Στο Σύνταγμα στην προμετωπίδα, μετά τη φράση Σύνταγμα της Ελλάδος, διαβάζομε την πανηγυρική πρόταση-διακήρυξη «Εις το Όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Εν συνεχεία δε, μετά το 1ον τμήμα του πρώτου μέρους που αναφέρεται στη μορφή του πολιτεύματος, εις το 2ον τμήμα του 1ου μέρους του Συντάγματος και κάτω από τον πανηγυρικόν τίτλον «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», αναγράφεται το άρθρον 3 του Συντάγματος, εις την & 1 του οποίου αναφέρεται ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό τηρεί απαρασάλευτα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.
Με την ανωτέρω διάταξιν θεσπίζεται το καθεστώς της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», το οποίον στηρίζεται επί βάσεως δημοσίου δικαίου και το οποίον καθιστά την Εκκλησίαν αυτοκέφαλον οργανισμόν, ο οποίος έλκει τα δικαιώματά του από το Σύνταγμα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος καθιερώνεται ως προνομιούχον Ν.Π.Δ.Δ.
Είναι γεγονός ότι με την ανωτέρω Συνταγματικήν ρύθμισιν, η Ορθόδοξη Εκκλησία περιέρχεται σε προνομιακή θέσιν έναντι των άλλων θρησκειών.
Το καθεστώς αυτό στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί.
Ο Ελληνικός Λαός, γαλουχήθηκε με την διδασκαλία και τα νάματα της Ορθοδόξου Πίστεως και συνεδέθη τόσο στενά με αυτήν, ιδίως κατά την περίοδο της μακράς δουλείας, αλλά και σε κάθε δύσκολη περίοδο για τον Ελληνισμό, όπου η Εκκλησία φάνηκε φιλόστοργος μητέρα, ώστε οι λέξεις Ελληνισμός και Ορθοδοξία να είναι ταυτόσημες.
Η Πολιτεία θρησκεύει και συνεπώς αντιμετωπίζει τα ζητήματα της Εκκλησίας με σεβασμό και ευλάβεια.
Το άρθρο 16&2 του Σ. αναφέρει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Η περίφημος απόφασις υπ΄αριθμ. 3356/1995 του ΣΤ΄ Τμήματος του Σ.Τ.Ε. δέχεται ότι προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 16&2 του Συντάγματος, προκειμένου δηλαδή να αναπτυχθεί η θρησκευτική συνείδηση των μαθητών σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθοδόξου πίστεως, οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν στις σχολικές θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι η καθημερινή προσευχή και ο εκκλησιασμός και να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίον, όπως είναι αυτονόητον, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας και επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως.
Είναι όμως πρόδηλον ότι εάν ένας ή περισσότεροι μαθητές, άλλως οι γονείς τους, ασκώντας το κατοχυρωμένο με το άρθρο 13 του Συντάγματος και τις διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλώσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπον προς τον Διευθυντήν του Σχολείου ότι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, δηλ. διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή άθεοι, δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών ή να μετάσχουν στις άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις που προβλέπονται από το σχολικό πρόγραμμα, ο Διευθυντής έχει υπηρεσιακό καθήκον να προβεί αμέσως σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, ούτως ώστε οι μαθητές αυτοί να μη μετέχουν στις ανωτέρω θρησκευτικές εκδηλώσεις και να μην παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς βεβαίως η αποχή τους αυτή να συνεπάγεται για τους ιδίους οποιασδήποτε μορφής σχολική κύρωση π.χ. καταλογισμό απουσιών, μείωση διαγωγής, πειθαρχικές κυρώσεις κ.λ.π.
Πολύς λόγος γίνεται στις ημέρες μας σχετικά με το εάν το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να είναι : α)καθαρά ομολογιακό μάθημα με Ορθόδοξο Χριστιανικό περιεχόμενο. β)το πολιτιστικό μάθημα των θρησκευτικών. γ)το πολυθρησκευτικό–γνωσιολογικό μάθημα των θρησκευτικών. δ)το αμιγώς θρησκειολογικό το οποίο αποτελεί πρόταση βουλευτών αριστερών κομμάτων και άλλων τινών φιλοσοφούντων επιστημόνων, οι οποίοι ζητούν την πλήρη εξίσωση της Ορθόδοξης πίστεως του λαού μας με όλα τα άλλα δόγματα και θρησκεύματα και την παροχή γνώσεων.
Συμφώνως προς την υπ΄αριθμ. 115/2012 αμετάκλητον αποφ. Διοικητικού Εφετείου Χανίων «Δεν νοείται απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών για μαθητή Ορθόδοξο Χριστιανό για λόγους Θρησκευτικής συνειδήσεως.Οι άθρησκοι ή οι αλλόθρησκοι (π.χ. Μουσουλμάνοι) και οι ετερόδοξοι (Προτεστάντες) μαθητές έχουν δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα όταν συντρέχουν στο πρόσωπό τους λόγοι θρησκευτικής συνείδησης τους οποίους οφείλουν να επικαλούνται οι ίδιοι ή οι γονείς τους.
Για το συγκεκριμένο μείζον θέμα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα Σχολεία θα χρησιμοποιήσομε τα απλά αλλά σοφά και θεία λόγια του Μεγάλου Διδασκάλου του Γένους Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Τι δίδασκε ο Άγιος και τι διδάσκει διαχρονικά τον Ελληνικό Λαό: Ο Πατροκοσμάς έδινε στην Παιδεία Χριστοκεντρικό προσανατολισμό.Το παιδευτικό αίτημα ήταν σαφές. Παιδεία Χριστοκεντρική.
Ο Θεός έχει κεντρική θέση μέσα στο Σχολείο. «Από το σχολείο μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, τι είναι Παράδεισος, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, τα πάντα από το σχολείον τα μαθαίνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το Σκότος».
Κατακλείοντας την συνοπτική αναφορά μας στο φλέγον αυτό για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών συνάγωμε το ασφαλές συμπέρασμα ότι είναι καθαρά αντισυνταγματική η επιχειρούμενη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογία.
Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών θα πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνει στα Σχολεία μας με τη σημερινή μορφή, δια την σωστήν διαπαιδαγώγησιν των Ορθοδόξων Ελλήνων μαθητών.
Δυστυχώς η μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε Θρησκειολογία είναι μία από τις ποικίλες μορφές συνεπειών του επιχειρούμενου χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.
Ας σταθούμε με υπευθυνότητα άπαντες ενώπιον του ελληνικού λαού και της ιστορίας του, διότι οι επιχειρούμενες αυθαίρετες μεταβολές θα τορπιλίσουν τα θεμέλια του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας που αποτελούν την πνοή του έθνους.
Πηγή: Ακτίνες