Οι Τρείς Ιεράρχες θεωρούσαν την αγωγή, ως μια διαδικασία ολόπλευρης καλλιέργειας των νέων, η οποία δεν εξαντλείται στην εκμάθηση γνώσεων, ούτε περιορίζεται στην όξυνση των νοητικών τους λειτουργιών, αλλά αποσκοπεί στην ευρύτερη αγωγή, η οποία συνδυάζει, όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «την εγκύκλιον παίδευσιν» με την εξάσκηση της «Θεοσέβειας».
Όπως κατανοούμε, οι Τρεις Πατέρες προτείνουν μια διαδικασία αγωγής των νέων, διαμορφωμένης στο πλαίσιο της πνευματικής αναπτύξεως και σταθερότητας.
Τάσσονται, δηλαδή, υπέρ μιας πολύπλευρης γνώσης και αγωγής, η οποία καθιστά ικανούς τους νέους να εφαρμόζουν τις αρετές αλλά και να αντιμετωπίζουν τα αρνητικά αντιπρότυπα της ζωής.
Τα αντιπρότυπα αυτά, με τις φυγόκεντρες, σε σχέση με την αρετή, τάσεις που δημιουργούν, συνιστούν μια τροχοπέδη στην πνευματική ζωή και πρόοδο και, αντί να προωθούν τους νέους ανθρώπους στην ολοκλήρωση και στην τελείωση, τους δημιουργούν ψευδαισθήσεις πληρότητας και ολοκλήρωσης, μέσα από ποικίλα υποκατάστατα της αληθινής προόδου που τους προσφέρουν.
Για τον λόγο αυτό, οι Τρεις Πατέρες προτείνουν μια συνθετική μορφή αγωγής, που προετοιμάζει τους νέους, κατά τον καλύτερο τρόπο, για την αντιμετώπιση όλων των ενδεχόμενων εκδοχών της ζωής, ενώ καλύπτει υπαρξιακά και τις πνευματικές τους αναζητήσεις.
Η ταυτόχρονη καλλιέργεια των διανοητικών και των ψυχικών δυνάμεων των νέων ανθρώπων θεωρείται, κατά τους Τρεις Ιεράρχες, απαραίτητη, διότι, με την αφύπνιση των πνευματικών αισθήσεων που επενεργεί, συμβάλλει ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους.
Με βάση, αφενός, το ανθρωπιστικό περιεχόμενο της αρχαιοελληνικής παράδοσης, αφενός, το οποίο οι Τρεις Πατέρες γνώριζαν άριστα, λόγω των εγκυκλίων σπουδών τους, και αφετέρου, τις αγιοπνευματικές αλήθειες και διδαχές της χριστιανικής ζωής, που βίωναν βαθύτατα στην καθημερινότητά τους, προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα παιδευτικό στόχο, ο οποίος να έχει, ως κυριότερο χαρακτηριστικό του, την τελείωση της ανθρώπινης ύπαρξης, την «ομοίωσιν τω Θεώ κατά το δυνατόν».
Ο Θεός, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο, «κατ΄ εικόνα» Αυτού, του έθεσε, ως οντολογικό σκοπό της υπάρξεώς του, τον καλό αγώνα, για να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Ερμηνεύεται, συνεπώς το «καθ’ ομοίωσιν» ως η προοπτική του κατ’ εικόνα. Κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «το μεν γαρ “κατ᾿ εικόνα”, το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον, το δε “καθ᾿ ομοίωσιν”, την της αρετής, κατά το δυνατόν, ομοίωσιν».
Εάν θεωρηθεί το κατ’ εικόνα ως το είναι, τότε το καθ’ ομοίωσιν είναι «το δυνάμει είναι». Είναι, δηλαδή, η ζωή η οποία προσφέρεται χαρισματικά από τον Θεό στον άνθρωπο, καλώντας τον, στο πρόσωπο του σαρκωμένου και αναστημένου Χριστού, να γίνει «Θεός κατά χάριν», αυτό δηλαδή, για το οποίο έχει πλασθεί.
Η ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσεως, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δεν αποτελεί, κατά τη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών, μία στεγνή δογματική οριοθέτηση, αλλά τη βάση μιας νέας παιδευτικής δοκιμασίας, που στοχεύει να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει στην τελείωσή του, έχοντας ως πρότυπο τον Ιησού Χριστό.
Με βάση αυτό το θεολογικό πλαίσιο, οι τρεις Ιεράρχες στηρίζουν την αγωγή, η οποία αντιμετωπίζει τον νέο μαθητή ως πολυδιάστατο πρόσωπο, που θητεύει και δοκιμάζεται στην ελευθερία, στην αγάπη, στην αλήθεια και στις άλλες αρετές της Χριστιανικής πίστεως, προκειμένου να φτάσει, με τη θεία χάρη αλλά και το δικό του άθλημα, από το επίπεδο του «κατ’ εικόνα», στο ανώτερο επίπεδο τελειώσεως του «καθ’ ομοίωσιν».
Μελετώντας κανείς το έργο και τη ζωή των τριών Ιεραρχών, διαπιστώνει ότι επιλέγουν και προτείνουν ένα ξεχωριστό τρόπο για τη διδασκαλία των αρετών του Χριστού στους νέους, στρέφοντας κυρίως την προσοχή τους σε δύο βασικά στοιχεία:
1. Στην άριστη διαπροσωπική σχέση, μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, αφού, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «το φιλείν και φιλείσθαι» συντελεί αποφασιστικά στην ευόδωση και στο αίσιο τέλος της μαθησιακής διαδικασίας.
2. Στο σεβασμό της ελευθερίας των διδασκομένων, εκ μέρους των διδασκόντων, αφού γνώριζαν άριστα ότι τα παιδιά -και ιδιαίτερα οι έφηβοι- δεν δέχονται καμία γνώση και καμία αγωγή, όταν νιώθουν ότι δεν γίνεται σεβαστή η ελευθερία τους.
Ο Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει αυτό το σημείο, που είναι βέβαια γνωστό και στη σύγχρονη παιδαγωγική, παραμένει όμως, σε μεγάλο βαθμό, ανεφάρμοστο στην πράξη.
Με ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ο Άγιος Χρυσόστομος αναφέρει ότι είναι άστοχο να επιλέγεται από τον διδάσκοντα η βία, ο εξαναγκασμός και ο φόβος για να εμφυσήσει την αρετή στους νέους.
Αντίθετα, μάλιστα, στο πλαίσιο της χριστιανικής διδασκαλίας, ο παιδαγωγός «ουκ αναγκάζει τον ακροατήν, αλλ΄αυτόν αφίησι της των λεγομένων αιρέσεως κύριον».
Η βία και ο εξαναγκασμός είναι αποκλειστικά γνωρίσματα μιας αυταρχικής εξουσίας, που επιβάλλει, με τη συνδρομή κάποιας μορφής κοσμική δύναμη ή απειλή, τη βούλησή της στο σώμα των πολιτών.
Το σχολείο, αντίθετα, ως «πνευματική αρχή», χρησιμοποιεί την πειθώ, ως μοναδική μέθοδο, για να μεταδώσει το μήνυμά του και να εξομαλύνει, με την ψυχική καλλιέργεια, τις σχέσεις των νέων ανθρώπων μεταξύ τους, προσφέροντας στον κάθε ένα ό, τι ονομάζουμε στην ελληνική γλώσσα: παιδεία και αρετή.
Όσοι αναλαμβάνουν τη διδασκαλία παιδιών, αναφέρει ο Ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του (ερμηνεύοντας ένα σχετικό χωρίο του Παύλου, από την προς Εφεσίους Επιστολή), είναι ανάγκη να τα αγαπούν και να μην τα παροργίζουν.
Διότι η αναγκαία διαδικασία της αγωγής, που ταυτίζεται με την εμφύτευση στην ψυχή τους, μιας ποικιλίας από κανόνες και νόμους, αποτελεί μια άμεση παρέμβαση στον εσωτερικό τους κόσμο, η οποία είναι σκόπιμο να γίνεται χωρίς καταπίεση, αφού είναι ελεύθεροι άνθρωποι και όχι ανδράποδα.
O Μέγας Βασίλειος, επίσης, τονίζοντας το απαραβίαστο της ελευθερίας του προσώπου, υποστηρίζει ότι «στον Θεό δεν είναι αρεστό ό, τι γίνεται αναγκαστικά, αλλά εκείνο που κατορθώνεται με αρετή· η δε αρετή επιτυγχάνεται, όταν δίνεται στους διδασκόμενους η δυνατότητα ελεύθερης εκλογής και όχι όταν καταναγκάζονται».
Στο ίδιο πνεύμα και ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι, «μόνον αν ο διδασκόμενος έχει την ελευθερία να επιλέξει, τότε μπορεί να έχει και την ευθύνη των πράξεών του αλλά και την άξια επιβράβευση».
Είναι αυτονόητο ότι τον βασικό ρόλο στην αγωγή των παιδιών τον έχει ο δάσκαλος. Προϋπόθεση όμως του σωστού διδασκάλου, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, είναι να διάγει τον βίο, κατά το «ορθώς ζην και μετά πολιτείας αρίστης», αλλά και να συνάδει η διδασκαλία του με τη ζωή του: «τούτο διδασκαλίας αρίστης, το εν πάσαις ταις παραινέσεσιν εαυτόν παρέχειν τύπον».
Άριστος διδάσκαλος, συνεπώς, είναι εκείνος που σε όλες τις παραινέσεις που κάνει προς τους μαθητές του προσφέρει ως πρότυπο τον εαυτό του.
Σε άλλη συνάφεια, ο Ιερός Πατήρ υποστηρίζει ότι ο παιδαγωγός που δεν διαπαιδαγωγεί εαυτόν, δεν συμπίπτουν δηλαδή στο πρόσωπό του βίος και διδασκαλία, δεν είναι αυθεντικός φορέας της διδασκαλίας, αλλά υποκριτής.
Φθάνει στο σημείο, μάλιστα, να αμφισβητεί την αξία της ενασχόλησης κάποιου με τη θεολογία και τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όταν η διδασκαλία του δεν συνοδεύεται από την καλλιέργεια της αρετής. Και τούτο, διότι θεωρεί ως βασικό πνευματικό στοιχείο στη πορεία και στο έργο του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα του διδασκάλου, να μην καθίσταται δούλος στο ζυγό των παθών και των αδυναμιών, καθώς ελεύθερος άνθρωπος θεωρείται μόνον «ο των παθών απηλλαγμένος».
Ως προς τον τρόπο διδασκαλίας των νέων, ο ιερός Χρυσόστομος, ως άριστος διδάσκαλος, σημειώνει ότι οι παιδαγωγοί πρέπει να επινοούν τρόπους ευχάριστους και χαριτωμένους, προκειμένου να διατηρούνται αμείωτα τόσο το ενδιαφέρον όσο και η προσοχή τους.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί, με πληρότητα και ακρίβεια, η προσφορά των Τριών Ιεραρχών στους νέους, αν δεν ληφθεί υπόψη ότι, γι’ αυτούς, ο βασικός παιδαγωγικός στόχος της αγωγής τους είναι η εμφύτευση εντός της ψυχής τους, του θείου σκοπού της επίγειας ζωής, που είναι η προς τον Θεό και προς τον πλησίον ανιδιοτελής αγάπη και οι άλλες αρετές, η άσκηση των οποίων οδηγεί στην πνευματική τελείωση και ολοκλήρωση.