Θεολόγου Καθηγητού του 3ου Λυκείου Υμηττού
Αθήνα 10-9-2008
Σχόλια και παρατηρήσεις σχετικά με το υπόμνημα
του Συμβούλου και των Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
κ.κ. Στ. Γιαγκάζογλου, Γ.Στάθη και Π.Καλαϊτζίδη
Προς τον Υπουργό Παιδείας
Μετά τη δημιουργία του γνωστού θέματος με τις εγκυκλίους για την απαλλαγή
από το μάθημα των Θρησκευτικών ο Θεολογικός κόσμος ανέμενε από τους
υπευθύνους του μαθήματος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο υπεύθυνη ενημέρωση και
παρέμβαση ώστε να διαλυθούν οι σκόπιμες και προβοκατόρικες παρεξηγήσεις,
να τοποθετηθούν τα πράγματα στη σωστή τους βάση και να δρομολογηθούν οι
κατάλληλες ενέργειες για τη διευθέτηση των ζητημάτων που προέκυψαν. Αντ΄
αυτών είδαμε να αποστέλλεται προς το Υπουργείο ένα υπόμνημα το οποίο
μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα και μετά από σειρά κινδυνολογικών και
καταστροφολογικών προβλέψεων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «απαιτείται
άμεσα περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της νομιμοποιητικής βάσης
του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην θεωρείται πλέον
θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς
ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο». Επειδή
θεωρούμε τη θέση αυτή, όταν μάλιστα προτείνεται επισήμως προς το
Υπουργείο, αστήρικτη, λανθασμένη και αποπροσανατολιστική, καταθέτουμε στη
συνέχεια τις παρατηρήσεις μας ώστε να ενημερωθούν οι συνάδελφοι για την,
κατά τη γνώμη μας, πραγματική εικόνα του θέματος.
1. Το ομολογιακό μάθημα και οι εναλλακτικές λύσεις.
Είναι σε όλους γνωστό ότι με βάση τις προβλέψεις του Συντάγματος (άρθρα 3
και 16,2) και του ν. 1566 η θρησκευτική αγωγή παρέχεται στα πλαίσια της
Ορθόδοξης διδασκαλίας. Η πραγματικότητα αυτή έχει επικυρωθεί με τις
υπ΄αριθ. 3356/1995 και υπ΄αριθ. 2176/1998 αποφάσεις του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Στις αποφάσεις αυτές οι προβλέψεις του Συντάγματος
συνδυάζονται με με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 2 του Α πρόσθετου
πρωτοκόλλου της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης (4-11-1950) για την «Προστασία
των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών» (παρακάτω
ΕΣΔΑ). Πιο συγκεκεριμένα, το άρθρο 2Α΄ΠΠ ορίζει τα εξής: «Ουδείς δύvαται
vα στερηθή τoυ δικαιώµατoς όπως εκπαιδευθή. Παv Κράτoς εv τη ασκήσει τωv
αvαλαµβαvoµέvωv υπ’ αυτoύ καθηκόvτωv επί τoυ πεδίoυ της µoρφώσεως και της
εκπαιδεύσεως θα σέβεται τo δικαίωµα τωv γovέωv όπως εξασφαλίζωσι τηv
µόρφωσιv και εκπαίδευσιv ταύτηv συµφώvως πρoς τας ιδίας αυτώv θρησκευτικάς
και φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις». Είναι δηλαδή «ανθρώπινο» δικαίωμα της
συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού να απαιτεί η συνταγματικά
κατοχυρωμένη θρησκευτική αγωγή των παιδιών του να παρέχεται σύμφωνα με τις
Ορθόδοξες πεποιθήσεις του. Φυσικά εξυπακούεται ότι, με βάση την ίδια
πρόβλεψη, οι μαθητές που έχουν σοβαρό πρόβλημα συνείδησης απαλλάσσονται
από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Σε πρόσφατη απόφασή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
(παρακάτω ΕΔΔΑ), την οποία χρησιμοποίησε ο Συνήγορος του Πολίτη και
επικαλέστηκε το Υπουργείο Παιδείας για να προβεί στην αλλαγή της δήλωσης
εξαίρεσης από το μάθημα, γίνεται αναφορά στην θέση του μαθήματος των
Θρησκευτικών στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Συγκεκριμένα το
δικαστήριο διαπιστώνει ότι: «Στην Ευρώπη η θρησκευτική εκπαίδευση είναι
στενά συνδεδεμένη με την κοσμική εκπαίδευση. Από τις 46 χώρες μέλη του
Συμβουλίου της Ευρώπης, οι 43 παρέχουν μαθήματα Θρησκευτικών στα κρατικά
σχολεία. Μόνο η Αλβανία, η Γαλλία (με την εξαίρεση της Αλσατίας) και η
FYROM εξαιρούνται από τον κανόνα αυτό.
Στα 25 από τα 46 κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας), τα
Θρησκευτικά είναι ένα υποχρεωτικό μάθημα. Όμως, το πεδίο αυτής της
υποχρέωσης ποικίλει ανάλογα με το κράτος. Σε πέντε χώρες, τις Φιλανδία,
Ελλάδα, Νορβηγία, Σουηδία και Τουρκία, η υποχρέωση αυτή είναι απόλυτη.
Όλοι οι μαθητές που ακολουθούν τη θρησκευτική πίστη που διδάσκεται στις
τάξεις αυτές είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθούν, μερικά ή ολικά. Σε
δέκα κράτη, Αυστρία, Κύπρο, Δανία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν,
Μάλτα, Μονακό, Αγ. Μαρίνο και Μεγάλη Βρετανία προβλέπεται εξαίρεση κάτω
από συγκεκριμένους όρους. Στην πλειοψηφία αυτών των χωρών η θρησκευτική
εκπαίδευση είναι ομολογιακή. Σε άλλες δέκα χώρες, Γερμανία Βέλγιο, Βοσνία,
Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία. Σερβία, Σλοβακία και Ελβετία, η
ομολογιακή διδασκαλία, για τους μαθητές που το ζητούν, αντικαθίσταται με
την παρακολούθηση ενός εναλλακτικού μαθήματος. Τέλος σε 21 μέλη, Ανδόρα,
Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Βουλγαρία, Κροατία, Ισπανία, Εσθονία, Γεωργία,
Ουγγαρία, Ιταλία, Λετονία, Μολδαβία, Πολωνία, Πορτογαλία, Τσεχία,
Ρουμανία, Ρωσία και Ουκρανία, το μάθημα είναι προαιρετικό, δηλαδή οι
μαθητές το παρακολουθούν μετά από δική τους αίτηση. Αυτή η γενική
επισκόπηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ευρώπη», διαπιστώνει το
ΕΔΔΑ, «δείχνει ότι παρά την ποικιλία των διδακτικών μεθόδων, σχεδόν όλα τα
κράτη μέλη παρέχουν το λιγότερο ένα τρόπο με τον οποίο οι μαθητές
απαλλάσσονται από την παρακολούθηση των θρησκευτικών, (καθιερώνοντας ένα
μηχανισμό εξαίρεσης ή ένα εναλλακτικό μάθημα ή παρέχοντας στους μαθητές το
δικαίωμα της εγγραφής στις τάξεις του μαθήματος)».[1]
Οι συγγραφείς του υπομνήματος φαίνεται όμως να πιστεύουν ότι η διδασκαλία
ενός ομολογιακού μαθήματος Θρησκευτικών είναι φαινόμενο επικίνδυνο και
αναχρονιστικό «δεδομένης της μόνιμης ροπής των θρησκειών και των Εκκλησιών
προς τον φονταμενταλισμό και την παραδοσιοκρατία». Επίσης αποφαίνονται
ότι: «Θρησκευτική κατήχηση - όποιο κι αν είναι το θεματικό της περιεχόμενο
- και δημόσιο σχολείο δεν μπορούν να συνδυαστούν στις σύγχρονες
πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα
πλήξει καίρια ένα ανοικτό, πλουραλιστικό, διαπολιτισμικό και ανεκτικό προς
την ετερότητα θρησκευτικό μάθημα που χωράει, ενδιαφέρει και απευθύνεται σε
όλους». Αυτές βεβαίως είναι προσωπικές απόψεις, που είναι σεβαστές, αλλά η
Ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η ομολογιακή διδασκαλία των
Θρησκευτικών προβλέπεται ρητά στο σύνταγμα της Γερμανίας και της Νορβηγίας
ενώ είναι η επικρατούσα πρακτική στις περισσότερες χώρες. Συνήθως το
μάθημα βρίσκεται υπό των έλεγχο των Εκκλησιών και των θρησκευτικών
κοινοτήτων οι οποίες διορίζουν τους διδάσκοντες και εκπονούν τα αναλυτικά
προγράμματα. Στο σημείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι στις
περισσότερες χώρες της Ευρώπης τα ιδιωτικά ομολογιακά, Ρωμαιοκαθολικά ή
Προτεσταντικά, σχολεία εκπαιδεύουν ένα μεγάλο μέρος των μαθητών.[2]
Η πραγματικότητα όμως αύτη δεν εμποδίζει σε τίποτε η ομολογιακή και πολλές
φορές κατηχητική διδασκαλία των Θρησκευτικών να διέπεται από τις αρχές του
σεβασμού, της ανεκτικότητας και της ειρηνικής συμβίωσης, που άλλωστε είναι
και βασικές αξίες του Χριστιανισμού. Μια ματιά στα αναλυτικά προγράμματα
και τα βιβλία του κατηχητικού μαθήματος στις διάφορες χώρες θα βεβαιώσει
και τον πιο δύσπιστο ότι σ΄αυτά ενθαρρύνεται, περισσότερο από ότι στην
Ελλάδα, η γνωριμία με τις άλλες θρησκείες και ιδεολογίες, η συγκριτική
μελέτη των δογμάτων και των θρησκειών και τονίζεται η υποχρέωση του
σεβασμού των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων Την υποχρέωση αυτή και την
εφαρμογή της στην εκπαίδευση, ιδίως απέναντι στους Μουσουλμάνους, τόνισε
ιδιαίτερα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενάντια στον Ρατσισμό και τις
Διακρίσεις.[3]
Διαπιστώνουν επίσης οι Σύμβουλοι του Παιδαγωγικού ότι μετά την πρόσφατη
εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ το μάθημα καθίσταται αυτομάτως προαιρετικό και
επισείουν τον κίνδυνο «με τη διδασκαλία ενός καθαρά ομολογιακού μαθήματος,
που θα είναι εκ των πραγμάτων προαιρετικό, ή κάθε θρησκείας σε χωριστή
τάξη, να εμφανιστεί στα σχολεία ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο,
αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης (sic) του σχολείου. Η θρησκευτική
ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή
μακροπρόθεσμα στην εκχώρηση της ευθύνης του θρησκευτικού μαθήματος από την
Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες». Επίσης παρατηρούν ότι:
«Η διδασκαλία κάθε θρησκεύματος χωριστά θα σημάνει και μιαν
«επανομολογιοποίηση» (τι λέξη κι αυτή!) των διαφόρων χριστιανικών
Εκκλησιών, ομολογιών και κοινοτήτων στην Ελλάδα (Ρωμαιοκαθολικοί, ποικίλες
προτεσταντικές κοινότητες, Αρμένιοι, Κόπτες κ.ά.), που ενδεχομένως θα
απαιτήσουν την ιδιαίτερη διδασκαλία και προβολή της δικής τους ομολογίας».
Είναι όμως γνωστό ότι εδώ και πολλές δεκαετίες ό νόμος 4862/1931 προβλέπει
τον διορισμό ειδικού δασκάλου για το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία
με ικανό αριθμό ετεροδόξων μαθητών. Επίσης επιτρέπεται η λειτουργία των
Ρωμαιοκαθολικών ομολογιακών ιδιωτικών σχολείων (Λεόντειος, κλπ.) τα οποία
διευθύνονται από μοναχούς. Βάσει των προβλέψεων του παραπάνω νόμου
λειτουργούν ακόμα και τα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης. Η ίδια η
συνθήκη της Λοζάνης στο άρθρο 40 ορίζει ότι: «Οι μουσουλμάνοι έχουν εφικτό
δικαίωμα, να συνιστούν, διευθύνουν και εποπτεύουν θρησκευτικά σχολεία και
λοιπά εκπαιδευτήρια, με το συμφυές δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη
μητρική τους γλώσσα και να επιτελούν απρόσκοπτα τα καθήκοντα που ανάγονται
στις αρχές της θρησκείας τους». Στα πλαίσια των διεθνών συμβάσεων και
διακηρύξεων η παραπάνω διάταξη ανταποκρίνεται προς το άρθρ. 9 της ΕΣΔΑ,
που αναγνωρίζει το δικαίωμα του καθενός να αναπτύσσει μέσω της διδασκαλίας
τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και είναι συμβατή με το 2 Α΄ΠΠ στο οποίο
αναφερθήκαμε προηγουμένως.
Με τα επιχειρήματα αυτά τα στελέχη του Παιδαγωγικού καταλήγουν να
προτείνουν, όπως είδαμε, την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της
νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην
θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα. Ως βάση του
μαθήματος, πιστεύουν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θρησκευτικό φαινόμενο
γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία
ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Ισχυρίζονται ακόμα
ότι: «Μετά την τυπική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος, η
θρησκευτική αγωγή δεν θα συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας
κανενός μαθητή. Αντίθετα, θα απευθύνεται και θα ενδιαφέρει όλους τους
μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος».
Πιο ανοιχτά το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ σε επείγουσα ανακοίνωση του στις
4-9-08 προτείνει «το μάθημα να είναι καταρχήν υποχρεωτικό για όλους τους
μαθητές και να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα αλλά πολιτιστικό και να
αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων. Το μάθημα βέβαια των Θρησκευτικών, σύμφωνα
και με τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη
τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν
οι κατάλληλοι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης». Για
το σκοπό αυτό το Τμήμα καταθέτει δυο προτάσεις: «Σύμφωνα με την πρώτη
πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού
χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι
μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη
πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν
περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το
παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως
εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για
λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις
θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η
δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από
τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της
επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για
λόγους συνείδησης».[4]
Οι προτάσεις αυτές αποτελούν στην ουσία επανάληψη της προ δεκαετίας
πρότασης που είχαν καταθέσει ορισμένοι θεολόγοι για την αντικατάσταση του
μαθήματος των Θρησκευτικών από ένα μάθημα «πολιτιστικό», που θα ασχολείται
με τα μορφωτικά αγαθά του Ορθόδοξου πολιτισμού, θα είναι υποχρεωτικό,
χωρίς δυνατότητα εξαίρεσης, για όλους τους μαθητές και θα διδάσκεται από
Ορθόδοξους θεολόγους χωρίς να είναι ομολογιακό.
Όπως, λοιπόν, είναι φανερό ο κοινός στόχος, τόσο της εισήγησης των
Συμβούλων του Π.Ι όσο και της πρότασης του Θεολογικού τμήματος του ΑΠΘ
είναι η κατάργηση του ομολογιακού - Ορθόδοξου μαθήματος των Θρησκευτικών.
Γνωρίζοντας όμως πολύ καλά ότι οι προτάσεις τους είναι αντίθετες με τις
επιθυμίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Θεολόγων, της Εκκλησίας αλλά
και των Ελλήνων πολιτών γενικότερα προτάσσουν το «δόλωμα» της
υποχρεωτικότητας του μαθήματος. Γι’ αυτό και έσπευσαν αμέσως να
συμπεράνουν πανηγυρικά ότι με την τελευταία εγκύκλιο το μάθημα καθίσταται
από υποχρεωτικό προαιρετικό. Επίσης στο υπόμνημα τους τα στελέχη τοτ Π.Ι.
υποστηρίζουν ότι: «με την εκτεταμένη αυτή δυνατότητα απαλλαγής από το
μάθημα των Θρησκευτικών, εισάγονται κυριολεκτικά νέα δεδομένα στο σχολείο
και στον σχολικό πολιτισμό. Εισάγεται, στην κυριολεξία, ένα σύστημα για
μαθητές δύο ταχυτήτων, εκείνων που θα έχουν λιγότερα μαθήματα και, άρα, θα
έχουν περισσότερα κενά και όσων θα έχουν περισσότερα μαθήματα και δεν θα
έχουν κενά κ.λπ. Επιπλέον, οι μαθητές, ούτως ή άλλως, στιγματίζονται με
την απαλλαγή ή την μη απαλλαγή (σ.σ. από ποιούς άραγε;), ενώ διακυβεύεται
η θέση και το παιδαγωγικό status (sic) του δημόσιου σχολείου. Προεξοφλούν
ακόμα χωρίς στοιχεία και πριν καν ξεκινήσει η σχολική χρονιά ότι «υπάρχει
το ενδεχόμενο πολλοί γονείς για λόγους ευσέβειας, δηλαδή, εκ του αντιθέτου
λόγου κινούμενοι, να ζητούν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα
Θρησκευτικά, γιατί, απλώς, δεν θα συμφωνούν με την μη ομολογιακή ή
ακραιφνώς παραδοσιακή και ορθόδοξη γραμμή στη διδασκαλία του θεολόγου
εκπαιδευτικού. Ένας σημαντικός αριθμός μαθητών, ενδεχομένως, να
απαλλάσσεται από τα Θρησκευτικά, για να έχει ένα μάθημα λιγότερο, για να
σχολάει νωρίτερα, για να έχει κενό κ.λπ.. Η τραγελαφική αυτή κατάσταση»,
συμπεραίνουν, «θα σημάνει γελοιοποίηση του μαθήματος, αλλά και των
διδασκόντων με αρνητικές συνέπειες στο παιδαγωγικό κλίμα και στην
καθημερινότητα του σχολείου». Όλα αυτά τα δεινά θα αποσοβηθούν, μας λένε
οι Σύμβουλοι του Π.Ι., με την κατάργηση του ομολογιακού μαθήματος και την
αντικατάσταση του από το πολιτιστικό-γνωσιακό. Είναι όμως έτσι τα
πράγματα;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν ένα πολιτιστικό ή ακόμα και
θρησκειολογικό μάθημα διδασκόμενο από Θεολόγους μπορεί να είναι
υποχρεωτικό χωρίς εξαίρεση θα επικαλεστούμε τις γνώμες γνωστών
συνταγματολόγων και θα αναλύσουμε την πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ,
απόσπασμα της οποία παραθέσαμε προηγουμένως.
Ο Γεώργιος Σωτηρέλλης, ήδη από το 1993, έχει προτείνει τη μετατροπή του
μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό, δηλαδή απολύτως ουδέτερο.
Στο μάθημα αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη του, να «εξειδικεύεται η «ανάπτυξη
της θρησκευτικής συνείδησης», ως σφαιρική, επιστημονικά τεκμηριωμένη και
ιδεολογικά ουδέτερη ενημέρωση των μαθητών για τις διάφορες πλευρές του
θρησκευτικού φαινομένου, με ιδιαίτερη εξειδίκευση πάντως στη διδασκαλία
των αρχών του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας».[5] Η διδασκαλία του
μαθήματος αυτού προϋποθέτει, κατά τον Γ.Σωτηρέλλη, τη ριζική αλλαγή του
χαρακτήρα των Θεολογικών Σχολών και είτε την υπαγωγή τους στις ευρύτερα
παιδαγωγικές είτε τη μετεξέλιξή τους σε σχολές Ανθρωπιστικών Σπουδών.[6]
Αναφερόμενος όμως στο δικαίωμα απαλλαγής από το Θρησκειολογικό μάθημα
γράφει τα εξής: «Αφού η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» προβλέπεται
από το Σύνταγμα και αφού επί πλέον ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της σχετικής
εκπαίδευσης -ως «αντικειμενικής, κριτικής και πολυφωνικής» κατά τα όργανα
της ΕΣΔΑ δεν παραβιάζει τις ελευθερίες που καθιερώνονται σε αυτό, δεν
ανακύπτει κανένα πρόβλημα ως προς την αμφίπλευρη υποχρεωτικότητα του, για
μαθητές και καθηγητές, χωρίς δυνατότητα εξαίρεσης.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Και
τούτο διότι είναι πολύ δύσκολο, με δεδομένη την συνθετότητα και την
λεπτότητα του θέματος και την προαναφερθείσα ποσοτική διαβάθμιση της
θρησκειολογικής εκπαίδευσης (σ.σ. δηλαδή την έμφαση στον Χριστιανισμό και
την Ορθοδοξία), να μην υπάρχουν αντιρρήσεις εκ μέρους θρησκευτικών
κοινοτήτων ή και μεμονωμένων ατόμων είτε για απόπειρες μονομερούς
επηρεασμού, όσον αφορά μαθητές και γονείς, είτε για θρησκευτικό
καταναγκασμό, όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς. Προκειμένου λοιπόν να
αποφευχθούν διαρκείς τριβές και διαμαρτυρίες, ή ακόμη και προσφυγές
ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της ΕΣΔΑ -όπως συνέβη επανειλημμένα με
την Σουηδία (όπου τα παράπονα δεν λείπουν ως προς την υποχρεωτικότητα της
συμμετοχής) - φαίνεται προτιμότερο να παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης
-κατά το παράδειγμα της Αγγλίας και της Δανίας- για τους μαθητές ή γονείς
που την επιθυμούν».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο βιβλίο του Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας
(2000), αξιολογώντας την πρόταση για Πολιτιστικό μάθημα, που είχε τότε
πρωτοδιατυπωθεί, παρατηρεί τα εξής: «Η πρόταση αυτή είναι ενδιαφέρουσα ως
προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οργανώνεται παιδαγωγικά και
μεθοδολογικά το μάθημα των Θρησκευτικών, προκειμένου να είναι ελκτικό και
ενδιαφέρον για τους μαθητές. Τονίσαμε άλλωστε ήδη ότι το μάθημα των
Θρησκευτικών είναι μάθημα ενταγμένο στο αναλυτικό πρόγραμμα της σχολικής
εκπαίδευσης και όχι «κατηχητική», δηλαδή εκκλησιαστική και θρησκευτική
διαδικασία. Αυτή όμως η «πολιτιστική» προσέγγιση του μαθήματος των
Θρησκευτικών δεν μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή του υποχρεωτικού του
χαρακτήρα και άρα στην κατάργηση της δυνατότητας επιλογής για όποιον το
ζητήσει. Ένα «πολιτιστικά» προσανατολισμένο μάθημα Θρησκευτικών δεν παύει
να είναι μάθημα Θρησκευτικών άρα ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν ως προς τη
δυνατότητα απαλλαγής».[7]
Τις παραπάνω θέσεις επιβεβαιώνει και η πρόσφατη απόφαση του
ΕΔΔΑ. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά από προσφυγή ενός Αλεβίτη γονέα που
ζητούσε την εξαίρεση του παιδιού του από το μάθημα των Θρησκευτικών στην
Τουρκία. Το μάθημα αυτό έχει τον τίτλο «Θρησκευτικός πολιτισμός και Ηθική»
(Religious Culture and Ethics) και, σύμφωνα με το αναλυτικό του πρόγραμμα,
διδάσκεται «με βάση τις αρχές του κοσμικού κράτους και της ελευθερίας της
συνείδησης, της σκέψης και της θρησκευτικής έκφρασης και στοχεύει στην
προώθηση της ειρήνης και της ανεκτικότητας». Επίσης μεταδίδει γνώσεις για
όλες τις μεγάλες θρησκείες και προωθεί την συγκριτική θρησκειολογία «ώστε
οι μαθητές με αντικειμενικά κριτήρια να κρίνουν και να εκτιμήσουν τη θέση
του Ισλαμισμού σε σχέση με τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό». Η Τουρκική
κυβέρνηση ενώπιον του δικαστηρίου υποστήριξε ότι το μάθημα έχει ως σκοπό
να καλλιεργήσει την αλληλοκατανόηση μεταξύ μαθητών από διαφορετικά
θρησκευτικά περιβάλλοντα, την προώθηση του σεβασμού της ιδιαιτερότητας των
μαθητών, της Τουρκικής εθνικής ιστορίας καθώς και των αξιών των άλλων
θρησκειών και φιλοσοφικών τάσεων. Τόνισε επίσης ότι το μάθημα διδάσκεται
υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας και όχι των θρησκευτικών αρχών,
ελέγχεται με βάση τις αρχές του κοσμικού-λαϊκού κράτους και δεν είναι
ομολογιακό.[8]
Παρ΄ όλα αυτά, το δικαστήριο αφού εξέτασε το περιεχόμενο του μαθήματος
δέχθηκε την αίτηση του γονέα και υποχρέωσε την Τουρκία να καθιερώσει ένα
απλό τρόπο εξαίρεσης με τον οποίο οι μαθητές δεν υποχρεώνονται να
αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και συνεπώς ένα καθολικό
δικαίωμα εξαίρεσης, πάντα για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Μια απόφαση
με παρόμοιο περιεχόμενο εκδόθηκε και το 2007 και αφορούσε το μάθημα της
Νορβηγίας με τον τίτλο «Γνώση του Χριστιανισμού, Θρησκευτική και Ηθική
Εκπαίδευση».[9]
Τόσο η απόφαση του ΕΔΔΑ όσο και οι απόψεις των Συνταγματολόγων μας οδηγούν
αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το επιχείρημα περί υποχρεωτικού πολιτιστικού ή
θρησκειολογικού μαθήματος είναι αβάσιμο. Και πάντως θα περιμέναμε από
αυτούς που καταθέτουν μια τόσο σοβαρή πρόταση για κατάργηση του
ομολογιακού-Ορθόδοξου μαθήματος να έχουν, μετά από τόσα χρόνια, προσφέρει
σοβαρά επιχειρήματα για να μας πείσουν για τα λεγόμενά τους περί
υποχρεωτικότητας. Βεβαίως θα έπρεπε προηγουμένως να προσδιορίσουν
αναλυτικά το περιεχόμενο του μαθήματος που προτείνουν, καθώς και τον τρόπο
διδασκαλίας του.
2. Το πρόβλημα του κειμένου της αίτησης εξαίρεσης
Για να αιτιολογήσει την έκδοση των προσφάτων εγκυκλίων του το ΥΠΕΠΘ
επικαλέστηκε την ανάγκη συμμόρφωσης προς τις συστάσεις του Συνηγόρου του
Πολίτη (7-6-2002 και 15-11-2004) και την απόφαση αρ.77α / 2002 της Αρχής
Προσωπικών Δεδομένων. Ο Συνήγορος του Πολίτη στην ανακοίνωση που εξέδωσε
για το θέμα (31-7-2008) επικαλείται και την απόφαση του ΕΔΔΑ που
σχολιάζουμε. Αναφορά στην ίδια απόφαση έκαναν σε δηλώσεις τους τόσο ο
Υπουργός Παιδείας Ε.Στυλιανίδης όσο και η Υπεύθυνη για θέματα Παιδείας του
Πασόκ Α. Διαμαντοπούλου. Ας δούμε όμως τί ακριβώς προβλέπει η απόφαση
αυτή. Στην Τουρκία οι μαθητές υποχρεώνονταν για να εξαιρεθούν από το
μάθημα του Θρησκευτικού Πολιτισμού και Ηθικής να δηλώνουν τις θρησκευτικές
τους πεποιθήσεις. Λόγω της συνθήκης της Λοζάννης δικαίωμα εξαίρεσης είχαν
οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι ενώ οι αιτήσεις των υπολοίπων εξετάζονταν από
ειδική επιτροπή και θα μπορούσαν να απορριφθούν, όπως εν προκειμένω συνέβη
με αυτές των Αλεβιτών γονέων. Το ΕΔΔΑ λοιπόν αποφάσισε ότι: «¨Όποιος κι αν
είναι ο σκοπός της αίτησης εξαίρεσης, το γεγονός ότι οι γονείς
υποχρεώνονται να πληροφορούν τις σχολικές αρχές για τις θρησκευτικές και
φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις την καθιστά ένα ανάρμοστο τρόπο για την
διασφάλιση του σεβασμού της ελευθερίας των πεποιθήσεων τους.». Χαρακτήρισε
ακόμα ανάρμοστο και βαρύ φορτίο την υποχρέωση για αναγκαστική αποκάλυψη
από τους γονείς των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων προκειμένου να
εξαιρέσουν τα παιδιά τους από το μάθημα των Θρησκευτικών. [10]
Το πρόβλημα που τίθεται με τις τελευταίες εγκυκλίους δεν είναι καινούργιο.
Όλοι γνώριζαν ότι μπορεί κατά τον νόμο δικαίωμα εξαίρεσης να είχαν οι
ετερόδοξοι, αλλόδοξοι και οι άθεοι, στην ουσία όμως ούτε προβλεπόταν ούτε
γινόταν κάποιου είδους έλεγχος της αξιοπιστίας της δήλωσης. Γιατί όλοι
καταλάβαιναν ότι η απαίτηση για προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων
(ληξιαρχική πράξη Βάπτισης, Ταυτότητα κλπ.) ή η αμφισβήτηση της
ειλικρίνειας των γονέων θα οδηγούσε σε προστριβές και συγκρούσεις χωρίς
κέρδος. Η επίκληση άλλωστε λόγων θρησκευτικής συνείδησης, έστω κι αν δεν
εξειδικεύονται, είναι από μόνη της πολύ σοβαρή και σπουδαία πράξη η οποία
παρεμπιπτόντως δεν στιγματίζει αλλά διαφυλάσσει την προσωπικότητα και την
ιδιαιτερότητα του μαθητή, που πρέπει πάντα να γίνεται σεβαστή. Έτσι,
μπορεί θεωρητικά το μάθημα να ήταν και να είναι υποχρεωτικό για τους
Ορθοδόξους χριστιανούς, όμως στην πράξη δεν υπήρχε ούτε υπάρχει τρόπος
διασφάλισης του κανόνα αυτού παρά μόνο με την ισχυρή νουθεσία της
Εκκλησίας προς τους γονείς ότι η παρακολούθηση του μαθήματος από τα παιδιά
τους αποτελεί πνευματική και Εκκλησιαστική υποχρέωση. Είναι προφανές ότι ο
Ορθόδοξος γονέας που εξαιρεί για οποιονδήποτε ιδιοτελή λόγο το παιδί του
από τα Θρησκευτικά δεν είναι Ορθόδοξος. Τελικά η νέα δήλωση στην ουσία
αφαιρεί και τυπικά τη δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας της, που όμως
ουσιαστικά ποτέ δεν αξιοποιούνταν. Συνεπώς οι συντάκτες του υπομνήματος θα
πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί το μάθημα έγινε τώρα από
υποχρεωτικό προαιρετικό, ενώ το μόνο που άλλαξε είναι η απάλειψη από τη
δήλωση εξαίρεσης της φράσης «δεν είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος». Πιστεύουν
ότι η φράση αυτή απέτρεπε τόσους πολλούς γονείς, που τώρα θα σπεύσουν να
εξαιρέσουν τα παιδιά τους; Αν ένας «Ορθόδοξος» γονέας φθάσει στο γραφείο
του Διευθυντή του Σχολείου για να δηλώσει ψευδώς λόγους συνείδησης,
πιστεύουν ότι θα τον αποτρέψει ή θα τον διευκολύνει το κείμενο της δήλωσης
εξαίρεσης;
Συμπεραίνοντας θα επαναλάβουμε μια παλιότερη άποψή μας. Πιστεύουμε ότι η
θέση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα είναι σήμερα ισχυρότερη
παρά ποτέ. Χάρις στις προσπάθειες των Θεολόγων καθηγητών, μιας σειράς
αξιόλογων Πανεπιστημιακών δασκάλων και των στελεχών του Π.Ι. με επικεφαλής
τον αείμνηστο κορυφαίο εργάτη του μαθήματος Θανάση Νίκα, ένα όντως
προβληματικό, στεγνό κατηχητικό και ηθικιστικό μάθημα, εξελίχθηκε τα
τελευταία 25 χρόνια σε ένα διαλογικό σύγχρονο μάθημα που συνταιριάζει την
Ορθόδοξη διδασκαλία με την ανοιχτή ματιά στον σύγχρονο κόσμο. Το μάθημα
μας, χάρις τους αγώνες μας, έχει κατακτήσει την αποδοχή της Ελληνικής
κοινωνίας και δεν μπορούμε να δεχθούμε κάποιοι με ανακρίβειες και
κινδυνολογικές υπερβολές να μας καλούν να αυτομαστιγωθούμε και να
αυτοκαταργηθούμε.
[1] ΕΔΔΑ, αποφ. ν. 1448/04/9-1-2008 για την υποθ. Hasan and Eylem Zengin
v. Turkey, παρ. 29-34
[2] Τα ιδιωτικά σχολεία αποτελούν στην Γαλλία το 25% του συνόλου, στην Μ.
Βρετανία το 50%, στο Βέλγιο και την Ολλανδία το 65% και τα περισσότερα
είναι ομολογιακά. Τα ομολογιακά ιδιωτικά σχολεία χρηματοδοτούνται από το
κράτος στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
[3] CRI (2000) 21, 27 April 2000
[4] «Σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών», ανακοίνωση του Τμήματος
Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, 4-9-2008.
[5] Γ.Σωτηρέλλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση, γ΄εκδ. Αθήνα 1998,331
[6] Γ.Σωτηρέλλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση, γ΄εκδ. Αθήνα 1998,342-43
[7] Ε. Βενιζέλου, Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2000,
128-29
[8] ΕΔΔΑ, αποφ. ν. 1448/04/9-1-2008 για την υποθ. Hasan and Eylem Zengin
v. Turkey, παρ. 29-34
[9] ΕΔΔΑ, αποφ. ν. 15472/02,για την υποθ. Folgerø and others v. Norway,
29-6-2007.
[10] ΕΔΔΑ, αποφ. ν. 1448/04/9-1-2008 για την υποθ. Hasan and Eylem Zengin
v. Turkey, παρ. 75-76