Όπως έγινε γνωστό κατά τους προηγούμενους μήνες, οι υπ’ αρ. 1749 και 1750/2019 αποφάσεις της μείζονος Ολομελείας του ΣτΕ, διέγνωσαν τα πολυθρησκειακά προγράμματα σπουδών για τα Θρησκευτικά ως αντίθετα με τα άρθρα 16 παρ. 2 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και με το άρθρο 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
Βεβαίως και με τις προηγούμενες υπ’ αρ. 660 και 926/2018 αποφάσεις του ΣτΕ, η πολυθρησκειακή κατεύθυνση του μαθήματος είχε διαγνωστεί ως αντισυνταγματική και ήταν αναμενόμενη η νέα ακύρωσή τους, καθώς υπάρχει πάγια νομολογία του ΣτΕ για το θέμα ήδη από τη δεκαετία του 90.
Μετά τη δημιοσίευση των εν λόγω αποφάσεων που ακύρωσαν εκ νέου τα πολυθρησκειακά θρησκευτικά, παρατηρήθηκε μία έντονη κριτική προς τους δικαστές του ΣτΕ και προς όσους προσέφυγαν νομίμως στο Δικαστήριο, από ΜΜΕ, από τους δύο πρώην υπουργούς παιδείας, από μία μειοψηφική ένωση θεολόγων και γενικότερα από τους θιασώτες της πολυπολιτισμικής Ελλάδας. Ίδια αντίδραση υπήρξε από τους παραπάνω και με τη δημοσίευση των προηγούμενων ομοίου περιεχομένου αποφάσεων 660 και 926/2018 αποφάσεων της Ολομελείας του ΣτΕ.
Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιήθηκαν ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια της θεμιτής κριτικής στις αποφάσεις της δικαιοσύνης και έφθασαν στην πρωτοφανή απαίτηση από την Υπουργό για μη τήρηση των δικαστικών αποφάσεων, σαν να ήταν στη διακριτική της ευχέρεια η συμμόρφωση προς αυτές.
Είναι αυτονόητο ότι τέτοιες θέσεις δεν στέκουν νομικά και θα εξηγήσουμε στη συνέχεια γιατί.
Στην Ελλάδα έχουμε δημοκρατία και υπάρχει Σύνταγμα το οποίο είναι πάνω από τα υπουργεία και τις εφήμερες κυβερνήσεις. Σε αυτό το Σύνταγμα ορκίστηκαν να πειθαρχούν ο ΠτΔ, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Αρμόδια όργανα να ερμηνεύουν το Σύνταγμα είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Όλοι οι υπόλοιποι, νομικοί και δημοσιολογούντες, μπορούμε να εκφέρουμε τη γνώμη μας ή την ερμηνεία μας, αλλά αυτή η γνώμη δεν δεσμεύει κανέναν. Μπορούμε να σχολιάσουμε αρνητικά μια δικαστική απόφαση, αλλά όχι να την αλλάξουμε ή να μη την εφαρμόσουμε. Η ερμηνεία, όμως, που δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεσμεύει όλους τους φορείς και δεν μπορεί η Πολιτεία να την υπερβεί, βασιζόμενη σε ερμηνείες αναρμοδίων.
Εμείς οι πολίτες, έχουμε το δικαίωμα μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων μας, να αναπτύξουμε με νομικά και πραγματικά επιχειρήματα ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων τη δική μας ερμηνεία, όπως έπραξε ο Μητροπολίτης Πειραιώς, η ΠΕΘ, γονείς και καθηγητές, όπως νόμιμα έπραξε και το σωματείο «καιρός» που παρενέβη στις επίμαχες δίκες και ανέπτυξε νομίμως την επιχειρηματολογία του. Το Δικαστήριο ακούγοντας όλες τις απόψεις, αποφασίζει αυθεντικά και αρμοδίως, δεσμεύοντας όλους τους φορείς στην απόφασή του. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν τα δικαστήρια. Για να λύνουν τις διαφορές των φυσικών και νομικών προσώπων με αποφάσεις υποχρεωτικές για όλους.
Όμως το να έρχεται ο ηττημένος και να ζητά να μην εφαρμοστούν οι δικαστικές αποφάσεις επειδή δεν δέχτηκαν τα επιχειρήματά του, δείχνει τουλάχιστον ασέβεια στους θεσμούς.
Παρά τα αβάσιμα επιχειρήματα που ακούστηκαν περί μη δεσμευτικότητας των αποφάσεων της δικαιοσύνης, η έννομη τάξη της χώρας μας προβλέπει την υποχρεωτικότητα των δικαστικών αποφάσεων.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 95 παρ. 5 του Σ ορίζεται ότι «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης.»
Ο νόμος αυτός είναι το ΠΔ 18/1989 το οποίο στο άρθρο 50 παρ. 4 αναφέρει: «Οι διοικητικές αρχές σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου (της Επικρατείας) ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα (παράβαση καθήκοντος) υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση».
Βλέπουμε εδώ ένα πολύ σημαντικό σημείο που νομίζω είναι κατανοητό από όλους. Ο νόμος ορίζει ρητά και ξεκάθαρα ότι η διοίκηση οφείλει να εφαρμόσει το περιεχόμενο της απόφασης. Αν δεν υπήρχε η συνταγματική και νομοθετική πρόβλεψη για συμμόρφωση προς το περιεχόμενο της απόφασης, θα μπορούσε το κάθε υπουργείο να δημοσιεύει σε νέα ΦΕΚ συνέχεια την ίδια υπουργική απόφαση που τυχόν ακυρώθηκε από το ΣτΕ, με αποτέλεσμα να καταργείται στην ουσία ο ρόλος του ΣτΕ και να στερούνται οι πολίτες την πρόσβαση στο φυσικό τους δικαστή.
Επομένως η πρακτική που χρησιμοποίησε νωρίτερα ο κ. Γαβρόγλου και η οποία επιχειρείται και σήμερα από κάποιους να χρησιμοποιηθεί, δηλαδή να αλλάξουν απλώς τα ΦΕΚ και μερικά ορθογραφικά λάθη, δεν αποτελεί συμμόρφωση προς το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης. Η μεθόδευση που ακολουθήθηκε από την πρώην ηγεσία του Υπουργείου, είναι εμπαιγμός του θεσμού της δικαιοσύνης, ένα πραξικόπημα κατά της διάκρισης των εξουσιών.
Επιπλέον, στο άρθρο 1 Ν. 3068/2002 ορίζεται ότι: «Το δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγουμένου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών Δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει».
Ωστόσο, το υπουργείο παρότι άλλαξε ηγεσία και παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις, δείχνει δυσκινητικότητα στην εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, σε αντίθεση με την ταχύτατη συμμόρφωση που επέδειξε σε απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που αφορούσε την αναγραφή θρησκεύματος και ιθαγένειας στα απολυτήρια.
Με μια θολή ανακοίνωση ότι θα συμμορφωθεί κάποτε με τις αποφάσεις, ήδη περισσότερο από 2 μήνες μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων, εξακολουθούν τα παιδιά μας να χρησιμοποιούν βιβλία που προκαλούν σύγχυση και είναι επικίνδυνα για τον ψυχικό τους κόσμο, κατά την ετυμηγορία του ΣτΕ!
Με την απροθυμία του υπουργείου να συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις, παρατείνεται ουσιαστικά το χάος που έχει δημιουργηθεί με το μάθημα. Αυτό το χάος που ξεκίνησε το 2016 και βρήκε απέναντι την Εκκλησία, το θεολογικό κόσμο και τους γονείς.
Οι πιο χαμένοι με όλη αυτή την εμμονή των ιθυνόντων να μην πειθαρχήσουν στο Σύνταγμα, είναι τα παιδιά μας, από 8 έως 18 ετών. Διανύουμε τον 4ο χρόνο ζωής αυτών των προγραμμάτων εκ των οποίων μόνο για τον 1ο δεν υπήρχε κατεγνωσμένη αντισυνταγματικότητα. Παίζουμε με τα παιδιά; Αδιαφορούμε για τα δικαιώματά τους; Ποια θα ήταν η αντίδραση των «προοδευτικών» αν επιβαλλόταν ορθόδοξο μάθημα θρησκευτικών στα παιδιά των μουσουλμάνων μεταναστών; Τα παιδιά των ορθοδόξων γιατί να μην έχουν δικαίωμα να μάθουν για την πίστη τους; Όταν μάλιστα συνηγορούν σε αυτό τόσες δικαστικές αποφάσεις.
Οι αποφάσεις του ΣτΕ, βέβαια είναι εφαρμοστέες άμεσα από όλους, όχι μόνο από το υπουργείο. Τι σημαίνει αυτό;
Αν θυμάστε πέρυσι, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, η ΠΕΘ είχε ζητήσει από τους καθηγητές να πειθαρχήσουν στο Σύνταγμα και να μη διδάξουν τα ακυρωθέντα προγράμματα. Ο τότε υπουργός κ. Γαβρόγλου είχε απειλήσει με πογκρόμ πειθαρχικών διώξεων από τα τηλεοπτικά κανάλια και μάλιστα έδωσε προς τούτο εντολή στο Γενικό Γραμματέα Μέσης Εκπαίδευσης.
Όμως, παρά τις απειλές ουδεμία πειθαρχική δίωξη ευδοκίμησε από τις ελάχιστες που επιχειρήθηκαν. Διότι οι υπάλληλοι, εν προκειμένω οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν απλώς δικαίωμα, αλλά είναι υποχρεωμένοι να μην εφαρμόσουν προδήλως αντισυνταγματική εντολή.
Το άρθρο 25, παρ. 3, του Υπαλληλικού Κώδικα αναφέρει, ότι ο υπάλληλος, εάν του δοθεί εντολή προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή. Η ιδία διάταξη αναφέρει ότι, εάν στον Δημ. Υπάλληλο, μετά την εν λόγω αναφορά του, του διαβιβασθεί νέα εντολή εκτελέσεως, διότι τούτο επιβάλλουν εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος, οφείλει να την εκτελέσει όχι όμως σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνο, όταν η εντολή αντίκειται «σε διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων» και όχι όταν η εντολή είναι «προδήλως αντισυνταγματική». Στην παρούσα όμως περίπτωση μια τέτοια διαταγή που θα δοθεί στον υπάλληλο, είναι προδήλως αντισυνταγματική, όχι διότι το έκρινε από μόνος του ο υπάλληλος, αλλά διότι έτσι έκρινε αμετάκλητα η ανωτάτη βαθμίδα της δικαιοσύνης, δηλαδή η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, ο Δημ. Υπάλληλος, όχι μόνο δεν υποχρεούται αλλά και δεν δικαιούται, να εκτελέσει εντολή προδήλως αντισυνταγματική, όποιες νεώτερες εντολές και αν λάβει και όποιους λόγους και αν επικαλούνται οι νεώτερες εντολές. Όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από το άρθρον 106, παρ. 3 του Υπαλληλικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι:
«Το υπαλληλικό καθήκον, ……, σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προδήλως στις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων».
Κατά το άρθρ. 21 του Ποινικού Κώδικα ο δημόσιος υπάλληλος διαπράττει αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν εκτελεί εντολή των προϊσταμένων του διώκεται και εκείνος ποινικώς, εκτός εάν δεν είχε το χρόνο να εξετάσει την νομιμότητα της διαταγής.
Υπάρχει επίσης και το άρθρο 259 του ΠΚ που τιμωρεί τον υπάλληλο για παράβαση καθήκοντος. Και βεβαίως η διδασκαλία ενός παράνομου μαθήματος συνιστά παράβαση καθήκοντος.
Επομένως, όχι μόνο δεν επιτρέπεται να διωχθεί ο εκπαιδευτικός πειθαρχικώς, εάν αρνηθεί να εκτελέσει εντολή προδήλως αντισυνταγματική, αλλά αν το πράξει έχει και ο ίδιος ποινική ευθύνη, όπως οι εντολείς του.
Στο ερώτημα ποιο μάθημα πρέπει να διδάξουν οι θεολόγοι για να είναι σωστοί απέναντι στο Σύνταγμα και τους Νόμους, η απάντηση είναι η εξής. Κατά την Ελληνική Νομολογία, με την ακύρωση μίας υπουργικής απόφασης από το ΣτΕ, η τελευταία θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα και αναβιώνει αυτοδικαίως η προηγούμενη (ΣτΕ 4690/1983), εν προκειμένω το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών του 2003, το οποίο και αυτό παρουσιάζει προβλήματα, αλλά ισχύει μέχρι να εκδοθεί κάποια νεώτερη απόφαση που θα περιλαμβάνει πρόγραμμα σπουδών για τα θρησκευτικά, σύμφωνο με το Σύνταγμα, όπως το ερμήνευσε το αρμόδιο δικαστικό όργανο. Αυτό οφείλουν κατά το νόμο να εφαρμόσουν οι θεολόγοι και για την τρέχουσα σχολική χρονιά και μέχρι το υπουργείο να συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις. Με φωτοτυπίες, με στικάκια, με cd και με καλή διάθεση. Η πράξη έδειξε ότι δεν παρουσιάζονται προβλήματα και το μάθημα γίνεται κανονικά.
Αυτό το σύστημα εφάρμοσαν και εφαρμόζουν οι περισσότεροι θεολόγοι, όπως ομολογεί και το ΕΛΙΑΜΕΠ στην παρέμβαση του στο ΕΔΔΑ.
Γράφει πιο συγκεκριμένα το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο παρενέβη προς υποστήριξη των προσφευγόντων γονέων στο ΕΔΔΑ, ότι «σε πολλά σχολεία σε ολόκληρη την Ελλάδα διδάχθηκε η προηγούμενη έκδοση του μαθήματος των θρησκευτικών, όπου όχι μόνο δίδασκε την Ορθοδοξία με άμεσο κατηχητικό τρόπο, αλλά πολλές θρησκευτικές μειονότητες παρουσιάζονταν με υποτιμητικό τρόπο. Λίγοι θεολόγοι χρησιμοποίησαν τα νέα βιβλία καθώς οι περισσότεροι επέλεξαν να μην εφαρμόσουν το νέο πρόγραμμα.»
Αυτά τα στοιχεία βεβαίως, το ΕΛΙΑΜΕΠ, δεν τα έβγαλε στην τύχη. Αποτελείται από ανθρώπους που γνωρίζουν την πραγματικότητα και έχουν υψηλές διασυνδέσεις.Με άλλα λόγια, το ΕΛΙΑΜΕΠ, παρότι αντίθετο με τον ορθόδοξο προσανατολισμό του μαθήματος, ομολόγησε ότι παρότι το υπουργείο παιδείας «στίβαξε» το Χριστό με τους θνητούς αρχηγούς των άλλων θρησκειών, οι εκπαιδευτικοί, Του έδωσαν την τιμή που Του αξίζει. Ο Χριστός εκεί που τον διώχνουν φεύγει, εκεί που τον θέλουν μένει. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η στάση αυτή των εκπαιδευτικών, άντλησε το έλεος του Θεού και έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στο δικαστικό αγώνα.
Και επειδή αναφέραμε το ΕΔΔΑ, ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε μια παρανόηση που διέσπειραν τα ΜΜΕ σχετικά με την πρόσφατη απόφαση για τις απαλλαγές.
Κατόπιν, λοιπόν, όσων αναπτύξαμε και μετά από τις τελευταίες αποφάσεις του ΣτΕ, η τελευταία θεσμική ελπίδα των υπευθύνων για τα πολυθρησκειακά προγράμματα ήταν η προσφυγή αθέων γονέων στο ΕΔΔΑ, χωρίς βεβαίως να γνωρίζουμε εμείς τίποτα ώστε να παρέμβουμε νομίμως και εμπροθέσμως, καθώς η προσφυγή έγινε πριν την εκδίκαση της υπόθεσης στο ΣτΕ. Όμως, παρά την προπαγάνδα και τους παραπλανητικούς πηχυαίους τίτλους ακόμα και χριστιανικών ιστοσελίδων, η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν άλλαξε ούτε γραμμή από τις αποφάσεις του ΣτΕ. Το ΕΔΔΑ, ασχολήθηκε με τις απαλλαγές, των οποίων το καθεστώς ήδη είχε αλλάξει με τις τελευταίες αποφάσεις του ΣτΕ, και δεν ασχολήθηκε με το παρεμπίπτον αίτημα των προσφευγόντων για το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, αφήνοντας τη δικαιοδοσία αυτή στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι για το περιεχόμενο του μαθήματος προς την πολυθρησκειακή κατεύθυνση παρενέβησαν το παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι, το ΕΛΙΑΜΕΠ και η National secular society που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει ως σκοπό τον περιορισμό της επιρροής των θρησκειών στη ζωή των ανθρώπων. Όμως, όπως προαναφέραμε το ΕΔΔΑ δεν έκανε δεκτά τα αιτήματά τους για αλλαγή του περιεχομένου του μαθήματος.
Επομένως, κανένα «όχι» δεν είπε το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα θρησκευτικά, ούτε «χαστούκι» εδόθη, κατά τους παραπλανητικούς τίτλους μεγάλων εφημερίδων και ιστοσελίδων.
Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι το Δικαστήριο:
– έκρινε ότι η παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης στους μαθητές δεν είναι αντίθετη με την ΕΣΔΑ, εφόσον εξασφαλίζεται το δικαίωμα απαλλαγής τους για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.
– ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις άπτονται της ατομικής συνείδησης και επομένως δεν μπορεί κανένας να υποχρωθεί να τις αποκαλύψει. Αυτό αφορά κυρίως την εγκύκλιο Λοβέρδου
– ότι οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης και να εξακριβώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ατόμων ή να τα υποχρεώνουν να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τα πνευματικά θέματα.
-ότι το σημερινό σύστημα απαλλαγής των παιδιών από τα θρησκευτικά μπορεί να επιβαρύνει υπερβολικά τους γονείς με κίνδυνο έκθεσης σε ευαίσθητες πτυχές της ιδιωτικής ζωής τους και ότι το ενδεχόμενο σύγκρουσης είναι πιθανό να τους αποτρέψει από το να υποβάλλουν ένα τέτοιο αίτημα, ειδικά αν ζουν σε μια μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινωνία, όπως συμβαίνει με τα νησιά Σίφνο και Μήλο, όπου ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ μεγαλύτερος από ό, τι στις μεγάλες πόλεις.
– Έτσι το ΕΔΔΑ συμπέρανε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από την εγκύκλιο Λοβέρδου.
Όσον αφορά τις απαλλαγές, ήδη με τις τελευταίες αποφάσεις του ΣτΕ, επήλθε μια χαλάρωση στο σύστημα απαλλαγών σε σχέση με την απόφαση του Δ. Εφετείου Χανίων, καθώς το ΣτΕ αυτή τη φορά δεν θέτει ζήτημα υπεύθυνης δήλωσης του μαθητή που αιτείται απαλλαγή ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος, αλλά πλέον καθιερώνεται η απαλλαγή με την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ορθόδοξοι μαθητές δικαιούνται απαλλαγή, αλλά ρητά το ΣτΕ αναφέρει ότι το δικαίωμα απαλλαγής χορηγείται σε μη ορθόδοξους μαθητές. Ουσιαστικά επιστρέφουμε στην προ εγκυκλίου Λοβέρδου εποχή. Ούτε προαιρετικό δηλαδή έγινε το μάθημα, ούτε θα υπάρξει καμία τρομερή αύξηση στις απαλλαγές, οι οποίες ούτως ή άλλως κυμαίνονται σε επίπεδα κάτω του 1% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου. Το κλίμα τρομοκρατίας στο χώρο των θεολόγων που τεχνηέντως καλλιεργείται από τους υποστηρικτές των παράνομων προγραμμάτων σπουδών, κατά την εκτιμησή μου δεν έχει καμία βάση.
Αναφέρουν οι αποφάσεις του ΣτΕ ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, όχι οποιασδήποτε θρησκευτικής συνείδησης, αλλά αυτής της επικρατούσας θρησκείας, αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους, επιτελείται κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ώρων διδασκαλίας εβδομαδιαίως, να μην υποβαθμίζεται σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε με σαφήνεια και πληρότητα , τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.
Τα ως άνω που αποτυπώνονται στις αποφάσεις του ΣτΕ, διαψεύδουν κατηγορηματικά όσους μιλούν για υποβάθμιση του μαθήματος και κινδυνολογούν ασύστολα. Αντιθέτως, το μάθημα με τις αποφάσεις αυτές κατοχυρώνεται ως ισότιμο με τα άλλα μαθήματα και μάλιστα διδασκόμενο σε ικανό αριθμό ωρών.
Το ΣτΕ αποτυπώνει ακριβώς πως θα πρέπει να υποβάλλεται η δήλωση απαλλαγής. «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του παιδιού μου στο μάθημα των θρησκευτικών».
Για τους μαθητές όμως αυτούς που απαλλάσσονται από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία ελεύθερης ώρας και εντεύθεν, ο κίνδυνος απομακρύνσεως των μαθητών από το ανωτέρω, συνταγματικώς επιβαλλόμενο, μάθημα χωρίς αποχρώντα λόγο, η Πολιτεία οφείλει να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, συναφούς κατά την αντίληψή της περιεχομένου (πχ μαθήματος ηθικής), εφόσον βέβαια συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το ορθόδοξο ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών θα παραμείνει στον πυρήνα των μαθημάτων του ελληνικού σχολείου και θα εξακολουθεί να οικοδομεί την ηθική των ελληνοπαίδων. Να δίνει στα παιδια μας την πιο όμορφη αντιπρόταση στο αδιέξοδο της ανηθικότητας και του ατομισμού, με προοπτική όχι μόνο μια καλύτερη κοινωνία, αλλά την αθανασία. Μέσα στην κοινωνία της απαισιοδοξίας, της κατάθλιψης και των ψυχολογικών προβλημάτων, είναι έγκλημα να στερούμε από τα παιδιά μας τη διέξοδο σε όλα αυτά, που δεν είναι άλλη από την ορθόδοξη πίστη. Αφού, είναι κοινός τόπος ότι η πατρίδα μας διέρχεται μια άνευ προηγουμένου πνευματική κρίση, η λύση δεν είναι η ενασχόληση με τα «χαρούπια» των άλλων θρησκειών που οδηγούν κατά τους Πατέρες στον ψυχικό όλεθρο, αλλά η επιστροφή στις πνευματικές αξίες της φυλής μας, οι οποίες είναι και πρέπει να είναι το καύχημά μας.
Πως αλλιώς θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την αλλοίωση του πληθυσμού της πατρίδας μας, αν δεν στηριχτούμε στην κολώνα της Εκκλησίας μας; Πως θα μεταδώσουμε στη νέα γενιά τα αντισώματα για να κρατηθεί η φυλή μας ζωντανή από την επέλαση του Ισλάμ που φιλοδοξεί να γίνει κυριάρχο θρήσκευμα στην Ευρώπη, αρχίζοντας από την Ελλάδα, 200 χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση; Ακόμα και αν δεν υπήρχε μέχρι σήμερα το μάθημα των θρησκευτικών, θα έπρεπε να το εφεύρουμε.
Από την αρχή της λειτουργίας του ελληνικού κράτους, οι ελληνόπαιδες μάθαιναν την πίστη τους από το σχολείο, με μια ιερή σκυταλοδρομία που περνούσε από γενιά σε γενιά, το πολυτιμότερο στοιχείο του ελληνισμού που είναι η ορθόδοξη πίστη. Αυτή την υποχρέωση για τη στοιχειώδη μαθητεία των ελληνοπαίδων στα ιερά γράμματα, οι προηγούμενες γενιές την κατοχύρωσαν στο Σύνταγμα, όχι γιατί τότε υπήρχε κίνδυνος να αντικασταθούν τα ορθόδοξα θρησκευτικά από τη θρησκειολογία, αλλά κατά την εκτίμησή μου, η Πρόνοια του Θεού φώτισε το συνταγματικό νομοθέτη, να εμποδίσει τα σχέδια όσων τα τελευταία χρόνια εργάζονται με ζήλο για τη μετατροπή του σχολείου σε εργαστήριο κατασκευής άθρησκων ανθρώπων, εύκολα χειραγωγήσιμων.
Όσοι διδαχτήκαμε τα ορθόδοξα θρησκευτικά, μάθαμε ότι τίποτα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Βιώνοντας από την αρχή αυτή τη μάχη για το χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, είδαμε τη βοήθεια του Θεού ολοφάνερη σε αυτό τον αγώνα. Χωρίς χρήματα, με κόντρα τα μεγάλα ΜΜΕ, με κόντρα το υπουργείο, κόντρα τους συνταγματολόγους, κόντρα τα «μεγαθήρια» της πολυπολιτισμικότητας, εμείς οι ελάχιστοι δεν θα μπορούσαμε να καταφέρουμε το παραμικρό αν δεν ήταν ο Θεός μπροστά στο δίκαιο αγώνα μας. Είδαμε με τα μάτια μας θαύματα που δυσκολεύεται να τα χωρέσει ανθρώπου νους. Γι’ αυτό ελπίζουμε ότι στο τέλος θα ξεπεραστούν και τα τελευταία εμπόδια για την επαναφορά του μαθήματος στην κανονικότητα.
Οφείλω πριν κλείσω, να ευχαριστήσω δημόσια εσάς τους θεολόγους που δώσατε και δίνετε αγώνα με προσωπικό κόστος, νυχθημερόν. Τους θεολόγους από όλη την Ελλάδα που αγωνιάτε όχι για το μισθό και τη βόλεψή σας, αλλά για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας. Και αντί για έπαινο, εισπράττετε ονειδισμούς, συκοφαντίες, αποκλεισμούς και απειλές. Ως γνώστες της Γραφής, γνωρίζετε άριστα ότι δεν θα μπορούσατε να αποκομίσετε μεγαλύτερα βραβεία από αυτούς τους ονειδισμούς.
Τιμήσατε τον τίτλο του ορθόδοξου θεολόγου με το θάρρος και την περιφρόνηση που δείξατε στις απειλές. Ο πραγματικά ορθόδοξος και δη θεολόγος δεν μπορεί να φοβάται τους ισχυρούς της ημέρας που έρχονται και παρέρχονται, αλλά πράττει πάντα με γνώμονα την ευαρέστηση του Θεού.
Σας ευχαριστώ προσωπικά και γιατί διδάχτηκα στην πράξη ότι ο κάθε αγώνας δεν εξαρτάται από τις φτωχές δυνάμεις μας, αλλά από το Θεό τον Οποίο πάντα βάζατε και βάζετε μπροστά. Εύχομαι Εκείνος να σας ενδυναμώνει στο σπουδαίο λειτούργημα που κληθήκατε να διακονήσετε.
Πηγή: (Εισήγηση στην ημερίδα «Οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ για το μάθημα των Θρησκευτικών: Η εφαρμογή και η σημασία τους» που διοργανώθηκε από τον Παγκρήτιο Σύνδεσμο Θεολόγων & την Περιφέρεια Κρήτης υπό την Αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης στο Ηράκλειο το Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019), Ενωμένη Ρωμηοσύνη