούμενες ἐγκύκλιοι τοῦ ἐν λόγῳ Ὑπουργείου νὰ ἀνακληθοῦν καὶ νὰ ὁρισθεῖ ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι προαιρετικὸ μόνον διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ τοὺς ἀθέους. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου ἐπεκαλέσθη τὴν ὡς ἄνω ἀπόφαση, ποὺ ἀφορᾶ τὸν ὅρκον τοῦ δικηγόρου καὶ ὄχι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἀπέκρυψε τὴν προαναφερομένην ἐπίσης πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ, ποὺ ἀφορᾶ τὴν Νορβηγία καὶ ἡ ὁποία ἐπιβάλλει τὴν καθιέρωση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὡς προαιρετικοῦ μόνον διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ ὄχι διὰ τοὺς ὁμοθρήσκους. Ἐννοεῖται ὅτι τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας δὲν εἶχε ἰδέα διὰ τὴν ἀπόφαση αὐτήν.
Ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος ποὺ τοῦ τὴν ἔθεσε ὑπ᾽ ὄψιν καὶ προέβη εἰς τὶς ἐν συνεχείᾳ ἐνέργειες. Κατόπιν τούτου ἐζήτησα γραπτῶς τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Συνήγορο τοῦ Πολίτου, διατὶ προέβη εἰς τὴν ἐν προκειμένῳ ἀπαράδεκτη ἐνέργεια,πλὴν ὅμως κατ᾽ ἀρχὴν οὐδεμίαν ἀπάντηση ἔλαβα. Πολὺ ἀργότερα καὶ ὅταν εἶχε ξεσπάσει ὁ σάλος καὶ εἶχε ἐκτεθεῖ βαρέως, διότι εἶχε ἀποσιωπήσει τὴν κρίσιμη καὶ ad hoc διὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπ. Δικ/ρίου Ἀνθρ. Δικαιωμάτων, μοῦ ἀπέστειλε μίαν ἀπάντηση, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνέφερε ὅτι τὸ ἐπίμαχο ἔγγραφό του πρὸς τὸ ὑπουργεῖον Παιδείας ἀφοροῦσε μόνον τοὺς διαμαρτυρηθέντας ἀλλοθρήσκους ἢ ἀθέους γονεῖς καὶ ὄχι τοὺς λοιποὺς μαθητάς. Δηλ. ὁμολογοῦσε εὐθέως ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἔγγραφόν του τὸ ἀνακαλεῖ. Βεβαίως τὴν ἀνάκλησή του αὐτὴν τὴν ἔστειλε μόνον πρὸς ἐμένα καὶ ὄχι πρὸς τὸ ὑπουργεῖον Παιδείας. Φυσικὰ τὸ ἔγγραφό του αὐτὸ τὸ ἔστειλα πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον Παιδείας καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπισημαίνων, ὅτι ὁ Σ τ Π προέβη εἰς ἀνάκληση τοῦ ἀρχικοῦ ἀπαραδέκτου παραπλανητικοῦ καὶ παρανόμου ἐγγράφου του. Ἐχρειάσθη λοιπὸν νὰ γίνει ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὸ ἐξωτερικό, διὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ τελικῶς ὅτι ὁ Σ τ Π εἶχε παραπλανήσει τὶς ἑλληνικὲς ὑπηρεσίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν πιστέψει (ἀφοῦ τὸ ἔλεγε ὁ Σ τ Π), ὅτι τό Εὐρωπ. Δικ/ριο Ἀνθρ. Δικαιωμάτων εἶχε ἐκδώσει ἀπόφαση καθιστῶσα τὸ μάθημα τῶν Θρησκ/κῶν προαιρετικὸ δι᾽ ὅλους τοὺς μαθητὰς καὶ ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους ἢ τοὺς ἀθέους, πράγμα ἐντελῶς ψευδὲς καὶ ἀνακριβές, ἀφοῦ τὸ Δικ/ριο αὐτὸ εἶχε δεχθεῖ τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα.
Τὸ παρὸν θέμα ὅμως (ἐὰν ἡ Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση Ἀνθρ. Δικαιωμάτων δικαιοῦται, νὰ ἐπεμβαίνει εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τῶν εὐρωπ.κρατῶν καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴν κατὰ τὸν Α ἢ τὸν Β τρόπον διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν) ἐλύθη ὁριστικῶς διὰ μίας πολὺ προσφάτου ἀποφάσεως τοῦ Εὐρωπ. Δικαστηρίου Ἀνθρ. Δικαιωμάτων, ἤτοι τῆς ἀπὸ 15.6.2010 ἀποφάσεως τοῦ Δικ/ρίου αὐτοῦ (ὑπόθεση Grzelak κατὰ Πολωνίας προσφυγὴ Νο 7710/02), ἡ ὁποία ἀναφέρει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Ἀνάγεται εἰς τὸ ἐθνικὸ περιθώριο ἐκτιμήσεως, ποὺ ἀναγνωρίζεται εἰς τὰ Κράτη κατ᾽ ἄρθρον 2 τοῦ Πρωτοκόλλου Νο 1, νὰ ἀποφασίσουν, ἐὰν θὰ εἰσαγάγουν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα καὶ ἐὰν ναί, ποῖο εἰδικότερο σύστημα θὰ υἱοθετήσουν. Ἐπίσης πρέπει νὰ μνημονευθεῖ καὶ ἡ ἀπὸ 9.1.2008 ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ὑπόθεση Hassan καὶ Eylem Zengin κατὰ Τουρκίας προσφυγὴ Νο 1448/04), ἡ ὁποία εἰδικῶς εἰς τὴν παράγραφον 51 αὐτῆς ἀναφέρει, ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: “Τὸ δεύτερο ἐδάφιο τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Πρωτοκόλλου Νο 1 δὲν ἐμποδίζει τὰ κράτη νὰ διαδίδουν διὰ τῆς ἐκπαιδεύσεως ἢ τῆς διδασκαλίας πληροφορίες ἢ γνώσεις ἔχουσες εὐθέως ἢ ὄχι χαρακτήρα θρησκευτικὸν ἢ φιλοσοφικόν. Δὲν ἐξουσιοδοτεῖ ὅμως τοὺς γονεῖς νὰ ἀντιταχθοῦν εἰς τὴν εἰσαγωγὴν τοιαύτης ἐκπαιδευτικῆς ἢ διδακτικῆς εἰς τὸ σχολικὸν πρόγραμμα, ἄλλως πᾶσα θεσμικὴ ἐκπαίδευση θὰ διέτρεχε τὸν κίνδυνο, νὰ καταστεῖ ἀνεφάρμοστη”».
Ἄρα, τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα κατοχυροῦται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρον 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρον 9 (περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) τῆς Εὐ ρωπ. Συμβάσεως ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ ἀπὸ τὸ ἄρ θρον 2 τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αὐτῆς καὶ μάλιστα ὡς ἀτομικὸν δικαίωμα.
Ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἢ ἄθεοι δύνανται νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, ἐὰν τὸ ζητήσουν, ἐπικαλούμενοι εἰς πᾶσαν περίπτωσιν λόγους σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς των ἐλευθερίας. Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὅμως δὲν δύνανται νὰ ἀπαλλαγοῦν. Δι᾽ αὐτοὺς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τυγχάνει ὑποχρεωτικὸν καὶ οὐχὶ προαιρετικόν, διότι ἡ ὑποχρεωτικότης οὐδόλως παραβιάζει τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας αὐτῶν, ἐφόσον δὲν τοὺς ἐκτρέπει ἀπὸ τὰς δεδηλωμένας θρησκευτικάς των δοξασίας κατ᾽ οὐδέν. Τέλος, τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτι κῶν πρέπει νὰ ἀναφέρεται εἰς τὴν Ὀρθόδοξον χριστιανικὴν διδασκαλίαν καὶ οὐχὶ εἰς ἄλλον ἐπίπεδον ἐν ὄψει τῶν προαναφερθέντων.
(3ον)
Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἐν συνεχείᾳ μὲ κάθε δυνατὴν συντομίαν μίαν συγκριτικὴν ἔρευναν εἰς τὴν ξένην νομοθεσίαν καὶ νομολογίαν, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, προκειμένου νὰ ἔχωμε μίαν εὐρύτερη ἐποπτεία ἐν προκειμένῳ. Ὑπ᾽ ὅψιν, ὅμως, ὅτι ἡ σχετικὴ νομολογία καὶ ἰδίως ἡ βιβλιογραφία εἶναι ἀνεξάντλητη. Ὡς ἐκ τούτου περιοριζόμεθα εἰς μίαν κατὰ τὸ δυνατὸν ὀρθολογικὴν παράθεσιν τῶν πλέον ἀντιπροσωπευτικῶν καὶ σοβαρῶν πηγῶν, δηλώνοντες, ὅμως, ὅτι καὶ αἱ λοιπαὶ πηγαὶ συντάσσονται μὲ τὰς παρατιθεμένας...
Ἀρχίζομεν ἀπὸ τὴν Γερμανίαν, ὅπου ἀπαντᾶται ἡ πλουσιωτέρα νομολογία καὶ βιβλιογραφία. Εἰς τὴν χώραν αὐτὴν τὸ ἄρθρον 7, παρ. 3 τοῦ Συντάγματος ἀναφέρει, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα ἀποτελεῖ τακτικὸν μάθημα (ordentliches Lehrfach), ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν γίνεται συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῶν Θρησκευτικῶν κοινοτήτων. Ἡ ἰδία διάταξη τοῦ γερμανικοῦ συντάγματος ἀναφέρει ἐπὶ πλέον, ὅτι τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τὴν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὸ κράτος, ἡ δὲ Ἐκκλησία δικαιοῦται, νὰ πραγματοποιεῖ ἐλέγχους εἰς τὰ σχολεῖα, διὰ νὰ διαπιστώνει, ἐὰν ἡ ὕλη, ποὺ καθόρισε, διδάσκεται. Διδάσκαλοι δύνανται νὰ διορίζονται καὶ κληρικοί. Ὅλοι οἱ Γερμανοὶ συγγραφεῖς, ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ἀναφέρουν, ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικὸ διὰ τοὺς μαθητάς, εἶναι ἰσότιμο πρὸς τὰ ἄλλα μαθήματα, ὁ βαθμός του ὑπολογίζεται στὸν μέσον ὅρον τῆς βαθμολογίας, οἱ δὲ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἰσότιμοι πρὸς τοὺς λοιπούς. Τὰ δικαστήρια ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι τὸ μάθημα αὐτὸ πρέπει, νὰ διδάσκεται ἐπὶ δύο ὧρες τουλάχιστον ἑβδομαδιαίως καὶ νὰ καθορίζεται ὄχι σὲ ἀκραῖες ὧρες (δηλ. ὄχι σὲ πρῶτες ἢ τελευταῖες ὧρες, πράγμα ποὺ θὰ διευκόλυνε τὸν μαθητὴ νὰ ἀπουσιάσει εὐχερέστερον). Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι οἱ διαπρεπέστεροι Γερμανοὶ καθηγηταὶ Νομικῶν Σχολῶν ἀναφέρουν, ὅτι ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει συνταγματικὴ διάταξη περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποφασίζει ἐπ᾽ αὐτοῦ, τότε πᾶσα ἔννοια χωρισμοῦ κράτους Ἐκκλησίας ἔχει διασπασθεῖ καὶ δὲν ἀπαντᾶται. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι εἰς τὴν Γερμανία οἱ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶναι νομικὸ πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ἐπίσης οἱ μαθηταὶ ὀφείλουν νὰ μετέχουν καὶ εἰς τὴν σχολικὴ προσευχή.
Εἰς τὴν Ἀγγλία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς κατηχητικὸ διδάσκεται κανονικὰ εἰς τὰ σχολεῖα ὡς ὑποχρεωτικό, ἡ δὲ ἀγγλικὴ νομοθεσία ἀναφέρει ὅτι ὄχι μόνον τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀλλὰ καὶ τὸ ὅλον ἐκπαιδευτικὸ σύστημα πρέπει νὰ βασίζεται στὶς χριστιανικὲς ἀρχές.
Ἡ Αὐστρία ἔχει καθεστὼς μαθήματος Θρησκευτικῶν ὅμοιο ἀκριβῶς μὲ τὸ τῆς Γερμανίας (μάθημα ὑποχρεωτικό, κατηχητικό, ἡ ὕλη του καθορίζεται ἀπὸτὴν Ἐκκλησία, οἱ διδάσκαλοι ἐγκρίνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει συνταγματικὴ κατοχύρωση κ.λπ.) Ἐπὶ πλέον ἡ Αὐστρία ὡς χώρα μὲ θρησκεία καθολικὴ ἔχει συνάψει καὶ Κονκορδάτο μὲ τὸν Πάπα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει τὴν ὑποχρέωση, νὰ διδάσκει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Τὸ ἴδιο καθεστὼς ὑπάρχει καὶ στὴν Ἑλβετία, ὅπου ἀπαντῶνται καὶ ἀποφάσεις δικαστικές, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν γονεῖς, διότι δὲν ἀπέστελλαν τὰ τέκνα τους, διὰ νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἄλλωστε κατοχυροῦται καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρον 27 τοῦ ἑλβετικοῦ Συντάγματος ὡς κατηχητικὸ καὶ ὄχι ὡς ἁπλὴ θρησκειολογία.
Ὁμοίως εἰς τὸ Βέλγιο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται ὡς ὑποχρεωτικὸ καὶ κατηχητικό, ὅπως καὶ στὶς λοιπὲς χῶρες. Τὸ δεδομένο αὐτὸ τὸ δέχονται καὶ τὰ δικαστήρια, τῶν ὁποίων οἱ ἀποφάσεις μνημονεύονται ἀπὸ τὰ νομικὰ συγγράμματα.
Ὁμοίως καὶ στὴν Ἰταλία, ἡ ὁποία ἔχει συνάψει κονκορδάτο μὲ τὸν Πάπα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει νὰ διδάσκει μάθημα Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα. Ὑπάρχει δὲ καὶ ἀπόφαση τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου τοῦ Μαρτίου 1989, ἡ ὁποία ὑποχρεώνει τὸ ἰταλικὸ κράτος νὰ διδάσκει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Στὶς 14.12.1985 ἄλλωστε ἔχει ὑπογραφεῖ συμφωνία μεταξὺ τοῦ Ἰταλοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ τοῦ προέδρου καρδιναλίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνόδου τῆς ἰταλικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴνεἰσαγωγὴ εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, οἱ δὲ καθηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει, νὰ ἔχουν τὴν λεγομένη “ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση” (δηλ. ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας). Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν χρηματοδοτεῖται ἀπὸ τὸ κράτος πέραν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φόρου, ποὺ εἰσπράττει ἡ καθολικὴ ἐκκλησία (0,8% ἐπὶ τοῦ φόρου εἰσοδήματος).
Εἰς τὴν Ὁλλανδία τὸ 80% τῶν σχολείων εἶναι ἰδιωτικὰ καὶ χρηματοδοτοῦνται ὑπὸ τοῦ κράτους, διὰ νὰ διδάσκουν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ ὁποῖο μάλιστα κατοχυροῦται ἀπὸ τὸ ἄρθρον 32 τοῦ Συντάγματος.
Ἡ Ἱσπανία ἔχει συνάψει τὴν 4.12.1979 Κονκορδάτο μὲ τὸν Πάπα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει τὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα, ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος καθορίζεται ἀπὸ τὴν “ἐκκλησία”, ἡ ὁποία καὶ διορίζει τοὺς καθηγητὰς τοῦ μαθήματος αὐτοῦ.
Εἰς τὴν Πορτογαλία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα ἔχει εἰσαχθεῖ ὑπὸ τοῦ νομοθετικοῦ Διατάγματος 407/89, τὸ δὲ Συνταγματικὸ Δικαστήριο διὰ δύο ἀποφάσεών του (423/87 καὶ 174/93) ὑπεχρέωσε ἐπίσης τὸ πορτογαλικὸ κράτος, νὰ εἰσαγάγει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας στὰ σχολεῖα, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ καθολικὴ “ἐκκλησία” τυγχάνει ἡ μείζων ἐκκλησία εἰς τὴν Πορτογαλία. Ἐπίσης ἡ χώρα αὐτὴ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἰδίαν ὑποχρέωση καὶ μὲ τὸ Κονκορδάτο τῆς 7.5.1940, ποὺ ἔχει συνάψει μὲ τὸ Βατικανὸ καὶ τὸ ὁποῖο ὑποστηρίζεταιὅτι ὑπερτερεῖ καὶ τοῦ πορτογαλικοῦ συντάγματος.
Εἰς τὴν Ἰρλανδία διδάσκεται ὁμοίως τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο διότι τὸ ἰρλανδικό Σύνταγμα σὲ πάρα πολλὲς διατάξεις του ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία, στὸν Θεὸ - καὶ στὴν Ἁγία Τριάδα.
Εἰς τὸ Λουξεμβοῦργο ἐπικρατεῖ καθεστὼς πανομοιότυπο μὲ τὸ τῆς Γερμανίας.
Εἰς τὴν Δανία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας ἔχει εἰσαχθεῖ εἰς τὰ σχολεῖα διὰ τοῦ νόμου τῆς 8.6.1966. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι παλαιότερα ἡ κυβέρνηση τῆς Δανίας εἰσήγαγε εἰς τὰ σχολεῖα καὶ τὸ μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς. Ὅμως ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν γονέων τῆς Δανίας προσέφυγε εἰς τὸ Εὐρωπ. Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς 7.12.1976 ἐδέχθη, ὅτι τὸ μάθημα αὐτὸ πρέπει νὰ καταργηθεῖ, διότι ἀποτελεῖ ἄσκηση προσηλυτισμοῦ τοῦ κράτους τῆς Δανίας εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν μαθητῶν.
Εἰς τὴν Σουηδία, Νορβηγία καὶ Φιλανδία ἰσχύουν τὰ ἴδια, διότι πρόκειται περὶ χωρῶν, ὅπου ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶναι κρατικὴ καὶ δὲν ἀποτελεῖ χωριστὸν ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ κράτος.
Ἡ Γαλλία εἶναι ἡ μόνη χώρα τῆς Εὐρώπης, ὅπου τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἔχει μία ἰδιομορφία. Κατ᾽ ἀρχὴν πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι σὲ δώδεκα περιοχὲς τῆς Γαλλίας (ὅπως π.χ. ἡ Ἀλσατία, ἡ Λωρραίνη, οἱ ὑπερπόντιες κτήσεις κ.λπ.) κράτος καὶ ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένα, ἡ δὲ ἐκκλησία εἶναι κρατική. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιοχὲς διδάσκεται κανονικὰ τὸ μάθηματῶν Θρησκευτικῶν τῆς καθολικῆς “ἐκ κλησίας” ὡς κατηχητικό, δηλ. ὄχι ὡς μία γενικὴ θρησκειολογία. Ὁπότε δὲν ὑπάρχει θέμα διὰ τὶς περιοχὲς αὐτές. Στὴν ὑπόλοιπη χώρα δὲν διδάσκεται εἰς τὰ σχολεῖα τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, πλὴν ὅμως: α) Οἱ κληρικοὶ τῆς καθολικῆς “ἐκκλησίας” ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνουν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ κάνουν κήρυγμα (καὶ τὴν πράξη αὐτὴν τὴν χρηματοδοτεῖ τὸ κράτος), β) οἱ δὲ μαθηταὶ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα (κάθε Τετάρτη) φεύγουν ἐνωρίτερα ἀπὸ τὰ σχολεῖα, διὰ νὰ πᾶνε νὰ παρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν ἐκτὸς τῶν σχολείων. Ἡ ἰδιομορφία αὐτὴ ἀνάγεται σὲ λόγους ἱστορικούς, πλὴν ὅμως εἰς τὴν Γαλλία ὑπάρχουν ἐν ἰσχύι σήμερον νόμοι τοῦ κράτους, ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν, ὅπως ὁ νόμος τῆς 3.12.1959 (γνωστὸς ὡς νόμος Μισὲλ Ντεμπρέ), ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὅτι τὸ κράτος ἐκδίδει τὶς ἀναγκαῖες διατάξεις, διὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν. Τὰ ἴδια ἀναφέρει καὶ ὁ παλαιότερος (ἀλλὰ ἐν ἰσχύι σήμερον) Νόμος τῆς 23.3.1882. Μὲ τὸ σύστημα ὅμως ποὺ περιγράψαμε, θεωρεῖται ὅτι πληροῦνται οἱ προϋποθέσεις τῶν νόμων αὐτῶν. Παρεμπιπτόντως θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω, ὅτι ἡ: ἄποψη ποὺ ἐπικρατεῖ ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι κράτος ἄθεο καὶ ὑπάρχει χωρισμὸς κράτους– Ἐκκλησίας εἶναι ἐσφαλμένη. Ὁ ἰσχύων σήμερα νόμος περὶ χωρισμοῦ κράτους – Ἐκκλησίας εἶναι ὁ νόμος τῆς 9.12.1905. Ὁ νόμος αὐτὸς ἔχει δύο κύριες διατάξεις. Οἱ λοιπὲς εἶναι δευτερεύουσες. Τὸ ἄρθρον1 ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία δὲν ἀναγνωρίζει καμμία θρησκεία, τὸ δὲ ἄρθρον 2 ἀναφέρει ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ ἐκ τοῦ γαλλικοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ χρηματοδότηση ὁποιασδήποτε “ἐκκλησίας”. Καμμία ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς βασικὲς διατάξεις δὲν τηροῦνται σήμερα, διότι ἡ Γαλλία ἔχει θεσπίσει καθεστὼς ἀναγνωρίσεως θρησκειῶν (καὶ ἔχει ἐπικυρωθεῖ καὶ ἀπὸ τὸ Εὐρωπ. Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων), ἐκ δὲ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ χρηματοδοτεῖ τὴν καθολικὴ “ἐκκλησία” μὲ ποσόν, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἑπτὰ δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ. Τὸ δεδομένο αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Γάλλος καθηγητὴς τοῦ Πανεπ. τῆς Σορβόννης Odon Valet σὲ ἄρθρο του στὴν ἐφημερίδα Le Monde, ὁ ὁποῖος καθηγητὴς εἶναι ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι φιλικὰ διακείμενος πρὸς αὐτήν. Ἑπομένως ὑπ᾽ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει, νὰ δοῦμε καὶ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
(4ον.—Τελευταῖον)
Στὶς νέες χῶρες ποὺ εἰσῆλθαν εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Ἕνωση τὸ 2004 καὶ τὸ 2007 (πρώην κομμουνιστικὲς χῶρες), τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται ἐπίσης• ὡς προκύπτει ἐκ στοιχείων λεπτομερῶν, ποὺ παραθέτω σὲ πρόσφατο σύγγραμμά μου, ποὺ ἐξέδωσε ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία. Ἐν πάσει δὲ συντομία: πρέπει, νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἑξῆς.
Εἰς τὴν Βουλγαρία τὸ μάθημα διδάσκεται καὶ ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ πολλὰ θρησκευτικὰ σχολεῖα, εἰς τὴν Ρουμανία τὸ μάθημα εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ νόμου 84/95 ὡς ἐτροποποιήθη διὰ τοῦ Ν. 268/2003... Εἰς τὴν Λιθουανία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰσήχθη διὰ ἄρθρου 9 τοῦ Ν. 89/1985. Εἰς τὴν Λεττονία τὸ μάθημα εἰσήχθη διὰ τοῦ Ν. 7.9.1995, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τὴν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία. Εἰς τὴν Μάλτα τὸ Σύνταγμα καθιερώνει τὴν καθολικὴ “ἐκκλησία” ὡς ἐπίσημη κρατικὴ θρησκεία, τὸ δὲ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται, ἡ δὲ ὕλη του καθορίζεται ἀπὸ τὴν “Ἐκκλησία”. Εἰς τὴν Σλοβακία ὁ νόμος 308/1991 καθιερώνει τὸ δικαίωμα τῶν γονέων, νὰ ἀπαιτήσουν τὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ὑπὸ δὲ τοῦ Διατάγματος 536/1990 οἱ καθηγηταὶ τῶν Θρησκευτικῶν ὁρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἰς τὴν Σλοβενία ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν προβλέπεται ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 229 τοῦ Συντάγματος. Εἰς τὴν Κύπρο ὁμοίως διδάσκεται εἰς τὰ σχολεῖα τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς θρησκείας. Εἰς τὴν Πολωνία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰσήχθη διὰ τοῦ ἄρθρου 20 παρ. 3 τοῦ Ν. 17.5.1989, καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο 53 παρ. 3 τοῦ Συντάγματος, ἡ δὲ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καθορίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἰς τὴν Τσεχία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 7 παρ. 1 ἐδάφιον (α) τοῦ Νόμου 3/2002, οἱ δὲ λεπτομέρειες ἐφαρμογῆς τῆς ἐν λόγῳ διατάξεως ὁρίζονται ἀπὸ τὴν ἐγκύκλιο 36318/1997 τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἡ ὁποία ἀναφέρει, ὅτι οἱ ὧρες διδασκαλίας εἶναι δύο καθ᾽ ἑβδομάδα. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ Τσεχία ἐπὶ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος ἦταν ἡ μόνη χώρα τοῦ ἀνατολικοῦ συνασπισμοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδιδάσκετο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρωτοβουλία βεβαίως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τοῦ κράτους. Εἰς τὴν Ἐσθονία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται, ἐφ’ ὅσον τὸ ζητήσουν 15 μαθηταί. Τέλος τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται ἐπίσης καὶ εἰς τὴν Οὐγγαρία, καὶ χρηματοδοτεῖται ὑπὸ τοῦ κράτους. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι σὲ ὅσες ἐκ τῶν χωρῶν, ποὺ ἀναφέραμε ἐπικρατεῖ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία ἔχουν ὅλες συνάψει κονκορδᾶτο μὲ τὸ Βατικανό, διὰ τοῦ ὁποίου ὑποχρεοῦνται νὰ εἰσαγάγουν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Τὸ Βατικανὸ εἶναι κυρίαρχο κράτος καὶ τὸ κονκορδᾶτο ἀποτελεῖ διεθνῆ σύμβαση, ἡ ὁποία δεσμεύει νομικά το κράτος, ποὺ τὴν ὑπέγραψε. Ἂν δηλ. τὴν παραβιάσει ἔχει διεθνῆ εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερική.
Τὸ θέμα ὅμως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, καθ᾽ ἣν ἔκταση ἐνδιαφέρει καὶ πρέπει, νὰ ἐνδιαφέρει τὸ κράτος ἔχει καὶ ἄλλην προέκταση. Πέραν τῶν γνώσεων καὶ τῶν στοιχείων τῆς θρησκείας, ποὺ μεταδίδει εἰς τὸν μαθητήν, παρέχει εἰς αὐτὸν καὶ ἠθικὴ διδασκαλία καὶ ἠθικὲς ἀρχές, ὁπότε τὸ μάθημα αὐτὸ ἐκτὸς τῶν ἄλλων διαπλάθει καὶ τὸν αὐριανὸ ὑπεύθυνο, ἔντιμο καὶ ἠθικὸ πολίτη. Μάλιστα δὲ ὁ ἐκ τῶν διαπρεπεστέρων Γερμανῶν καθηγητῶν εἰδικῶν ἐπὶ τῶν σχέσεων κράτους – Ἐκκλησίας von Campenhausen σὲ σύγγραμμά του ὑπὸ τὸν τίτλον Staatskirchenrecht, ποὺ ἀριθμεῖ πολλὲς ἐκδόσεις, ἀναφέρει ὅτι τὸ κράτος ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἔxει ἴδιον καὶ προσωπικὸ συμφέρον, νὰ διδάσκει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἤτοι διὰ νὰ δύναται νὰ διαπλάθει ἠθικῶς τὸν χαρακτῆρα τῶν μελλοντικῶν πολιτῶν του, ποὺ θὰ δράσουν σὲ ποικίλους τομεῖς τῆς κοινωνίας. Καὶ βεβαίως κάποιοι ἐκ τῶν πολεμίων τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὅταν τοὺς ἀντιτάξουμε τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ (δηλ. ἂν καταργηθεῖ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, πῶς ὁ αὐριανὸς πολίτης θὰ διαπαιδαγωγηθεῖ ἠθικῶς) ἀπαντοῦν μὲ τὸ νὰ εἰσαχθεῖ εἰς τὰ σχολεῖα τὸ μάθημα τῆς ἠθικῆς: Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνη καὶ ἀντιεπιστημονικὴ διὰ τὸν ἑξῆς ἁπλούστατον λόγον. Ἡ Χώρα μας (καὶ ἐπίσης οἱ λοιπὲς δημοκρατικὲς χῶρες) ἔχει ἑκάστοτε κυβερνήσεις ὁρισμένου κόμματος, τὸ ὁποῖο ἔχει πάντοτε ὁρισμένον πολιτικοϊδεολογικὸν προσανατολισμὸν ὁπότε ποίαν ἠθικὴν θὰ διδάσκουμε ἑκάστοτε, π.χ. ἕνα ἀριστερὸ κόμμα θεωρεῖ τοὺς δεξιοὺς προδότες ἀνέντιμους κ.λπ. ἄρα ὅταν τὸ κόμμα αὐτὸ ἔλθει εἰς τὴν ἀρχή, θὰ πρέπει, νὰ εἰσαγάγει τὴν ἰδικήν του ἠθικήν. Ἀντιθέτως ἕνα κόμμα δεξιό, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν ἀρχὴν, θὰ διδάσκει τὴν ἰδικήν του ἠθικὴν βάσει τῆς ὁποίας ὅποιος εἶναι ἀριστερὸς εἶναι ἀνέντιμος, προδότης κ.λπ. Ἄρα θὰ καταλήγαμε, νὰ διδάσκεται ἑκάστοτε διαφορετικὴ ἠθικὴ σύμφωνη μὲ τὸν πολιτικοϊδεολογικὸ προσανατολισμὸ τοῦ κόμματος, πoὺ εἶναι κυβέρνηση τὴν συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο. Αὐτὸ ὅμως δὲν θὰ ἦταν μάθημα ἠθικῆς ἀλλὰ καθαρὴ κοροϊδία καὶ μάλιστα εἰς βάρος τῶν παιδιῶν μας, ἀνθρώπων δηλ. μὴ ἐχόντων καμμία πεῖρα καὶ δεκτικῶν ἀποπροσανατολισμοῦ. Ἔτσι ὅμως ὁ ψυχικὸς κόσμος τῶν παιδιῶν μας θὰ καταστρεφόταν.
Ἀπό ἀπόψεως de lege ferenda τίθεται τό ἐρώτημα: Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει ἤ ὄχι νά διδάσκεται; Δηλαδή ἡ διδασκαλία του εἶναι ἐπιβλαβής ἤ ἐπωφελής; Βεβαίως ἐπί τοῦ προκειμένου ἁρμοδία νά ἀπαντήση εἶναι ἡ παιδαγωγική ἐπιστήμη καί ὄχι ἡ νομική. Ὅμως, ὑπάρχει κλάδος τῆς νομικῆς, πού ἐξετάζει ἁρμοδίως καί αὐτό τό θέμα. Πρόκειται περί τῆς ἐγκληματολογίας, οἱ διαπρεπέστεροι ἐκπρόσωποι τῆς ὁποίας ἔχουν ἀποφανθῆ ἐπί τοῦ προκειμένου και ἔχουν δεχθῆ τά ἀκόλουθα:
α) Ὁ πολύς Γαρδίκας1 ἀναφέρει: «ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας, ἡ στηριζομένη εἰς τόν Λουκᾶν ιθ΄, 8 ἤτοι μετάνοια δι᾽ ἔργων, εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τήν πρόληψιν τοῦ ἐγκλήματος. Ἐπί τούτης στηρίζονται οἱ σύγχρονοι λίαν δέ δραστικοί σωφρονιστικοί θεσμοί, οἷον ὁ τῆς προσωρινῆς ἀπολύσεως καταδίκων ἐκ τῶν φυλακῶν, ὁ τῆς ὑπό αἵρεσιν καταδίκης ἤ ἀναστολῆς τῆς ποινῆς, ὁ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ καταδίκου καί τοῦ πτωχεύσαντος ἐμπόρου... ἀλλ᾽ ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας ἐνεργεῖ καί εὐρύτερον, διότι ἡ συγχώρησις τοῦ ἁμαρτήματος ἀποπλύνει τά μίση καί τά αἰσθήματα τῆς ἀντεκδικήσεως πρός τούς βιαιοπραγοῦντας καί συμβάλλει εἰς τήν πρόληψιν τῶν ἐγκλημάτων».
β) Ὁ Δασκαλόπουλος2 ἀναφέρει: «τό γνήσιον καί ὑγιές θρησκευτικόν συναίσθημα, πρωτίστως δέ ἐν τῷ χώρῳ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναπτυσσόμενον, ἐξυψώνει τόν ἄνθρωπον, εἶναι δι᾽ αὐτόν πηγή ζωῆς ἰσχύος καί ἐμπνεύσεως καί συνέχει αὐτόν ἐκ τῆς κατολισθήσεως εἰς τό ἔγκλημα καί εἰς πᾶσαν ἄλλην ἀντικοινωνικήν ἐκδήλωσιν. Διά τοῦ το ἀδήριτος ὑπάρχει ἀνάγκη τῆς καλλιεργείας καί ἀναπτύξεως τοῦ συναισθήματος τούτου πάσῃ δυνάμει εἰς τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων, ἰδίως ἀπό τῆς νεαρᾶς αὐτῶν ἡλικίας, ἀλλ᾽ ὁμοίως καί μετά ταῦ τα, καθ᾽ ὅλον αὐτῶν τόν βίον».
γ) Ὁ γνωστός Γάλλος ποινικολόγος – ἐγκληματολόγος καθηγητής εἰς τό πανεπιστήμιον Παρισίων (και ἐκ τῶν συντακτῶν τοῦ νέου γαλλικοῦ ποινικοῦ κώδικος) Leaute 3 ἀνα φέρει, ὅτι ὁ ἐπίσης γνωστός ἐγκληματολόγος Ferri παρ᾽ ὅτι ἐνεφορεῖτο ἀπό ἔντονα ἀντικληρικά συναισθήματα, ἐκάλει εἰς ἐπιστροφήν εἰς χριστιανικήν πρακτικήν διά την καταπολέμησιν τοῦ ἐγκλήματος.
δ) Ὁ ἐπίσης γνωστός Γερμανός ἐγκληματολόγος Schneider 4 ἀναφέρει, ὅτι ἡ ἔλλειψις θρησκευτικῆς και ἠθικῆς παιδείας ἀποτελεῖ ἐξέχον αἴτιον τῆς ἐγκληματικότητος (ist Mangel an religioser und moralischer Erziehung eine herνorragende Ursache fur Deliquenz und Kriminalitat).
ε) Οἱ Bouzat – Pinatel 5 ἀναφέρουν, ὅτι τό χαμηλόν ἐπίπεδον θρησκευτικῆς πρακτικῆς (Le bas niνeau de pratique religieuse) καί τῶν ἀνηλίκων καί τῶν γονέων των τους ὁδηγεῖ εἰς τό ἔγκλημα.
στ) Τά ἴδια ἀκριβῶς μέ τούς ἀνωτέρω ὑποστηρίζει καί ὁ Benjamin6.
ζ) Ὁ Eisenberg7 θεωρεῖ τήν θρησκευτικότητα (Religiositat) ὡς ἀνασταλτικόν τοῦ ἐγκλήματος παράγοντα (Deliktshemmender Faktor).
η) Οἱ Elster – Lingemann8 θεωροῦν τήν ἀποξένωσιν ἀπό τόν Θεόν (Gottesentfremdung) ὡς ὁδηγοῦσαν εἰς τήν ἐγκληματικότητα καί τήν ἀντικοινωνικήν συμπεριφοράν. Περαιτέρω ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀληθής ἠθική δέν εἶναι δυνατή ἄνευ θρησκείας (wahre Sittlichkeit ist nicht moglich ohne Religion) καί ἐπίσης ὅτι ἡ ἠθική ἀντίστασις αὐξάνεται, ὅσον αὐξάνεται καί ἡ πίστις εἰς τόν Θεόν. Τέλος, ἀναφέρουν ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ τόν σημαντικώτερον παράγοντα διά τήν ἀποκατάστασιν τῶν ἐγκληματιῶν (die Religion als einer der wichtigsten Punkte bei der Resozialisierung von Straf fal lingen zu betrachten).
θ) Ὁ Κreuzer9 ἀναφέρει ὅτι ἡ κατάστασις τῶν ναρκωτικῶν σήμερα ὀφείλεται εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς θρησκευτικότητος.
ι) Ὁ Munder10 (Frankfurter Lehrund Praxis- Kommentar zum ΚJHG, 1991, σελ. 328) ἀναφέρει ὅτι σημαντικήν βοήθειαν εἰς τόν ἐγκληματίαν νέον δύναται νά προσφέρη ἡ ἐκκλησία καί αἱ θρησκευτικαί κοινότητες.
Τά ἴδια δέχονται, τέλος καί οἱ Gerner 11 καί Ηarrer 12.
Τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀναφέραμε ἐνταῦθα ἐννοεῖται ὅτι παρουσιάστηκαν ἐν πάσῃ δυνατῇ συντομίᾳ καί ἐπελέγησαν αἱ ἀντιπροσωπευτικώτεραι ἀπόψεις, αἱ ὁποῖαι ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀπηχοῦν τήν κρατοῦσαν γνώμην καί τήν συνήθη πρακτικήν.
Ὡς πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ μαθήματος τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς εἰς τὰ σχολεῖα ἀντὶ ἄλλων, θὰ ἀναφερθῶ σὲ μίαν ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία λύει ἱκανοποιητικῶς τὸ παρὸν πρόβλημα. Πρόκειται διὰ τὴν ἀπόφαση–τοῦ Δικαστηρίου τούτου τῆς 7 Δεκεμβρίου 1976 (ὑπόθεση Kjeldsen, Busk Madsen καὶ Pedersen κατὰ Δανίας). Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἀναφέρεται στὸ ἑξῆς θέμα. Ἡ Δανία εἰσήγαγε τὸ μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα. Ἡ Ἕνωση Χριστιανῶν Γονέων τῆς Δανίας διεμαρτυρήθη ἐπικαλούμενη τὸ ἑξῆς ἐπιχείρημα. Ἐμεῖς εἴμεθα Χριστιανοὶ καὶ ἡ θρησκεία μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε προγαμιαῖες ἢ ἐξώγαμες σεξουαλικὲς σχέσεις. Τὸ κράτος εἰσάγον τὸ μάθημα τῆς σεξ. ἀγωγῆς εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ διδάσκει εἰς τὰ τέκνα μας ἀπόψεις – θέσεις, τὶς ὁποῖες ἡ θρησκεία μας ἀπορρίπτει. Ἄρα τὸ Δανικὸ κράτος δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀσκεῖ προσηλυτισμὸ εἰς βάρος μας. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεώς του ἔκρινε ὅτι ἡ Δανία δὲν δικαιοῦται, νὰ εἰσαγάγει τὸ μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα, διότι δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀσκεῖ προσηλυτισμόν, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύεται.
Ὑποσημειώσεις
1. - Ἐγχειρίδιον ἐγκληματολογίας, ἔκδ. β΄, 1957 σελ. 80 ἑπ.
2. - Θρησκευτικόν συναίσθημα καί ἐγκληματικότητα 1971, σελ.35 ἑπ.
3. – Crimilogie et science penitenciaire, 1972, σελ. 370.
4. - Kriminologie, 1987, σελ. 469.
5. - Traite de droit penal et de criminologie, τόμ. ΠΙ, criminologie 2α ἔκδ. 1970, σελ. 138.
6. - Religion et criminalite, εἰς L' annee sociologique 1963, σελ. 132 ἑπ.
7. - Kriminologie, 3η ἔκδ. 1990, σελ. 801.
8. - Handworterbuch der Kriminologie,
τόμ. 3, 1975, σελ. 33.
9. – Jugend - und Rauschdrοgkiminalitat, 2α ἔκδ. 1980, σελ. 24.
10. - Frankfurter Lehrund Praxίs- Kommentar zum ΚJHG, 1991, σελ. 328.
11. - Jugendhilfe, 2α ἔκδ. 1975, σελ. 31.
12. - Jugendhilfe, 4η ἔκδ. 1980, σελ. 3-4
Ετικέτες ΒΙΒΛΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ