Το σχέδιο του νέου ΠΣ, να διδάσκονται όλες οι θρησκείες μαζί στερείται θεολογικής και παιδαγωγικής θεμελίωσης, όταν μάλιστα είναι βέβαιο ότι αυτή η πολτοποιημένη διδασκαλία τόσων διαφορετικών θρησκευτικών εκδοχών, όπως αυτή που γίνεται με το νέο ΠΣ, θα έχει ως συνέπεια τη σύγχυση στη συνείδηση των παιδιών.
Η συναφειακή ή πολλαπλή διδασκαλία θρησκευτικών εκδοχών σε ισότιμη διδακτική και αξιακή βάση, στερεί τα παιδιά από μια επαρκή και αμιγή διδασκαλία της δικής τους πίστεως και τους προσφέρει ένα νέο πολυθεϊστικό πρότυπο ως αντικείμενο θρησκευτικής πίστεως, που αντίκειται στην ορθόδοξη πίστη τους στον ένα και μοναδικό Τριαδικό Θεό. Είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη ότι ο λόγος ή ο σκοπός που προσφέρεται αυτή η ποικιλία των πολλαπλών θρησκευτικών εκδοχών στα παιδιά είναι η μύηση στην πολυθρησκεία και δι’ αυτής της μυήσεως,η οικείωσή τους στη ιδέα του μύθου της πολυπολιτισμικότητας, αφού ο κύριος στόχος του ΜτΘ, με το εν λόγω (ΠΣ),δεν έχει να κάνει με θεολογία, Εκκλησία, πίστη, μυστηριακή ή λειτουργική ζωή ή άλλα συστατικά στοιχεία του έως στις μέρες μας διδασκόμενου στα σχολεία ΜτΘ, αλλά αποτελεί ένα πολτοποιημένο συνονθύλευμα κυρίως κοσμικών και ανθρωποκεντρικών στοιχείων από διάφορες θρησκείες, που, κατά τους συντάκτες του, μετατρέπει το ΜτΘ σε ένα κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό μάθημα, που ο μόνος λόγος ύπαρξής του στο σχολείο είναινα συμβάλει στη δημιουργία μίας σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Είναι επόμενο ότι το νέο αυτό ΜτΘ,με τέτοιας μορφής φυσιογνωμία, κατεύθυνση, σκοποθεσία και περιεχόμενο, παύει,πλέον, να είναι θεολογικό και να έχει σχέση με τον Θεό και την Εκκλησία. Παύει να υπηρετεί την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών στο ορθόδοξο δόγμα. Αντίθετα, γίνεται ένα μάθημα απλής κοινωνικής ή πολιτικής αγωγής, που χρησιμοποιεί απλώς κάποια κοινωνικά ή πολιτισμικά στοιχεία των θρησκειών για να υπηρετεί καθαρά πολιτικοκοινωνικούς στόχους, όπως σαφώς το ίδιο τους διατυπώνει:
«Οι Θρησκείες μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων και στη δημιουργία μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας… Η θρησκευτική εκπαίδευση καλείται να υπηρετήσει ένα θρησκευτικό γραμματισμό, ο οποίος θα πρέπει να υπηρετεί κοινωνικά προστάγματα καθολικού χαρακτήρα, όπως είναι πρώτα και κύρια ο πολιτισμικός εγκλιματισμός του μαθητή στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα που ζει». Εκτός από τα παραπάνω, είναι ολοφάνερη η αμφισβήτηση και η απορριπτική θέση που εκφράζεται μέσα από το νέο (ΠΣ)για τη διδασκαλία μιας καθαρής ορθόδοξης Χριστοκεντρικής διδασκαλίας, αφού θεωρείται μη ικανή και μη κατάλληλη για να εμπνεύσει στις ψυχές των παιδιών κοινωνικές αρετές και συμπεριφορές. Από την άλλη πλευρά,είναι εντυπωσιακό ότι στο νέο (ΠΣ) εκφράζεται σαφέστατα ηθετική αποδοχή και υιοθέτηση της πολυθρησκειακής διδασκαλίας, με την βεβαιότητα ότι αυτή είναι ικανή και η μόνη, που μπορεί να συμβάλει καλύτερα στην ανάπτυξη κοινωνικών συμπεριφορών, με σπουδαιότερη, κατά τους συντάκτες, τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Το σχέδιο των συντακτών των νέων (ΠΣ) είναι φανερό ότι αλλάζει, εντελώς παράνομα και αντισυνταγματικά, τον σκοπό και τον χαρακτήρα των Θρησκευτικών, αφού δεν είναι πλέον ένα ορθόδοξο μάθημα, που συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της πίστεως στην οποία βαπτίστηκαν οιΈλληνες μαθητές και στην καλλιέργεια και δημιουργία μίας εν Χριστώ κοινωνίας, στην οποία να ισχύει το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν»,αλλά η, διά μέσου μιας πολυθρησκειακής διδασκαλίας,καλλιέργεια και δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας.Άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα να υιοθετείται στα νέα (ΠΣ) η μη επιστημονικά και θεολογικά τεκμηριωμένη θέση ότι η Ορθοδοξία αποτελεί μονοφωνία και αντίληψη αποκλειστικότητας και γι’ αυτό δεν μπορεί να προσφέρει νόημα ζωής. Γι’ αυτό προτείνεται,αυθαίρετα βέβαια, ως λύση στο νέο Πρόγραμμα, η υπέρβαση της Ορθόδοξης διδασκαλίας και η αναζήτηση νοήματος ζωής στη διευρυμένη γνώση των θρησκειών και των κοσμοθεωριών:
«Η θρησκευτική αγωγή χρειάζεται να υπερβεί πρακτικές μονοφωνίας και αντιλήψεις αποκλειστικότητας. Βασική προϋπόθεση αυτής της υπέρβασης είναι η διευρυμένη γνώση “γύρω από τις Θρησκείες” και τις όποιες κοσμοθεωρήσεις που νοηματοδοτούν τον ανθρώπινο βίο… Μια μη ομολογιακή, εμπειριακή προσέγγιση της θρησκευτικής γνώσης είναι αυτή που μπορεί πράγματι να συνεισφέρει στην προσωπική τους ανάπτυξη». Προς τούτο, μάλιστα, χαρακτηρίζεται η ορθόδοξη διδασκαλία ως θρησκευτική απολυτότητα και υποδεικνύεται στους μαθητές η πλήρης απόρριψη των αξιών που εκείνη διαχρονικά προσφέρει σε επίπεδο κοινωνικής συμπεριφοράς:
«Η θρησκευτική μάθηση επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (δηλαδή τη συμμόρφωση σε χριστιανικές αξίες).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μόνον μερικά σημεία από αυτά που διάβασε ο Μακαριώτατος για να φτάσει στο σημείο, στις 19 Σεπτεμβρίου 2016, να εκφράσει, με ξεχωριστή αγανάκτηση, ενώπιον μάλιστα των εκπροσώπων της πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων,τις θέσεις του για τα νέα Προγράμματα στα Θρησκευτικά: «Διάβασα αυτά τα προγράμματα και τα είδα. Είναι απαράδεκτα, είναι επικίνδυνα, είναι πράγματα που δεν θα αποδώσουν καρπούς, αλλά μεγάλη ζημιά στην παιδεία και γενικότερα στην κοινωνία μας». Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου, ο Μακαριώτατος, σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό και τους Αρχηγούς των Κομμάτων, επεσήμαινε επίσης τα εξής για τα νέα Προγράμματα που αφορούν στο Μάθημα των Θρησκευτικών: «Δεν μετατράπηκε σε ‘θρησκειολογία’, αλλά καταργήθηκε και πρόκειται πλέον για ένα μη θεολογικό μάθημα. Προσπαθεί να περάσει στον μαθητή της προεφηβικής ηλικίας την υποσυνείδητη παραδοχή ότι η Εκκλησία είναι κοινωνικό - ανθρώπινο γεγονός, μη αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο κυρίαρχο για εμάς τους ορθοδόξους γεγονός ότι την έχει ιδρύσει ο Χριστός. Η απόπειρα συσσώρευσης κοινών στοιχείων από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις είναι ολοφάνερα πιεσμένη και επιπόλαια, με αποτέλεσμα την σύγχυση των μαθητών.Το εκπαιδευτικό υλικό όχι μόνο δεν βοηθά το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Το νέο μάθημα έγινε μία διδασκαλία ηθικής και πολιτικής θεωρίας, καλλιτεχνικής παιδείας, κοινωνιολογία των θρησκειών, πολιτισμός και ιστορία θρησκειών.Το συμπέρασμα είναι ότι το μάθημα των Θρησκευτικών τώρα, πλέον, έγινε ‘κατηχητικό’, διότι προσπαθεί, με σαφή πολιτικά κριτήρια, να κατηχήσει και να στρατεύσει τους μαθητές σε μια εκκοσμικευμένη στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο. Παράλληλα συντηρεί μία θεολογικά ρηχή προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκμηδενίζοντας την ιδιαιτερότητα του ορθόδοξου δόγματος και της χριστιανικής παράδοσης, αφού τα καταβιβάζει και τα μελετά στο επίπεδο του απλού κοινωνικού ή φιλοσοφικού κινήματος. Τα καινούργια προγράμματα με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για θρησκευτικά αλλά για επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας». Επισημαίνεται ακόμη, σε όσους ισχυρίζονται ότι ο Αρχιεπίσκοπος γνώριζε και είχε συμφωνήσει με τα νέα Προγράμματα ότι πουθενά δεν υπάρχει κείμενο ή δήλωσή του υπέρ των νέων Προγραμμάτων. Αντίθετα, υπάρχουν παλαιότερες θέσεις του Μακαριωτάτου που είναι νοηματικά παρόμοιες με τις πρόσφατες θέσεις του και δείχνουν ότι τα Θρησκευτικά που τον εκφράζουν δεν είναι τα πολυθρησκειακά των νέων Προγραμμάτων. Σε μήνυμά του, για παράδειγμα, που απέστειλε σε Ημερίδα που οργανώθηκε στις 29.12.2012 στην Αθήνα από τον Σύλλογο «Μέγας Βασίλειος» της αδελφότητας «Σωτήρ» για το μάθημα των Θρησκευτικών, αναφέρει: «Στην ελληνική κοινωνία ιδιαιτέρως, κοινωνία ζυμωμένη και ταυτισμένη με την Εκκλησία, η μαρτυρία του Χριστού δόθηκε πάντοτε μέσα καιαπό τα σχολεία.Το μάθημα των Θρησκευτικών καθρέφτισε και προέβαλε με ρεαλισμό και σεβασμό προς την ελληνική ιστορία αυτή την ταύτιση. Γενιές Ελλήνων μαθητών μορφώθηκαν κάτω από την ζωογόνο πνοή της Πίστεώς μας. Αποτέλεσμα αγαθό είναι ηταυτότης καιη αυτοσυνειδησία των Ελλήνων, στοιχεία τόσο κρίσιμα και χρήσιμα στο διάβα της Ιστορίας. Σήμερα σε μιαεποχή συγκρητισμού και συγχύσεως, η απώλεια της ταυτότητος είναι πρόβλημα ορατό για την πατρίδα μας. Οομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος είναι ανάγκη επιτακτική». Αυτά για να γνωρίζουν κάποιοι ότι δεν μπορούν, πλέον, να διαστρεβλώνουν την αλήθεια για πρόσωπα και γεγονότα, εξυπηρετώντας ατομικές τους επιδιώξεις και συμφέροντα…
Πηγή: Ακτίνες