Η μεθοδική δράση της ολιγομελούς ομάδας πανεπιστημιακών του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ για την υλοποίηση του έργου της εισαγωγής της θρησκειολογίας στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση μέσα από το προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) για το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ), το οποίο εντάχτηκε στο Πρόγραμμα ΕΣΠΑ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (Σχολείο 21ου αιώνα) – Πιλοτική Εφαρμογή, Οριζόντια Πράξη» (MIS: 295379) φαίνεται να μην αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. H συστηματική, εξάλλου, καθοδήγηση των μελών της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων (ΕΕ) του ΠΣ από τον υπάλληλο του ΥΠΑΙΘΠΑ και Συντονιστή του ΠΣ κ. Γιαγκάζογλου -ο οποίος, σημειωτέον, (ετερο)προσδιορίζεται ακόμα (στην παρακάτω αναφερόμενη επιστολή) ως Σύμβουλος Θεολόγων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (ΠΙ) παρότι το ΠΙ έχει προ πολλού καταργηθεί- φαίνεται να μην οδηγεί στον επιθυμητό στόχο. Από την άλλη πλευρά, η δήθεν “συναίνεση” των εκπαιδευτικών θεολόγων προκύπτει σταδιακά ότι είναι εικονική και ότι προέρχεται από λίγους και συγκεκριμένους προνομιούχους θεολόγους του δημοσίου, που μετέχουν ή ωφελούνται άμεσα ή έμμεσα από την εφαρμογή του ΠΣ, οπότε και δεν λαμβάνεται πια υπόψη από κανέναν. Αντίθετα δε, η πλειοψηφία των θεολόγων της χώρας έχει εκφράσει πλέον κάθετα την αντίθεσή της με το ΠΣ, όπως προκύπτει και από το με ημερομηνία 02.11.2012 Ψήφισμα της Ολομέλειας των Συλλόγων Θεολόγων Ελλάδος, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα την 05.11.2012 και υπογράφεται α) από την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, καθώς και από β) το ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ, γ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, δ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΆΡΓΟΥΣ, ε) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΒΟΛΟΥ, στ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, ζ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ, η) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, θ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ι) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΚΟΡΙΝΘΟΥ, ια) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΛΑΜΙΑΣ, ιβ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ, ιγ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΛΕΥΚΑΔΑΣ, ιδ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ, ιε) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΠΑΤΡΑΣ, ιστ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΠΥΡΓΟΥ και ιζ) το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ.
Επισημαίνεται ότι όλοι οι προαναφερόμενοι -τόσο δηλαδή η ολιγομελής ομάδα πανεπιστημιακών, όσο και ο κ. Γιαγκάζογλου, όσο επίσης και οι “συναινούντες” εκπαιδευτικοί θεολόγοι, αλλά και όλα σχεδόν τα μέλη της ΕΕ του ΠΣ- είναι παράλληλα και μέλη του νεοσύστατου σωματείου με την επωνυμία “ΚΑΙΡΟΣ”, που οι ίδιοι συνέστησαν προκειμένου ακριβώς να προσδώσουν φαινομενική συλλογικότητα στις ενέργειές τους. Δηλαδή, υποστηρικτές και υποστηριζόμενοι, κριτές και κρινόμενοι, καθώς και “αυθόρμητοι” αξιολογητές και αξιολογούμενοι, συνιστούν στην πραγματικότητα μία και μοναδική κοινή ομάδα με μοναδικό στόχο την επικράτηση του ΠΣ.
Υπό τα δεδομένα αυτά -και υπό το βάρος των πολλαπλών αντιδράσεων, από το χώρο της θεολογίας και της εκκλησίας, όσο αποκαλύπτεται το ακριβές περιεχόμενο του ΠΣ- είναι εμφανής η απώλεια ψυχραιμίας και η κλιμάκωση της δημόσιας επιθετικότητας των μελών της ΕΕ του ΠΣ. Με μοναδική, ίσως, εξαίρεση την από 08.08.2012 δημοσίευση του κ. Α. Βαλλιανάτου, μέλους της ΕΕ του ΠΣ, με τίτλο “Ο διάλογος και η κριτική για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά”, όλες σχεδόν οι υπόλοιπες αντιδράσεις των μελών της ΕΕ του ΠΣ περιείχαν εξαρχής ανεπίτρεπτο -και ακατάλληλο για επιστημονικό λόγο- αυταρχισμό, που με την πάροδο του χρόνου μετεξελίχτηκε σε γενικευμένη λασπολογία, εναντίον όλων ανεξαιρέτως όσοι εκφράζουν την αντίθεσή τους στο ΠΣ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες -και μετά τη δημόσια επίθεση κατά του Ηγουμένου της Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη από τα μέλη της ΕΕ του ΠΣ κ. Μόσχου και Παπαδόπουλο, μέσω της από 15.09.2012 δημοσίευσής τους στην Εφημερίδα “Χριστιανική” με τίτλο “Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών Θρησκευτικών και οι στόχοι του - Μια απάντηση”, στο στόχαστρο βρέθηκε και ο Προηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους, Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης. Ο Αρχιμ. Βασίλειος με την από 8.10.2012 επιστολή του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε εκφράσει -και αυτός με τη σειρά του- την απόλυτη διαφωνία του, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι με το ΠΣ “κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το κεφάλαιο της Πίστεώς μας, κάτι που το 'χει ανάγκη ο άνθρωπος, οποιασδήποτε θρησκευτικής παραδόσεως” και επισημαίνοντας πως “οι άνθρωποι που μαθαίνουν απλώς λόγια αγάπης και τις διάφορες απόψεις των θρησκευτικών δοξασιών, δεν προσφέρουν ζωή ούτε μορφώνουν τον νέο άνθρωπο, άλλα δημιουργούν τη σύγχυσι μιας στείρας πολυμάθειας”, αλλά και προβάλλοντας την άποψη ότι “σήμερα που όλος ο κόσμος έγινε μια ταραγμένη γειτονιά και γίνεται λόγος για επανευαγγελισμό της Ευρώπης, είναι ο καιρός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θεολογίας”.
Σε απάντηση της παραπάνω επιστολής, την 08.11.2012 δόθηκε στη δημοσιότητα η από 02.11.2012 επιστολή των μελών της ΕΕ του ΠΣ κ. Υφαντή, Στριλιγκά και Νευροκοπλή προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με περιεχόμενο ομολογουμένως πρωτοφανές για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ήθη.
Η επιστολή αυτή αποτελεί για τους επιστολογράφους ιστορικό ολίσθημα, με δύο πλευρές:
Από τη μία πλευρά, χωρίς αμφιβολία θα αποτελέσει μνημείο βιασμού της ιδιωτικότητας. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, στο κείμενο αυτό οι επιστολογράφοι δημοσιεύουν και περιγράφουν επιλεκτικά το περιεχόμενο μιας κλειστής ιδιωτικής συζήτησης λέξη προς λέξη, μεταδημοσιοποιώντας ακόμα και το περιεχόμενο παρελθοντικών τηλεφωνικών συνομιλιών του Αρχιμ. Βασιλείου με τρίτα πρόσωπα!
Από την άλλη πλευρά, αν αυτά που περιγράφονται είναι αληθή, θα αποτελέσει μελλοντικό μνημείο ολοκληρωτισμού κατά της διαφορετικής άποψης, ιδιαίτερα στους κόλπους της σύγχρονης θεολογίας και της Εκκλησίας. Η επιστολογράφοι εξέθεσαν δημόσια τον Αρχιμ. Βασίλειο, απλά και μόνο επειδή αρνήθηκε να συμφωνήσει με την άποψή τους, αρνήθηκε “να δεχτεί (!) να αναθεωρήσει τη στάση του με μια νέα επιστολή στην Ιερά Σύνοδο ή έστω με μια προφορική παρέμβασή του σε δημόσιο βήμα”, επειδή δηλαδή, με άλλες λέξεις, δεν κατέστη δυνατός ο πειθαναγκασμός του στη δημόσια αλλαγή της άποψής του!
Δεν πρέπει εδώ να λησμονείται ότι, οι επιστολογράφοι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μέσα από τα ΠΣ προτρέπουν τους μαθητές να “μαθαίνουν να ακούν τους άλλους, να συντονίζουν συζητήσεις ... να επικοινωνούν και να διαλέγονται ...” (ΠΣ γυμνασίου, σελ. 37 και 48), να “εμπεδώνουν τη σημασία της αποδοχής και του σεβασμού της ετερότητας ...” (ΠΣ γυμνασίου, σελ. 47), να “κατανοούν το δικαίωμα της διαφωνίας” (ΠΣ δημοτικού, σελ. 63) αλλά και να “αιτιολογούν και αξιολογούν στάσεις και συμπεριφορές χρησιμοποιώντας θεολογικά κριτήρια” (ΠΣ γυμνασίου, σελ. 47). Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που σε μία και μόνη δημόσια ανακοίνωσή τους απηύθυναν εναντίον όλων όσοι “τόλμησαν” να διαφωνήσουν με το ΠΣ σωρεία απαξιωτικών χαρακτηρισμών όπως «χαοτικός διχασμός», «καχυποψία», «προκατάληψη», «φανατισμός», «έλλειψη πνεύματος διαλόγου» (!), «άκομψες επιθέσεις», «ανοίκεια με το χριστιανικό ήθος συμπεριφορά», «ακατανόητη στάση», «ακραίες ενέργειες», «ακραία στάση», «αδιαλλαξία», «μισαλλοδοξία», «απροκάλυπτη εμπάθεια», «κραυγαλέες ερμηνείες», «χάλκευση της επιστήμης», «διαστρέβλωση εννοιών», «αντιθετική πόλωση», «απόλυτος δογματισμός», «αντιδραστικός αρνητισμός», «παραπληροφορούσα ψευδόμενη διαστρέβλωση», «χονδροειδείς κατηγορίες», «ευφάνταστες αιτιάσεις», «διαστρεβλωτική προσέγγιση», «λυπηρό φαινόμενο», «καταγγελτική ρητορεία», «προπηλακισμός (λεκτικός ή μη)» (sic!). Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, όλοι αυτοί ανεξαιρέτως οι χαρακτηρισμοί περιέχονται κατά λέξη στην από 28.10.2012 δημόσια επίσημη ανακοίνωση της ΕΕ του ΠΣ με τίτλο “Απόκριση στις επικρίσεις σχετικά με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών”, καταδεικνύοντας τις πραγματικές διαθέσεις των μελών της ΕΕ του ΠΣ απέναντι στο διάλογο, τον “άλλο”, την “ετερότητα” της γνώμης, το “διαφορετικό”· λέξεις και έννοιες επαναλαμβανόμενες μονότονα και συνεχόμενα στο ΠΣ, αλλά άγνωστες και ουδόλως εφαρμόζομενες στην πράξη από τα μέλη της ΕΕ του ΠΣ.
Σύμφωνα με όσα περιγράφονται στην επιστολή, τα πρόσωπα που αναφέρονται σ' αυτήν επιχείρησαν να μεταπείσουν τον Αρχιμ. Βασίλειο να αναθεωρήσει δημόσια τη θέση που εξέφρασε εναντίον του ΠΣ. Η επιχείρηση άρχισε με πρωτοβουλία του κ. Στριλιγκά, Συμβούλου Θεολόγων Κρήτης -ενός από τους επιστολογράφους-, στο Ηράκλειο και ολοκληρώθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο γραφείο του καθηγητή κ. Κωνσταντίνου, στη Θεολογική Σχολή.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο κατ' επανάληψη υπερθεματιστής του ΠΣ κ. Στριλιγκάς εκτός από α) Σύμβουλος Θεολόγων Κρήτης και εκτός από β) (αμοιβόμενο) μέλος της ΕΕ για το ΠΣ Δημοτικού – Γυμνασίου, στη συνέχεια ορίστηκε και γ) (αμοιβόμενο) μέλος της ΕΕ για το ΠΣ Λυκείου, ενώ επίσης, δ) έχει οριστεί επανειλημμένα και ως (αμοιβόμενος) Επιμορφωτής στα ΠΕΚ, σε μια περίοδο που πλήττονται από την ανεργία πολυάριθμοι διδάκτορες θεολόγοι με πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο.
Στο Ηράκλειο, ο κ. Στριλιγκάς επεδίωξε επαφές με τον Αρχιμ. Βασίλειο, με την ευκαιρία της προγραμματισμένης περιοδείας του τελευταίου στην Κρήτη· με δεδομένο το γνωστό πνεύμα συνδιαλλαγής του Αρχιμ. Βασιλείου, επιχείρησε να τον οδηγήσει στη μεταστροφή της αρνητικής θέσης του για το ΠΣ, ή έστω να του αποσπάσει με οποιονδήποτε τρόπο κάποια δήλωση ή τοποθέτηση δημόσιας μεταστροφής του, όπως από την ίδια την επιστολή προκύπτει, με σκοπό να τον εμφανίσει μεταγενέστερα ως υποστηρικτή του ΠΣ. Ένα τέτοιο γεγονός, βέβαια, θα ενεργοποιούσε παράλληλα και “συναγερμό” για νέο κύκλο επιθέσεων εναντίον των “φονταμενταλιστικών” και “φανατικών” κύκλων, δηλαδή όλων όσοι διαφωνούν με το ΠΣ, στους οποίους και θα αποδιδόταν η κατηγορία της δήθεν παραπληροφόρησης του Αρχιμ. Βασιλείου. Για το λόγο αυτό άλλωστε, γίνεται και η απαράδεκτη αποκάλυψη της τηλεφωνικής συνομιλίας του Αρχιμ. Βασιλείου με τον Ηγούμενο της Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους Αρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, αλλά και η αναφορά στον Καθηγητή Παιδαγωγικής - Χριστιανικής Παιδαγωγικής κ. Ηρακλή Ρεράκη, προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αυτοί δήθεν “παρέσυραν” τον Αρχιμ. Βασίλειο!
Τελικά, παρά την εμφαινόμενη φορτικότητα του κ. Στριλιγκά, ο Αρχιμ. Βασίλειος δεν μεταπείστηκε, βοηθούμενος προφανώς από τη σοφία του, τη θεολογική κατάρτισή του, αλλά και το αγιορειτικό ένστικτό του.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Ηρακλείου, η δεύτερη προσπάθεια μετάπεισης επιχειρήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί συγκεντρώθηκαν ο Καθηγητής κ. Σταμούλης, ο Καθηγητής κ. Κωνσταντίνου, η κ. Συργιάννη, ο κ. Μαυροκωστίδης και οι δύο εκ των επιστολογράφων κ. Υφαντής και Νευροκοπλής.
Αξίζει εδώ να σημειωθούν τα εξής: ο κ. Σταμούλης είναι μέλος του σωματείου ΚΑΙΡΟΣ, αλλά αναφέρθηκε αυτό άραγε, ή απεκρύβη από τον Αρχιμ. Βασίλειο; Μήπως, αντίθετα, ο κ. Σταμούλης προέβαλε την ιδιότητα του Προέδρου του Τμήματος, προκειμένου να εννοηθεί -αν δεν διατυπώθηκε ευθέως- ότι όλοι οι πανεπιστημιακοί του τμήματος συμφωνούν με το ΠΣ, παρότι βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν είχε σχέση, ούτε με τη συγκεκριμένη συνάντηση, ούτε με το ΠΣ; Ο κ. Κωνσταντίνου, στο γραφείο του οποίου έγινε η συνάντηση, είναι αντιπρόεδρος του σωματείου ΚΑΙΡΟΣ, υπήρξε συνιδρυτής και μέλος της αρχικής Διοικούσας Επιτροπής του ΚΑΙΡΟΥ, αλλά αναφέρθηκε αυτό άραγε, ή απεκρύβη; Ο κ. Μαυροκωστίδης είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου ΚΑΙΡΟΣ, αλλά αναφέρθηκε αυτό άραγε, ή απεκρύβη; Οι κ. Υφαντής και Νευροκοπλής, επίσης, πέρα από μέλη της ΕΕ του ΠΣ, είναι ο μεν πρώτος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ο δε δεύτερος μέλος του σωματείου ΚΑΙΡΟΣ. Μήπως, δηλαδή, η συγκεκριμένη συνάντηση μεθοδεύτηκε από τα μέλη του σωματείου ΚΑΙΡΟΣ; Μήπως όλα αυτά αποσιωπήθηκαν, ώστε ο Αρχιμ. Βασίλειος, αγνοώντας τους συσχετισμούς αυτούς, να σχηματίσει την εντύπωση ότι πρόκειται για ευρεία και προπαντός αυθόρμητη και μη στρατευμένη (!) διαμαρτυρία;
Παρά την εν είδει “Ιεράς Εξέτασεως”, όπως προκύπτει από την ίδια την επιστολή, άσκηση φορτικής πίεσης που ασκήθηκε προκειμένου o Αρχιμ. Βασίλειος “να δεχτεί να αναθεωρήσει τη στάση του με μια νέα επιστολή στην Ιερά Σύνοδο”, εκείνος δεν πείστηκε· αντέδρασε και διαφώνησε ρητά -και αυτή τη φορά- αποφεύγοντας ξανά την (αυτο)παγίδευση.
Η δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια μετάπεισης σήμανε και την εντυπωσιακή μεταστροφή της στάσης όσων εμπνεύστηκαν αυτή την ομολογουμένως ανίερη επιχείρηση, φανερώνοντας από τη μια στιγμή στην άλλη τα πραγματικά συναισθήματα προς το πρόσωπο του αρχιμ. Βασιλείου: από “πνευματικά παιδιά” του, “βαθιά λυπημένα”, “θλιμμένα”, προπαντός δε “νηφάλια” και “ειλικρινή”, (οι αναφορές ανήκουν στην ίδια την επιστολή), μεταμορφώθηκαν μέσα σε μια στιγμή σε δημόσιους κατήγορούς του, παρουσιάζοντάς τον προκλητικά ως επιπόλαιο, δειλό, απληροφόρητο, εμπλεκόμενο “με έναν τόσο ανεύθυνο και ποιμαντικά επικίνδυνο τρόπο σε έναν δημόσιο διάλογο”, “συμπαρατασσόμενο με την πλευρά αυτών που υβρίζουν και συκοφαντούν, σπιλώνοντας συνειδήσεις και σκανδαλίζοντας αμέτρητες άλλες”, άνθρωπο που “βιάστηκε να αστοχήσει” και “παρόλα αυτά αρνείται να επανορθώσει”, “επιδιδόμενο σε σχοινοτενείς, αντιφατικές και οιωνεί ρητορικές υπεκφυγές”, αβασάνιστο κατακριτή, αλλά και “πνευματικό παιδοκτόνο”. Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί περιέχονται στην ίδια την επιστολή και αφορούν στο πρόσωπο του Αρχιμ. Βασιλείου!
Επίσης, οι επιστολογράφοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν πως ο Αρχιμ. Βασίλειος δήθεν άλλαξε γνώμη, αλλά δεν είχε το θάρρος να το παραδεχτεί δημόσια, καθώς και ότι συμφώνησε “με την οπτική” τους για την επιτακτική ανάγκη ανανέωσης του ΜτΘ, “προκειμένου να αγκαλιάσει όλο το φάσμα του μαθητικού πληθυσμού”, ενώ κάτι τέτοιο είναι ολοφάνερο -και από τις ίδιες τις αντιδράσεις των επιστολογράφων- ότι δεν συνέβη. Βέβαια, πέρα από τη θεωρητικολογία, για άλλη μια φορά δεν εξηγείται στην επιστολή, σε τι αφορά αυτή η “οπτική” και από ποιούς μαθητές συνίσταται το “φάσμα” του μαθητικού πληθυσμού. Δεν ανέφεραν δηλαδή, σε ποιό σημείο της Ελλάδας “βλέπουν” τόσους πολλούς ινδουϊστές ή ταοϊστές, ή βουδιστές μαθητές, οι οποίοι μάλιστα επηρεάζουν το “φάσμα” του μαθητικού πληθυσμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται αναγκαία η εκθεμελίωση της χριστιανικής θρησκευτικής εκπαίδευσης από τα ελληνικά δημόσια σχολεία.
Το πιο προκλητικό όμως, -όσο κι αν ακούγεται λυπηρό για κείμενο γραμμένο ή έστω υπογεγραμμένο και από πανεπιστημιακό δάσκαλο, έστω χαμηλής βαθμίδας- είναι ότι οι επιστολογράφοι δεν διστάζουν να παραθέσουν ωμά ψεύδη, ακόμα και μέσα από αποσπάσματα που παραθέτουν σε εισαγωγικά! Γράφουν δηλαδή κατά λέξη: “Ένα Πρόγραμμα Σπουδών το οποίο -με τα ίδια τα λόγια της επιστολής του πατρός Βασιλείου (!)- “Δεν βλέπει εχθρούς αλλά μόνο φίλους. Δεν αμύνεται για να σωθή. Αλλά θυσιάζεται για να σώση όλους. Θεωρεί φίλους και αυτούς πο υτο σταυρώνουν. Δεν καταργεί εχθρούς γιατί δεν έχει. Καταργεί την έχθρα (...)”, παριστάνοντας ότι τα λόγια αυτά του Αρχιμ. Βασιλείου αναφέρονται υπέρ του ΠΣ, ενώ στην πραγματικότητα, στην επιστολή του Αρχιμ. Βασιλείου οι φράσεις αυτές αφορούν ακριβώς στο αντίθετο, ακριβώς σ' αυτό που το ΠΣ αποκλείει, δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία! Σ' αυτήν αναφέρεται ο Αρχιμ. Βασίλειος, σε αντίθεση και κατ' αντιδιαστολή με το ΠΣ.
Πέρα από τα παραπάνω, οι επιστολογράφοι (ο δεύτερος εξ αυτών όχι για πρώτη φορά) αναφέρονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, και στον Καθηγητή Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής κ. Ηρακλή Ρεράκη, προβαίνοντας σε ευήθεις αναφορές περί “διαβολών”, αλλά και κακοήθεις χαρακτηρισμούς για “επιστημονικά σαθρή κριτική”. Η πολλοστή προσπάθεια εξύβρισης του κ. Ρεράκη οφείλεται, όπως φαίνεται, στο “ασυγχώρητο” από 03.07.2012 Επιστημονικό Υπόμνημά του και τις σοβαρές επιστημονικές και πραγματολογικές επιφυλάξεις του, καθώς και την οξεία κριτική που διετύπωσε για το ΠΣ και το σκοπό του. Το εν λόγω Υπόμνημα λόγω της βαρύτητάς του, είχε και έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στα θεολογικά και εκκλησιαστικά τεκταινόμενα γύρω από το ΜτΘ.
Είναι φανερό πως η συμπεριφορά των μελών της ΕΕ του ΠΣ, συλλογικά ή μεμονωμένα υπογραφόντων κάθε φορά, δεν συνάδει με την ιδιότητά τους ως επιστημόνων, πανεπιστημιακών δασκάλων, θεολόγων, εκπαιδευτικών, πιστών (όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται). Δυστυχώς, αυτό το τελευταίο σύμπτωμα εκτόξευσης ύβρεων ξεπέρασε τα “εσκαμμένα”, αναδεικνύοντας πλέον ευθέως το αληθινό πρόσωπο, την αληθινή διάθεση, τις αληθινές προθέσεις όσων αντιπροσωπεύει ή εκφράζει σχετικά με το ΠΣ και όσους διαφωνούν με αυτό. Η ανάδειξη αυτή εντούτοις, παρότι θλιβερή, συμβάλλει καθοριστικά προς τούτο: θέτει προ των ευθυνών τους όλους τους εμπλεκόμενους με το θεμελιώδες πρόβλημα της εκθεμελίωσης του ομολογιακού χαρακτήρα του ΜτΘ και της μετατροπής του σε Θρησκειολογία, δεδομένου ότι πλέον δεν μπορούν να επικαλούνται άγνοια, ούτε περί τα πράγματα, ούτε περί τα πρόσωπα.