Οι Αποφάσεις 1749 και 1750 (Σεπτέμβριος 2019) του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) τεκμηριώνουν τους λόγους, για τους οποίους ακυρώθηκαν τα πολυθρησκειακά θρησκευτικά:
1) Το ΣτΕ αποφάσισε ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 16, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ως υποχρεωτική για την ελληνική Παιδεία την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία, η διδασκαλία του μαθήματος δεν μπορεί παρά να απευθύνεται, αποκλειστικά, σε ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Κατά τη δική μας ερμηνεία και σύμφωνα με τα συμφραζόμενα των Αποφάσεων, το «αποκλειστικά» σημαίνει ότι η ορθόδοξη διδασκαλία είναι υποχρεωτική μόνον για τους ορθόδοξους μαθητές. Αντίθετα, επιτρέπεται μεν η παρακολούθησή της και από τους άθεους, αλλόθρησκους και ετερόδοξους μαθητές, αλλά γι’ αυτούς και μόνον γι΄ αυτούς το μάθημα είναι προαιρετικό, δηλαδή είναι στην κρίση (τους) ή των γονέων τους, εάν θέλουν να το παρακολουθούν ή να ζητήσουν την απαλλαγή τους.
2) Το ΣτΕ διαπιστώνει ότι από τους στόχους, το περιεχόμενο και τις θεματικές του Νέου Προγράμματος Σπουδών, που τελικά ακύρωσε, προκύπτει ότι δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, διότι δεν περιέχει ολοκληρωμένη και διακριτή, έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών, διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Σε άλλη συνάφεια, αναφέρει ότι η διδασκαλία, με σκοπό την ανάπτυξη της ορθόδοξης θρησκευτικής συνειδήσεως, αποτελεί αποστολή της Παιδείας και συνταγματική υποχρέωση του κράτους.
Γι΄ αυτό πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως, να μην υποβαθμίζεται, κατά τη διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.
Πρέπει δηλαδή να διατηρεί ως προέχουσα μέριμνα, όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως, αλλά την καλλιέργεια της ορθόδοξης συνειδήσεως.
3) Το ΣτΕ, επίσης, προχώρησε στην ακύρωση του Προγράμματος, διότι σε αυτό αναφέρεται ότι το μάθημα των Θρησκευτικών απευθύνεται σε όλους τους μαθητές «ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή όχι δέσμευσή τους» και ότι «υπερβαίνει παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας».
4) Το Πρόγραμμα ακυρώνεται, ακόμη, διότι δεν εφαρμόζει:
α) Τον επιβαλλόμενο συνταγματικό σκοπό του άρθρου 16, ήτοι την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών.
β) Το άρθρο 13, που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι θα έπρεπε να απευθύνεται, αποκλειστικά, στους ορθόδοξους μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους.
γ) Το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ) για τα δικαιώματα του ανθρώπου, διότι προσβάλλει το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν τη μόρφωση των παιδιών τους, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
δ) Τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) και (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ), διότι στερεί από τους ορθόδοξους μαθητές το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις τους, ενώ η νομοθεσία προβλέπει, για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών).
Με βάση τους παραπάνω λόγους ακυρώσεως, είναι σαφές ότι το ΣτΕ έπραξε το λογικό και το αυτονόητο, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της χώρας.
Τους λόγους αυτούς, όπως θα δούμε, τους γνώριζαν, και τους προέβαλλαν, αντιστεκόμενοι στα Νέα πολυθρησκειακά Προγράμματα Φίλη - Γαβρόγλου, πολλοί σεβαστοί κληρικοί, θεολόγοι και λαϊκοί, από αυτούς που αντέδρασαν. Αντίθετα, προκλητική απείθεια και παραβατική συμπεριφορά, έδειξαν εκείνοι, που επεδίωκαν, να μην υπηρετούν τον συνταγματικό σκοπό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, αλλά αλλότριες σκοπιμότητες.
Τη διάθεση απόκλισης του μαθήματος από τις συνταγματικές αρχές έδειξε πολύ ενωρίς ο υπεύθυνος συντονιστής της συγγραφής του Προγράμματος, ο οποίος με άρθρα του, τότε, έθετε τα θεμέλια και τις φιλοσοφικές συντεταγμένες του σχεδίου που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.
Πριν τη σύνταξη των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών, άνοιξε τον χορό των συνταγματικών παραβιάσεων.
Με τις ιδεοληπτικές του αρχές συντόνιζε την κατάργηση του υπάρχοντος και πρόσφατα εγκριθέντος Ορθόδοξου μαθήματος των Θρησκευτικών (2003-2006), στην εκπόνηση του οποίου, μάλιστα, ήταν πάλι, τότε, συντονιστής ο ίδιος.
Τέσσερα χρόνια, μετά την ολοκλήρωση και την εφαρμογή του δικού του Προγράμματος (2003-2006), δηλαδή το 2010, ο ίδιος ακύρωνε τον εαυτό του και απέρριπτε το δημιούργημά του, επειδή, όπως ισχυριζόταν, ήταν ομολογιακό, μονοφωνικό, κατηχητικό και μη πλουραλιστικό.
Έτσι, οργάνωσε τη συγγραφή ενός πλουραλιστικού Προγράμματος, κατ’ αυτόν, με αναπλαισιωμένο τον θεολογικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του, που θα το διαπερνούσε η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας και με αυτήν θα σχεδιαζόταν το ουδετερόθρησκο σχολείο, «κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου».
Για αυτήν την οντολογική μετάλλαξη του μαθήματος (αλλά και των μαθητικών συνειδήσεων) από ορθόδοξο σε πολυθρησκειακό υπήρξαν άπειρες αναποτελεσματικές αντιδράσεις από τον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο, πριν αλλά και μετά την εφαρμογή των Προγραμμάτων στα σχολεία από τον κ. Φίλη (2016) (συνεδριάσεις και αποφάσεις Ιερών Συνόδων, Συνέδρια, ημερίδες, διαλέξεις, πορείες, συλλαλητήρια, άρθρα, πρακτικά συνεδρίων, δηλώσεις Αρχιερέων και πολιτικών κ.ά.).
Η έσχατη αντίδραση, μετά την επιβολή τους στα σχολεία, ήταν η κατ΄ ανάγκη προσφυγή στο ΣτΕ και στη συνέχεια η διά τεσσάρων αλλεπάλληλων Αποφάσεων του ΣτΕ ακύρωσή τους (2018 και 2019):
Μεταξύ πολλών που ακούστηκαν ή γράφτηκαν κατά την περίοδο αυτή, που εξέφραζαν τις αντιφάσεις που εμφάνιζαν αυτά τα Προγράμματα καθώς και τις μεγάλες πνευματικές ανατροπές, που πραγματοποιούσαν στις ψυχές των ορθόδοξων μαθητών, αναφέρουμε τη θέση που εξέφρασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης το 2013, προκρίνοντας ένα «πρόγραμμα Χριστοκεντρικό», που να «έχει ως βαθύτερο στόχο την πνευματική καλλιέργεια των μαθητών».
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, επίσης, το 2012, εξέφρασε τις θέσεις του, θεωρώντας τον ομολογιακό (ενν. ορθόδοξο) χαρακτήρα του μαθήματος, ως αναγκαίο για την ταυτότητα των Ελλήνων:
Το 2016, επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος, αφού μελέτησε τα νέα Προγράμματα των Θρησκευτικών έγραφε σε Επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία της χώρας:
«Είναι απαράδεκτα και επικίνδυνα, δεν θα αποδώσουν καρπούς, αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία και γενικότερα στην Κοινωνία μας.
Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μετατράπηκε σε θρησκειολογία. Απλώς καταργήθηκε και πρόκειται πλέον για ένα μη θεολογικό μάθημα.
Το εκπαιδευτικό υλικό, όχι μόνο δεν βοηθά το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και του προκαλεί σύγχυση.
Τα καινούργια προγράμματα με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για θρησκευτικά αλλά για επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, επίσης, το 2017 ανέφερε: «Είναι άλλο πράγμα να μαθαίνει κανείς όλες τις θρησκείες και άλλο, να μην ξέρει ο ίδιος ποια είναι η δική του η θρησκεία… Πρώτα πρέπει να γνωρίσουμε το ποιοι είμαστε εμείς και τι πιστεύουμε και που πάμε. Να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας, την παράδοσή μας, την Πίστη μας, και την Ελλάδα μας».
Το 2012, επίσης, οι αντιπρόσωποι των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους έγραφαν για το νέο Πρόγραμμα, σε επιστολή τους προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Φρονούμεν ότι το Μάθημα των Θρησκευτικών θα έδει να είναι ομολογιακόν διά να είναι ανοικτόν, ειδάλλως θα είναι φυλακή».
Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης έγραφε, ακόμη, το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο: «Τό νέο μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει πια Ορθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα, δεν βοηθά τους μαθητάς να γνωρίσουν την Χριστιανική τους Πίστιν».
Ο Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Αρχιμ. π. Βασίλειος Γοντικάκης, επίσης, έγραφε το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για ό, τι πάει να συντελεσθεί στο χώρο της Παιδείας μας με τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών: «Ένοιωσα ότι κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το κεφάλαιο της Πίστεώς μας».
Πιστεύουμε ότι το ΣτΕ με τις τέσσερις αλλεπάλληλες ακυρωτικές του αποφάσεις ακύρωσε και φυσικά έδωσε το έναυσμα για την εξαφάνιση από τα ελληνικά σχολεία των μοναδικών αντιχριστιανικών Προγραμμάτων θρησκευτικών, που για πρώτη φορά, από τότε (1836) που θεσπίστηκε το ορθόδοξο μάθημα θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία, γράφηκαν, εγκρίθηκαν, επιβλήθηκαν και ίσχυσαν δολίως και παρανόμως από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για μια τριετία (από το 2016 – 2019). Ελπίζουμε ότι η παρούσα Κυβέρνηση θα εφαρμόσει, καθώς είναι υποχρεωμένη, τις αποφάσεις του ΣτΕ και ότι θα αποκαταστήσει το μάθημα στην ορθόδοξη κανονικότητά του, σταματώντας την δόλια εκτροπή του σε όργανο αποορθοδοξοποίησης των νέων μας.