Εἶναι ἀλήθεια πώς εἶναι κάπως ἀταίριαστο νά κάνει κανείς τόν δάσκαλο σέ δασκάλους καί μάλιστα σέ δασκάλους μέ πείρα πολυετή καί εὐδόκιμο. Συγχωρέστε μου τήν «ἀπρέπεια» καί δέν σᾶς κρύβω πώς νιώθω κάπως ἀμήχανα. Τούς δισταγμούς μου, ὅμως, καί τήν ἀμηχανία μου μετριάζει ἡ πρόθεση καί ἡ διάθεση μου ὄχι νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο, ἀλλά νά συμπροβληματιστῶ καί νά μοιραστῶ μαζί σας σκέψεις καί ἀνησυχίες, ἔγνοιες καί ἀγωνίες γιά τό σημερινό σχολεῖο καί τήν προοπτική του, ξεκινώντας ἀπό ἕνα μάθημα ἀπομειωμένο, εἶναι ἀλήθεια, στό σημερινό σχολεῖο, ἀλλά καί στίς συνειδήσεις πολλῶν δασκάλων. Τό συμπέρασμά μου αὐτό δέν τό συνάγω στατιστικά, ἀλλά ἀπό τήν γενικότερη ὅσμωση τόσων χρόνων στό ἑλληνικό σχολεῖο.
Κι ὅμως στό μάθημα αὐτό μᾶς δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία νά μιλήσουμε μέ τούς μαθητές μας γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Γιά τή χαρά καί τή λύπη. Γιά τό νόημα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου. Γιά τά μικρά καί τά μεγάλα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἀγωνία, τά ὄνειρα, τίς ἐλπίδες, τούς πόθους, τίς ἐπιδιώξεις, τίς κραυγές, τόν θυμό τους.
Πῶς, ὅμως, καί γιατί ἄραγε ἐξέπεσε στίς συνειδήσεις πολλῶν Ἑλλήνων δασκάλων τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν;
Ἔχει σχέση ἄραγε ἡ ἔκπτωση τοῦ μαθήματος μέ τήν γενικότερη κάμψη τῆς θρησκευτικότητας;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ὁ λόγος τῆς πίστεως καί ὁ λόγος τῆς ζωῆς δέν συμπορεύονται;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ἡ πίστη ἔχει ὑποχωρήσει ἔναντι τοῦ λογικοῦ;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ἡ ἐκπαίδευση σήμερα, σχεδόν μονοσήμαντα, ἐπιδιώκει νά ἐφοδιάσει τούς μαθητές μέ δεξιότητες, πού θά τούς καταστήσουν προοπτικά στελέχη καί γρανάζια τῆς βιομηχανίας, τῆς διοίκησης καί τῆς γραφειοκρατικῆς δομῆς τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν, καί δέν ἀποσκοπεῖ στή μόρφωση ὑψηλοφρόνων πολιτῶν-προσώπων, πού μέ τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς εὐθύνης θά τρέπουν τήν ἀνθρώπινη κοινότητα ἀπό ἑταιρεία ἀνάγκης καί συμφέροντος σέ κοινωνία πνεύματος;
Προκύπτει ἀκόμα τό ἐρώτημα : Πῶς στήν παράδοση αἰώνων ἑνός λαοῦ, πού βλάστησε ἀπό τά σπλάχνα του τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο καί τά δημοτικά τραγούδια, πού ἔπλασε τήν Ἁγιά-Σοφιά καί τίς αἰγαιοπελαγίτικες ἐκκλησιές, πού γιά αἰῶνες ὁλόκληρους εἶχε ὡς ἀνθρωπολογικό, παιδευτικό πρότυπο τόν θεωμένο ἄνθρωπο, τόν ἅγιο, τελικά ἐπικράτησε σήμερα τό παιδευτικό πρότυπο τοῦ homo economicus, ὁ ὁποῖος, δίνοντας προτεραιότητα στόν οἰκονομισμό καί στήν χρησιμοθηρία, πνίγεται σέ χιλιαστικά ὁράματα εὐημερίας καί μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας; Συνιστᾶ ἄραγε αὐτό τό γεγονός πρόοδο ἤ παρακμή;
Εἶναι, ὅμως, ἐνδιαφέρον νά παρακολουθήσουμε μέ συντομία μέσα ἀπό ποιές ἱστορικές διαδρομές, συναντήσεις φιλοσοφικῶν ρευμάτων καί διαλεκτικές συναρτήσεις φτάνουμε στή σημερινή ἐκπαίδευση καί παιδεία γενικότερα.
Πρίν ὅμως ἀπ' αὐτό, καλό θά ἦταν νά ὁρίσουμε καί τί εἶναι παιδεία. Παιδεία, λοιπόν, εἶναι ὅλες ἐκεῖνες οἱ συγκλίνουσες γνώσεων, ἀντιλήψεων καί διαισθήσεων, πού τελικό σκοπό καί στόχο ἔχουν τή διαμόρφωση ἀκέραιων καί ὁλοκληρωμένων ἀτόμων. Ἀτόμων μέ προσωπικότητα, αὐτοπεποίθηση, μέ ἐπιμονή σέ κάποιο σκοπό. Ἡ παιδεία διδάσκεται ἔμμεσα σέ ὅλα τά στάδια μάθησης στήν ἐκπαίδευση μέσα ἀπό διδαχές καί ἀναφορές σέ πρότυπα βίου περασμένων ἀνθρώπων, πού ἀγωνίστηκαν γιά ἰδανικά, πραγμάτωσαν ἔργα στοχασμοῦ ἤ Τέχνης σπουδαία καί διαχρονικά, διακρίθηκαν στήν ἐπιστήμη, θυσιάστηκαν γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ἀγάπη τους, δόθηκαν στήν ἀνθρωπότητα, ξεπέρασαν τόν χοϊκό ἑαυτό τους. Διδάσκεται ἀκόμα καί μέ παραδείγματα καί ἀναφορές σέ ἀρνητικά πρότυπα, πρότυπα πρός ἀποφυγήν. Τελικά, ἡ παιδεία εἶναι μίμηση. Γι' αὐτό χρειάζεται ὑποδείγματα καί παραδείγματα. Δέν συντελεῖται μέ θεωρητικές ἔννοιες. Γι' αὐτό οἱ ἀρχαῖοι πλάθουν τούς μύθους τους. Γι' αὐτό ὁ Χριστός μιλάει μέ παραβολές. Ἔτσι τελικά δημιουργοῦνται σέ κάθε ἐποχή τά ἀνθρωπολογικά πρότυπα.
Ἀνθρωπολογικό πρότυπο τῆς ἀρχαιότητας, καί κάθε μετέπειτα Οὑμανισμοῦ (αὐτό μέ ἐπιφύλαξη), εἶναι ὁ «καλός κ' ἀγαθός» ἄνθρωπος, ἐνῶ στήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία καί παράδοση ἀνθρωπολογικό ἰδεῶδες εἶναι ὁ πεπληρωμένος Θείας Χάριτος ἄνθρωπος, ὁ ἅγιος ἤ ὁ «κατά χάριν» θεάνθρωπος. Αὐτό προσανατολίζει τόν ἄνθρωπο ὄχι νά θέτει σάν στόχο τῆς ζωῆς του ἁπλά τήν ἠθική καλυτέρευσή του, ἀλλά τήν κατά χάριν θέωσή του. «...Ἡ θέωση δέν εἶναι ἰδεαλιστικός πόθος, ἀλλά πραγματικότητα...»[1] . Ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος τῆς θεώσεως ἀποτελοῦν οἱ ἅγιοι καί αὐτό δηλώνεται εἴτε μέ τή ζωή καί τά θαύματά τους ὅσο ζοῦν εἴτε καί μετά τόν θάνατό τους μέ τήν ἀφθαρσία τῶν λειψάνων τους καί ἄλλα θεοσημεία, δηλωτικά τῆς ἁγιότητάς τους. Ἡ προτεραιότητα δίνεται στήν καρδιά, ἡ ὁποία θεωρεῖται τό ὀντολογικό κέντρο τῆς ὑπάρξεως, καί ἡ κάθαρσή της ἀπό τά πάθη εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιά τή θέωση, ἀλλά καί γιά τή θεμελίωση σχέσης ἀνιδιοτέλειας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζεται καί στήν ἑλληνική παροιμία : «Κάμε τό καλό καί ρίξ' το στό γυαλό», πού εἶναι οὐσιαστικά νεώτερη ἀπόδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου : «Μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). Αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας εἶναι ἡ πνευματική μήτρα, πού γέννησε, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιά τούς ἄλλους, τίς Θερμοπύλες, τήν Ἀλαμάνα, τό Μανιάκι, τό Κούγκι, τό Ζάλογγο, τό Ἀρκάδι.
Δέν εἶναι τυχαῖο πώς στήν Ἀνατολική Αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων, τό Βυζάντιο, σ' αὐτό τό κρατικό μόρφωμα, στό ὁποῖο ὁ Ἑλληνισμός συνεχίζει τήν ἱστορική του παρουσία, μπολιασμένος ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, αὐθεντίες δέν εἶναι οὔτε οἱ αὐτοκράτορες οὔτε οἱ μορφωμένοι οὔτε οἱ πλούσιοι οὔτε κἄν οἱ πατριάρχες, ἀλλά οἱ μεγάλοι Γέροντες, οἱ πνευματικοί Πατέρες.
Αὐτή ἡ παράδοση συνεχίζεται καί στά χρόνια τῆς ξένης κυριαρχίας Φράγκων καί Ὀθωμανῶν. Ἐξακολουθεῖ στήν παιδεία νά δίνεται τό βάρος πρώτιστα στήν πνευματικότητα κι ὄχι στή σχολική σοφία. Ἀκμή θεωρεῖται ὄχι ἡ μόρφωση σοφῶν, χωρίς νά παραθεωρεῖται κι αὐτή, ἀλλά ἡ ἀνάδειξη ἁγίων. Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων, πού εἶναι συνεχιστές τῆς παράδοσης τῶν παλαιῶν μαρτύρων καί τῶν ὁποίων τόν ἀριθμό ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀνεβάζει σέ 6.000 κατά τή διάρκεια τῆς δουλείας, πιστοποιεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια.
Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις στά 1638, τότε πού οἱ Ὀρθόδοξοι λαοί τῆς Ἀνατολῆς στέναζαν κάτω ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία :
«... Ἄς εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τήν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς ἐκεῖ δέν εὕρισκες˙ καί εἰς τήν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται καί κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καί βασανίζονται, διά νά στέκουν εἰς τήν πίστιν τους, καί λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καί τό μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καί ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δέν ἔχομεν σοφίαν; Τήν σοφίαν σου δέν ἐθέλω ἐμπρός εἰς τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ˙ κάλλιον ἦτο νά ἔχη τινάς καί τά δύο, δέν τό ἀρνοῦμαι, πλήν ἀπό τά δύο τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ».
Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρική φωνή ἑνός κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στήν ἱστορική μας συνέχεια, συνιστᾶ τήν προηγούμενη ὕπαρξή μας καί, γιά νά τόν ἀφουγκραστοῦμε, νά τόν κατανοήσουμε καί νά τόν ἑρμηνεύσουμε, χρειάζεται νά ἀποδεσμευτοῦμε ἀπό τά σημερινά κριτήρια καί τίς ἰδεολογικές προϋποθέσεις καί νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν σ' ἕναν κόσμο, πού προέκυψε ἀπό τίς εὐρωπαϊκές ἀνακατατάξεις, μετά τή γαλλική ἐπανάσταση (1789) καί ὅλο τόν 19° καί 20° αἰῶνα.
Ἡ Εὐρώπη, στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμαστε σήμερα, προῆλθε ἀπό τήν διαλεκτική τεσσάρων κυρίως ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων , πού διαμορφώθηκαν στόν δυτικό μεσαίωνα :
1. Τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνέτεινε στήν ἐκφιλοσόφηση καί ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τόν μετέτρεψε τελικά σέ σύστημα ἐπιστημονικό.
2. Τοῦ νομιναλισμοῦ, ὁ ὁποῖος κοινωνικά ἐκφράζεται κυρίως ὡς ἀτομικισμός (ὠφελιμισμός) καί ἀποτελεῖ τό DNA τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς συνείδησης.
3. Τοῦ οὑμανισμοῦ τῆς Ἀναγέννησης,καί
4. Τοῦ διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος αὐτοθεοποίησε τόν ἄνθρωπο, ἀπολυτοποιώντας τή διάνοια καί τή λογική, ὡς ἀπόλυτο κριτήριο τῶν ἀνθρωπίνων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ πράξη τοῦ Ροβιεσπέρου : μιά κοινή γυναίκα γυμνή στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, πού λατρεύτηκε ὡς Θεά Λογική (Raison). Ἔτσι, ὁ χριστιανισμός μεταποιεῖται σέ φιλοσοφικό σύστημα καί ἡ ἀκμή τοῦ πνεύματος ἐπεκράτησε νά μετριέται μόνο μέ τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν, μέ τήν αὔξηση δηλαδή τῆς γνώσης τοῦ κτιστοῦ καί ὄχι (καί) τοῦ Ἀκτίστου.
Ἔτσι, σιγά-σιγά ὁ Θεός γίνεται τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Καί ἀφοῦ περιπλέκεται στίς συμπληγάδες δικανικῶν καί φιλοσοφικῶν σχημάτων, τελικά χάνεται. Φτάνουμε ἔτσι στόν 20° αἰώνα , ὅπου ὁ Jean-Paul Sartre καταλήγει εὔκολα στό : «ὁ Θεός εἶναι νεκρός , ἄρα, ὁ ἀθεϊσμός εἶναι ἀνθρωπισμός»[2] .
Ἡ ἀπώλεια, ὅμως, τοῦ Θεοῦ συμπαρέσυρε καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοϋποδουλώθηκε ἀρχικά στήν τεχνολογία του, ὅπως διεκτραγωδεῖται ἀπό τόν Charly Chaplin στήν ταινία «Μοντέρνοι καιροί» ὡς «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» καί σήμερα αὐτοϋποδουλώνεται στήν θέα τῆς ἐπιστήμης.
Στά 1840 ὁ Μακρυγιάννης, ἀπογοητευμένος ἀπό τούς Εὐρωπαίους θά πεῖ : « Αὐτείνοι ( οἱ Εὐρωπαῖοι) εἶναι ἄνθρωποι χωρίς ἠθική καί πίστη, καί κρίμα στά φῶτα τους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τά φῶτα καί ὄχι τά φῶτα τόν ἄνθρωπο»!
Ὁ δρόμος τῆς Εὐρώπης, ἀφοῦ πέρασε ἀπό τήν φραγκική φεουδαρχία, τήν ἐπιβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης κρατικῆς ἰδεολογίας, τήν Ἱερά ἐξέταση, τούς Σταυροφόρους, τόν Ναπολέοντα, τόν Χίτλερ, τόν Στάλιν καί τόν ψυχρό πόλεμο, προσάραξε στόν «ἀνθρωπισμό» τῆς Pax Americana, τοῦ NATO καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Εἶναι τό ἐπακόλουθο μιᾶς παιδείας, πού ὑποτίμησε καί ἐγκατέλειψε τό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου, τοῦ κατά χάριν «θεανθρώπου» τῆς ἑλληνορθόδοξης Ἀνατολῆς καί τῆς προκαρλομάγνειας Εὐρώπης καί ἔδωσε ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν κατ' ἐπίφαση «ὀρθό λόγο», πού παρουσιάζει τήν σχιζοφρένεια νά διανοεῖται βαθυστόχαστα, νά δημιουργεῖ ἀπαράμιλλα ἔργα στή ζωγραφική, στήν ποίηση καί γενικά στήν Τέχνη, ἀλλά ταυτόχρονα νά ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο σέ κτῆνος καί νά ἐξοντώνει φρικτά ἀθώους μέ ἀπίστευτη ἀγριότητα, ὅπως ἔκαναν οἱ στρατιωτικοί- καλλιτέχνες τοῦ Χίτλερ, ἀλλά καί ὅπως σήμερα συμβαίνει στίς διάφορες «ἀνθρωπιστικές» ἐπεμβάσεις τῆς πολιτισμένης Δύσης.
Ἡ συνάντηση-σύγκρουση Ἀνατολῆς-Δύσης, ὡς διαπάλη δύο κόσμων, καθένας ἀπό τούς ὁποίους εἶχε διαμορφώσει δικό του ἀνθρωπολογικό καί παιδευτικό πρότυπο καί ἰδεῶδες, θά συμβεῖ καί θά διαρκέσει σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας καί ἐνετοκρατίας καί θά κορυφωθεῖ μετά τό 1821.
Ἀποτέλεσμα τῆς συνάντησης αὐτῆς τῶν δύο κόσμων στό χῶρο τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς θά εἶναι ἡ ἀναβίωση σέ μιά νέα μορφή τοῦ μακραίωνος ἐθνικοῦ διχασμοῦ ἑνωτικῶν-ἀνθενωτικῶν. Ἀπό τή μιά οἱ θαυμαστές τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν μέ ὑπερηφάνεια γιά τήν «φωτισμένη Εὐρώπη» καί προσπαθοῦν τά «φῶτα» της νά μεταλαμπαδεύσουν στό γένος. Ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ρωμαίικης παράδοσης (μέ προεξάρχοντες τούς Κολλυβάδες Πατέρες), αὐτοί πού δέν μαγεύτηκαν ἀπό τά «φῶτα» τῆς Εὐρώπης καί δημιούργησαν ἕναν ἑλληνότροπο Διαφωτισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέχτηκαν ὅτι ἀποτελοῦσε πρόοδο στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς κοινωνίας, χωρίς ὅμως νά ἀπορρίψουν καί νά ὑποτιμήσουν τή δική τους ρωμαίικη παράδοση, μέσα στήν ὁποία ζυμώθηκε τό γένος. Προσπάθησαν οὐσιαστικά νά ἐφαρμόσουν αὐτό, πού προχριστιανικά ἔλεγε ὁ Πλάτων : « ὅ,τι περ’ ἄν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται»[3] . Ἀπό τότε τό μόνιμο πρόβλημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ θά ἔγκειται στήν πνευματική ὑποδούλωσή του στή Δύση ἤ στήν ἀπόρριψή της ἤ στή δημιουργική ἀφομοίωσή της.
Ἡ δυνατότητα τῆς δημιουργικῆς πρόσληψης δυτικῶν πολιτισμικῶν στοιχείων καί ὁμαλῆς ἐνσωμάτωσής τους στήν ἑλληνική πραγματικότητα, δέχεται καίριο πλῆγμα ἀμέσως μετά τή δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ ἐθνικοῦ κράτους. Ἡ θεωρία τῆς «μετακένωσης», κύριος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας θεωρεῖται ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, συμβάλλει τά μέγιστα στήν κατεύθυνση αὐτή. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, ἡ Δύση πῆρε ἀπό τήν Ἑλλάδα τόν πολιτισμό καί τώρα οὐσιαστικά τόν ἐπαναφέρει στήν κοιτίδα του. Ἡ ἀντίληψη αὐτή θά ὑποβοηθήσει στήν μεταφορά αὐτούσιων καί δύσπεπτων δεδομένων τῆς δυτικῆς κοινωνίας στήν ἑλληνική πραγματικότητα καί θά δημιουργήσει γρήγορα μιά δουλική πρόσδεση στό ἅρμα τῆς Δύσεως. Ἔτσι, τήν καποδιστριακή ὁμολογία ὅτι ἡ «χριστιανική θρησκεία (ὀρθοδοξία) συντήρησεν εἰς τούς Ἕλληνας καί γλώσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἔνδοξους ἀναμνήσεις καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καί ἐδραίωμα»[4], διαδέχεται ὑπό τήν ἐπίδραση ξένων μισσιοναρίων (ἱεραποστόλων) καί Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, πνεῦμα ἀθεϊστικό, ἀντιχριστιανικό καί ἀντικληρικαλιστικό. Εἰσάγεται ὁ θρησκευτικός ἀδιαφορισμός καί ὁ προτεσταντικός εὐσεβισμός.
Μετά τόν θάνατο τοῦ πρώτου Κυβερνήτη, πού σημειωτέον εἶχε συνείδηση ἑλληνική-ρωμαίικη, καί τήν ἔλευση τῆς βαυαρικῆς Ἀντιβασιλείας καί τοῦ Ὄθωνα, τήν ὀργάνωση τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς ζωῆς δέν τήν ἀνέλαβαν πρωταρχικά οἱ Ἕλληνες, ἀλλά καί ὅσοι ἀπό τούς Ἕλληνες τοποθετήθηκαν σέ δεσπόζουσες θέσεις τοῦ κράτους δέν ἦταν ἀπό ἐκείνους, πού εἶχαν ἀφομοιώσει τήν ἑλληνική παράδοση, ἀλλά οἱ ἀγνοοῦντες καί οἱ ἀπορρίπτοντες αὐτήν φανατικά. Ἀποτέλεσμα, ὅλοι οἱ «θεσμοί» νά περιέλθουν στήν κυριαρχία τοῦ κράτους καί νά διαμορφωθοῦν καί νά ἐπιβληθοῦν δυτικότροπα : ἡ οἰκονομία, ἡ παιδεία, ὁ στρατός, ἡ διοίκηση, ἡ οἰκογένεια, ἡ δημοσιονομία, τό φορολογικό σύστημα, ἡ νομοθεσία. Τό κράτος γίνεται ἀπόλυτα γραφειοκρατικό καί συγκεντρωτικό. Ἀργότερα ἕνας ἀπό τούς ἐγκυρότερους ἐκτιμητές τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, ὁ Ἴων Δραγούμης (1878-1920), θά κατηγορήσει τό μετεπαναστατικό ἑλληνικό κράτος, ἐπειδή κατάργησε τήν τοπική αὐτοδιοίκηση, τίς κοινότητες, πού εἶναι ὁ «τύπος» τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου ὕπαρξης.
Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις συντελεῖται καί ἡ ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας σέ θεσμό. Ἦταν κάτι τό ἀναπόφευκτο. Οἱ Βαυαροί, ἀφοῦ δέν θά μποροῦσαν νά πετύχουν σέ καμιά περίπτωση τήν κατάργησή της, πέτυχαν τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο πάνω της, τήν ἀποδυνάμωσαν καί λίγο-πολύ τήν ἐξουδετέρωσαν, μεταβάλλοντάς την σέ ἀκίνδυνο «θεσμό». Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό περιέχουσα σύνολη τήν κοινωνική πραγματικότητα, καταντᾶ κρατική θρησκευτική ὑπηρεσία. Μετά δέ καί την ἀνακήρυξη τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκέφαλου, τή βίαιη, δηλαδή, καί ἀντικανονική ἀπόσχιση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀκολουθοῦν πράξεις ἀπίστευτης ἀγριότητας καί ἐχθρότητας ἔναντι τῆς ἱστορίας τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων καί τῆς παραδόσεως τοῦ γένους : καταστροφή ἑκατοντάδων βυζαντινῶν Ἐκκλησιῶν, διάλυση μοναστηριῶν (πάνω ἀπό 500 ἀπό τό σύνολο τῶν 600, πού ὑπῆρχαν τότε), διώξεις μοναχῶν καί ἀγωνιστῶν κληρικῶν, ἔξαρση τῆς προτεσταντικῆς προπαγάνδας, ἀποεκκλησιοποίηση τῆς Παιδείας, εἶναι ὁρισμένα ἀπό τά ἔργα καί τίς ἡμέρες τῆς Βαυαροκρατίας. Ἔτσι, ἔγινε δυνατή ἡ ἀπρόσκοπτη ἐπιβολή τῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅταν μάλιστα ὁ παπικός βασιλέας κηρύχτηκε "κυρίαρχης" τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἄν αὐτό ἴσχυε γιά τό "διοικητικόν μέρος". Κι ὅλα αὐτά γίνονται, ὄχι γιατί οἱ Βαυαροί καί ὅσοι ἔρχονται μαζί τους εἶναι ἄνθρωποι κακοί. Προέρχονται ἁπλά ἀπό κοινωνίες καί πολιτεῖες ἐντελῶς διαφορετικές. Μέ διαφορετικά βιώματα καί ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες δέν βίωσε ὁ ἑλληνισμός στή δική του παράδοση. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ διάλογος τοῦ Μακρυγιάννη μέ τόν Γάλλο Μαλέρμπ :
Τοῦ λέει ὁ Εὐρωπαῖος Μαλέρμπ : «Ἕνα θά σας βλάψει ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ' ἐσᾶς πολύ τυπωμένη».
Ἀπαντάει ὁ Μακρυγιάννης, ἄνθρωπος μέ βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση : «Πρᾶγμα τζιβαϊρικόν, πολυτίμητο, ὁποῦ τό βαστήξαμεν εἰς τήν τυραννία τοῦ Τούρκου, δέν τό δίνομεν τώρα, οὔτε τό καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες... Καί τί ἔχεις ἐσύ διά μένα τί δοξάζω ἐγώ; ... Καί ὄχι τοῦ λόγου σου νά μοῦ τό εἰπεῖς δέν σ' ἀκούγω, ἀλλά κι ὁ Θεός ὁ δικός σου νά μοῦ τό εἰπεῖ, δέν σαλεύει τό μάτι μου»...
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά, πολύ διαγραμματικά καί σύντομα, μποροῦμε νά περιγράψουμε τή διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου στίς βασικές του διαστάσεις :
Α) Στήν πολιτική ζωή, ἐκφραστές τοῦ πολιτικοῦ βίου ἔγιναν τά κόμματα, τά ὁποία ἀπό τήν ἀρχή γίνονται ὄργανα καί ἐκφραστές τῆς ξένης ἐπιρροῆς. Γαλλικό κόμμα, Ἀγγλικό καί Ρούσικο. Τό μόνο ἑλληνικό, πού τούς ἔμεινε, ἦταν ἡ ἀρχομανία τῶν ἡγεσιῶν τους.
Ὁ πολιτικός βίος περιῆλθε στά χέρια κατά κανόνα δυτικιζόντων πολιτικῶν, πού διερωτᾶται κανείς ποιᾶς παραδόσεως φορεῖς ἦταν. Πολλοί ἀπ' αὐτούς ἑτοιμάζονταν γιά τήν ἀποστολή τους ἀπό ξένες δυνάμεις, ὅπως ἀναφέρει ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος.
Ἀπό τήν ἀρχή στόν κομματικό-πολιτικό βίο ἐπικρατοῦν ἡ ἀπεριόριστη κομματική συναλλαγή, τό ρουσφέτι, οἱ τυφλοί φανατισμοί, ἡ φαυλότητα, οἱ ἐκλογικές νοθεῖες.
Γράφει ὁ Μακρυγιάννης γιά τήν περίοδο αὐτή : «Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τήν λευτεριά ὁποῦ θά γευόμαστε, θά περικαλούσαμε τόν Θεό νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπῆ πατρίδα, τί θά εἰπῆ θρησκεία, τί θά εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετή καί τιμιότη. Αὐτά λείπουν ἀπ' ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς. Τίς πρόσοδες τῆς πατρίδας τίς κλέβομεν, ἀπό ὑποστατικά δέν τῆς ἀφήσαμε τίποτας, σέ 'πηρεσίαν νά μποῦμεν, ἕνα βάζομεν εἰς τό ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. …Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τά πράματα καί τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νά κάνει τά χρέη του πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταί οἱ περισσότεροι καί οἱ χῆρες κι ὀρφανά δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καί φαντασία - γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καί κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τά χρήματά τους, λεπτό δέν τούς δίνομεν ἀπό αὐτά - κάνουν ἐπέβασιν εἰς τά πράματά μας. Καί ποτές δέν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θά σωθοῦμεν ἐμεῖς μ' αὐτά καί θά σκηματιστοῦμεν εἰς τήν κοινωνία τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεός ἄς κάμει τό ἔλεός του νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν μεγάλον γκρεμνόν, ὁποῦ τρέχομεν νά τζακιστοῦμεν»[5] .
Β) Στόν χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας καί εὐσέβειας παρατηρεῖται ἀργή, ἀλλά σταθερή ἀπομάκρυνση ἀπό τίς παραδοσιακές γραμμές. Ἡ θρησκευτικότητα, πού καλλιεργεῖται, εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπό τό παραδοσιακό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ ἁγίου. Εἶναι ἁπλά ἀγωγή ἠθικῆς καλυτέρευσης. Ἐξυπηρετεῖ κυρίως κοινωνικούς στόχους : τή δημιουργία χρηστῶν καί εὐπειθῶν πολιτῶν, καλῶν ὑπηκόων, ἠθικῶν προσωπικοτήτων μέ ἀντικειμενικό κοινωνικό ἐκτόπισμα. «...δέν εἶναι ἐκκλησιαστική, οὔτε λειτουργική, δέν ἀναδεικνύει θεωμένους ἀνθρώπους, ἀλλά "καθώς πρέπει" μικροαστούς χριστιανούς... »[6] .
Εἰσάγονται, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντικοῦ εὐσεβισμοῦ, οἱ λεγόμενες Χριστοήθειες, πού προσδιόριζαν τό ἦθος τῆς νέας κοινωνίας, δηλαδή τίς «σχέσεις ἀνάμεσα στά ἄτομα καί ἀνάμεσα στά φύλα»[7] . Εἶναι «ὁδηγοί καλῆς συμπεριφοράς» τοῦ πολίτη, «πῶς θά καθήσει, πῶς θά φάει, πῶς θά μιλήσει...»[8]. Τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς εἰσβολῆς ἐπισημαίνει ὁ Κ. Δημαράς, γράφοντας : «Ὅλα δείχνουν ὅτι μιά βαθιά ἀλλοίωση ἔχει ἐπέλθει στή συγκρότηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας»[9]. Ἀπό τόν αὐθορμητισμό τῆς καρδιᾶς καί τό ρωμαίικο ἦθος, περνοῦσε ἔτσι τό γένος στήν τυποποιημένη συμπεριφορά τῶν καλῶν τρόπων καί τοῦ ἠθικισμοῦ.
Γ) Στόν κοινωνικό βίο, τό ἔθνος μαθαίνει μετά τό 1821 νά ταυτίζει τή Φραγκιά μέ τή σωτηρία του καί τόν ἐκπολιτισμό του. Ἐθίζεται νά θεωρεῖ σάν ἀπόδειξη πολιτιστικῆς προόδου καί εὐημερίας τό πέρασμα ἀπό τή λαϊκή χειροτεχνία στά βιομηχανοποιημένα προϊόντα, ἀπό τά ἀριστουργήματα τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς στά τερατουργήματα τῆς σύγχρονης πολεοδομίας καί ἀπό τήν βυζαντινή εἰκόνα στήν αἰσθαντικότητα τῆς Ἀναγέννησης. Ταυτόχρονα ὑποτιμᾶ τήν παράδοσή του, τήν ὁποία, καί ὅταν ἐξυμνεῖ, τήν ἀντιμετωπίζει σάν εἶδος φολκλορικό καί ὄχι σάν ἔκφραση ἑνός τρόπου ζωῆς, πού διασώζει τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Ἡ ἐπαφή μέ τόν δυτικό τρόπο σκέψης καί ζωῆς παίρνει τεράστιες διαστάσεις κατά τήν πρώτη εἰκοσαετία μετά τήν ἀπελευθέρωση, κυρίως μέσα στά σχολεῖα, τῶν προτεσταντῶν μισσιοναρίων (ἱεραποστόλων), πού ἱδρύονται στόν ἑλληνικό χῶρο. Σ' αὐτά ἄλλωστε σπούδαζαν οἱ ἡγέτες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τοῦ ΙΘ' αἰώνα. Ἄνθρωποι δυτικοσπουδαγμένοι, μέ ἐλάχιστη ἕως καθόλου σχέση μέ τήν παράδοση καί τούς καημούς τῆς χώρας τους, θά ἀναλάβουν τούς ἐκπαιδευτικούς προγραμματισμούς καί τήν ἡγεσία τῆς Ἑλλάδας. Στά 1882 ὁ Βλ. Γαβριηλίδης σημειώνει πώς οἱ παιδαγωγοί μας ἀντλοῦσαν τή σοφία τους «εἰς τά θυλάκια τῶν Γερμανῶν καθηγητῶν τους»[10] . Ἀπό τόν ΙΘ' αἰώνα ἀρχίζει ἄλλωστε ἡ κατάρτιση καί προετοιμασία τῶν ἡγετῶν τῆς χώρας στά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τοῦ ἐξωτερικοῦ, κάτι πού συνεχίζεται αἰσίως ἕως καί σήμερα.
Οὐσιαστικά στό ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος, ἡ διαμόρφωση τῆς παιδείας στάθηκε ἐμπόδιο στήν ὁμαλή συνέχεια τῆς ἐθνικῆς μας πορείας. Ναρκώθηκε ἡ ἐθνική καί θρησκευτική μας ἰδιαιτερότητα καί στριμωχτήκαμε στανικά στήν τροχιά τῆς Δύσης, νοθεύοντας ἀδιάκοπα τό βαθύτερο εἶναι μας.
Καί σήμερα; Καί τώρα;
Ὑπάρχει ἄραγε δυνατότητα ἀνατάξεως τοῦ ἐθνικοῦ ὀργανισμοῦ ἤ ὅλα χάθηκαν καί πρέπει νά ὑποταχθοῦμε ἀμαχητί;
Θεωρῶ πώς σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἐπιβάλλεται νά ξαναβροῦμε αὐτά, πού χάσαμε. Γιατί, αὐτά, πού χάσαμε, συνιστοῦν πανανθρώπινη διαχρονική παναλήθεια. Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναζητήσουμε, νά βροῦμε τήν χαμένη ἐθνική καί θρησκευτική μας ἰδιαιτερότητα, οὐσιαστικά, δηλαδή, τήν χαμένη μας πατρίδα, «...ὄχι ὡς σωβινιστική ἐχθρότητα, ἀλλ' ὡς λυτρωτικό ἀντίβαρο στόν οἰκουμενιστικό ὁδοστρωτήρα (πολιτικά καί πνευματικά), πού ἰσοπεδώνει τό φρόνημα καί ἐκθεμελιώνει τά σύνορα τῶν ψυχῶν καί τῶν συνειδήσεών μας»[11] .
Τότε καί μόνον τότε μποροῦμε νά γίνουμε ἀληθινά οἰκουμενικοί ἄνθρωποι, χωρίς ἄρρωστους ἐθνικισμούς καί καπηλεῖες. Γιατί, οὐσιαστικά, ὁ ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπάει τήν πατρίδα του, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας «οἰκουμενικός τυχοδιώκτης καί πλάνης στήν ἔρημο τοῦ ἀτομισμοῦ του»[12] . Τό ἴδιο ἐννοεῖ καί ὁ Ντοστογιέφσκι, ὅταν λέει πώς μόνο ὅταν αἰσθανθεῖ κανείς βαθιά τό πνευματικό στοιχεῖο τοῦ λαοῦ του, τότε καί μόνον τότε παύει νά εἶναι ξενόφοβος.
Τό 1984 σ' ἕνα βιβλίο, πού ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τίτλο «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ παιδεία τοῦ γένους μας», μεταξύ ἄλλων γράφονται κι αὐτά :
«...Μᾶς πῆραν μωρά ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔμαθαν ἄλλα. Μᾶς ἔδωσαν νά πιοῦμε γάλα κονσέρβας. Μᾶς ἔκοψαν ἀπό τίς ρίζες. Μᾶς χώρισαν ἀπό τήν παράδοση. Μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπό τό σπίτι μας. Μᾶς ἔκαμαν ἀλλοδαπούς στόν τόπο μας. Βάλθηκαν νά μᾶς ξεμάθουν τή μητρική μας γλώσσα, τή γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τή μητρική γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου.
Ποιοί; Ὅσοι θέλησαν διά τῆς βίας νά μᾶς σώσουν. ...Μαζί μ' αὐτούς, ὅλοι ὅσοι θεωρήσαμε τά φῶτα τους φῶτα, τόν πολιτισμό τους πρόοδο. Καί ἔτσι στά τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική πήραμε τό κάθε τί ἀπ' αὐτούς σάν ἀνώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σέ τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωῆς, ἀρχιτεκτονική, μουσική...).
Ἄν αὐτοί, πού προηγήθηκαν ἡμῶν, καί ἔζησαν καί τάφηκαν σέ τοῦτα τά χώματα, αὐτοσχεδίαζαν, κάνοντας τό κέφι τους, τότε θά μπορούσαμε καί μεῖς νά συνεχίσουμε αὐτοσχεδιάζοντας.
Ἄν, ὅμως, ἔζησαν διαφορετικά. Ἄν ἀποφάσισαν νά πεθάνουν καί ἔτσι ἔζησαν. Ἄν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀπόφαση θανάτου. Ἄν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τό ἦθος, ὁ λόγος, τά ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τό ὁρατό καί τό ἀόρατο ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου, ἀπό τή θυσία ὅλων, γιά νά γεννηθεῖ κάτι καλύτερο, ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς γιά τούς ἄλλους, γιά μᾶς ὅλους. ...
Ἄν δέν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στά βουνά, στά νησιά καί στίς πόλεις. Ἄν δέν εἶχαν στά τραγούδια, στή ζωή καί στά ἤθη τους αὐτή τήν ἀνθρωπιά, πού σέ σφάζει.
Ἄν δέν ἦταν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς καί ἕνας Μακρυγιάννης. Ἄν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά στό αἷμα μας, τότε θά μπορούσαμε νά κάνουμε ὅ,τι μᾶς κατέβη.
Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἁγίῳ. Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας. Ἀνήκουμε σ' αὐτούς, πού μᾶς γέννησαν, καί σ' ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μέ πνευματική κληρονομιά. Δέν μᾶς σώζει καμμιά δικαιολογία...».
Ὁ φαινομενικός ἀντιδυτικισμός, πού ἐκπέμπει, ἐνδεχομένως, ἡ ὁμιλία μου, δέν σημαίνει σέ καμιά περίπτωση ἀποστροφή, ἄρνηση ἤ ἀπόρριψη τῆς Εὐρώπης, οὔτε καμιά ἀντίληψη ἐσωστρέφειας καί στείρας προγονοπληξίας. Πεποίθησή μου εἶναι πώς καί ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συνάντηση λαῶν καί πολιτισμῶν καί ἡ διασταύρωσή τους. Τό μεγάλο, ὅμως, ζητούμενο εἶναι τό πῶς θά γίνει αὐτό. Κάτω ἀπό ποιές προϋποθέσεις. Ποιά δυνατότητα κριτικῆς ἐπιλογῆς καί ἐπιλεκτικότητας ἔχουμε, πού σημαίνει πόσο ξέρουμε καί πόσο ζοῦμε τίς πνευματικές καί πολιτισμικές μας ὑποθῆκες. Τελικά αὐτό σημαίνει πόση ἀξιοπρέπεια καί αὐτοσεβασμό διαθέτουμε.
Ὁ ποιητής μας, Γιώργος Σεφέρης, στή βράβευσή του μέ τό Βραβεῖο Νόμπελ τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1964, στή Στοκχόλμη ἔλεγε :
«Ἀνήκω σέ μιά χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν ἔχει ἄλλο ἀγαθό, παρά τόν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τή θάλασσα καί τό φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρός ὁ τόπος μας, ἀλλά ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καί τό πράγμα, πού τή χαρακτηρίζει, εἶναι ὅτι μᾶς παραδόθηκε χωρίς διακοπή....»[13] .
Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του θά πεῖ :
« …τό πράγμα, πού μέ βοήθησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο, δέν ἦταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοί ἑνός διανοούμενου, ἀλλά ἡ πίστη καί ἡ προσήλωσή μου σ' ἕναν κόσμο ζωντανῶν καί περασμένων ἀνθρώπων. Στά ἔργα τους, στίς φωνές τους, στό ρυθμό τους, στή δροσιά τους. Αὐτός ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τό συναίσθημα πώς δέν εἶμαι μιά ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ' ἀλώνι. Μοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά κρατηθῶ ἀνάμεσα στούς χαλασμούς, πού ἦταν τῆς μοίρας μου νά ἰδῶ. Κι ἀκόμη, μ' ἔκανε νά νιώσω, ὅταν ξαναείδα τό χῶμα, πού μέ γέννησε, πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τίς κόψουν, πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τόν ἀκρωτηριάζουν»[14].
Ὅλα ὅσα σᾶς ἀνέφερα μέχρι τώρα καί σᾶς κούρασα, μέ ὁδηγοῦν στή πεποίθηση πώς τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μέσα στό κλίμα πού περιέγραψα, ξεπερνᾶ κατά πολύ τή δεοντολογία ἑνός μαθήματος, πού ἔχει σκοπό τήν ἁπλή μετάδοση στούς μαθητές καί τίς μαθήτριές μας δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας καί ἀναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας ἀντίστασης, αὐτογνωσίας καί αὐθυπέρβασης τόσο σέ ἀτομικό ὅσο καί σέ συλλογικό, ἐθνικό ἐπίπεδο.
Γιά νά λειτουργήσει πρός αὐτή τήν κατεύθυνση τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά συντονιστεῖ μέ τήν πνευματική του ἰδιορρυθμία. Συγκεκριμένα :
Ὁ κόσμος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι προπαντός κόσμος πίστεως. Δέν παραθεωρεῖ οὔτε ὑποτιμάει τόν κόσμο τῆς γνώσης, ἀλλά βαδίζει πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν. Ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν προβάλλεται ὡς μιά πρόταση, πού μπορεῖ ὁ μαθητής νά τήν ἀπορρίψει ἤ νά τήν ἀποδεχτεῖ λογικά, διότι μέ τόν τρόπο αὐτό θά ἔχανε τόν μυστηριακό καί λυτρωτικό του χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πλέον ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη ἑνός γνήσιου καί αὐθεντικοῦ βιώματος.
Τό μάθημα δέν ἀποβλέπει νά ἀκονίσει πρώιμα τή λογική τοῦ μικροῦ μαθητῆ, ἀλλά, ἀναπτύσσοντας τό θρησκευτικό του συναίσθημα, νά τοῦ ἐμφυσήσει τό ὅραμα ἑνός κόσμου ἀνώτερου καί ἀντίθετου ἀπό τόν κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τοῦ συμφέροντος καί τῆς ἀτομοκρατίας. Ἔτσι, ἡ θρησκεία δέν κινδυνεύει νά ἐκπέσει σέ ἰδεολογία, σέ σύστημα, σέ ἀτομική ἄποψη. Ἐάν συμβεῖ αὐτό, τότε γίνεται ἀπάνθρωπη.
Ἐάν ὁ ἄξονας τοῦ μαθήματος μετακινηθεῖ ἀπό τόν χῶρο τῆς πίστεως στόν χῶρο τῆς λογικῆς, εὔκολα τό μάθημα μετατρέπεται σέ μάθημα κοινωνιολογίας, ἡ πίστη μετατρέπεται σέ μιά κοσμοαντίληψη περί κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νά προέλθει ὄχι ἀπό τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀλλά ἀπό τήν ἀλλαγή τῶν ἐξωτερικῶν ὑλικῶν συνθηκῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐξοβελίζεται ἡ προσωπική εὐθύνη καί βρίσκει ὡραῖο ἄλλοθι καί καταφύγιο ἡ ὑποκριτική συμπόνια γιά τήν ὑφιστάμενη κοινωνική ἀδικία, πού ἱστορικά καί νομοτελειακά πάντα θά ὑπάρχει. Στήν περίπτωση αὐτή, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀχρηστεύεται καί ἡ πίστη καταντᾶ παραπλανητική ἰδεολογία. Ὁ κόσμος, ὅμως, δέν χρειάζεται ἀκόμη μιά ἰδεολογία. Ἡ ἰδεολογία διαιρεῖ, ἡ πίστη ἀντίθετα ἑνώνει τά διεστώτα καί, μέ τόν ἠθικό δυναμισμό τῆς αὐθυπέρβασης καί τῆς ἄρνησης τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ὁδηγεῖ τόν μαθητή σέ αὐθεντική πνευματική ὡρίμανση.
Καί πνευματική ὡρίμανση δέν σημαίνει ὑπερτροφία τῆς λογικῆς καί τῆς κριτικῆς ἱκανότητας, ἀλλά ἀνάπτυξη ἑνός ὑγιοῦς, ἀνιδιοτελοῦς αἰσθήματος εὐθύνης ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μου καί ἔναντι ὅλων τῶν συνανθρώπων μου.
Δεύτερη προϋπόθεση εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά καταυγάζεται ἀπό τό παιδαγωγικό πρότυπο, τό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου. Ἅγιος δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μέ φοβερές καί τρομερές ὑπερφυσικές δυνάμεις. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίστηκε, μετανόησε, ἔκοψε τό θέλημά του καί, γενικά, ἔζησε καί βίωσε μέχρι τά κατάβαθα τῆς ὕπαρξής του τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς στό μάθημα δέν πρέπει νά δίνουμε τό βάρος στά θαύματα τῶν ἁγίων (χωρίς νά τά ἀποκλείουμε φυσικά), ἀλλά στό δρόμο πρός τήν ἁγιότητα. Ἡ ἀκατάσχετη θαυματολογία μπορεῖ νά δημιουργήσει στρεβλώσεις στήν πνευματική ζωή τῶν μαθητῶν μας.
Ὁ βιογράφος τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἀναφέρει χαρακτηριστικά :
«....Σκοπός μας δέν ἦταν νά παρουσιάσουμε "ἕναν κατάλογο θαυμάτων". Διότι, εἶναι φυσικό σέ κάποιον, πού φθάνει στήν "ἀκρώρεια" τῶν ἀρετῶν καί ἀποκτᾶ τή θεία χάρι, νά ἐνεργοῦν τά χαρίσματα καί νά κάνη θαύματα. Ἀλλά τό ζητούμενον εἶναι πῶς θά φθάσει ὡς ἐκεῖ, ποιό δρόμο θά ὁδεύσει καί μέ ποιόν τρόπο θά ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῶν πειρασμῶν. Πιό πολύ ἀπό τά θαύματά του μας ἔχουν συγκινήσει ἡ μεγάλη του αὐταπάρνηση, οἱ φιλότιμοι ἀγῶνες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ μοναχική ἀκρίβεια καί ἡ λεπτή του αἴσθηση γιά τήν πνευματική ζωή, ἡ σπάνια διάκρισή του, ἡ θυσιαστική του ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο καί τό πατερικό του φρόνημα, πού ἀνέπαυε»[15].
Τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι αὐτό, πού συγκινεῖ τόν μαθητή, τόν φιλοτιμεῖ. Δέν τόν καλουπώνει, τόν ἐμπνέει. Γλυκαίνει τήν ὕπαρξη του, τόν ἐλευθερώνει.
Χωρίς νά καταφεύγουμε σέ ἠθικολογίες καί συνταγές καλῆς συμπεριφορᾶς, ἀφήνουμε τό παιδί νά ἐμπνευστεῖ καί νά ἐκφραστεῖ ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, ἀκολουθώντας τήν περιπέτεια τόσων ἁγίων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν.
Ἐπιμένουμε ἰδιαίτερα στήν ἀνιδιοτέλεια, τήν ἀγάπη καί τή θυσιαστική προσφορά τῶν ἁγίων.
Στό νησί τῆς Πάρου, κατά τή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, μετά ἀπό μιά δολιοφθορά τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Γερμανῶν, ὁ Γερμανός διοικητής μάζεψε κι ἀποφάσισε νά ἐκτελέσει, ὡς ἀντίποινα, ἑκατόν πενήντα νέους τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἀπόφαση ἦταν τελεσίδικη καί παρ' ὅλες τίς παρακλήσεις δημάρχων, ἐπισκόπων καί ἄλλων ἐπιφανῶν τοῦ νησιοῦ, ὁ Γερμανός διοικητής παρέμεινε ἀμετάπιστος.
Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ἡγούμενος ἑνός μοναστηριοῦ στήν Πάρο, κάλεσε τόν Γερμανό Διοικητή καί τήν ἀκολουθία του στό μοναστήρι του νά τούς φιλοξενήσει. Τούς παρέθεσε πλούσια τράπεζα, ζήτησε τά ὀνόματα τῶν οἰκείων τους καί τέλεσε τήν παράκληση τῆς Παναγίας ὑπέρ ὑγείας τῶν προσώπων αὐτῶν. Ὁ Γερμανός διοικητής ἀλλοιώθηκε μετά τό τέλος τῆς ἀκολουθίας καί παρακάλεσε τόν πατέρα Φιλόθεο νά τοῦ ζητήσει ὁποιαδήποτε χάρη, ἐκτός ἀπό τό νά μή γίνει ἡ ἐκτέλεση τῶν ἑκατόν πενήντα νέων. Ὁ πατήρ Φιλόθεος τότε τοῦ εἶπε : «Πρίν σᾶς ζητήσω ὁ,τιδήποτε, θέλω νά μοῦ δώσετε τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς σας τιμῆς ὅτι θά κάνετε αὐτό, πού θά σᾶς πῶ». «Ἔχετε τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς μου τιμῆς», ἀπάντησε ὁ Γερμανός. Τοῦ εἶπε τότε ὁ πατήρ Φιλόθεος : «Θέλω νά βάλετε κι ἐμένα ἀνάμεσα στούς ἑκατόν πενήντα καί νά ἐκτελέσετε ἐμένα πρῶτο». Μετά ἀπό αὐτό ὁ Γερμανός ἀναγκάστηκε νά ὑπογράψει τήν ἀπόλυση καί τῶν ἑκατόν πενήντα Παριανῶν[16] .
Ποιά ἠθικολογία καί ποιά θεωρία μπορεῖ νά ἔχει καλύτερα ἀποτελέσματα ἀπό τή διήγηση ἑνός τέτοιου παραδείγματος;
Τή ζωή τοῦ παιδιοῦ δέν τήν ἐμπνέει μιά στείρα πολυμάθεια, ἀπόψεις, πληροφορίες, κρίσεις, ἀλλά τό ζωντανό παράδειγμα αὐτῶν, πού νίκησαν τόν θάνατο, μέ τόν ἡρωισμό τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς καί τῆς ἀγάπης. Ἔτσι, ὁ μαθητής μας θά ἀγαπήσει τή ζωή, θά ἀποκτήσει κράση δυνατή. Δέν θά λυγίσει στήν πρώτη δυσκολία καί ἀναποδιά.
Ὅταν τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἐμφορεῖται ἀπ' ὅλα τά παραπάνω δέν εἶναι δυνατόν νά πληγώσει κανέναν ἑτερόδοξο μαθητή μας, ὁ ὁποῖος θέλει καί ἐπιθυμεῖ νά παραμείνει καί νά παρακολουθήσει τό μάθημα. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε νά συμβεῖ αὐτό, ὅταν τό κυρίαρχο πρόσωπο τοῦ μαθήματος, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως χρώματος, φυλῆς, φύλου, σωματικοῦ καί ψυχικοῦ ἐλαττώματος;
Αὐτό τό ἀναφέρω, ἐπειδή ὁρισμένοι πιστεύουν πώς, ἀφοῦ στίς τάξεις μας ὑπάρχουν καί παιδιά ἄλλων δοξασιῶν, ἴσως θά ἔπρεπε νά διδάσκουμε Θρησκευτικά «μέσου ὅρου», δηλαδή Θρησκευτικά χωρίς ταυτότητα, κάτι λίγο ἀπ' ὅλα. Κάτι τέτοιο θά ἀλλοίωνε ἀπολύτως τό νόημα τοῦ μαθήματος. Ἔτσι, τό μάθημα θά μετατρέπονταν ἀπό μονοπάτι ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας σέ μονοπάτι σχετικοποίησης τῆς ἀλήθειας.
Τρίτη προϋπόθεση εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά καταφεύγει σέ κάθε εὐκαιρία στά νάματα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι στήν παράδοση ὡς φολκλόρ, ἀλλά σέ ἐκεῖνο τό διαχρονικό πλέγμα τῶν καταστάσεων, τῶν περιπετειῶν, τῶν ψυχισμῶν καί τῶν πνευματικῶν κορυφώσεων , πού κατάφερε μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων νά «...μετουσιώσει σέ θεσμούς, σέ ἔκφραση καί σέ πρακτικές τό πνεῦμα, πού ἀπό τή φύση του εἶναι ἀγαθοποιό»[17] . Ἡ παράδοση δέν εἶναι κάτι στατικό, ἀλλά μήτρα ἀναπαραγωγῆς καί ὕπερος ἀναδημιουργίας.
«Τήν ἑλληνική παράδοση - ὅπως καί τήν γαλλική», θά μᾶς πεῖ ὁ Σεφέρης, «δέν πρέπει νά τή φαντάζεται κανείς σάν τό ξόδι ἑνός ἔνδοξου φέρετρου - ἀλλά σάν μιά ὀντότητα παροῦσα καί συγκαιρινή, πού προχώρησε μαζί μέ τούς πατέρες μας καί προχωρεῖ τώρα μαζί μας. Εἶναι μιά πορεία. Μιά μακρόσυρτη πομπή, πού ἐνταφιάζει εὐλαβικά τούς νεκρούς της, ἐμπλουτίζεται ὅμως διαρκῶς μέ νέους συνοδίτες»[18] .
Καί παρακάτω συνεχίζει : «...Ὅποιος δέν μπόρεσε νά νιώσει αὐτόν τόν ρυθμό τῆς ἀδιάσπαστης ζωῆς, πού γεννήθηκε μιά μέρα ἀνάμεσα σ' αὐτή τή θάλασσα καί σ' αὐτούς τούς λόφους, γιά νά κυλήσει, μέσα ἀπό μιά πνευματική καί σωματική ἀλληλουχία, μέχρι τίς μέρες μας˙ Ὅποιος δέν μπόρεσε νά τόν συλλάβει, στό σύνολό του, σάν κάτι τό τωρινό, δέν θά μπορέσει ποτέ νά ἀντιληφθεῖ τί σημαίνει Ἑλλάδα.
Καί ρωτᾶ : "Εἴσαστε πράγματι κατευθείαν ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καί τοῦ Θεμιστοκλῆ;".
- Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μοναχά τῆς μάνας μας, πού μᾶς μίλησε ἑλληνικά, πού προσευχήθηκε ἑλληνικά καί πού ἔνιωσε τήν ψυχή της σέ ἀνάταση, τή Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στό ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεοῦ...»[19] .
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά, τίθεται τό ἐρώτημα :
Τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν ἀνταποκρίνονται ἄραγε στίς προϋποθέσεις, πού μόλις προανέφερα;
Νομίζω πώς αὐτονόητα ΟΧΙ. Καί ὁπωσδήποτε θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά εἴχαμε καλύτερα βιβλία. Ὅμως, ὁ ἀποφασιστικότερος παράγοντας γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως, ἴσως, καί γιά κάθε ἄλλο μάθημα, ἀναδεικνύεται ὁ δάσκαλος.
Τά βιβλία τά χρησιμοποιοῦμε ὡς διδακτικές ἀφορμές, ὄχι σάν μιά εὐκαιρία γιά παθητικό καί νυσταλέο ἀναμάσημα κεφαλαίων καί ὑλικό γιά ἐκμάθηση δι' ἀποστηθίσεως.
Τό ἔργο μας δέν εἶναι εὔκολο. Τά περισσότερα ἀπό τά σημερινά παιδιά «...εἶναι τυπικά προϊόντα τῶν διαμερισμάτων, ἀσθενικοί καί ἀπομονωμένοι βλαστοί διαλυμένων ἤ ὑπό διάλυσιν οἰκογενειῶν, θρεμμένοι ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων μέ τήν ψυχοφθόρα ἰδεολογία τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων καί δικαιωμάτων, πρᾶγμα πού σημαίνει πώς, γιά νά καρποφορήσει ἡ διδασκαλία μας, θά πρέπει νά τήν μεταπλάθουμε ἀδιάκοπα σέ μικρή κοινωνία πνεύματος»[20] , προσφέροντας ἀγαπητικά, θυσιαστικά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
«Ἡ ἀγάπη πρός τούς μαθητές μας ὡς πρόσωπα ἀνάβει τόν σπινθήρα τῆς ἀγάπης καί στίς καρδιές τῶν μαθητῶν. Πολλά παιδιά σήμερα δέν ἀγαποῦν, γιατί δέν ἔχουν ἀγαπηθεῖ. Ὁ μαθητής διαισθάνεται ἐάν ὁ δάσκαλός του τόν ἀγαπᾶ καί τόν δέχεται ὡς πρόσωπο ἤ τόν ξεπερνᾶ καί στέκεται ἀδιάφορος, ψυχρός ἤ καί ἐχθρικός σ' αὐτόν»[21] .
Στό μάθημα θά πρέπει νά ἐπιτρέπουμε καί νά εὐνοοῦμε τόν διάλογο, νά δημιουργοῦμε κλίμα ἐλευθερίας, ὥστε τά παιδιά νά μποροῦν νά δέχονται, νά κρίνουν, νά ἀμφισβητοῦν ἀκόμα καί νά ἀπορρίπτουν αὐτά, πού ἐμεῖς μέ περισσή βεβαιότητα τούς λέμε.
Κι ἀφοῦ τά κάνουμε ὅλα αὐτά, νά μήν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι πετύχαμε. Ἡ αὐτάρκεια αὐτή μαζί μέ τήν ἔπαρση τῆς βεβαιότητας ὁδηγεῖ, συνήθως, στήν πνευματική καί παιδαγωγική μας ἀποτυχία.
Ἐμεῖς ἔχουμε καθῆκον νά δείξουμε στά παιδιά τήν κατεύθυνση. Νά τούς δώσουμε ἐφόδια, νά τούς προειδοποιήσουμε γιά τίς παγίδες τῆς ζωῆς. Ὅμως, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά στραγγαλίσουμε τή μοναδικότητα τῆς προσωπικῆς τους συνάντησης μέ τόν Θεό.
Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» καί ὅτι ἡ σχέση κάθε ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἔχει τά δικά της μοναδικά καί ἀνεπανάληπτα χαρακτηριστικά.
Τήν ἀξία αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ βιώματος, πού ταυτόχρονα ἐλευθερώνει καί τόν διδάσκοντα ἀπό ἀδιέξοδα πιετιστικά ἄγχη, σκιαγραφεῖ μέ πολύ ὡραῖο τρόπο μιά ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτη λαϊκή διήγηση :
«Ἡ Παναγιά μέ τό Βρέφος στήν ἀγκαλιά Της, ἀποφάσισε νά κατέβει στή γῆ καί νά ἐπισκεφτεῖ ἕνα μοναστήρι. Ὑπερήφανοι ὅλοι οἱ ἱερεῖς στάθηκαν στή σειρά καί ὁ καθένας παρουσιάζονταν μπροστά στήν Παναγία, γιά νά τῆς ἀποδώσει τιμές. Ὁ ἕνας ἀπήγγειλε ὡραία ποιήματα, ὁ ἄλλος ἔδειξε τίς μικρογραφίες του γιά τή Βίβλο, ἕνας τρίτος ἀπαρίθμησε τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἁγίων. Καί οὕτω καθεξῆς, ὁ κάθε μοναχός μέ τή σειρά του τίμησε τήν Παναγία καί τό Βρέφος.
Στήν τελευταία θέση τῆς σειρᾶς στεκόταν ἕνας ἱερέας, ὁ πιό ταπεινός τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μάθει ποτέ τά σοφά κείμενα τῆς ἐποχῆς. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, πού δούλευαν σ' ἕνα παλιό τσίρκο τῆς γειτονιᾶς, καί τό μόνο, πού τοῦ εἶχαν μάθει, ἦταν νά πετάει μπάλες στόν ἀέρα καί νά κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες.
Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, οἱ ἄλλοι ἔσπευσαν νά τελειώσουν μέ τήν ἀπόδοση τιμῶν, γιατί ὁ τέως ταχυδακτυλουργός δέν εἶχε τίποτε τό πιό σημαντικό νά πεῖ καί ἐνδεχομένως νά ὑποβάθμιζε τήν εἰκόνα τοῦ μοναστηριοῦ. Στό μεταξύ, στά βάθη τῆς καρδιᾶς του αἰσθανόταν κι ἐκεῖνος ἀπέραντη ἀνάγκη νά προσφέρει κάτι στόν Χριστό καί στήν Παναγία.
Ντροπαλός, αἰσθανόμενος τό βλέμμα ἀποδοκιμασίας τῶν ἀδερφῶν, ἔβγαλε μερικά πορτοκάλια ἀπό τήν τσέπη του καί βάλθηκε νά τῆς τά πετᾶ στόν ἀέρα, κάνοντας μερικές φιγοῦρες, τό μόνο πού ἤξερε.
Μόνο τότε χαμογέλασε τό Βρέφος κι ἄρχισε νά χτυπᾶ παλαμάκια στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας. Καί πρός αὐτόν τόν ἱερέα ἅπλωσε ἡ Παναγία τά χέρια Της καί τόν ἄφησε νά κρατήσει τό Βρέφος λίγη ὥρα»[22] .
Αὐτή εἶναι ἡ παραδοξότητα τῆς λυτρωτικῆς ἐλευθερίας τῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Καμιά μηχανιστική ἀντίληψη. Πολύ ὀρθά ἔχει λεχθεῖ πώς : «...Ἡ ὀρθοδοξία δέν εἶναι σύστημα ἀξιῶν, πού ἐπινοεῖ ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι θάνατος ὅλων τῶν ἀξιῶν, γιά νά ἡμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ ὄχι "ἀξίες", ἀλλά πλήρωμα ζωῆς, πού πηγάζει ἀπό τήν ἐν ἐλευθερίᾳ προσωπική κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό»[23] .
Μποροῦμε αὐτό νά μεταδώσουμε στούς μαθητές καί τίς μαθήτριες μας;
«....εἴμαστε ἕνας λαός μέ παλικαρίσια ψυχή, πού κράτησε τά βαθιά κοιτάσματα τῆς μνήμης του σέ καιρούς ἀκμῆς καί σέ αἰῶνες διωγμῶν καί ἄδειων λόγων. Τώρα πού ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νά θέλει νά μᾶς κάνει τροφίμους ἑνός οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θά τήν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτή τή μνήμη; Θά τό παραδεχτοῦμε τάχα νά γίνουμε ἀπόκληροι;... »[24] .
Ὁ ὑπομνηματικός αὐτός λόγος τοῦ νομπελίστα ποιητῆ μας, θεωροῦμε πώς ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀπολύτως ἐπίκαιρος.
[1] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, σελ. 17, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
[2] Paul Evdokimov, «Ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ», στό Ἡ αγωνία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τοῦ Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, σελ. 35.
[3] Ἐπινομίς 987 Χ.
[4] Ἰωάννου Καποδίστρια, Ἐπιστολαί διπλωματικοί καί ἰδιωτικαί...μεταφρασθεῖσαι ἐκ τοῦ γαλλικοῦ παρά Μ. Γ. Σχινᾶ, τόμ. 1ος, Ἀθήνησι 1841, σελ. 335.
[5] ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, τόμος Β', ἐκδόσεις Γιοβάνη, σελ. 206-207.
[6] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 19.
[7] Στό ἴδιο, σελ. 34.
[8] Στό ἴδιο, σελ. 38.
[9] Στό ἴδιο, σελ. 39.
[10] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (ἐκδ. Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τόμ. ΙΓ', Ἀθήνα 1977, σελ. 465.
[11] Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀφειλή Ἀγάπης, Ἡ διάσταση Ἑνωτικῶν - Ἀνθενωτικῶν καί οἱ συνέπειές της διά τό γένος, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σελ. 19.
[12] Στό ἴδιο, σελ. 18.
[13] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ὁμιλία στή Στοκχόλμη», σελ. 159.
[14] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ἡ γλώσσα στήν ποίηση μας»», σελ. 176.
[15] Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἀγιορείτου, Ἱερομόναχου Ἰσαάκ, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 23-24.
[16] Γεροντικόν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, Κλείτου Ἰωαννίδη, «Γιά τόν Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς», σελ. 154, ἐκδόσεις ‘Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος’.
[17] Χάρη Λαμπίδη, ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ, ἐκδόσεις «Ἀντίφωνον», σελ. 293.
[18] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Γ' τόμος, «Δύο πτυχές τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας Γαλλίας καί Ἑλλάδας», ἐκδόσεις Ἴκαρος, σελ. 332.
[19] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Γ' τόμος, «Γιά τούς ταξιδιῶτες τοῦ "SEA-ADVENTURE"», ἐκδόσεις Ἴκαρος, σελ. 316.
[20] Στέλιου Ράμφου, Παιδεία ἑλληνική, Θεοῦ γράμματα σπουδάματα, ἐκδόσεις Κέδρος, σελ. 64.
[21] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 15.
[22] Paulo Coehlo, Ὁ Ἀλχημιστής, σελ. 13-14.
[23] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ.. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 35.
[24] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ἡ Γλώσσα στήν ποίηση μας», σελ. 178.