Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος ότι και στα παλαιότερα χρόνια, υπήρχαν παρόμοια, όπως και στην εποχή μας, ηθικοπνευματικά, υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα στη ζωή των ανθρώπων.
Η ιστορία έχει καταγράψει απάνθρωπα πάθη, συμφέροντα, σκοπιμότητες, καθώς και απειλές, διώξεις, βιαιότητες και μαρτύρια για όσους αντιστέκονταν.
Παράλληλα, όμως, υπάρχουν και άγιες ταπεινές μορφές, που, μέσα στα σκοτάδια της εποχής τους, αντιστέκονταν, φανερώνοντας, με την θεϊκή καθαρότητα και φωτεινότητά τους, το μεγαλείο και τα κατορθώματα της χριστιανικής πίστεως.
Παρατηρείται, επομένως, σε όλες τις εποχές να λειτουργεί η Θεία Οικονομία, όπως επισημαίνεται και από τον Απ. Παύλο: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις», (μετάφρ.) όπου πολλαπλασιάστηκε και κυριάρχησε η αμαρτία υπερπερίσσευσε η χάρις του Θεού. (Ρωμ. 5, 20).
Ο πολυεύσπαχνος και πολυέλαιος Θεός, ο οποίος, κατά τον Απ. Παύλο, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β', 4), καθιστά, σε όλες τις εποχές, εμφανή την παρουσία της αγάπης και της μέριμνάς του για τον άνθρωπο, φανερώνοντας άγιες μορφές, που αποτελούν την πνευματική ζύμη της ιστορίας.
Η ζύμη αυτή, αν και μικρή, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος, «όλον το φύραμα ζυμοί», (μετάφρ.) έχει τη δύναμη να κάνει όλη την ζύμη να φουσκώνει (Γαλ. 5, 9).
Με άλλα λόγια οι άνθρωποι του Θεού είναι το «άλας της γης» (Ματθ. 5, 13), διότι έχουν την χάρη, αφενός, να εμποδίζουν την ηθικοκοινωνική φθορά, τη σαθρότητα και τη σήψη και, αφετέρου, να εμπνέουν και να ευλογούν τον αγώνα των πιστών για την καλλιέργεια και την πληρότητά τους, ως των ανωτάτων όντων της Δημιουργίας, που συνειδητοποιούν τη θεϊκή τους προέλευση αλλά και τον θεϊκό τους προορισμό.
Οι τρεις Ιεράρχες, ως διαχρονικοί και οικουμενικοί φωστήρες του Θεού, με τη ζωή και το έργο τους, αποτελούν, διαχρονικά, μια ένθεη πυξίδα αγιότητας, ένα ζωηφόρο πρότυπο ισόρροπης και θεανθρώπινης ζωής.
Με τη ζωή και τη διδασκαλία τους, προσδίδουν νόημα στη ζωή των ανθρώπων, δείχνοντας έμπρακτα ότι το υψηλότερο δώρο, που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, είναι το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», να έχει, δηλαδή, την εκ Θεού δύναμη και χάρη να ολοκληρωθεί και να γίνει από άνθρωπος, θεάνθρωπος.
Γι΄ αυτό και ο λόγος των Τριών Ιεραρχών, σε όλες τις εποχές και για όλους τους ανθρώπους, είναι λόγος εποικοδομητικός και σωτήριος.
Το 1841 καθιερώθηκε στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ως επίσημη εορτή της παιδείας και των γραμμάτων, ο θεσπισμένος, από τον 11ο αιώνα, κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών.
Το 1856, επίσης, καθιερώθηκε ο εορτασμός αυτός της 30ής Ιανουαρίου, ως εορτάσιμη ημέρα σε όλες τις βαθμίδες της Ελληνικής Εκπαιδεύσεως, προς τιμήν των Προστατών της Παιδείας μας.
Ωστόσο, η εορτή αυτή, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταντήσει σχεδόν τυπική, αφού, αφενός, η πραγματοποίησή της βρίσκεται στην κρίση του Συλλόγου των εκπαιδευτικών και, αφετέρου, δεν φαίνεται να έχει την επίδραση που ήλπιζαν να έχει στην παιδεία του γένους εκείνοι που τον θέσπισαν.
Οι Τρεις Πατέρες αποτελούν τους κατ’ εξοχήν μέγιστους διδασκάλους της σοφίας και της αγιότητας, τόσο για την τέλεια επιστημονική τους συγκρότηση όσο και για την αρετή τους.
Στην εποχή μας, ωστόσο, προβάλλονται και κάποιοι άλλοι, ως φωτεινοί δάσκαλοι, παιδαγωγοί και επιστήμονες, οι οποίοι, όμως, προσφέρουν πρότυπα αθεΐας και τρόπους ζωής, που αλλοτριώνουν τους ανθρώπους, μεταδίδοντάς τους το πνεύμα του ανταγωνισμού, του ατομικισμού, της διχόνοιας, της κακίας και του αφύσικου παραλογισμού και απανθρωπισμού.
Όπως τονίζει σε ομιλία της, η συνάδελφος Ακαδημαϊκός Μ. Μαντουβάλου, οι Τρεις Άγιοι Πατέρες, «ως έξοχοι δάσκαλοι και άγιοι, αποδεικνύουν με τη ζωή και το έργο τους ότι η κατά τον κόσμο σοφία, τότε μόνο είναι άξια τιμής, όταν αποτελεί συγχρόνως και παιδαγωγία αγιότητας, αλλιώς γίνεται σοφιστεία, κατασκευασμένη σοφία, δηλαδή, όπου εύκολα και άφοβα εκφέρεται το ψεύδος και συγκαλύπτεται η αλήθεια. Σ’ αυτά τα επίπεδα παραπαίει σήμερα ο άνθρωπος, αγνοώντας τα άξια πρότυπα της ζωής. Σ΄ αυτήν τη σύγχυση, αποκαρδιωτικό είναι το φαινόμενο των λεγομένων “πνευματικών ανθρώπων”, που με τεχνάσματα και σοφιστείες προσπαθούν να εξαλείψουν, μέσα από την επίσημη, δήθεν γνώση, κάθε παραδοσιακή αξία είτε της εθνικής ταυτότητας είτε της Ορθοδοξίας».
Δυστυχώς, το Υπουργείο Παιδείας, ενίοτε, τα τελευταία χρόνια, έχει χρησιμοποιηθεί είτε ως κέντρο διάδοσης ιδεοληψιών και αντιχριστιανικών θεωριών είτε ως όργανο αλλοίωσης, περιθωριοποίησης και υποτίμησης του Πνεύματος των Τριών Ιεραρχών, όταν όλοι διαπιστώνουμε τα, κατά τον Ελύτη, υπάρχοντα «κενά που ζητούν πλήρωση» τόσο στην παιδεία όσο και στην πνευματική, ανθρωπιστική, πολιτισμική και κοινωνική ζωή του τόπου μας.
Τις συνέπειες της εξορίας, από την Παιδεία, του Πνεύματος των Τριών Ιεραρχών, είναι ορατό, καθώς παρατηρούμε να αυξάνεται στις κοινωνίες μας η ωμότητα, η απανθρωπιά, η εκμετάλλευση, η φιλοδοξία, η πλεονεξία, η αλαζονία, η βία και, γενικά, η συχνή απειλή ανθρώπου από άνθρωπο.
Ακόμη και η λεγόμενη ανθρωπιστική παιδεία προσφέρεται κολοβωμένη και ανάπηρη, καθώς αφαιρούνται από αυτήν, ίσως σκόπιμα και μεθοδευμένα, οι αρετές και οι αλήθειες της χριστιανικής πίστεως, πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι αρχές της δημοκρατίας, της ισοτιμίας, της αγάπης, του σεβασμού, της ειρήνης, της πραότητας, της δικαιοσύνης, της ελεημοσύνης, της φιλανθρωπίας κ.ά.
Οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, της αρετής και γενικά του Πνεύματος των Αγίων Ιεραρχών όλο και πιο πολύ διώκονται, από τα βιβλία και τις σχολικές τάξεις, για να μην φωτίζονται, με το φως της αληθινής γνώσεως, οι ψυχές των νέων μας, αλλά να ευοδώνεται ο εμβολιασμός τους με τα πνευματικά δηλητήρια ενός ψευδώνυμου διαφωτισμού, που οδηγεί, μακράν του Θεού, σε μια «παίδευσιν θανάτου», κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Ο Άγιος Γρηγόριος, ωστόσο, όπως και οι άλλοι δύο Ιεράρχες, θεωρεί «την παίδευσιν» ως «το πρώτον» της ζωής, όχι, όμως, την οποιαδήποτε «παίδευσιν», αλλά εκείνη, που διακρίνεται ως σοφία, όχι των λόγων, αλλά και των έργων, εννοώντας φυσικά εκείνο που και ο Πλάτων δίδασκε: «Πάσα τε επιστήμη, χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία, ου σοφία φαίνεται». (Πλάτωνος Μενέξενος 246e).
Δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι στην εποχή μας μεσουρανούν και προβάλλονται τα πρότυπα του Οικονομισμού και της υλιστικής ευημερίας, που οδηγούν σταδιακά, αλλά σταθερά, στην καθιέρωση του homo Ökonomicus, ως του ανθρωποειδώλου της παιδείας.
Σε αντίθεση με αυτά, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ήδη από τον 4ο α., θεωρεί, ως πρότυπο του αυθεντικού ανθρώπου, την εν Χριστώ τελείωσή του, διευκρινίζοντας, όμως, ότι το πρότυπο αυτό δεν έχει ως στόχο να εμποδίσει την επιστημονική παίδευση, αλλά να αποτρέψει την απολυτοποίησή της.
Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος, συμπληρώνει ότι ο έλλογος άνθρωπος οφείλει να έχει ως κανόνα ζωής, αφενός, την υπέρβαση των μάταιων και προσωρινών υλικών απολαύσεων, που υπηρετούν τη θνητή σάρκα και, αφετέρου, την επιμέλεια της ψυχής, που είναι και παραμένει αθάνατη.
Ο ίδιος Ιεράρχης, θέτοντας ως στόχο της ανθρώπινης ζωής την αγιότητα, υπογραμμίζει ότι οι άγιοι υπερέχουν των άλλων ανθρώπων, επειδή δεν υποτάσσουν την ύπαρξή τους στα ευτελή πάθη και δεν προσκολλούνται στην ύλη, προσδιορίζοντας τον εν Χριστώ σταθερό αγώνα του ανθρώπου, προκειμένου να φθάσει από το κατ΄ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν Θεού.
Παρομοιάζει, μάλιστα, τον κάθε άγιο με αετό, επειδή πετάει πάνω από τα πάθη και τις μικρότητες και με πρόβατο, επειδή είναι ήρεμος και άκακος στη ζωή του, γεμάτος από αγάπη προς τον πλησίον του.
Στη μάχη της επιλογής του καλού ή του κακού πρωταγωνιστής ήταν και συνεχίζει να είναι ο άνθρωπος, με μέσα το λογικό και το αυτεξούσιο, που του δώρισε ο Θεός.
Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο πρότυπα:
Εάν τα κριτήριά του είναι πνευματικά και προσανατολισμένα στον εκ Θεού προορισμό του, που είναι η αιώνια ζωή, κοντά στον Δημιουργό από τον οποίο ξεκίνησε, οι επιλογές του θα είναι τα πρότυπα ζωής που προσφέρουν οι Οικουμενικοί Φωστήρες και διδάσκαλοι, οι Τρεις Ιεράρχες.
Εάν τα κριτήριά του είναι υλικά και εγκόσμια, στοχεύοντας, μόνον, σε μια υλιστική και ατομοκεκντρική ευημερία, όπως ο άφρων πλούσιος ή ο άσωτος υιός, τότε ζει τη ζωή του, μακράν του Θεού, εγκλωβισμένος στα συνήθη, από τον Πονηρό εμπνεόμενα, σαρκικά πάθη της φιλοπλουτίας, της φιλοδοξίας και της φιληδονίας, δηλαδή, στην προοπτική της απώλειας του δημιουργικού σκοπού και προορισμού της ζωής του, που είναι η εν Χριστώ επάνοδός του στην αιώνια και αληθινή ζωή του Θεού.
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)