Ανάμεσα σε όλες τις πτυχές μορφώσεως και παιδείας των Ελλήνων, που το κράτος αναλαμβάνει, ως βασική του αποστολή, κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος, είναι η ηθική και πνευματική αγωγή των Ελλήνων, η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και η διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Με βάση τις διαχρονικές ερμηνείες του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και με βάση τον ισχύοντα συνταγματικό εκπαιδευτικό νόμο 1566/85 -ο οποίος ορίζει ως σκοπό της παιδείας την υποβοήθηση των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να έχουν πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης- ως ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως θεωρείται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και όχι η διδασκαλία ενός κοκτέϊλ θεολογικών γνώσεων από όλες τις θρησκείες.
Η γνώση αυτή συνδέεται με το νόημα και την αλήθεια της ζωής, έτσι όπως πιστεύεται και διδάσκεται από την ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία. Ο Απ. Πέτρος, στον τελευταίο στίχο της διδασκαλίας, που κατέθεσε, μέσα από τη πλούσια πνευματική εμπειρία που έζησε κοντά στον Διδάσκαλό του, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, προτρέπει τους πιστούς να αυξάνονται πνευματικά «εν χάριτι και γνώσει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Β΄ Πέτρ.3, 18).
Η ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία δεν αναφέρει σε κανένα σημείο της ότι οι Χριστιανοί μπορούν να αυξηθούν πνευματικά με γνώσεις που προσφέρουν οι διάφορες θρησκείες, οι οποίες, μάλιστα, χαρακτηρίζονται ως είδωλα, δηλαδή, ως πίστεις σε μη αληθινούς Θεούς.
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος αναφέρει ότι η διαφορά στη γνώση, μεταξύ του γένους των Χριστιανών και «παντός γένους των ανθρώπων», είναι τεράστια.
Στόχος ζωής των Χριστιανών είναι η δημιουργία, εντός της ιστορίας και εντός του παρόντος κόσμου, ενός νέου ανθρώπου και ενός νέου κόσμου, με βάση την αποκαλυπτική αλήθεια, οδό και ζωή που έζησε και δίδαξε ο Ιησούς Χριστός.
Ερμηνεύοντας τον Απ. Πέτρο, που προτρέπει να μορφώνεται ο πιστός εντός της χάριτος και της γνώσεως του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, γίνεται φανερό ότι με τον Χριστό, εδώ και 2.000 χρόνια, προσφέρεται μια νέα αντίληψη σε εκείνο, που οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ως γνώση.
Η δυνατότητα σύνδεσης του ανθρώπου με τη χάρη του Θεού και τα μυστήρια της θείας Αλήθειας και γνώσεως αποτελεί μια νέα πραγματικότητα μέσα από το πρόσωπο και το έργο του Θεανθρώπου.
Η διά του Χριστού και εν τω Χριστώ γνώση, προς αληθινή πρόοδο, ανακαίνιση και αναμόρφωση του ανθρώπου, υπάρχει και αποτελεί ιστορικό γεγονός.
Η χριστιανική γνώση, καθίσταται έτσι μια πράξη υπαρξιακής ανακαίνισης, που οδηγεί στην οικείωση της αλήθειας.
Βασική προϋπόθεση της εν Χριστώ γνώσεως, στην οποία προτρέπει ο Απ. Πέτρος, είναι η σύνδεσή της με την εν Χριστώ χάρη, με το μυστήριο της Αλήθειας της ζωής, με το ίδιο το πρόσωπο του Θεανθρώπου που είναι η Αλήθεια.
Η θεολογική γνώση, επομένως, ως γνώση που συνδέεται με το μυστήριο του Θεού για τον άνθρωπο και τον κόσμο, αποκαλύπτεται, όχι λογικά, αλλά μυστηριακά, μέσω του Ιησού Χριστού και υπερβαίνει τα νοητικά δεδομένα του ανθρώπου.
Οι χριστιανοί μαθητές του ελληνικού σχολείου, συνεπώς, είναι ανάγκη να μαθαίνουν την αληθινή γνώση για την αλήθεια της πίστεώς τους, έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα, ώστε να μπορούν να ενημερώνονται σωστά και να αναπτύσσουν ορθοδόξως τη χριστιανική τους συνείδηση.
Εάν οι μαθητές μαθαίνουν πως η θεολογική γνώση είναι μια διαδικασία ανθρωποκεντρικής και όχι χριστοκεντρικής γνωσιολογίας, αυτό αποτελεί διαστρέβλωση και παραποίηση του τρόπου προσέγγισης της αλήθειας της θεολογικής γνώσης.
Τούτο, διότι είναι δεδομένο ότι η θεία γνώση είναι πάνω από κάθε νου και έννοια και ότι η προσέγγισή της προϋποθέτει την ενέργεια της Θείας Χάριτος, με την οποία καθίστανται κατάλληλα τα όργανα γνώσεως, για αυτή τη γνωσιολογική και εμπειρική διαδικασία.
Όμως και αυτό το θέμα το αντιμετωπίζει εξ αρχής η Εκκλησία, μέσω της συμμετοχής του ανθρώπου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί, η θεολογική γνώση, η γνώση του Θεού διά του Ιησού Χριστού, καθίσταται προσιτή χαρισματικά και φανερώνεται στον Χριστιανό.
Χωρίς την ένωση με τον Χριστό, η ανθρώπινη γνώση παραμένει ένας απλός σκεπτικισμός, η δε αλήθεια μια συλλογιστική και μεταφυσική έννοια, που διατηρεί τον άνθρωπο καθηλωμένο πνευματικά, πολύ πίσω, στην περίοδο της αναζήτησης της γνώσεως της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Κατά τον Άγιο Μακάριο, οι φιλόσοφοι των Ελλήνων ασχολήθηκαν με την άσκηση γυμνών λόγων και με λογομαχίες.
Οι χριστιανοί φιλόσοφοι, όμως, χρησιμοποίησαν τον λόγο και την ανθρώπινη γνώση για να μεταβούν πνευματικά στη θεία γνώση, μέσω των θείων και μυστηριακών δωρεών.
Οι αρχαίοι Έλληνες σημείωσαν προόδους, που έφθασαν τον άνθρωπο σε πολύ υψηλές κατακτήσεις του νου και σε ανακαλύψεις πρωτότυπες που αγγίζουν τα όρια της λογικής.
Αυτός ήταν και παραμένει ένας σπουδαίος σταθμός προόδου της ανθρωπότητας, που δεν πρόκειται ποτέ να αγνοηθεί.
Ωστόσο, παρά το άφταστο μεγαλείο τους, οι γνώσεις και τα κατορθώματα των αρχαίων παρέμειναν σε ανθρωποκεντρικό πλαίσιο, αδυνατώντας να σπάσουν, μόνον με τον ανθρώπινο λόγο, τα όρια της πεπερασμένης γνώσεως και να φτάσουν στην υπέρλογη θεία γνώση.
Η αλήθεια, όντως, ήταν υπέρλογη, ήταν θεία και έγινε γνωστή στον άνθρωπο, μόνον, όταν αποκαλύφτηκε στον κόσμο στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που είναι ο μόνος στην Ιστορία που είπε για τον εαυτό του ότι είναι η αλήθεια.
Με την ενανθρώπιση του Θεού στον κόσμο, φανερώθηκε η Αλήθεια και ανήλθε έτσι η γνωσιολογία του ανθρώπου στο επίπεδο της θεογνωσίας. Από τότε, ο άνθρωπος μπορεί να γίνεται δέκτης της υπέρλογης Αλήθειας, αυτής, δηλαδή, που έψαχναν και δεν κατάφερναν να βρουν οι Αρχαίοι φιλόσοφοι.
Η χριστιανική φιλοσοφία ζωής, που είναι συμβατή με το ελληνικό Σύνταγμα, από τη μια πλευρά, αποδέχεται τη λογική γνώση, που στοχεύει σε ανθρώπινα, επιστημονικά και επαγγελματικά επιτεύγματα προς όφελος του ανθρώπου, και, από την άλλη, στοχεύει στην πνευματική αγωγή και συγκρότηση του όλου ψυχοσωματικού ανθρώπου.
Η αγωγή αυτή συνδέεται και συμπλέει με τη σταδιακή ανάπτυξη και πρόοδο της θρησκευτικής συνείδησης και με την ολοκλήρωση της γνωσιολογικής συγκρότησης του μαθητή.
Προσφέρει δηλαδή το θεολογικό πλαίσιο της πνευματικής πορείας ζωής, που μπορεί, ελεύθερα, να επιλέξει ο μαθητής, γνωρίζοντας ότι στόχος αυτής της πορείας, κατά την ορθόδοξη θεολογία, είναι η διά βίου αύξηση της πίστεως του, που οδηγεί στον αγιασμό ολόκληρης της ύπαρξης.
Αποτελεί χριστολογική παρερμηνεία το να ισχυρίζεται κανείς ότι ο τρόπος μαθήσεως των θεολογικών γνώσεων είναι γνωσιολογικός και ανθρωποκεντρικός, αφού η θεολογική γνώση, η οποία είναι χριστολογική και θεανθρώπινη και ανάλογη με την πρόοδο του ανθρώπου στην αγιότητα, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με την ανθρώπινη γνώση.
Ο Χριστιανός γνωρίζει την Αλήθεια, ανάλογα με τον βαθμό που ο ίδιος γνωρίζει τον Χριστό και που γνωρίζεται από Αυτόν.
Μέχρι που ήλθε ο Χριστός, η γνώση, με ελάχιστες εξαιρέσεις αγίων ανθρώπων, ήταν ανθρωποκεντρική και περιορισμένη, λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου να γνωρίσει την υπέρλογη γνώση των όντων.
Με την εν Χριστώ γνώση, ο άνθρωπος, μπορεί, πλέον, να φτάσει στη γνώση του μυστηρίου της αλήθειας, με τη συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή και γνωσιολογία της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς, είναι η γνώση που ελευθερώνει τον άνθρωπο.
Η οποιαδήποτε γνώση, που οδηγεί σε ψεύτικες «αλήθειες» που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο σε ανόητες ατραπούς, δεν είναι αληθινή και δεν οδηγεί στην γνώση της αλήθειας που ελευθερώνει, αλλά στη δουλεία που φυλακίζει και υποδουλώνει.
Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις και προτάσεις, που προτείνονται σήμερα και υιοθετούν έναν ανθρωποκεντρικό γνωσιολογικό τρόπο μαθήσεως της θεολογικής γνώσεως στο σχολείο, επιδιώκουν να παρερμηνεύσουν τη θεολογική και χριστολογική γνωσιολογία της περιόδου της χάριτος και να επιστρέψουν τον μαθητή, 2000 χρόνια πίσω, στην προχριστιανική περίοδο της ανθρωπότητας, ακυρώνοντας και αμφισβητώντας, έτσι, το Μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως και το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου διά του Θεανθρώπου.