Το σύνδρομο Rett είναι μια σοβαρή και προοδευτική νευροαναπτυξιακή διαταραχή που εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε νέα κορίτσια. Είναι Κατά κανόνα σποραδικό νόσημα, οφειλόμενο σε de novo μεταλλάξεις του γονιδίου της μεθυλ-CpG-δεσμευτικής πρωτεΐνης 2 (MeCP2), οι οποίες ανευρίσκονται στο 85% περίπου των περιπτώσεων. Το σύνδρομο Rett χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό χρονοδιάγραμμα. Η διάγνωση του συνδρόμου τίθεται με βάση καθιερωμένα διαγνωστικά κριτήρια και επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση της μοριακής διαταραχής. Η περίπτωσή μας αφορά σε θήλυ βρέφος 10 μηνών, που εισήχθη στην κλινική μας για έλεγχο καθυστέρησης της κινητικής εξέλιξης. Η μικρή γεννήθηκε και μεγάλωνε φυσιολογικά μέχρι τον 7ο μήνα. Από τότε, παρουσίασε καθυστέρηση στην κινητική εξέλιξη, υποτονία κορμού, υπερτονία άκρων και δυστονία, ενώ η περίμετρος κεφαλής ήταν στην 3η Ε.Θ. Τόσο η κατά συστήματα εξέταση, όσο και ο εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος δεν έδειξαν κάτι το άξιο λόγου, εκτός από τη μικροκεφαλία και την περιγραφείσα νευρολογική συνδρομή. Επανεκτιμήσαμε το παιδί σε ηλικία 15 μηνών. Σωματομετρικά, η περίμετρος κεφαλής παρέμενε στάσιμη, δηλαδή ήταν πλέον κάτω από την 3Η Ε.Θ. Το αναπτυξιακό επίπεδο ήταν 6 μηνών, ενώ στην κλινική εικόνα είχαν προστεθεί στερεότυπες και άσκοπες κινήσεις των χεριών. To παιδί μας πληρούσε τα κριτήρια διάγνωσης του κλασικού συνδρόμου Rett (υποχρεωτικά, βοηθητικά και κριτήρια αποκλεισμού), ενώ η διάγνωση επιβεβαιώθηκε με μοριακό έλεγχο, ο οποίος έδειξε στο εξόνιο 4 του υπεύθυνου γονιδίου MeCP2 , που εδράζεται στο μακρύ σκέλος του Χ χρωμοσώματος, στη θέση 28, τη μετάλλαξη R168X. Μοριακός έλεγχος έγινε και στη μητέρα της ασθενούς, που δεν απεκάλυψε τη μετάλλαξη.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το σύνδρομο Rett είναι μια σοβαρή και προοδευτική νευροαναπτυξιακή διαταραχή, που εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε νέα κορίτσια. Ο Ανδρέας Rett, ένας Αυστριακός παθολόγος, περιέγραψε αρχικά το σύνδρομοRett το 1966, όταν παρατήρησε δύο κορίτσια με μια παρόμοια ανωμαλία στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου του. Ο όρος ήταν γενικά παραγνωρισμένος μέχρι που ο Hagberg και άλλοι (1983) περιέγραψαν μια σειρά 35 ευρωπαίων κοριτσιών με παρόμοιες διαταραχές, τις οποίες και ονόμασε σύνδρομοRett. Επόμενες έρευνες αναφέρουν την επίπτωση του συνδρόμου Rett να κυμαίνεται από 1:10.000 έως 1:22.000. Το σύνδρομοRett μπορεί να είναι η δεύτερη πιο κοινή αιτία σοβαρής αναπτυξιακής καθυστέρησης στα κορίτσια μετά το σύνδρομο Down. Είναι κατά κανόνα σποραδικό νόσημα, οφειλόμενο σε de novo μεταλλάξεις του γονιδίου MeCP2, οι οποίες ανευρίσκονται στο 85% περίπου των περιπτώσεων. Στις οικογενείς περιπτώσεις κληρονομείται με φυλοσύνδετο, επικρατούντα χαρακτήρα.
Το κλασικό σύνδρομο Rett είναι μια κλινική διάγνωση βασισμένη σε καθορισμένα κριτήρια. Το κορίτσι με το σύνδρομο Rett γεννιέται μετά από κανονική εγκυμοσύνη και ανεπίπλεκτο τοκετό και έχει φυσιολογική ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της ζωής. Το μέγεθος κεφαλής είναι κανονικό κατά τη γέννηση, αλλά μετά από τους 2 έως 4 μήνες ζωής εμφανίζεται επιβράδυνση της αύξησης της περιμέτρου της κεφαλής, με τελική συνέπεια επίκτητη μικροκεφαλία. Η αντικατάσταση της σκόπιμης χρήσης των χεριών από στερεότυπες κινήσεις εμφανίζεται μετά από 6 μήνες ζωής. Οι στερεοτυπίες των χεριών εμφανίζονται ως περιστροφική κίνηση των χεριών περί τη μέση γραμμή, ρυθμικό χτύπημα των χεριών και τοποθέτησή τους στο στόμα. Αυτιστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως η κοινωνική απόσυρση και το αδύναμο λεξιλόγιο σημειώνονται. Η χαρακτηριστική κινητική μειονεξία οδηγεί τον ασθενή σε πλήρη ακινητοποίηση. Το σύνδρομοRett χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο αναπτυξιακό χρονοδιάγραμμα, με τη διάγνωση του συνδρόμου να τίθεται με βάση καθιερωμένα κλινικά διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία έχουν προταθεί για να διευκρινίσουν τις προηγούμενες ασάφειες στην ερμηνεία των κλινικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων
Κλινικές παραλλαγές του συνδρόμου Rett που δεν πληρούν πλήρως τα αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια επίσης περιγράφονται
Η τραγικότερη παραλλαγή του συνδρόμου είναι η εκτρωτική μορφή (formefruste), δεδομένου του ότι εμφανίζεται σε μεγάλο παιδί, έως τότε καθ’ όλα υγιές. Άλλες παραλλαγές είναι η παλινδρόμηση κατά την όψιμη παιδική ηλικία, σε ένα παιδί με έως τότε ψυχοκινητική καθυστέρηση, η συγγενής μορφή, κατά την οποία το πρώτο στάδιο είναι πολύ σύντομο και έχει ταχύτατη εξέλιξη, το οικογενές σύνδρομο Rett που αποτελεί το 1% των περιπτώσεων του συνδρόμου, εμφανίζεται σε περισσότερα από ένα κορίτσια της ίδιας οικογένειας και κληρονομείται με φυλοσύνδετο επικρατούντα χαρακτήρα, η παραλλαγή με διατήρηση του λόγου, ενώ τέλος, όταν το σύνδρομοRett εμφανίζεται σε αγόρια, αυτά είναι ή αγόρια με Klinefelter ή με μωσαϊκισμό.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ
Η περίπτωσή μας αφορά σε θήλυ βρέφος 10 μηνών, που εισήχθη στην κλινική μας για έλεγχο καθυστέρησης της κινητικής εξέλιξης. Πρόκειται για το 1ο παιδί φαινοτυπικά υγιών γονέων, οι οποίοι είναι από χρόνια χρήστες προϊόντων ινδικής κάνναβης.
Η μικρή γεννήθηκε φυσιολογικά και μετά τον τοκετό το βάρος, το ύψος και η περίμετρος κεφαλής ήταν μεταξύ 25ης και 50ης Ε.Θ. Το παιδί μεγάλωνε φυσιολογικά μέχρι τον 7ο μήνα. Από τότε παρουσίασε καθυστέρηση στην κινητική εξέλιξη, υποτονία κορμού, υπερτονία άκρων και δυστονία. Κατά την εισαγωγή της, η κατά συστήματα εξέταση δεν έδειξε κάτι το άξιο λόγου. Το βάρος ήταν 9,5kg (50η Ε.Θ.), το ύψος της ήταν 74cm (25η Ε.Θ.), ενώ η περίμετρος κεφαλής ήταν 43cm (3η Ε.Θ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι το παιδί είχε γεννηθεί με φυσιολογική περίμετρο κεφαλής, όπως φαινόταν από το βιβλιάριο υγείας του παιδιού.
Η νευρολογική εξέταση επιβεβαίωσε τη δυστονία, την υποτονία του κορμού και την υπερτονία των άκρων.
Η λήψη των ουσιών από τη μητέρα δε φαίνεται να είχε σχέση με το πρόβλημα του παιδιού, αφού τα προϊόντα ινδικής κάνναβης δεν ενοχοποιούνται για τη νευρολογική σημειολογία του παιδιού, ούτε για τη μικροκεφαλία.
Η καθυστέρηση της κινητικής εξέλιξης, μαζί με την εμφάνιση νευρολογικής συνδρομής και τη μικροκεφαλία κατεύθυναν τη διαφορική μας διάγνωση προς τα σύνδρομα Angelman και Prader-Willi, την εγκεφαλική παράλυση, αλλά και τα νευροεκφυλιστικά και νευρομεταβολικά νοσήματα (φαινυλκετονουρία, ανεπάρκεια ορνιθίνης τρανσκαρβαμυλάσης, άλλες αμινοξυουρίες, οργανικές οξυουρίες). Ο εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος απέκλεισαν τα νευροεκφυλιστικά και νευρομεταβολικά νοσήματα, η MRI εγκεφάλου σε συνδυασμό με τα ευρήματα της νευρολογικής εκτίμησης απέκλεισε την εγκεφαλική παράλυση, ενώ ο μοριακός έλεγχος ήταν αρνητικός για τα σύνδρομα Angelman και Prader-Willi.
Μετά την ολοκλήρωση του εργαστηριακού ελέγχου, το παιδί εξήλθε με οδηγίες για τακτική παρακολούθηση της ψυχοκινητικής του εξέλιξης από τον παιδίατρό του. Επανεκτιμήσαμε το παιδί σε ηλικία 15 μηνών. Σωματομετρικά, το βάρος σώματός του ήταν 10kg (50η Ε.Θ.), το ύψος ήταν 76cm (25η Ε.Θ.), ενώ η περίμετρος κεφαλής παρέμενε στάσιμη στα 43cm, δηλαδή ήταν πλέον κάτω από την 3η Ε.Θ. Το αναπτυξιακό επίπεδο ήταν 6 μηνών, ενώ στην εικόνα του είχαν προστεθεί διαταραχές του ύπνου, διαλείπων στραβισμός, εναλλαγές κραυγών-γέλωτος, ενώ επιπλέον παρουσίαζε στερεότυπες και άσκοπες κινήσεις των χεριών (εικόνες 1,2). Με τα νέα κλινικά δεδομένα η διάγνωσή μας κατευθύνθηκε στο σύνδρομο Rett. Στη διαφορική διάγνωση του συνδρόμου Rett περιλαμβάνεται ο αυτισμός, το σύνδρομο Landau-Kleffner, το σύνδρομο Asperger’s και η λευκοδυστροφία. Στον αυτισμό υπάρχουν στερεοτυπίες, όχι όμως τόσο χαρακτηριστικές άσκοπες κινήσεις των χεριών, ούτε μικροκεφαλία. Επιπλέον, το παιδί μας ηρεμούσε στην αγκαλιά της μητέρας του, είχε δηλαδή έστω και υποτυπώδη επικοινωνία μαζί της. Το σύνδρομο Landau-Kleffner διαγιγνώσκεται σε μεγαλύτερα παιδιά γύρω στα 4 χρόνια και πρόκειται για επίκτητη επιληπτοειδή αφασία. Τα παιδιά μέχρι τα 4 χρόνια έχουν φυσιολογική κινητική αλλά και λεκτική ανάπτυξη, η οποία στην πορεία παλινδρομεί. Παρά τη φυσιολογική τους ακοή, αναπτύσσουν ακουστική αγνωσία. Είναι υπερκινητικά, επιθετικά και κάνουν σπασμούς.
Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger’s έχουν φυσιολογική κινητική ανάπτυξη, φυσιολογικό ή ανώτερο του μέσου όρου νοητικό πηλίκο. Ωστόσο, παρουσιάζουν δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, περιορισμένα ενδιαφέροντα, με τα οποία όμως ασχολούνται με υπέρμετρο ζήλο και εμμονή. Έχουν ιδιόρρυθμο, αλλά εξεζητημένο λεξιλόγιο, γι’ αυτό και αποκαλούνται «μικροί καθηγητές».
Η λευκοδυστροφία αποκλείστηκε με την MRI εγκεφάλου και τον έλεγχο των λιπαρών οξέων μακράς αλύσου που ήταν φυσιολογικός. To παιδί μας πληρούσε τα κριτήρια διάγνωσης του κλασικού συνδρόμου Rett . Είχε όλα τα υποχρεωτικά κριτήρια, είχε δηλαδή φυσιολογικό προ-και περιγεννητικό ιστορικό, φυσιολογική ψυχοκινητική ανάπτυξη τους πρώτους 6 μήνες και φυσιολογική περίμετρο κεφαλής στη γέννηση. Ο ρυθμός αύξησης της περιμέτρου κεφαλής αργότερα επιβραδύνθηκε, το παιδί έχασε τις σκόπιμες δεξιότητες των χεριών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από στερεοτυπίες. Τέλος, το παιδί μας δεν μίλησε ποτέ, ενώ επίσης παρουσίαζε επιδεινούμενη κινητικότητα.
Από τα βοηθητικά κριτήρια είχε ήδη εμφανίσει διαταραχή της αναπνοής, τριγμό των οδόντων, διαταραχές ύπνου, μυϊκή αδυναμία και δυστονία. Τα υπόλοιπα βοηθητικά κριτήρια τα βλέπει κανείς σε μεγαλύτερα παιδιά με σύνδρομο Rett.
Επίσης, πληρούσε όλα τα κριτήρια αποκλεισμού, αφού δεν είχε οργανομεγαλία, ούτε παθολογικά ευρήματα από τα πρόσθια διαθλαστικά μέσα και το βυθό των οφθαλμών, δεν είχε ιστορικό περιγεννητικής εγκεφαλικής βλάβης, ενώ ο εργαστηριακός έλεγχος απέκλεισε νευροεκφυλιστικά και μεταβολικά νοσήματα. Τέλος, δεν είχε ιστορικό λοίμωξης ή κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης που να δικαιολογεί επίκτητη νευρολογική διαταραχή.
Η διάγνωση του συνδρόμου Rett επιβεβαιώθηκε με μοριακό έλεγχο, ο οποίος έδειξε στο εξόνιο 4 του υπεύθυνου γονιδίου MeCP2, που εδράζεται στο μακρύ σκέλος του Χ χρωμοσώματος, στη θέση 28, τη μετάλλαξη R168X.
Μοριακός έλεγχος έγινε και στη μητέρα της ασθενούς, που δεν αποκάλυψε τη μετάλλαξη.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Η κλινική πορεία του συνδρόμου Rett ακολουθεί τέσσερα στάδια:
Στάδιο 1 (6-18 μηνών), όπου τα συμπτώματα είναι ήπια και η διάγνωση εύκολα διαφεύγει. Στο στάδιο αυτό η ψυχοκινητική εξέλιξη αναστέλλεται, οι γονείς παρατηρούν αδιαφορία και απώλεια βλεμματικής επαφής, εμφανίζεται υποτονία και ήπιες στερεοτυπίες. Αυτά είναι τα σημεία που θα πρέπει να υποψιάσουν τον παιδίατρο και να παραπέμψει το παιδί στον ειδικό.
Ακολουθεί το δεύτερο στάδιο (1-4 ετών), στο οποίο βρισκόταν και το παιδί μας. Στο στάδιο αυτό, υπάρχει ταχεία επιδείνωση της συμπτωματολογίας, αυτιστική συμπεριφορά, έντονες, άσκοπες, στερεοτυπικές κινήσεις των χεριών, διαλείπων στραβισμός, διαταραχές του ύπνου και ανησυχία. Στο στάδιο αυτό είναι πιθανό να εμφανιστούν σπασμοί.
Στο τρίτο στάδιο (2-10ετών) προστίθεται υπέρπνοια, ανεπαρκής πρόσληψη βάρους, σκολίωση, ενώ είναι σαφής η διαταραχή της κινητικότητας. Παρ’ όλα αυτά, στο στάδιο αυτό μπορεί να παρατηρηθεί μικρή βελτίωση στην κοινωνική συμπεριφορά. Το τελευταίο στάδιο στην κλινική πορεία του συνδρόμου Rett είναι το στάδιο 4 (μετά τα 10 χρόνια), όπου επικρατεί η κινητική επιβάρυνση και σημεία παρκινσονισμού (βραδυκινησία, ακαμψία, απραξία). Το παιδί μας είχε τη 2η κατά σειρά συχνότητας μετάλλαξη (R168X). O συγκεκριμένος γονότυπος συνδέεται με σοβαρό φαινότυπο, γιατί η μετάλλαξη ανήκει στον τύπο των ανερμηνεύσιμων μεταλλάξεων και βρίσκεται στο εξόνιο 4 του γονιδίου MeCP2, στην περιοχή που κωδικοποιεί τη μεθυλ-δεσμευτική περιοχή (MBD) της μεθυλ-δεσμευτικής πρωτεΐνης 2 (MeCP2). Φυσιολογικά, η πρωτεΐνη MeCP2 είναι μία μεθυλ-δεσμευτική πρωτεΐνη, η οποία δεσμεύει μεθυλιωμένα δινουκλεοτίδια CpG, δηλαδή ζεύγη βάσεων κυτοσίνης-γουανίνης του DNA. Αποτελείται από 3 λειτουργικά καθορισμένες περιοχές: τη μεθυλ-δεσμευτική περιοχή (MBD), την περιοχή καταστολής. της μεταγραφής (TRD) και μία τελική καρβοξυλική περιοχή.
Το σύνδρομο Rett είναι το πρώτο νόσημα με το οποίο αποδείχθηκε ότι διαταραχές της μεθυλίωσης του DNA σχετίζονται με ανθρώπινο νόσημα.
Φυσιολογικά η MeCP2 δεσμεύει μεθυλιωμένα δινουκλεοτίδια μέσω της μεθυλ-δεσμευτικής περιοχής(MBD) και αλληλεπιδρά στη συνέχεια μέσω της περιοχής καταστολής της μεταγραφής (TRD) με το σύμπλοκο μόριο καταστολής Sin3A, που περιέχει τις δεακετυλάσες των ιστονών 1 και 2 (HDAC1 και HDAC2). Οι δεακετυλάσες των ιστονών, αφαιρούν τις ομάδες ακετυλίων από τις ιστόνες, δημιουργώντας μία συμπαγή μορφή χρωματίνης, που καταστέλλει την έκφραση γονιδίων που θα οδηγούσαν στην εμφάνιση του φαινοτύπου Rett.
Το κυριότερο γονίδιο, του οποίου η μεθυλ-δεσμευτική πρωτεΐνη 2 (MeCP2) ρυθμίζει τη μεταγραφή είναι το DLX5.
Μεταλλάξεις αυτής επιτρέπουν αυξημένη έκφραση του DLX5 μέσω της απώλειας μίας αγκύλης σύνδεσης της MeCP2 με ανενεργή χρωματίνη, επιτρέποντας παράλληλα και την ενεργοποίηση του γειτονικού DLX6 γονιδίου. Αυτή η δραματική αναδιοργάνωση των γειτονικών DLX5/DLX6 γονιδίων οδηγεί στην εμφάνιση του φαινοτύπου Rett .
H μεθυλ-CpG-δεσμευτική πρωτεΐνη 2 (MeCP2) εκφράζεται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στους νευρώνες του εγκεφάλου, αλλά όχι στη γλοία. Η χρονική στιγμή έκφρασής της συσχετίζεται με την ωρίμανση του ΚΝΣ και πρόσφατες μελέτες προτείνουν ότι ενέχεται στο σχηματισμό των συνάψεων.
Αποτέλεσμα της προαναφερθείσας διεργασίας είναι οι νευρώνες στο σύνδρομο Rett να αποτελούνται από μικρότερα νευρικά κύτταρα και σημαντικά λιγότερους και κοντότερους δενδρίτες, συγκριτικά με τους φυσιολογικούς νευρώνες.
Η σοβαρότητα του φαινοτύπου του συνδρόμου Rett εξαρτάται από τον τύπο της μετάλλαξης, αλλά και από το ποσοστό των αδρανοποιημένων Χ χρωμοσωμάτων που φέρουν τη μετάλλαξη.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανεύρεση μεταλλάξεων του γονιδίου της MeCP2 επιβεβαιώνει τη διάγνωση του συνδρόμου Rett μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες πληρούνται τα διαγνωστικά κριτήρια του συνδρόμου.
H πρόγνωση των ασθενών με σύνδρομο Rett είναι δυσμενής. Η κινητικότητα συνεχώς επιβαρύνεται και οι ασθενείς καταλήγουν ακινητοποιημένοι. Για την κινητική δυσλειτουργία έχουν χορηγηθεί ανταγωνιστές της ντοπαμίνης με αποθαρρυντικά αποτελέσματα. Οι ασθενείς χάνουν οριστικά την ομιλία όταν έχουν εμφανίσει το λόγο, ή δεν μιλάνε ποτέ, γι’ αυτό αποκαλούνται «σιωπηλοί άγγελοι».
Η επιβίωση ανέρχεται κατά κανόνα μέχρι τα μέσα της 2ης με αρχές της 3ης δεκαετίας, όμως έχουν περιγραφεί ασθενείς που επιβίωσαν μέχρι και την 6η δεκαετία ζωής. Ο θάνατος επέρχεται συνήθως αιφνίδια και οφείλεται σε μακρύ QT, καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια ή status epilepticus.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία φαίνεται ότι το σύνδρομο Rett έχει πολλά κοινά σημεία και με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, γεγονός που υποδηλώνει κοινό παθογενετικό μηχανισμό.
Σήμερα το σύνδρομο Rett αποτελεί πρότυπο γενετικής, μοριακής και νευροβιολογικής μελέτης και ανάλυσης των νευροαναπτυξιακών διαταραχών.
Αναζητούμε το σύνδρομο Rett σε κορίτσια, στα οποία η περίμετρος κεφαλής πέφτει στις εκατοστιαίες θέσεις, εμφανίζεται παλινδρόμηση στην ψυχοκινητική τους εξέλιξη, καθώς και χαρακτηριστική κατάργηση της σκόπιμης χρήσης των χεριών που υποκαθίσταται με άσκοπες, στερεοτυπικές κινήσεις.
ΕΠIΚΡΙΣΗ
Μέχρι πριν λίγα χρόνια η αναφορά σπάνιων ή καινούργιων νοσημάτων όπως τα σύνδρομα Rett , Angelman ή Williams προκαλούσαν στον παιδίατρο εύλογα ερωτήματα: Πόσες πιθανότητες έχω στη ζωή μου να συναντήσω κάτι σπάνιο; Γιατί ν’ ασχοληθώ με ένα νόσημα που και κακή πρόγνωση έχει και θεραπεία δεν έχει; Όμως, τα τελευταία χρόνια, η ιατρική πράξη άλλαξε ριζικά και η άσκηση της παιδιατρικής διευρύνθηκε δραματικά. Νέα και σπάνια νοσήματα διεκδικούν την εξοικείωση όλων μας μαζί τους γιατί: H εφαρμογή των μοριακών τεχνικών και η ραγδαία εξέλιξη της γενετικής επιβεβαιώνει τη διάγνωση εύκολα, γρήγορα και με ασφάλεια.
Η πρόοδος στη νευροφυσιολογία και νευροανατομία διαφώτισε σε μεγάλο βαθμό την παθοφυσιολογία πολλών νοσημάτων. Ο ρόλος των τμημάτων του εγκεφάλου είναι πλέον σαφώς διακριτός. Έτσι, για παράδειγμα ξέρουμε ότι στα βασικά γάγγλια προγραμματίζεται η κινητικότητα, ο ιππόκαμπος ευθύνεται για την απομνημόνευση και τους πολύπλοκους συνειρμούς, ενώ στις αμυγδαλές του εγκεφάλου ξεκινά ο προσανατολισμός στα ερεθίσματα, η συμπάθεια και η αντίληψη της συγκίνησης. Για τα περισσότερα νοσήματα υπάρχουν πολλές πλήρεις και τεκμηριωμένες περιγραφές, αποτέλεσμα μακρόχρονης και εμπεριστατωμένης έρευνας.
Επιπλέον, οι γονείς έχουν σήμερα στη διάθεσή τους πηγές πληροφόρησης, εύκολα προσβάσιμες, στις οποίες ανατρέχουν για να βοηθήσουν το άρρωστο παιδί τους. Έρχονται σε επαφή με άλλους γονείς, ανταλλάσουν πληροφορίες και βοηθούν στην πληρέστερη περιγραφή του νοσήματος. Οργανώνονται σε συλλόγους και συγκεντρώνουν πόρους με σκοπό τη βοήθεια της έρευνας. Για όλους αυτούς τους λόγους τα νευροαναπτυξιακά νοσήματα απασχολούν ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης βιβλιογραφίας.
Το σύνδρομο Rett έχει συχνότητα 1:10.000 έως 1:25.000 και αποτελεί πρότυπο μελέτης των νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές ανήκουν:
- Oι ανευπλοειδίες όπως το σύνδρομο Down ή το Turner (που είναι οι πιο κοινές).
- Οι μικροελλείψεις (σ. Williams, Prader-Willi, Angelman).
- Σύνδρομο εύθραυστου Χ.
- Σύμπλοκες διαταραχές (με αποδεδειγμένη γενετική βλάβη).
Η έγκαιρη διάγνωση των νοσημάτων εξασφαλίζει την πρώιμη παρέμβαση και την καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών. Επιπλέον, είναι εφικτή η γενετική καθοδήγηση της οικογένειας. Στο σύνδρομο Rett, περίπου 1% των περιπτώσεων είναι κληρονομικές. Στη δική μας οικογένεια, η ανεύρεση της μετάλλαξης μόνο στην ασθενή μας και όχι στη μητέρα της, σημαίνει ότι η περίπτωση είναι σποραδική και οι γονείς μπορούν να αποκτήσουν ένα δεύτερο υγιές παιδί. Αν, όμως, η μητέρα ήταν φορέας της μετάλλαξης, τότε υπήρχε η δυνατότητα προγεννητικού ελέγχου.
Rett syndrome: case report
Τh. Papazoglou, S. Psoni, H. Frysira, A. Xaidara, E. Kanavakis, S. Youroukos
(Ann Clin Paediatr 2007, 54(3):266-273)
Δελτίο Α' Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών 54, 2007
Πηγή: To χαμομηλάκι