Ὁ Ἀθηναῖος ἀγωνιστὴς τοῦ Εἰκοσιένα Γεώργιος Ψύλλας στὰ «Ἀπομνημονεύματα τοῦ βίου του» (Ἀθήνα 1974, σέλ. 286-287), καταγράφει ἕνα χαριτωμένο ἀξιομνημόνευτο περιστατικό: «Ἕνας Θεσσαλὸς προεστός, ἐντελῶς ἀναλφάβητος, χρησιμοποιεῖ τὸν δάσκαλο τοῦ χωριοῦ καὶ ὡς γραμματικό του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ δάσκαλος δὲν ἦταν σὲ ὅλα ὑπάκουος, ὁ προεστὸς προτείνει στὴν γενικὴ συνέλευση τῶν κατοίκων τὴν ἀπόλυσή του. Γιατί, ρωτάει ὁ δάσκαλος ἐμβρόντητος. Γιατί δὲν ξέρεις γράμματα, ἀπαντᾶ ὁ δημογέρων. Καὶ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ἐγώ! Ἀπαντᾶ ὁ προεστός. Γράψε τὴν λέξη βόδι νὰ δοῦμε ἂν ξέρεις. Ὁ δάσκαλος ἔγραψε σ’ ἕνα χαρτί, βόδι. Τότε ὁ προεστὸς ζωγραφίζει σ’ ἕνα ἄλλο χαρτὶ ἕνα βόδι, τὸ δείχνει στοὺς χωριανοὺς -τὸ ἴδιο ἀναλφάβητους- καὶ ρωτάει:
-Πέστε μέ, ποιὸ χαρτὶ γράφει βόδι;
-Τὸ δικό σου, ἀπαντοῦν ὅλοι. Καὶ ἔδιωξαν τὸν ταλαίπωρο τὸν δάσκαλο».
Τὴν ἴδια πονηρὴ τακτικὴ ἀκολουθεῖ, τρόπον τινά, καὶ ὁ ἡμέτερος προεστός, τὸ πολύπαθο ὑπουργεῖο Παιδείας. Σὲ ὅλες τὶς διαμαρτυρίες ποὺ γίνονται γιὰ τὸ περιεχόμενο τῶν σχολικῶν βιβλίων Γλώσσας, ἡ ἀπάντηση εἶναι... τὸ χαρτὶ μὲ τὸ βόδι.
Στὰ ἀκαταμάχητα καὶ τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα τῶν διαφωνούντων τὸ ὑπουργεῖο καὶ....
δὴ διὰ στόματος τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου (μετονομάστηκε σὲ Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς. Αὐτὸ τὸ βαρβαρόηχο «Ἰνστιτοῦτο» θὰ μποροῦσε νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη «ἵδρυμα». Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ νὰ πάρει! ὑπουργεῖο Παιδείας εἶσαι...), ἀπαντᾶ μὲ τὸ ἑξῆς νηπιῶδες ἐπιχείρημα: «Τὰ βιβλία ἔχουν ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, πανεπιστημιακοὺς δασκάλους, παιδαγωγούς... εἶναι ἔγκυρα καὶ κατάλληλα... ὑπηρετοῦν πρωτίστως γλωσσικοὺς καὶ ἐπικοινωνιακοὺς στόχους καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά...».
Μιὰ καὶ εἴμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ Ἀνθολόγιο τῆς Α’ Δημοτικοῦ, τῆς κρισιμότερης τάξης ὅλων των βαθμίδων. Ἔχω ἐνώπιόν μου καὶ τὸ παλιὸ Ἀνθολόγιο, πρὸ τοῦ 2006.
Τὸ νέο Ἀνθολόγιο τὸ κρίνουν καὶ τὸ ἀξιολογοῦν οἱ: Ἀλ. Ἀκριτόπουλος, λέκτορας Πανεπιστημίου Θράκης καὶ δύο σχολικοὶ σύμβουλοι. Τὸ παλιό το εἶχαν ἀξιολογήσει καὶ ἐποπτεύσει οἱ: Μιχαὴλ Στασινόπουλος (ποὺ διετέλεσε καὶ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας) καὶ ὁ Γιῶργος Σαββίδης, καθηγητής, λογοτέχνης καὶ σπουδαῖος κριτικός τοῦ ἔργου τοῦ Σεφέρη.
Ἀκόμη στὸ παλιὸ συμμετεῖχαν στὴν συγγραφή του, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Γιῶργος Ἰωάννου, ὁ Ἀλ. Δημαρᾶς καὶ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Ζαχ. Παπαντωνίου. Τὸ νέο το ἔγραψαν ἡ Τασ. Τσιλιμένη, λέκτορας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ἡ Μ. Καπλάνογλου ἐπ. Καθ. Πανεπιστημίου Αἰγίου καὶ δύο ἐκπαιδευτικοί, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει καμμία τιμητικὴ ἀφιέρωση.
Νὰ πῶ παρενθετικὰ κάτι συναφές. Τὸ Ἀνθολόγιο Στ’ Δημοτικοῦ, τὸ παλιό, ἦταν ἀφιερωμένο στὴν μνήμη τῆς ἀξεπέραστης Πηνελόπης Δέλτα καὶ περιεῖχε ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ «μυστικά τοῦ Βάλτου». Στὸ καινὸ (καὶ κενὸ) βιβλίο ἡ Πηνελόπη Δέλτα, γιαγιὰ τοῦ νῦν πρωθυπουργοῦ, καθότι, κατὰ τοὺς ἐθνομηδενιστές, ἐθνικίστρια, ἐξοβελήθηκε καὶ δὲν τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη Ἑλληνίδα λογοτέχνης παιδικοῦ διηγήματος, μὲ καμμιὰ παραπομπὴ στὸ ἔξοχο ἔργο της.
Μεταξὺ δὲ τῶν μελῶν τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας τοῦ νέου Ἀνθολογίου, τῆς Ε’ καὶ Στ’ τάξεων, εἶναι καὶ ἡ δασκάλα Στέλλα Πρωτονοταρίου. Θυμίζω ὅτι ἡ ἐν λόγω κυρία, εἶχε ἀντικαταστήσει στὸ σχολεῖο της, τὴν πρωινὴ προσευχή, μὲ τὸ ποίημα τοῦ Γ. Ρίτσου «πρωινὸ ἄστρο». Δικάστηκε, ἀλλὰ ἀθωώθηκε πανηγυρικῶς, ἐπαινέθηκε, γιατί ὅλο το νεοταξικὸ σύστημα ἔσπευσε νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ.
Ἃς δοῦμε ὅμως, καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν Ἀνθολογίων. Στὸ παλιό τα πρῶτα κείμενα -ὑποδοχῆς θὰ λέγαμε- ποὺ ἀντίκριζε ὁ μαθητὴς ἦταν ἡ παραδοσιακή, ὡραιότατη καὶ εὐμνημόνευτη προσευχούλα «Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου/ κι ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου./Δοῦλος τοῦ Θεοῦ λογιοῦμαι/ καὶ κανένα δὲν φοβοῦμαι».
Στὴν ἴδια σελίδα καὶ τὸ περίφημο «φεγγαράκι μου λαμπρό», τὸ ἀθάνατο «Κρυφὸ Σχολειό», δοκὸς στοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Γραικύλων τῆς σήμερον. Μνημεῖα τοῦ λόγου καὶ τὰ δύο, ποὺ στοὺς στίχους τοὺς φωλιάζουν οἱ ἀγῶνες, οἱ ἀγωνίες καὶ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ μας. Διότι, ἡ γλώσσα, πέραν τῶν ἐπικοινωνιακῶν στόχων, εἶναι καὶ φορέας ἠθικῶν ἀξιῶν, αὐτογνωσίας καὶ πολιτισμοῦ. «Ὅπου γλώσσα πατρίς», ἀποφαίνεται ὁ Ἐλύτης. «Ἂν εἶναι νὰ προκόψουμε σὰ λαός, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ κατορθώσουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη μας καὶ τὴν γλώσσα μας. Μονάχα μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο σωθήκαμε ὡς σήμερα καὶ μονάχα μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο θὰ σωθοῦμε αὔριο», γράφει στὴν μελέτη του γιὰ τὸν Σολωμὸ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ὅσο μεγαλύτερο πλοῦτο διαθέτει μία γλώσσα, τόσο εὐνοεῖ τὴν πνευματικὴ ἀκμὴ τῆς κοινωνίας, τόσο ἐμποδίζει τὴν πνευματική της κατάπτωση. Ὀφείλει ἑπομένως νὰ ἐξαντλεῖ μέχρι κεραίας τὸ ἱστορικό της δυναμικό, ἀξιοποιώντας εἰς τὸ ἔπακρο τὸν λεξιλογικό της θησαυρό, ὅπως αὐτὸς διασώθηκε ἀπὸ τοὺς μάστορες τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. (Πράγμα στὸ ὁποῖο ἀνταποκρίνονταν τὰ παλιά, καλὰ Ἀνθολόγια, ποὺ εἶχαν κείμενα μόνο Ἑλλήνων συγγραφέων καὶ δικαίως. Πρῶτα μαθαίνεις στὰ «πρωτάκια» ποιὸς εἶναι ὁ Αἴσωπος καὶ μετὰ ...ὁ Γκούτμαν).
Στὸ νέο Ἀνθολόγιο περιέχει ἕνα ἀξιοθρήνητο κείμενο μὲ τίτλο: «Ἡ πρώτη μέρα στὸ σχολεῖο», κάποιου Κλὸντ Γκούτμαν. (Εἴπαμε, τὴν «ἐθνοκεντρικὴ» Π. Δέλτα θὰ προσφέρουμε στὰ παιδάκια; Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὸν ...Γκούντμαν. Ξενομανία καὶ πνευματικὴ ὑποτέλεια). Στὸ χαζοχαρούμενο αὐτὸ κείμενο στὸν ἐπίλογο διαβάζουμε: «Ἡ δασκάλα μᾶς ἦταν ἡ κυρία Μεταξά. Ἤθελε νὰ τὴν φωνάζουμε Γεωργία καὶ κυρίως ὄχι δασκάλα... Μὲ τί θέλετε νὰ ἀρχίσουμε; Ρώτησε ἡ κυρία μας. Ὁ Κωστὴς σήκωσε τὸ χέρι.
-Μὲ τὴν τουαλέτα κυρία». (σέλ. 31).
Ἐπειδὴ τὰ βιβλία κυρίως Γλώσσας, ἀποτελοῦν γιὰ τὸν μικρὸ μαθητὴ-μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλο-ἐνσάρκωση τῆς κοινωνίας στὴν ὁποία τὸ σχολεῖο τὸν ὁδηγεῖ, περνοῦν μηνύματα, διδάσκουν ἕνα ὁρισμένο ἦθος-ἐξυψωτικὸ ἢ ἰσοπεδωτικὸ ἀναλόγως- τὸ «νὰ τὴ φωνάζουμε Γεωργία», τί διδάσκει στοὺς ἄγουρους μαθητές; Τὴν κακῶς ἐννοούμενη ἰσότητα καὶ τὴν κατάργηση τῆς βασικῆς καὶ διέπουσας τὴν διδακτικὴ πράξη «ἀρχὴ τῆς μαθητείας». Ὁ δάσκαλος πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πρότυπο μίμησης γιὰ τὸν μαθητή, νὰ διατηρεῖ τὴν εὐλογημένη ἀπόσταση-ἡ οἰκειότητα σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι μητέρα τῆς καταφρόνησης- ἔτσι ὁ μαθητὴς συνειδητοποιεῖ τὴν ἀνεπάρκειά του καὶ ἀναγνωρίζει τὸν δρόμο, τὶς «πικρὲς ρίζες τῆς Παιδείας», ποὺ ἔχει νὰ διανύσει καὶ νὰ γευτεῖ, γιὰ νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν «γλυκὺ καρπὸ» τῶν γνώσεων καὶ δεξιοτήτων. Καὶ δεύτερον, ἡ ἐκπαίδευση ὀφείλει νὰ εἶναι συντηρητική, μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ πρωταρχικὴ σημασία τῆς λέξης, νὰ συντηρεῖ δηλαδὴ τὸν πολιτισμὸ ποὺ οἱ πρεσβύτεροι ἔχουν δημιουργήσει καὶ νὰ τὸν παραδίδει (αὐτὸ εἶναι Παράδοση) στοὺς νεότερους. «Κυοφόρησαν οἱ αἰῶνες» γιὰ νὰ μᾶς παραδοθεῖ ἀπὸ τὸν λαό μας ἡ γλυκύφθογγη προσευχούλα «Πέφτω κάνω τὸν σταυρό μου» ἢ νὰ φανερώσει τοῦτος ὁ τόπος Πηνελόπη Δέλτα. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ μὲ ποιὸ δικαίωμα τὰ ἀντικαθιστοῦν μὲ βόθρους καὶ τουαλέτες; Πότε θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ πατρίδα ἀργοπεθαίνει στὰ σχολεῖα;
Πηγή:Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό