ΣτΕ 2176/1998
Αριθμός Απόφασης : 2176
'Ετος : 1998
Δικαστήριο: Συμβούλιο της Επικρατείας
Αριθμός 2176/1998
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Μαϊου 1998 με την εξής σύνθεση : Αν. Μαρίνος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος, Π. Χριστόφορος, Ν. Ντούβας, Ν. Σακελλαρίου, Εμ. Δαρζέντας, Σύμβουλοι, Ε. Νίκα, Α. Χλαμπέα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος.
Γ ι α να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 1998 αίτηση:
τ η ς Φ. χήρας Φ.Π., Δικηγόρου, κατοίκου Υμηττού Αττικής, οδός Α. 34, ως ασκούσης τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων της Σ., Θ. και Φ. Π. του Φ. και της Φ., κατοίκων ωσαύτως Υμηττού Αττικής, οδός Α. 34, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Παναγιώτη Χριστινάκη [Α.Μ. 5435], που τον διόρισε στο ακροατήριο.
κ α τ ά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τη Μ. Ανδροβιτσανέα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει ν' ακυρωθεί η υπ' αριθ. Γ2/6953/28.11.1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων [ΦΕΚ Β' 1057/1.12.1997], καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, διά την άσκησιν της υπό κρίσιν αιτήσεως κατεβλήθησαν τα, κατά νόμον, τέλη και το παράβολον [Διπλότυπα Εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών : 9203487 και 920348 έτους 1998 και ειδικό έντυπο παραβόλου του Δημοσίου 201994].
2. Επειδή, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, ζητείται, από την ήδη αιτούσα, υπό την ιδιότητα αυτής ως χριστιανής ορθοδόξου κατά το θρήσκευμα και ως ασκούσης τη γονική μεριμνα, μετά τον θάνατον του συζύγου της, επί των ανηλίκων θυγατέρων της Σ., Θ. και Φ., μαθητριών της Β' Τάξεως του Λυκείου, της Γ' Τάξεως του Γυμνασίου και της Γ' Τάξεως του Δημοτικού Σχολείου, αντιστοίχως και επίσης χριστιανών ορθοδόξων κατά το θρήσκευμα, η ακύρωσις της υπ' αρ. πρ. Γ2/6953/από 28.11.1997 [ΦΕΚ Β 1057/1.12.1997] αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, διά της οποίας καθορίσθη το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των Τάξεων Α, Β και Γ του Ενιαίου Λυκείου, καθ' ο μέρος προεβλέφθη, με την απόφαση αυτή, ότι το μάθημα των θρησκευτικών θα διδάσκεται εφ' εξής εις τας Τάξεις Β και Γ του Ενιαίου Λυκείου μόνον επί μίαν [1] ώραν, εβδομαδιαίως.
3. Επειδή, η υπό κρίσιν αίτησις, η οποία στρέφεται κατά της προαναφερθείσης αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, η οποία εξεδόθη επί τη βάσει της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 του νόμου 2525/1997, ΦΕΚ Α 188 [βλ. και άρθρο 7 παράγραφος 5 περιπτ. γ και 8 παρ. 9 περίπτ. δ' του ν. 1566/1985. ΦΕΚ Α 167] και διά της οποίας καθορίζονται οι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας των διδασκομένων εις το Ενιαίον Λύκειον μαθημάτων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το μάθημα των θρησκευτικών, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκασιν, κατ' άρθρον 1 παρ. 2 του Π.Δ. 239/1994, εις το ΣΤ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, δοθέντος ότι η προσβαλλομένη απόφασις αναφέρεται, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της εις την εφαρμογήν της εκπαιδευτικής νομοθεσίας περί μαθητών, αι επί τη βάσει της οποίας εκδιδομέναι διοικητικαί πράξεις υπάγονται, κατά τον ακυρωτικόν έλεγχον, εις το Τμήμα αυτό [πρβλ. ΣτΕ 1022/98] ανεξαρτήτως της φύσεώς των ως ατομικών ή κανονιστικών.
4. Επειδή, η ήδη αιτούσα, παραπονείται ότι, συνεπεία της διά της προσβαλλομένης αποφάσεως μειώσεως των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, εις τας προαναφερθείσας Τάξεις [Β και Γ] του Ενιαίου Λυκείου εις μίαν [1] μόνον ώραν εβδομαδιαίως, δεν είναι πλέον δυνατή η, εις επαρκή βαθμόν "ανάπτυξις" της θρησκευτικής συνειδήσεως των ανηλίκων θυγατέρων της, συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, το οποίο αυτή και τα τέκνα της πρεσβεύουν και ότι, ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη πράξις προσκρούει, κατά το μέρος της αυτό, εις το Σύνταγμα αλλά και την Σύμβασιν της Ρώμης, περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Υπό τα δεδομένα αυτά μετά προφανούς εννόμου συμφέροντος ασκεί η αιτούσα την υπό κρίσιν αίτησιν, μόνον εις ό,τι αφορά τας ανηλίκους θυγατέρας της, οι οποίες, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, φοιτούν ήδη εις τας προαναφερθείσας Τάξεις του Λυκείου και του Γυμνασίου και δεν έχουν εισέτι περατώσει την φοίτησίν τους εις το Γυμνάσιο και το Λύκειον, αντιστοίχως.
5. Επειδή, η υπό κρίσιν αίτησις, η οποία κατετέθη εις την Γραμματείαν του Δικαστηρίου, μόλις την 28.1.1988 ασκείται παραδεκτώς εν γένει και εμπροθέσμως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, δοθέντος ότι η απόφασις αυτή, η οποία ως εκ του περιεχομένου της έχει προδήλως κανονιστικόν χαρακτήρα, εδημοσιεύθη εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 1.12.1997 [ΦΕΚ 1057/1.12.97 τ. Β'].
6. Επειδή, εις την διάταξιν του άρθρου 43 του Συντάγματος ορίζεται ότι : "1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεσή τους. 2. Υστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό".
7. Επειδή, εις την διάταξιν της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] ορίζεται ότι : "1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α] Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη. β] Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης. γ] Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας. δ] Να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανρθώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό. ε] Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό. 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι : α] . . . β] τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα καθώς και η σωστή χρήση τους, γ] . . . 3. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν άρτιους οδηγούς του εκπαιδευτικού έργου και περιλαμβάνουν κυρίως : αα] . . . ββ] διδακτέα ύλη επιλεγμένη σύμφωνα με το σκοπό του μαθήματος@ανάλογη και σύμμετρη προς το ωρολόγιο πρόγραμμα. . . ", στην διάταξιν της παρ. 2 του άρθρου 6 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι : 2. Το λύκειο επιδιώκει την ολοκλήρωση των σκοπών της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα βοηθεί τους μαθητές : α] Να κατανοούν βαθύτερα την κοινωνική πραγματικότητα, να κάνουν σωστές επιλογές για τις παραπέρα σπουδές και την επαγγελματική τους αποκατάσταση και να διαμορφώνουν το χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους έτσι, ώστε να εντάσσονται αρμονικά στο κοινωνικό σύνολο και να συμβάλλουν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της πατρίδας. β] Να συνειδητοποιούν τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες και να κατανοούν τη σπουδαιότητα του δημοκρατικού διαλόγου και της συμμετοχής σε συλλογικές δραστηριότητες. γ] Να αποκτούν βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνώση και αυτογνωσία, ώστε να αντιμετωπίζουν με κριτικό και δημιουργικό πνεύμα τη ζωή, την επιστήμη, την τέχνη και τον ελληνικό και παγκόσμιο πολιτισμό. δ] Να αναπτύσσουν τον προβληματισμό τους με τη μελέτη και τη βαθύτερη γνώση των ιστορικών γεγονότων [ελληνικών και παγκόσμιων] ε] να αναπτύσσουν το αισθητικό τους κριτήριο και την ποιότητα της καλλιτεχνικής τους έκφρασης. στ] Να εμπεδώνουν τις κινητικές ικανότητες και κλίσεις μέσα από συγκεκριμένες αθλητικές δραστηριότητες και να αποκτούν αθλητικές συνήθειες που αναβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής τους".
8. Επειδή, περαιτέρω, με τας διατάξεις των άρθρων 7 [παρ. 5 εδάφιον δ'] και 8 [παρ. 9 εδάφιον δ'] του προαναφερθέντος νόμου 1566/1985, ορίζετο, μεταξύ άλλων, ότι : τα θέματα τα σχετικά με τα ωρολόγια προγράμματα των ενιαίων πολυκλαδικών Λυκείων όπως και των Λυκείων κάθε τύπου ρυθμίζονται με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την διάταξιν όμως της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2525/1997 [ΦΕΚ Α 188] ορίζεται ήδη ότι : "2. Τα θέματα των άρθρων 3 παρ. 9, [περιπτώσεις δδ', εε', στστ' και ζζ'], 4 παρ. 11 [περιπτώσεις ε', στ' και ζ'], 5 παρ. 11 [περιπτώσεις β', γ', ζ' και η'], 7 παρ. 5 [περιπτώσεις γ', δ', η', θ' και ι'], 8 παρ. 9 [περιπτώσεις β', γ', δ', η' και θ'], 9 παρ. 9 [περιπτώσεις β', γ', δ', η' και θ'], 32 παρ. 6 [περιπτώσεις ε', στ', ζ', θ', ιβ' και ιγ'] και 60 παρ. 8 του ν. 1566/1985 ρυθμίζονται εφεξής με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με την επιφύλαξη της ισχύος της παραγράφου 9 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Η απόφαση για τη ρύθμιση των θεμάτων της παραγράφου 8 του άρθρου 60 του ν. 1566/1985 προσυπογράφεται και από τον Υπουργό Οικονομικών".
9. Επειδή, με την ήδη προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Παιδείας, η οποία εξεδόθη, επί τη βάσει της προπαρατεθείσης διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2525/1997, εν συνδυασμώ προς τας προαναφερθείσας διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 εδαφ. δ' και 8 παρ. 9 εδαφ. δ' του ν. 1566/1985, εις τας οποίας αυτή παραπέμπει και μετά από εισήγηση του παιδαγωγικού Ινστιτούτου, καθορίσθη το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των Τάξεων Α, Β και Γ του Ενιαίου Λυκείου και προεβλέφθη, μεταξύ άλλων, ότι από 1.9.1998 εις την Β' τάξιν του Ενιαίου Λυκείου και από 1.9.1999 εις την Γ' Τάξιν αυτού, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευμάτων θα γίνεται, πλέον, εις τας τάξεις αυτάς [Β' και Γ'] επί μίαν [1] μόνον ώραν εβδομαδιαίως.
10. Επειδή, κατά την κρατήσασα εις το Δικαστήριον γνώμην, ο καθορισμός κατ' εφαρμογήν των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2525/1997 - εν όψει και των προβλεπομένων εις τας διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 περιπτ. δ', και 8 παρ. 9 περίπτ. δ' του ν. 1566/1985 - αποκλειστικώς και μόνον των ωρών διδασκαλίας των διδασκομένων, εβδομαδιαίως, εις τας Τάξεις [Α, Β και Γ] του Ενιαίου Λυκείου, μαθημάτων, αποτελεί ειδικότερον ζήτημα διά την ρύθμισιν του οποίου δεν απαιτείται η έκδοσις Προεδρικού Διατάγματος, αλλά δύναται να γίνει εγκύρως και με υπουργικήν απόφασιν. Συνεπώς, η προσβαλλομένη υπουργική απόφασις, καθ' ο μέρος καθορίζονται, με αυτήν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι ώρες και μόνον διδασκαλίας των μαθημάτων εις τας Τάξεις του Ενιαίου Λυκείου εκδοθείσα επί τη βάσει της προαναφερθείσης διατάξεως [του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2525/1997] διά της οποίας παρέχεται εξουσιοδότησις προς ρύθμισιν ακριβώς του ειδικοτέρου αυτού θέματος είναι έγκυρος ως εκ της ειδικότητος αυτής. Αν και κατά την γνώμην του Συμβούλου Π. Χριστοφόρου εις την οποίαν προσεχώρησαν και οι δύο Πάρεδροι, η εξουσιοδότησις, η οποία κατά τους παλαιοτέρους νόμους αλλά και το ν. 1566/1985 προ της τροποποιήσεως διά του ν. 2525/1997, ανεφέρετο εις π. δ/γμα, αφορά εις την θέσπισιν ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος, θέμα το οποίον δεν είναι ειδικώτερον ουδέ λεπτομερειακόν εν' όψει του ότι εις τον νόμον δεν γίνεται ρύθμισις, ουδέ κατά τον πυρήνα των διδακτέων μαθημάτων και των κατευθύνσεων περί των ωρών διδασκαλίας αυτών, αλλά απλώς αναφέρονται γενικού περιεχομένου ρήτραι περί των κατευθύνσεων εν γένει της παιδείας εις τας επί μέρους σχολικάς μονάδας. Συνεπώς, ως προς το θέμα του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος ηδύνατο να δοθή εξουσιοδότησις μόνον προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, ο οποίος δύναται να θέτη δευτερεύοντας προς εκτέλεσιν των νόμων κανόνας δικαίου. Αλλωστε το γεγονός ότι εν προκειμένω εξεδόθη υπουργική απόφασις αναφερομένη μόνον εις το ωρολόγιον πρόγραμμα είναι συμπτωματικόν, δοθέντος ότι το ωρολόγιον πρόγραμμα αποτελεί εξειδίκευσιν του αναλυτικού προγράμματος ως προς τας ώρας διδασκαλίας και συνδέεται αρρήκτως με αυτό.
11. Επειδή, εις την διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, εις την κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκλησις της "Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος", ορίζεται ότι : "1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού ' τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' [29] Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . . ". Εξ άλλου εις την διάταξιν του άρθρου 13 αυτού ορίζεται ότι : "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3...". Εκ παραλλήλου, εις την διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησηςκαι τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες". Τέλος η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 "περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : "Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις".
12. Επειδή, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Συντάγματος αλλά και της Συμβάσεως της Ρώμης, ερμηνευομένας εν συνδυασμώ μεταξύ των, εν όψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την ορθόδοξο χριστιανική θρησκεία [βλ. ΣτΕ 3533/1986, βλ. επίσης ΣτΕ 3356/1995], όπως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την κατά τα εκτεθέντα, επίκλησιν εις αυτήν ταύτην την κεφαλίδα του Συντάγματος της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον χαρακτηρισμόν, εις την προπαρατεθείσα διάταξιν του άρθρου 3 του Συντάγματος του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος ως "επικρατούσης θρησκείας" εις την Ελλάδα, συνάγεται, κατά τα ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης εις τα σχολεία παιδείας είναι και η "ανάπτυξις", εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθησις από τους μαθητάς, οι οποίοι ανήκουν εις την κατ' Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν, του αντιστοίχου μαθήματος [βλ. και τας διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 1 εδαφ. α, 6 παρ. 2 εδαφ. β του ν. 1566/1985, ΦΕΚ Α 167 και 2 παρ. 2, 3 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 479/1995, ΦΕΚ Α 170]. Εις την τοιαύτην άλλωστε ανάπτυξιν της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελληνοπαίδων αποβλέπουν και οι γονείς των αντλούντες από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος το δικαίωμα αυτό το οποίον, ως εξετέθη, κατοχυρούται ευθέως και από τας προαναφερθείσας διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης, κατά τας οποίας οι ίδιοι οι γονείς καθορίζουν την θρησκευτικήν αγωγήν των τέκνων των, επί τη βάσει των ιδικών των θρησκευτικών πεποιθήσεων [βλ. ΣτΕ 3356/1995]. Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος δήλωσις, είτε υπ' αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητήν να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχον, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους.
13. Επειδή από τας αυτάς ως άνω διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος και να καταστεί δυνατή η "ανάπτυξις", εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των προαναφερθέντων μαθητών και δη συμφώνως προς τας αρχάς της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, διά της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει την διδασκαλίαν του κατά τα άνω μαθήματος των θρησκευτικών εις τους εν λόγω μαθητάς και δη να την εξασφαλίζει κατά τα ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως. Και είναι μεν αληθές ότι εις την ουσιαστικήν κρίσιν της Διοικήσεως ανήκει ο καθορισμός και των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, πλην όμως ο περιορισμός των ωρών διδασκαλίας αυτού, συγκεκριμένως, του μαθήματος, εις μίαν [1] μόνον ώρα εβδομαδιαίως δεν αποτελεί, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού εις τον οποίον αποβλέπουν αι ως άνω διατάξεις του Συντάγματος τον υπ' αυτών, κατά τα ήδη κριθέντα, απαιτούμενον "ικανόν" αριθμόν ωρών διδασκαλίας. Αν και κατά τη γνώμη της Παρέδρου Ε. Νίκα ο καθορισμός του αριθμού των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών σε κάθε τάξη ανήκει στην ουσιαστική εκτίμηση της Διοικήσεως, η οποία πάντως υποχρεούται να ορίσει έναν ορισμένο αριθμό ωρών για το σύνολο των δύο κύκλων [Γυμνάσιο και Λύκειο] της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
14. Επειδή υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα βασίμως παραπονείται η ήδη αιτούσα ότι η προσβαλλομένη απόφασις δεν είναι σύμφωνη με τας ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, καθ' ο μέρος, με αυτήν, περιορίζεται πράγματι εφ' εξής η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών εις τας Τάξεις Β και Γ του Ενιαίου Λυκείου εις μίαν μόνον ώραν εβδομαδιαίως και διά τον λόγον αυτόν πρέπει η μεν προσβαλλομένη απόφασις να ακυρωθεί, κατά το τμήμα της τούτο, η δε υπόθεσις να αναπεμφθεί εις την Διοίκησιν, προκειμένου, αυτή, να προβεί εις θέσπισιν νέας συμπληρωματικής ρυθμίσεως, διά της οποίας να προβλέπεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών πέραν της προβλεπομένης, με την ήδη προσβαλλομένην απόφασιν μίας [1] μόνον ώρας εβδομαδιαίως, κατά τα ήδη εκτεθέντα.
Δ ι α τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίσιν αίτησιν, κατά τα εις το αιτιολογικόν. Ακυρώνει την υπ' αρ. πρ. Γ2/6953/1997 [ΦΕΚ Β 1057] απόφασιν του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθ' ο μέρος περιορίζεται με αυτήν η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών εις τας Τάξεις [Β και Γ] του Ενιαίου Λυκείου εις μίαν [1] μόνον ώραν διδασκαλίας εβδομαδιαίως, κατά τα εις το αιτιολογικόν. Αναπέμπει την υπόθεσιν εις την Διοίκησιν, προκειμένου να προβεί εις τας εν τω αιτιολογικώ αναφερομένας ενεργείας. Διατάσσει την απόδοσιν του κατατεθέντος παραβόλου και Επιβάλλει εις το Δημόσιον την δικαστικήν δαπάνην της αιτούσης, η οποία ανέρχεται εις το ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων [28.000] δραχμών. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 και 20 Μαϊου 1998 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης ίδιου μηνός και έτους.
Ο Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος Αν. Μαρίνος
Ο Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος Β. Μανωλόπουλος
Πηγή: Θρησκευτικά