ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων
Ἡ συζήτηση γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἔρχεται καί ἐπανέρχεται μέ ἀφορμή διάφορες ἐγκυκλίους τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων. Ἄρθρα γράφονται, πολιτικά κόμματα καί συνδικαλιστικές ἑνώσεις ἐκφράζουν ἀπόψεις καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πολύ σωστά-- ἐκφράζει τήν ἀνησυχία της ἔναντι τοῦ κινδύνου περιθωριοποιήσεως τοῦ μαθήματος. Μέσα στήν ὅλη συζήτηση ἀπό ὁρισμένα πολιτικά πρόσωπα καί ἀπό στῆλες ἀρθρογραφίας ἀκούσθηκε καί ἡ «καινοτόμος» πρόταση: Νά παύσει τό μάθημα νά βασίζεται στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πίστη καί Παράδοση (ὁμολογιακό μάθημα) καί νά γένει θρησκειολογικό, δηλαδή νά παρουσιάζει τήν ἱστορία καί τήν διδασκαλία ὅλων ἤ τῶν περισσοτέρων θρησκευμάτων τῆς Ὑφηλίου. Ἔχω τήν ἄποψη ὅτι ἡ πρόταση περί θρησκειολογικοῦ μαθήματος εἶναι ἕνα πυροτέχνημα χωρίς σοβαρή νομική καί παιδαγωγική τεκμηρίωση, ὁδηγεῖ δέ σέ πολλά ἀδιέξοδα.
Καί ἐξηγοῦμαι:
Α) Ὅπως εἶναι γνωστό στά μειονοτικά σχολεῖα τῆς Θράκης διδάσκεται μέ φροντίδα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν βασισμένο στό Κοράνιο καί στήν Ἰσλαμική παράδοση. Μάλιστα στήν Εἰδική Παιδαγωγική Ἀκαδημία Θεσσαλονίκης, τό κρατικό δηλαδή ἵδρυμα πού ἐκπαιδεύει δασκάλους γιά τά μουσουλμανικά σχολεῖα, ὑπάρχει ὑποχρεωτικό καί πρωτεῦον μάθημα μέ τίτλο Ἰσλαμολογία. Οἱ δάσκαλοι τῶν μουσουλμανικῶν δημοτικῶν σχολείων τῆς Θράκης βοηθοῦνται ἀπό τό Ἑλληνικό Κράτος νά διδάξουν ἕνα μάθημα Θρησκευτικῶν μέ καθαρά ὁμολογιακό-μουσουλμανικό περιεχόμενο. Ἐρωτῶ, λοιπόν, τούς ὀπαδούς τῆς θρησκειολογίας: Ἄν -ὑποθετικά- καθιερωθεῖ διά νόμου στήν Ἑλλάδα τό θρησκειολογικό μάθημα, θά ἰσχύσει καί γιά τά μειονοτικά σχολεῖα; Ἄν ἰσχύσει -διότι οἱ νόμοι τοῦ Κράτους ἔχουν γενική ἐφαρμογή- τότε θά καταργήσουμε ἕνα δικαίωμα τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος καί θά προκληθοῦν διεθνεῖς διαμαρτυρίες ὅτι καταργοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Κορανίου στούς μουσουλμανόπαιδες. Ἐάν ἐξαιρεθοῦν τά μειονοτικά σχολεῖα ἀπό αὐτή τήν διάταξη, τότε θά ἔχουμε ἔλλειψη ἰσονομίας καί διακριτική μεταχείριση εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων, πράγμα ἀπαράδεκτο σέ μία δημοκρατία. Οὐσιαστικά «μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα».
Β) Ἐάν τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀποκτήσει θρησκειολογικό περιεχόμενο, τότε θά ἀναγκασθοῦν καί οἱ Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης νά μεταρέψουν τό περιεχόμενο σπουδῶν σέ θρησκειολογικό γιά νά ἑτοιμάζουν τούς μελλοντικούς καθηγτές πού θά διδάξουν τό μάθημα στά σχολεῖα. Τότε, ὅμως, θά χαθεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν ξένων φοιτητῶν ἀπό τήν Ἀνατολική Εὐρώπη, τήν Ἀφρική καί ἀλλοῦ , οἱ ὁποῖοι μέχρι σήμερα ἔρχονται στήν χώρα μας γιά νά σπουδάσουν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Ἄν οἱ δύο Θεολογικές μας Σχολές παύσουν νά μεταδίδουν Ὀρθοδοξία καί ἐκπέσουν σέ θρησκειολογικές τότε θά ἐμφανισθοῦν πανεπιστημιακά ἱδρύματα ἄλλων χωρῶν, ἴσως στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, πού θά προσκαλοῦν τούς σπουδαστές ὅλης τῆς Ὑφηλίου νά σπουδάσουν τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Ἡ Ἑλλάς θά χάσει μία σημαντική γέφυρα πολιτιστικῆς καί θρησκευτικῆς ἐπαφῆς μέ τούς Ὀρθοδόξους σπουδαστές τῆς Οἰκουμένης, οἱ ὁποῖοι ἀποφοιτῶντες ἀναλαμβάνουν σημαντικές ἐκκλησιαστικές καί ἐπιστημονικές θέσεις στή χώρα τους. Ἐμφανίζεται δέ καί τό ἑξῆς διπλωματικό παράδοξο: Ἀπό τή μία πλευρά ἡ Ἑλλάς νά πιέζει τήν Τουρκία γιά νά ἐπαναλειτουργήσει ἡ Χάλκη ὡς Ὀρθόδοξη (ὁμολογιακή) Θεολογική Σχολη καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά ἀκούονται φωνές στήν Ἑλλάδα περί θρησκειολογικῆς μεταλλάξεως τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν.
Γ) Τίθεται δέ τό ἐρώτημα καί ἀπό παιδαγωγικῆς ἀπόψεως: Τί πρότυπα ἤθους, πολιτισμοῦ καί κοινωνικῆς ζωῆς θά μεταδώσει ἕνα μάθημα θρησκειολογίας;. Σήμερα, ἔστω καί μέ τή γνωσιολογική καί ὄχι κατηχητική μορφή του, τό μάθημα τῶν Ὀρθοδόξων Θρησκευτικῶν μεταδίδει ὁρισμένα πρότυπα καί ἀξίες μέ βάση τό Εὐαγγέλιο. Ἡ θρησκειολογική προσέγγιση λ.χ. τί πρότυπο οἰκογενείας θά προβάλλει; Τό Χριστιανικό ἤ τό πρότυπο πολλῶν μουσουλμανικῶν χωρῶν ὅπου ἐπιτρέπονται οἱ τέσσερις σύζυγοι γιά τόν ἄνδρα; Ἡ θρησκειολογία εἶναι ἕνα συνονθύλευμα ἐγκυκλοπαιδικῶν γνωώσεων πού θά δημιουργήσουν σύγχυση στό παιδί. Ὅπως τονίζει καί ὁ καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης τό παιδί πρέπει νά διδαχθεῖ τά Θρησκευτικά μέ βάση τήν θρησκεία τῶν γονέων του καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοση τοῦ τόπου, στόν ὁποῖο ζεῖ. Δ) Γιατί ἄραγε τέτοια μανία νά ἐφαρμόσουμε τό θρησκειολογικό πρότυπο, ὅταν στήν Εὐρώπη ἐπικρατεῖ τό ὁμολογιακό μάθημα; Ἄν ἦταν ἐπιτυχημένη λύση ἡ θρησκειολογία θά την ἐφήρμοζαν οἱ περισσότερες εὐρωπαϊκές χῶρες. Ὅμως ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν χωρῶν ἐπιλέγει τήν διδασκαλία τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας καί ὄχι τήν θρησκειολογία. (Βλέπε σχετικό ἄρθρο μου στήν ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Νοεμβρίου 2008). Ἐπικαλοῦνται ὁρισμένοι μία σύσταση τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, τήν ὁποία ἑρμηνεύουν ὡς ὑποστηρικτική τοῦ θρησκειολογικοῦ προσανατολισμοῦ. Ἡ συγκεκριμένη, ὅμως, Πρόταση (1720 τοῦ 2005) δέν ἔχει δεσμευτικό χαρακτῆρα. Τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης ἔχει 47 κράτη μέλη καί ἄς μή τό συγχέουμε μέ τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, ἡ ὁποία ἔχει 27 κράτη-μέλη. Οἰ προτάσεις τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως ἔχουν πολιτικό χαρακτῆρα καί δέν ἔχουν τύχει ἐπεξεργασίας ἀπό παιδαγωγούς, ἐκπαιδευτικούς κ.λπ. Θυμίζω ἐξ ἄλλου ὅτι πάλι ἡ Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης σέ μία ἄλλη Ἀπόφασή της (1481 τοῦ 2006) προτείνει νά διδάσκονται στά σχολεῖα ὅλης τῆς Εὐρώπης τά ἐγκλήματα τῶν Κομμουνιστικῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων. Οἱ ὑποστηρικτές τοῦ θρησκειολογικοῦ μαθήματος γιατί ἀναφέρουν μόνο τήν πρώτη καί λησμονοῦν τή δεύτερη ἀπό τίς προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις;
Ε) Ὑπάρχουν κάποιοι καλοπροαίρετοι, οἱ ὁποῖοι στήν προσπάθειά τους νά προστατεύσουν τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν προτείνουν: Νά τοῦ δώσουμε θρησκειολογικό περιεχόμενο, ὥστε νά μήν ὑπάρχει νομική βάση γιά τούς ἀπαλλασσομένους. Ἔτσι ὅλη ἡ τάξη θά παρακολουθεῖ Θρησκευτικά. Ἀπαντῶ ὅτι τό ἐπιχείρημα πάσχει νομικά. Καί στήν Ἀγγλία τό μάθημα ἔχει θρησκειολογικό χαρακτῆρα, ὅμως πάλι ὑπάρχουν ἀπαλλασσόμενοι. Κάποιοι Ἕλληνες Θεολόγοι ἀναζητοῦν μία μέση λύση μεταξύ ὁμολογιακοῦ καί θρησκειολογικοῦ μαθήματος ὀνομάζοντάς το «πολιτιστικό». Ὅμως ἤδη ἀπό τό 2000 ὁ Βουλευτής καί καθηγητής Συνταγματικοῦ Δικαίου Εὐάγγελος Βενιζέλος ἔχει προειδοποιήσει: «Ἕνα πολιτιστικά προσανατολισμένο μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν παύει νά εἶναι μάθημα θρησκευτικῶν καί ἄρα ἰσχύουν ὅσα προαναφέρθηκαν ὡς πρός τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς» (1). Συμπέρασμα δικό μου: Ἄς μήν βιαστοῦμε νά ἀπορθοδοξοποιήσουμε τό μάθημα μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τό «σώσουμε». Διότι ἔτσι καί τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση θά βγάλουμε ἀπό τά σχολεῖα καί τίς ἀπαλλαγές δέν θά ἀποφύγουμε! Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στή χώρα μας πρέπει νά εἶναι βασισμένο στήν Ὀρθοδοξία, στήν Βίβλο καί στούς Πατέρες, νά ἐμπλουτισθεῖ μέ ἀναφορές στά μεγάλα θρησκεύματα τοῦ κόσμου καί στά σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα καί νά εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους μαθητές. Οἱ ἀλλόθρησκοι καί ἑτερόδοξοι, ἄν θέλουν νά ἀπαλλαγοῦν, θά πρέπει νά παρακολουθοῦν ἕνα ἐναλλακτικό ὑποχρεωτικό μάθημα. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη λύση ἀπό πλευρᾶς παιδαγωγικῆς, νομικῆς καί ἐθνικῆς.
(1) Οἱ Σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 129. Κ.Χ. 15-4-2009