Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τοῦ σχολικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐδῶ καί ἑκατόν ἑνενηντατρία χρόνια, ὅλα δηλαδή τά χρόνια τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Καί γιατί αὐτό; Διότι στήν ὀρθόδοξη πίστη χρωστᾶ τήν ὕπαρξή του ὁ σύγχρονος ἑλληνισμός. Διότι κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὅποιος ἐξισλαμιζόταν, ταυτόχρονα ἐκτουρκιζόταν. Ἀπέβαλε καί γλῶσσα καί ἤθη καί ἔθιμα καί ἐθνική συνείδηση γιά πάντα. Ἄρα ὅλοι οἱ σημερινοί Ἕλληνες προερχόμαστε ἀπό ὅσους ἐπέμεναν τότε, παρά τίς φρικτές κακουχίες τίς ὁποῖες ὑφίσταντο, νά εἶναι χριστιανοί ὀρθόδοξοι. Ἐκτός αὐτοῦ, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ΄ ὄψη, ὅτι τά ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τά ὁποῖα σήμερα διαθέτουμε, σώθηκαν ἐπειδή οἱ βυζαντινοί μοναχοί τά ἀντέγραφαν σέ νέα, πολλές φορές περίτεχνα, χειρόγραφα καί ἔτσι δέν καταστράφηκαν. Οἱ δέ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά χρησιμοποιοῦσαν καί συχνά τά ἀνέλυαν καί τά ὑπομνημάτιζαν, ὅπως οἱ δύο λόγιοι ἅγιοι Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως ὁ μέγας καί Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ὁ Κατάφλωρος. Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους τό πρῶτο ἑλληνικό Σύνταγμα, τό ὁποῖο συντάχθηκε στήν Ἐπίδαυρο τό 1822 ὅριζε ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες». Γι΄ αὐτό καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὁμολογεῖ: «ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος».
Γι΄ αὐτό καί μέχρι σήμερα, ὅλα τά ἑλληνικά Συντάγματα εἶναι συντεταγμένα «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος» καί ὁρίζεται ἀπό τό 3ο άρθρο, παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (τοῦ 1975, ἀναθ. 2008) ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό». Τό δέ ἄρθρο 16 παρ. 2 ὁρίζει ὅτι «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικής καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες.» Ἐπειδή λοιπόν ἡ ἐπικρατούσα πίστη στήν Ἑλλάδα, αὐτή στήν ὁποία ἀποκλειστικῶς καί μόνον χρωστᾶ ἡ Ἑλλάδα τήν ὕπαρξή της, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική, γι΄ αὐτό εἶναι καί τό μάθημα θρησκευτικῶν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Τό ἀναφαίρετο δικαίωμα νά ἀπολαμβάνει ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία, ἐνισχύεται καί ἀπό τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι «Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη». Κανένας ἑπομένως δέν δικαιοῦται νά στερεῖ ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν στά δημόσια σχολεῖα, οὔτε νά καταφέρεται εἰς βάρος τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ.
Περαιτέρω κατοχύρωση προσφέρει καί ὁ Νόμος 1566/85 «δομή και λειτουργία πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης καί ἄλλες διατάξεις», ὁ ὁποίος στό ἄρθρο 1, παρ. 1 ἀναφέρει ὅτι «ὑποβοηθεῖ τούς μαθητές: α) Νά γίνονται ἐλεύθεροι, ὑπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, νά ὑπερασπίζονται τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία, τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα τῆς χώρας καί τή δημοκρατία, νά ἐμπνέονται ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, τή ζωή καί τή φύση καί νά διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης.» Στό δέ ἄρθρο 6 παρ. 2 ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐκπαίδευση στό λύκειο βοηθεῖ τούς μαθητές: «Νά συνειδητοποιοῦν τή βαθύτερη σημασία τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ ἤθους καί τῆς σταθερῆς προσήλωσης στίς πανανθρώπινες ἀξίες καί νά κατανοοῦν τή σπουδαιότητα τοῦ δημοκρατικοῦ διαλόγου καί τῆς συμμετοχῆς σέ συλλογικές δραστηριότητες.»
Θά ἐξετάσουμε κι ἕνα ἀκόμη ζήτημα: τί ἔχει ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία νά προσφέρει στό μέλλον τῶν παιδιῶν μας, στή ζωή τους, στήν ψυχοπνευματική τους ἀνάπτυξη. Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι προσφέρει τίς καλύτερες ἀρχές ζωῆς, τίς ὁποῖες κανένα σύστημα, θρησκευτικό, πολιτικό, φιλοσοφικό δέν ἔχει προσφέρει παγκοσμίως καί διαχρονικῶς. Ποιές εἶναι αὐτές; Ἄς δοῦμε τίς βασικότερες: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15,17), «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Μτ 5,44), «εἰ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος» (Μρ 9,35), «καθώς θέλετε ἵνα ποιώσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λκ 6,31), «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9).
Καί γεννᾶται ἐδῶ τό ἐρώτημα: γιατί νά θέλει νά ἀπαλλαγεῖ κάποιος ἀπό αὐτές τίς ἀρχές ζωῆς; Ποιόν βλάπτουν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὅτι οἱ ἀρχές αὐτές δέν βλάπτουν κανέναν σέ καμμία περίπτωση. Ὅμως φοιτοῦν στά ἑλληνικά σχολεῖα καί παιδιά, τά ὁποῖα δέν προέρχονται ἀπό ὀρθόδοξες χριστιανικές οἰκογένειες καί γι΄ αὐτό χορηγεῖται σέ αὐτά ἡ δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν. Θά μποροῦσε νά βλάψει τό μάθημα τά παιδιά αὐτά; Κατά κανένα τρόπο. Διότι τό μάθημα λειτουργεῖ πολυτροπικά. Ἀναπτύσσει τήν ἤδη ὑπάρχουσα ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση τῶν ἤδη βεβαπτισμένων ὀρθοδόξων χριστιανῶν, καί ἁπλώς ἐνημερώνει τούς μή ὀρθοδόξους χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά πληροφορηθοῦν, τί εἶναι αὐτή ἡ πίστη ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ζωή, ἱστορία καί πολιτισμό τῶν Ἑλλήνων ἐδῶ καί εἰκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες. Καί πράγματι, ἀρκετοί ἑτερόθρησκοι μαθητές, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν οἰκογενειῶν τους, δέν κάμουν χρήση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Παρ΄ ὅλα αὐτά, τό δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται, ὥστε νά μή ὑπάρχει κἄν ὑποψία, ὅτι εἶναι δυνατόν ἀνήλικοι ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθρησκοι νά παρασυρθοῦν καί νά προσχωρήσουν στήν ὀρθόδοξη πίστη.
Πέραν τούτων, ἐάν ἐπιμένει ὁ ὁποιοσδήποτε δημόσιος ὑπάλληλος νά προτρέπει κατά τόν ὁποιονδήποτε τρόπο, προφορικῶς, ἐγγράφως, μέ διανομή ἐντύπων ἤ ἀνάρτηση πινάκων σέ σχολεῖο ἤ μέ ἡλεκτρονικά μέσα ἀνήλικους μαθητές, μέλη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, ἔχει διαπράξει παραβίαση τῶν ἄρθρων 13 καί 16 τοῦ Συντάγματος, τά ὁποία προαναφέραμε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἐκλεγμένους ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ μας, πράγμα τό ὁποῖο πρέπει νά προσεχθεῖ ἰδιαίτερα, ὥστε νά μή ὑπάρξουν τέτοια κρούσματα. Ἐάν βουλευτής καταφερθεῖ δημόσια εἰς βάρος τοῦ δικαιώματος τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν νά ἀπολαμβάνουν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία, πρέπει νά γνωρίζει ὅτι ἔχει ἤδη παραβιάσει τό Σύνταγμα.
Ὅπως θά ἔγινε ἤδη ἀντιληπτό, τό δικαίωμα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό συγκεκριμένο μάθημα προβλέφθηκε γιά μή ὀρθοδόξους χριστιανούς καί ἰσχύει γι΄ αὐτούς. Ἐπειδή ὑπῆρξαν παρεξηγήσεις ἐπί τοῦ θέματος, ἐκδόθηκε, κατόπιν προσφυγῆς στή δικαιοσύνη, ἡ δικαστική ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἡ ὁποία διευκρινίζει, ὅτι ὀρθόδοξος χριστιανός μαθητής δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν. Τονίζει λοιπόν (στή σελίδα 26) ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφαση ὅτι: «δέν νοεῖται ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐντασσόμενο μάλιστα στόν κορμό τῶν μαθημάτων γενικῆς ἐκπαίδευσης γιά μαθητή χριστιανό ὀρθόδοξο γιά «λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης», ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς εἶναι συνταγματική ἐπιταγή δεσμευτική τόσο γιά τήν Πολιτεία ὅσο καί γιά τόν ἀποδέκτη αὐτῆς μαθητή χριστιανό ὀρθόδοξο πού συμπράττει στήν ὑλοποίησή της.»
Ἡ ἀπόφαση αὐτή συνεπικουρεῖται καί ἀπό τήν ἀπόφαση 301/2014 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ὀρθῶς διευθυντής σχολείου ἀπέρριψε αἴτημα ἀπαλλαγῆς μαθήτριας κρίνοντας ὅτι «μόνο ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι καί ἄθεοι μαθητές ὅταν ἐπικαλοῦνται λόγους θρησκευτικῆς συνείδησης, μποροῦν νά ἀπαλλαγούν ἀπό τό ἐν λόγῳ μάθημα».
Ἡ δικαστική ἀπόφαση 115/2012 τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων ἔχει πανελλάδική ἰσχύ καί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀκυρωθεῖ ἀπό ἄλλο δικαστήριο, ἡ δέ ἐφαρμογή της εἶναι ὑποχρεωτική γιά τούς δημοσίους ὑπαλλήλους, ὅπως καί ὁποιασδήποτε ἄλλης δικαστικῆς ἀποφάσεως. Ὅπως ὁρίζει τό ἄρθρο 1 του Ν. 3068/2002: «Τό Δημόσιο, οἱ ὀργανισμοί τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως καί τά λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ἔχουν ὑποχρέωση, νά συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση πρός τίς δικαστικές ἀποφάσεις καί νά προβαίνουν εἰς ὅλες τίς ἐνέργειες πού ἐπιβάλλονται γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποχρέωσης αὐτῆς». Πρέπει ἐπίσης νά τονισθεῖ, ὅτι δημόσιος ὑπάλληλος ὁ ὁποῖος θά ἀρνηθεῖ νά ἐκτελέσει δικαστική ἀπόφαση, ἔχει ὑποπέσει σέ βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα, τοῦ ὁποίου ἡ τιμωρία εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἡ δικαστική ἀπόφαση ὑπερισχύει ὁποιουδήποτε ἄλλου κειμένου, προγενεστέρου ἤ μεταγενεστέρου, ὅπως π.χ. ὑπουργικῆς ἐγκυκλίου, τό ὁποῖο πιθανόν θά ὅριζε τά ἀντίθετα ἤ θά ἄφηνε δυνατότητα γιά παρεξηγήσεις. Ὅπως μάλιστα διευκρινίζει ὁ διδάκτωρ συνταγματικοῦ δικαίου δικηγόρος κ. Γεώργιος Κρίππας: «πάσα διαταγή, ἐγκύκλιος κ.λ.π. θεσπίζουσα ὑποχρέωση τῶν διευθυντῶν τῶν σχολείων, νά δέχονται ἀπαλλαγήν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκ/κών ὀρθοδόξων μαθητῶν παραβιάζει εὐθέως τό Σύνταγμα. Ὅμως τό ἄρθρον 25 παρ. 3 τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κώδικος ὑποχρεώνει τόν δημόσιο ὑπάλληλο, νά ἀρνηθεί, νά ἐκτελέσει διαταγή ἀντισυνταγματική.» Καταλήγει δέ ὁ ἴδιος, ὅτι τέτοιου εἴδους ὑπηρεσιακή διαταγή «ἀποτελεῖ πράξη ἀνυπόστατη, μή ἐφαρμόσιμη καί μή δεσμεύουσα τούς διευθυντάς τῶν σχολείων».
Ὅπως καθίσταται ἀντιληπτό, δέν εἶναι δυνατόν ὀρθόδοξος χριστιανός νά ἐπικαλεῖται λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, διότι μάθημα καί συνείδηση ταυτίζονται. Ἐάν κάποιος ἀπαιτήσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μάθημα αὐτό χωρίς νά δικαιοῦται, τότε σημαίνει ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ζητεῖται γιά λόγους ἀλλότριους πρός τήν θρησκευτική του συνείδηση καί ἔχει συνεπῶς ὑπογράψει ψευδή δήλωση ἐν γνώσει τῶν εἰς βάρος του συνεπειῶν τοῦ νόμου. Καί ὅπως διευκρινίζει καί πάλι ὁ δρ Γεώργιος Κρίππας «ἡ δέ τοιαύτη πράξη του τιμωρεῖται ποινικῶς ὑπό τοῦ ἄρθρου 22 παρ. 6 τοῦ Ν. 1599/86. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ ἑπομένη παράγραφος 7 τοῦ ἰδίου ἄρθρου τιμωρεῖ ποινικῶς (διά φυλακίσεως ἕξη μηνῶν), ὅποιον δημόσιο ὑπάλληλο παραλάβει τοιαύτην ψευδή δήλωση καί δέν τήν καταγγείλει ἀμέσως εἰς τόν Εἰσαγγελέα. Τήν ἴδια ὑποχρέωση ἔχει ὁ δημόσιος ὑπάλληλος καί ἐκ τοῦ ἄρθρου 37 παρ. 2 τοῦ Κώδικος Ποινικῆς Δικονομίας (ἡ διάταξη αὐτή ὑποχρεώνει τόν δημόσιο ὑπάλληλο νά καταγγέλει εἰς τόν Εἰσαγγελέα ὁποιανδήποτε ἀξιόποινον πράξη ἀντελήφθη κατά τήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του).»
Ὅπως καθίσταται ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω ἀντιληπτό, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους μας, χωρίς τό ὁποῖο κινδυνεύει νά ὑποπέσει σέ κατάσταση δουλείας μή ἀναστρέψιμη. Γι΄ αὐτό καί πρέπει καθένας ὁ ὁποῖος λέγεται Ἕλληνας νά προσηλωθεῖ σέ αὐτήν τήν παιδεία, τήν παιδεία τοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καί νά παύσουν πλέον οἱ σαθρές θεωρίες ἀποπροσανατολισμοῦ, οἱ ὁποῖες μόνο ζημία μποροῦν νά ἐπιφέρουν σέ αὐτό τό ἔθνος.