Μια ενημερωτική επιστολή έστειλε η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) προς τα μέλη της, τους Θεολόγους Εκπαιδευτικούς στα σχολεία, στην οποία τους πληροφορούσε για τα προβλήματα με τα οποία αρχίζει η νέα σχολική χρονιά, επειδή ο κ. Υπουργός αρνείται να εφαρμόσει τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις 660/2018 και 926/2018 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι οποίες ακυρώνουν τα νέα Προγράμματα του Υπουργείου για τα Θρησκευτικά, επειδή αυτά εισήγαγαν στα σχολεία μάθημα Θρησκευτικών μη ορθόδοξο και αντισυνταγματικό και τα οποία οδηγούν σε προσηλυτισμό και ο Υπουργός έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να απειλεί με πειθαρχικές διώξεις όσους δεν τα εφαρμόσουν.
Η Ένωση, ως όφειλε, ενημέρωσε τα μέλη της ότι:
α) Η διδασκαλία των ακυρωμένων με απόφαση του ΣτΕ Προγραμμάτων (Μάρτιος και Απρίλιος του 2018) είναι παράνομη και αντισυνταγματική και ότι το Υπουργείο ήταν υποχρεωμένο, πριν ακόμη αρχίσει η νέα χρονιά, να αποσύρει τα ακυρωμένα Προγράμματα από το σχολείο και να επαναφέρει, προσωρινά σε ισχύ, τα πριν από την εφαρμογή των ακυρωμένων προγραμμάτων Προγράμματα.
β) Ότι είχε δεχθεί εξώδικη επιστολή από γονείς μαθητών, που αναφέρει ότι οι γονείς έχουν σκοπό να καταθέσουν μηνύσεις για προσηλυτισμό σε όσους θα συμβάλουν στην διδασκαλία των ακυρωμένων από το ΣτΕ προγραμμάτων, διότι ασκούν προσηλυτισμό σε βάρος των παιδιών τους.
γ) Ποιες δυνατότητες έχουν οι Θεολόγοι να προστατευτούν από τυχόν δυσάρεστες καταστάσεις και συνέπειες.
δ) Προτάσεις για το πώς μπορούν, εναλλακτικά, να διεξάγουν, προς το παρόν, νόμιμα και συνταγματικά τη διδασκαλία τους, με βάση την ύλη που χρησιμοποιούσαν πριν το 2016.
Είναι λυπηρό όμως για έναν υπουργό Παιδείας, να παρανομεί, εν γνώσει του, επειδή δεν εφαρμόζει τις επί των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά και να απειλεί με πειθαρχικές διώξεις τους μάχιμους Θεολόγους Εκπαιδευτικούς, εάν δεν εφαρμόσουν τη δική του παρανομία, δηλαδή τα ακυρωμένα Προγράμματα, με το νέο ΦΕΚ που τους έβαλε.
Δεν σταμάτησε όμως εδώ ο Υπουργός, αλλά προχώρησε σε ψεύδη και χαρακτηρισμούς και σε προοδευτικού τύπου παραληρήματα. Διατύπωσε αναληθείς πληροφορίες, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η Εκκλησία έχει συμφωνήσει για τα νέα Προγράμματα, όταν:
α) Είναι σαφές, από τα Πρακτικά της μόνης αρμόδιας να αποφασίζει της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, που συνεκλήθη τον Ιούνιο του 2017, ότι δεν υπήρξε συμφωνία για τα νέα Προγράμματα, αλλά απόφαση ΜΟΝΟΝ για τη συνέχιση του διαλόγου με την πολιτεία για τα Προγράμματα.
β) Ο ίδιος ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος έχει εκφράσει τις έντονες μάλιστα αντιθέσεις του για τα Προγράμματα αυτά, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016.
Ως προς τους χαρακτηρισμούς του, ο Υπουργός μίλησε για νόμους και κανόνες της Δημοκρατίας, υπεράνω των οποίων δεν είναι κανείς, απευθύνοντας τα βέλη του προς τους Θεολόγους, όταν αυτός πρώτος θέτει τον εαυτό του υπεράνω των νόμων και των κανόνων της Δημοκρατίας και διαπράττει την υψηλότερου επιπέδου παρανομία, που πληγώνει τη Δημοκρατία, δηλαδή να μην εφαρμόζει, ως διοίκηση, τις αποφάσεις του ανωτάτου δικαστικού οργάνου, του ΣτΕ, που διαφυλάσσουν τη νομιμότητα και τη συνταγματική τάξη, δηλαδή την καρδιά της Δημοκρατίας.
Συνιστούμε επομένως στον κ. Υπουργό, με όλον τον σεβασμό και την τιμή που έχουμε στο πρόσωπό του, να προσέχει τις ενέργειές του, διότι αυτό που έπραξε, να θέσει εκ νέου σε ισχύ, με νέους αριθμούς ΦΕΚ τα ίδια ήδη ακυρωμένα από το ΣτΕ Προγράμματα, δείχνει βαθύτατη ασέβεια και περιφρόνηση προς τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα και τον εμφανίζει ως αρνητικό πρότυπο ανώτατου βαθμού παρανομίας.
Το πιο σημαντικό, μάλιστα, είναι ότι η ενέργεια αυτή του Υπουργού έχει μεγάλο κόστος, διότι βλάπτει πνευματικά περισσότερους από 1.000.000 μαθητές.
Η προσπάθειά του, να δείξει ότι κάποιοι συμφωνούν με τα νέα συγκρητισμικά Προγράμματά του, δεν δικαιώνει την απείθειά του έναντι των αποφάσεων του ΣτΕ, όταν μάλιστα όλοι γνωρίζουν ότι οι πλείστοι των φερομένων από αυτόν ως συμφωνούντες με τα νέα Προγράμματα, το πράττουν μόνον από φόβο για τις συνέπειες της φανέρωσης της διαφωνίας τους και όχι επειδή στην πραγματικότητα συμφωνούν συνειδησιακά.
Εξάλλου στη Δημοκρατία μας, η εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ είναι υποχρεωτική για όλους και δεν εξαρτάται από το εάν συμφωνούν ή διαφωνούν κάποιοι. Γι΄ αυτό ο κ. Υπουργός οφείλει να εκτιμήσει θετικά και όχι αρνητικά το γεγονός ότι βγαίνει η ΠΕΘ, με παρρησία και του υπενθυμίζει το χρέος του, ως προς τις στάσεις του ως διοικητικού υπευθύνου, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, επιθυμώντας τη διατήρηση της δικής του αξιοπιστίας ως Υπουργού.
Εκείνος, όμως, συμβουλευόμενος ίσως άλλους, που στην ουσία δεν θέλουν το καλό του, κουνά το δάκτυλο στους Θεολόγους, που του υπενθυμίζουν την δεοντολογία των ενεργειών του ως Υπουργού, εκστομίζοντας, μάλιστα, ανεπίτρεπτες για Υπουργό Παιδείας και Καθηγητή Πανεπιστημίου, εκφράσεις ή απειλές εναντίον τους.
Όμως, δεν είναι δίκαιο και αξιοπρεπές, ενεργώντας ο ίδιος, εμφανώς μη συνταγματικά, να κατεβάζει το επίπεδο διαλόγου για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η μέσω του Μαθήματος των Θρησκευτικών πνευματική κατάρτιση των μαθητών, διαστρεβλώνοντας τα κείμενα και τις προθέσεις της ΠΕΘ, που αγωνιά για τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης και της Δημοκρατίας, ισχυριζόμενος ότι «έχουν μέσα όλων των ειδών τις διανοητικές ακροβασίες» ότι ο ρόλος της είναι παράνομος, ότι κάνει κάλεσμα για απείθεια στους Θεολόγους, ότι δεν γίνονται αυτά στη Δημοκρατία κ.ά. Συμβουλεύει μάλιστα την ΠΕΘ να «υιοθετεί τις αξίες των δυτικών δημοκρατιών και όχι άλλων χωρών», θέλοντας, έτσι, να δημιουργήσει τις γνωστές συνθήκες λασπολογίας σε βάρος της.
Στην ουσία, την ένταση δεν την δημιουργούν στα σχολεία οι νόμιμες αντιδράσεις της ΠΕΘ, αλλά οι παράνομες και αντισυνταγματικές δράσεις του κ. Υπουργού, δηλαδή, αφενός η μη εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά και, αφετέρου, η παραπλανητική παρουσίαση των Προγραμμάτων Φίλη ως δικών του και δήθεν διαφορετικών, ενώ στην πραγματικότητα, ως έχει αποδειχθεί, οι διαφορές τους είναι ελάχιστες και ανεπαίσθητες, μεταξύ των οποίων ο νέος αριθμός ΦΕΚ και η νέα δική του υπογραφή.
Είναι ολοφάνερο τι έπρεπε να πράξει ο Υπουργός στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση αποφάσεις του ίδιου του ΣτΕ, το Σύνταγμα (άρθρο 95, παρ. 5), σχετικές αποφάσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) και το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, για να αρκεστούμε σε αυτό, δέχεται παγίως ότι «η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι, μετά την δημοσίευση της αποφάσεως, η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια, που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί, επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος» (βλ. ΣτΕ 1518/2014, 2559/2011 κ.ά.).
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη, νομικά, τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, αλλά οφείλει να προχωρήσει, με θετικές ενέργειες, στην αναμόρφωσή της ή των νομικών καταστάσεων, που διαμορφώθηκαν εν τω μεταξύ βάσει της πράξεως ή της παραλείψεως που ακυρώθηκε ή ως συνέπεια αυτής. Προς τον σκοπό αυτό οφείλει να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που στηρίζονται στη ακυρωθείσα και να επαναλάβει τις πράξεις που κατά νόμο υποχρεούται να εκδώσει, χωρίς τη νομική πλημμέλεια, που διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, ώστε να διαμορφωθεί νομική κατάσταση σύμφωνη προς τον νόμο κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως (ΣτΕ 4010/2015, 2854/1985, 1512/2009 κ.ά.).
Ας επανέλθει συνεπώς στη συνταγματική νομιμότητα ο Υπουργός και εκεί, είναι βέβαιο, ότι θα συναντήσει και την ΠΕΘ.