![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ιούλιος 1943. Δυσοίωνα νέα έφταναν για το χωριό μας, σύμφωνα με τα οποία οι Γερμανοί -υπό τον τότε Διοικητή του Γερμανικού σώματος Στρατού Λάντς- είχαν φτάσειαπό τα Γιάννενα περνώντας τα Δωδωνοχώρια,στην Ζόριστα (Πεντόλακκο), την οποία βρήκαν έρημη από τους κατοίκους που πρόλαβαν και κρύφτηκαν! Σύμφωνα με τις πληροφορίες, σειρά είχε το χωριό μας! Φοβισμένοι οι κάτοικοι του Μαχαλά έσπευσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στην θέση «Σπιθάρι», τον τόπο όπου και παλιότερα, επί τουρκοκρατίας, έβρισκαν ασφαλή για να γιορτάσουν την Ανάσταση, χωρίς οι Τούρκοι να τους αντιληφθούν!
Την 24η Ιουλίου 1943 ανηφόρισαν από τον δρόμο Άρτας-Ιωαννίνων περί τα 30-50 στρατιωτικά Γερμανικά αυτοκίνητα. Την ίδια ημέρα γερμανικό αεροπλάνο, εκτελώντας χαμηλή πτήση πάνω από το χωριό, πετούσε προκηρύξεις γραμμένες στα Ελληνικά, που καλούσαν τους κατοίκους του χωριού μας για να μην φύγουν από τα σπίτια τους. Περνώντας πάνω από την θέση «Σπιθάρι» άφησε μαύρους καπνούς, άγνωστο για ποιό λόγο, πιθανό για να προσδιορίσει την θέση των κρυμμένων συγχωριανών μας.
25η Ιουλίου ημέρα Κυριακή και ώρα 9η πρωινή. Η Γερμανική συντονισμένη επίθεση γίνεται από τέσσερα περιφερειακά σημεία, με τέσσερις ομάδες στρατού και με απώτερο στόχο να αποκλειστεί εντελώς η έξοδος από το χωριό!
Η πρώτη ομάδα πέρασε από την σημερινή Νέα Μουσιωτίτσα -τότε δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο οικισμός αυτός- προχώρησε στην Φούριζα, στο Κοστέκι, στην Λέθμη, στην Σεστρίγλα και κατέληξε στο Κουκλέσι. Το διάβα τους από την Φούριζα, άφησε νεκρό τον Κων/νο Δήμο, που είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο πρώτος νεκρός. Έτρεξε να κρυφτεί κοντά σε μία βρύση, αλλά δεν στάθηκε τυχερός, οι Γερμανοί τον είδαν και δίχως δεύτερη σκέψη τον εκτέλεσαν!
Η δεύτερη ομάδα πέρασε από τον Μαχαλά (Άνω Μουσιωτίτσα). Στην θέση Γκούρι συνάντησαν τον Αναστάσιο Δόση, τον Νικόλαο Δόση και τον Γεώργιο Κότσιο, οι οποίοι από τον φόβο τους στην θέα των Γερμανών, τους προσέφεραν γάλα από τα πρόβατά τους. Η γερμανική απάντηση ήταν η σύλληψή τους και η μεταφορά τους στο Σπιθάρι. Προχώρησαν στο Σιουργέλι, στην Σιάλιζα και από κει μέσα στο χωριό -σημερινή Κάτω Μουσιωτίτσα-, όπου έκαψαν σπίτια και άρπαξαν ζωντανά.
Η Ευθυμία Σταύρου, «δασκαλίνα» ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα εκείνη την ημέρα έζησε:
Οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι και με τα όπλα πέταξαν κάτω το γίκο, ανακάτεψαν τα ρούχα της κασέλας, ψάχνοντας για όπλα. Όπλα δε βρήκαν και πήραν τον δάσκαλο Σταύρο Σταύρου αιχμάλωτο. Στην πορεία τους συνέλαβαν συνολικά 45 άτομα, τους οποίους εξέτασαν προσεκτικά στους ώμους και στα πόδια ερευνώντας για σημάδια που αφήνουν τα στρατιωτικά σακίδια και οι αρβύλες. Το γερμανικό αυτό τμήμα προχώρησε μαζί με τους αιχμαλώτους στην Κονσταντίστα και κατάληξη είχε στην Βούλιστα Παναγιά. (Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί επεφύλασσαν διαφορετική μεταχείριση στους κατοίκους του χωριού μας, έδειχναν για παράδειγμα τρομερή σκληρότητα και αβάσταχτη βιαιότητα σε όσους ήταν ξανθοί, πιστεύοντας πως είναι Εγγλέζοι!)
Η τρίτη ομάδα, αποτελούνταν από επίλεκτα μέλη των ΕΣ-ΕΣ της ορεινής μεραρχίας «Εντελβάις», υπό τον αρχιδήμιο Ζάλμιγκερ. Στην ουσία αυτό ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα των γερμανών! Το τμήμα αυτό εισέβαλε στον Μαχαλά, κατέκαψε αδιάκριτα ανθρώπους και σπίτια! Πίσω του άφησε μόνο στάχτη...
Στο Σιεσφρούγγου σκοτώνουν την Γιωργοκώσταινα που ήταν με την γριά Κυράννα, η οποία μετέφερε στην ράχη της την ανήλικη εγγονούλα της, που παρά το νεαρό της ηλικίας της βρήκε τραγικό θάνατο μπροστά στα μάτια της τραυματισμένης γιαγιάς της.
Στο Μετσίτι βρήκαν τα νεαρά (9 μόλις ετών τότε) ξαδέλφια Νικόλαο Αναγνώστου και Βασίλειο Αναγνώστου, που έβοσκαν τα πρόβατά τους. Τα παιδιά μικρά καθώς ήταν, δίχως αίσθηση του κινδύνου, δεν άκουσαν την συμβουλή του κρυμμένου μπάρμπα-Φώτη Μπάρκα και του κυρ-Θανάση του Αναστάση να κρυφτούν και εκείνα, αντίθετα χοροπηδούσαν και κορόιδευαν, ατρόμητα στην άγνοιά τους για το τι τα περίμενε. Η ριπή του πολυβόλου θέρισε την τρυφερή ζωούλα του Βασίλη, ενώ ο Νίκος φέρει το σημάδι της πληγής στο πρόσωπό του. Στην θέα του τραυματισμένου παιδιού, οι δύο μεγαλύτεροι σάστισαν τόσο πολύ, που ο ένας προέτρεπε τον άλλον να τον αποτελειώσει για να μην υποφέρει. Ο μικρός Νίκος έμεινε εκεί αιμόφυρτος μέχρι το βράδυ, κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, πίστευαν ότι είχε πεθάνει.
Η ανυποψίαστη μητέρα του έλειπε από το πρωί στον μύλο. Όπως η ίδια έλεγε το πρωϊ εκείνης της ημέρας έβλεπε από το μύλο να αντιφεγγίζουν στον ήλιο οι παλάσκες και τα φονικά σίδερα των Γερμανών από την πλαγιά της Μπιτέρας. Το βραδάκι η γιαγιά του, η γριά Νικόλαινα Αναγνώστου, τον κατέβασε στο χωριό, μισοπεθαμένο.
Το τμήμα αυτό λοιπόν συνέχισε ακάθεκτο την πορεία τους προς το Σπιθάρι -όπου βρίσκονταν τα θερινά βοσκοτόπια και οι στάνες του Δημητρίου Δήμου- όπου προφανώς πίστευαν ότι ήταν κρυμμένες οικογένειες ανταρτών, αρπάζοντας άλλους από τα αλώνια που αλώνιζαν ή λίχνιζαν το στάρι, άλλους από την στρούγγα, το ζύμωμα ή το ψήσιμο του ψωμιού, συγκεντρώνοντας του νοικοκυραίους από τα σπιτοκάλυβά τους που προετοιμάζονταν για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής της επόμενης ημέρας!
Ερεύνησαν τα καλύβια για όπλα και στην συνέχεια τα έκαψαν. Στην γραμμή τους έβαλαν, τον ένα δίπλα στον άλλον, 78 άτομα συνολικά, αδιακρίτως φύλλου και ηλικίας. Διάλεξαν καμιά 15αριά από τους γερούς και νέους, ανάμεσα στους οποίους και τον Νέστορα Κολιό, δεν δίστασαν να χωρίσουν τον 6χρονο Ιωάννη Γκόγκα από τον πατέρα του, τους φόρτωσαν και τους διέταξαν να προχωρήσουν, σ΄ αυτούς η τύχη χαμογέλασε μόνο και μόνο γιατί οι Γερμανοί χρειάζονταν υποζύγια. Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί ο ένας δίπλα στον άλλον, κατά μήκος ενός δέματος του χωραφιού του Νακητάκη (Δημήτριου Δήμου), οι γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά, μωρά αχρόνιαγα, οι γέροι με τις μαγκούρες, γριές με λιοκαμμένα πρόσωπα και βαθιά αυλακωμένα μάγουλα από τις ρυτίδες και γυρτές ράχες από την κούραση, ακόμα και νιόπαντρες με τον καλό τους δίπλα που δεν μπορούσαν μπροστά στο φόβο ούτε το χέρι του να αδράξουν και νιόγαμπροι και αυτοί ανήμποροι να γυρίσουν το βλέμμα τους, γιατί ένιωθαν πως δεν μπορούσαν καθόλου το ταίρι τους να υπερασπίσουν μπροστά στο αδηφάγο θηρίο, οι αρραβωνιασμένοι είδαν τα όνειρά τους να σβήνουν και να χάνονται να σκορπίζουν κάτω στις φρεσκοθερισμένες καλαμιές και στην θρούμη…
Όλοι τους εκεί, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς να ζητήσουν εξηγήσεις, ξαπλώθηκαν χάμω.. Επέζησαν δύο, ένα 6χρονο παιδί, ο Ιωάννης Γκόγκας, το οποίο σώθηκε χάρη στην μητέρα του, που στην απόγνωσή της έκρυψε το μικρό γιο της κάτω από το συγγούνι της, κατά δική του μαρτυρία και ένας 19χρονος ο Κων/νος Αναστασίου. Ο μικρός Ιωάννης Γκόγκας έμεινε ανάμεσα στα πτώματα, νοιώθοντας κοντά του νεκρή τη μάνα του, μέχρι το απόγευμα, οπότε τον βρήκαν ο Γεώργιος Τάσσης και ο Βασίλειος Νότης. Ήταν μοιραίο να γνωρίσει σε τόσο τρυφερή ηλικία την πιο σκληρή και απάνθρωπη όψη του πολέμου. Παγωμένο πια το χέρι της μάνας του δεν μπορούσε να του μεταδώσει την θέρμη της αγάπης της, να καταλαγιάσει το κλάμα και να νικήσει κάθε φόβο, του είχε ωστόσο χαρίσει δύο φορές της ζωή.
Ο Κωνσταντίνος Αναστασίου περιγράφει με λεπτομέρειες στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα της ημέρας εκείνης...
"Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στο Σπιθάρι, όσοι δεν ήταν κρυμμένοι τους προσέφεραν φαγητό (γάλα, αυγά και ό,τι άλλο είχαν) σε μια προσπάθεια να τους «καλοπιάσουν». Κανείς τους δεν άγγιξε τίποτα. Διέταξαν την συγκέντρωση όλων κατά μήκος του δέματος και προετοιμάζονταν για την εκτέλεση. Ένας από τους πολυβολητές διεπληκτίσθηκε έντονα με τον ανώτερο του αξιωματικό και γυρίζοντας το πολυβόλο του προς το Κουκλέσι άρχισε να πυροβολεί, αδειάζοντάς το στον αέρα και εγκατέλειψε τρέχοντας προς τους προπορευόμενους Γερμανούς που έφευγαν με τους αιχμαλώτους. Ευαίσθητος και ρομαντικός; Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως άνθρωπος που δεν μπορούσε να αφαιρέσει έτσι άδικα ζωή ανθρώπου. Έστησαν τα πολυβόλα σε ύψος 50 εκατοστών περίπου από την γη και άρχισαν να πυροβολούν τυφλά τους συγκεντρωμένους στην κοιλιά. Τα κορμιά σωριάζονταν χτυπημένα στο χώμα και τα πολυβόλα χαμήλωσαν στους τριάντα πλέον πόντους και κατόπιν ακόμα πιο χαμηλά σύρριζα στο χώμα για να μην υπάρχει καμία περίπτωση να γλιτώσει κανείς.
Με το πρώτο κτύπημα ο Κωνσταντίνος Αναστασίου έπεσε κάτω, περισσότερο από το φόβο του και σωτήριο ένστικτο και βρέθηκε στην τελευταία αυλακιά του χωραφιού, σύρριζα στο δέμα. Οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση, αντιλαμβάνεται τα πάντα και η αγωνία του κορυφώνεται καθώς το πολυβόλο χαμηλώνει για το δεύτερο χτύπημα. Νοιώθει ένα τσούξιμο στο λαιμό του. Εκείνη την ώρα πέφτει πάνω του νεκρός, ένας συνομήλικός του από τον Μαχαλά, νοιώθει το αίμα του νεαρού Μαχαλιώτη ανακατεμένο με χώμα, να γίνεται ένας ζεστός πηχτός πολτός, να τον λούζει, πλημμυρίζοντάς τον σε όλο το κεφάλι και το πρόσωπο, δεν βλέπει τίποτα, δεν μπορεί καν να αναπνεύσει. Αισθάνεται στα πόδια του, κάτω από το χώμα να περνά και άλλη σφαίρα, τότε πια το πολυβόλο εκτελεί το τρίτο χτύπημα.
Όταν πια σταμάτησαν να ρίχνουν με το πολυβόλο, άκουγε πυροβολισμούς πιο αραιά, κατάλαβε ότι επρόκειτο για την χαριστική βολή σε εκείνους που ήταν ακόμη ζωντανοί. Τον πλησίασαν, ένιωσε ένα ξύλο να του ανασηκώνει την αριστερή πλάτη, το κορμί του μουδιασμένο, αφού τόση ώρα πάνω του ήταν πεσμένο ο ήδη νεκρός Μαχαλιώτης, πετρωμένος από τον φόβο με το κεφάλι καταματωμένο έμοιαζε νεκρός και αυτό ήταν που τον γλίτωσε!
Αφού αποτελείωσαν συνεχίζοντας με την χαριστική βολή, φόρτωσαν δύο μουλάρια και απομακρύνθηκαν. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Βρέθηκε τότε μόνος απέναντι στο φρικιαστικό θέαμα των εκτελεσμένων συγχωριανών μας. Το σοκ ισχυρότατο και πως να μην ήταν, αφού αντίκρισε διαμελισμένα πτώματα και αίμα, παντού γύρω του αθώο αίμα που άχνιζε ζεστό ακόμα, γύρω του και πάνω του…"
Χαρακτηριστικά αναφέρει για εκείνες τις στιγμές:
"Δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Έμεινα πεσμένος εκεί μέχρι τα απόσκια. Τότε ανασήκωσα το ένα χέρι μου, μετά το άλλο και τέλος κούνησα τα πόδια μου. Δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανός".
Προσπάθησε να σηκωθεί. Το μακάβριο σκηνικό του προκάλεσε εμετό. Αισθάνθηκε δίψα. Σύρθηκε στην στέρνα του Γιωρτάσση. Συνάντησε την Κωτσβάσαινα. Της είπε μόνο: «Είναι όλοι σκοτωμένοι!». Μόλις η γυναίκα τον αντίκρισε και άκουσε την θλιβερή είδηση τρόμαξε τόσο πολύ που το 'βαλε στα πόδια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Συνέχισε την πορεία του προς το χωριό, φωνάζοντας και ο ίδιος δυνατά λέξεις ακατάληπτες δίχως νόημα, προξενώντας τον τρόμο και το δέος σε όσους τον άκουγαν.
Στο σπίτι του θείου του Παναγιώτη Παππά μόλις τον αντίκρισαν άρχισαν τα μοιρολόγια. Επί ώρες οι ξαδέλφες του προσπαθούσαν να του καθαρίσουν το πρόσωπο. Το αίμα δεν έφευγε με τίποτα. Φτάνοντας στα πηγάδια, συνάντησε την Αικατερίνη Κίτσου, η οποία δεν μπορεί να ξεχάσει την μορφή εκείνου του αγοριού. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε γυρίσει από την κόλαση, το πρόσωπό του ήταν ακόμη καλυμμένο από ξερό, πηχτό αίμα. Της ζήτησε νερό να πιει και εκείνη σαστισμένη ακόμη, του έριχνε νερό να πλυθεί και το πρόσωπο με τίποτε δεν καθάριζε.
Είναι σίγουρο πως όσα χρόνια και αν περάσουν, οι σκηνές αυτές θα μείνουν χαραγμένες στην ψυχή του.
Ενώ αυτά συνέβαιναν στον χώρο της σφαγής, το ίδιο αυτό τμήμα των Γερμανών έχοντας αφήσει πίσω του τόσους νεκρούς, προχώρησε στην Λιάσκα Παναγιά. Δεν είχε ακόμη χορτάσει αίμα... Εκεί συναντήθηκε με το τέταρτο τμήμα των Γερμανών που ήταν η πλαγιοφυλακή τους.
Το πρώτο μέλημα ήταν να κάψουν τις στάνες του Μαρούτσου και του Κίτσου και να μαζέψουν όλα τα μεγάλα ζώα συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Κίτσος. Η μάνα του Ανδρέα άρχισε να κλαίει, οι Γερμανοί όμως δεν ήταν ευσυγκίνητοι. Το κλάμα της προκάλεσε τον θυμό και την υστερία τους και δίχως δισταγμό κανένα, την σκότωσαν μαζί με τους υπόλοιπους.
Κανείς δεν έμεινε όρθιος. Στην θέση Σούλα Παναγιά ήταν το σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου. Στο σπίτι αυτό φιλοξενούνταν η Ελένη Ίκκου, σύζυγος του δημοδιδάσκαλου Γ. Ίκκου, γιατί είχε φιλίες με την οικογένεια Γάκιου και κάθε χρόνο ερχόταν στο χωριό για να φτιάξει τυρί και τραχανά. Επρόκειτο, σύμφωνα με τις διηγήσεις, για γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς με επιβλητικό παρουσιαστικό, λευκό πρόσωπο και χρυσά δόντια! Οι Γερμανοί κατέκαψαν το πλούσιο σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου, τον ίδιο τον χτύπησαν βάναυσα και επί ώρα πολλή, γιατί ξανθός και όμορφος καθώς ήταν, έδινε την εντύπωση Εγγλέζου. Τον φόρτωσαν με δύο κιβώτια φυσίγγια και τον πήραν αιχμάλωτο. Τους υπολοίπους τους σκότωσαν όλους ανεξαίρετα, ενώ για την Ελένη Ίκκου επεφύλασσαν «ειδική μεταχείριση...».
Το πτώμα της βρέθηκε φουσκωμένο και πρησμένο, με ένα χοντρό ξύλο δαυλό περασμένο στον λαιμό της. Δεν υπήρχε στο κορμί της ίχνος σφαίρας. Δεν έδειξαν καν τον οίκτο να την πυροβολήσουν απαλλάσσοντάς την από τον ανείπωτο πόνο του βασανιστηρίου. Ο Θωμάς Αλεξίου ήταν εκείνος που αφαίρεσε από το στόμα της Ελένης Ίκκου το φονικό όργανο!
Την ίδια ώρα στην θέση Μερέτα ακριβώς απέναντι από την Λάσκα Παναγιά, διαδραματίζονταν τραγικές στιγμές στην οικογένεια Χρήστου Γκοντέβα (Μπάρμπα Τσάκου). Η οικογένεια αυτή λοιπόν αντιλαμβανόμενη από τους πυροβολισμούς το μακελειό στο Σπιθάρι και στην Λιάσκα, έτρεξαν να κρυφτούν αναζητώντας καταφύγιο στους θάμνους, αφήνοντας πίσω στην στάνη τον γερο-Τζαβέλα (πατέρας) ο οποίος ήταν ανήμπορος να τρέξει. Οι Γερμανοί δε σεβάστηκαν την ηλικία του. Τον έκαψαν ζωντανό μαζί με το κοπάδι του, αποτελούμενο από 170 γίδια. Η Οικογένεια Γκοντέβα λοιπόν πρόχειρα κρυμμένη παρακολουθεί έντρομη τα τεκταινόμενα, με ανάμεικτα συναισθήματα αγωνίας, τρόμου, θλίψης και πόνου. Όταν ο μικρός Βασιλάκης Γκοντέβας έβαλε τα κλάματα τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Ο πατέρας του παιδιού, έβγαλε το σουγιά του και άρπαξε το παιδί για να το σκοτώσει, φοβούμενος πως το κλάμα του θα πρόδιδε την θέση τους και οι Γερμανοί θα τους ανακάλυπταν και θα τους σκότωναν όλους. Το παιδί σώθηκε χάρη στην δυναμική επέμβαση της μητέρας του που το έβαλε αμέσως στο στήθος της καταλαγιάζοντας το κλάμα, προτιμώντας να διακινδυνεύσει τις ζωές όλων, παρά να δει το παιδί της να χάνεται από τα χέρια του ίδιου του πατέρα του.
Στην θέση Πάλια, κοντά στον πάνω κάμπο, όπου προχώρησαν στην συνέχεια οι Γερμανοί, σκότωσαν 3 γυναίκες μεταξύ των οποίων και την Γιωργκοντέβαινα, για την οποία αναφέρεται ότι τέντωσε το κορμί της και άπλωσε τα χέρια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της μην επιτρέποντας στους Γερμανούς την είσοδο στο σπίτι της.
Λίγο μετά το μεσημέρι έφταναν στο Κουρτέσι οι Γερμανοί. Κάθισαν στον ίσκιο αφήνοντας τους αιχμαλώτους στον ήλιο. Εκεί ο Ξενοφών Γάκιος έβγαλε τα παπούτσια του. Ο Νέστορας Κολιός τον ρώτησε γιατί και του απάντησε «γιατί δεν μπορώ να τα σύρω». Τότε ο νεαρός Νακητάκης ζήτησε νερό. Ο γερμανός αντί για νερό τον χτύπησε με δυνατές κλωτσιές και στο θυμό του σκότωσε τρεις Κουκλεσίτες. Όταν πήγαν να σηκωθούν για να συνεχίσουν την πορεία ο Γάκιος που είχε ήδη βγάλει τα παπούτσια, παράτησε τα κιβώτια που τον είχαν φορτώσει και άρχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν, χωρίς να πετύχουν το στόχο τους γιατί ο Γάκιος ήξερε καλά το χώρο και κρύφτηκε γρήγορα.
Κατά τις 6 το απόγευμα είχαν φτάσει στην Βούλιστα Παναγιά, όπου ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των ομάδων. Έβαλαν τους αιχμαλώτους σε πρόχειρους καταυλισμούς και πολύ κοντά τους ήταν και οι άλλοι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί από το δεύτερο τμήμα μέσα στο χωριό. Τα δύο τμήματα των αιχμαλώτων προσποιήθηκαν ότι δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, υποψιαζόμενοι ότι κάθε τμήμα αιχμαλώτων περίμενε διαφορετική μοίρα. Ο Νακητάκης ξαναζήτησε νερό λιωμένος από δίψα. Ο Γερμανός τον πλησίασε με μια καραβάνα νερό, του έδωσε να πιει και πριν αποσώσει, του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο πρόσωπο με την σιδερένια αυτή καραβάνα, προκαλώντας τρομερό πρήξιμο στο πρόσωπο του άντρα.
Άρχισαν τότε να στήνουν τα πολυβόλα και ανά δύο φώναζαν τους αιχμαλώτους, τους εκτελούσαν. Ακολουθούσε η χαριστική βολή στο κρανίο -όπως διαπιστώθηκε από την εκταφή τους αργότερα- και τους πετούσαν σε μια γρέβια. Ο Νέστορας Κολιός, ένας από τους αιχμαλώτους, 21 ετών τότε, διηγείται πως ο πατέρας του, αιχμάλωτος και εκείνος, από την αρχή της αιχμαλωσίας τον σκουντούσε και του έκανε νοήματα για να το σκάσει συναισθανόμενος ότι το τέλος τους πλησίαζε και τους περίμενε βέβαιος θάνατος.
Ο Νέστορας Κολιός προέτρεψε τον Ανδρέα Κίτσο να το σκάσουν μαζί αλλά εκείνος συγκλονισμένος από τον θάνατο της γυναίκας του, την οποία είχαν εκτελέσει στην Λιάσκα οι Γερμανοί, είπε πως δεν ήθελε πια να ζει αφού εκείνη είχε πεθάνει. Οι αιχμάλωτοι, ανήσυχοι, άλλαζαν συνεχώς θέση αποφεύγοντας να είναι στην πρώτη γραμμή δίνοντας μια μικρή αναβολή στον θάνατο. Όταν κόντευε η σειρά του Νέστορα είχε πάρει πια την απόφασή του. «Έτσι και αλλιώς χαμένος είμαι, ποιός ξέρει, μπορεί και εγώ να γλιτώσω όπως ο Γάκιος» ήταν οι σκέψεις που έκανε. Την ώρα που ο Γερμανός συνόδευε τους δύο προπορευομένους του αιχμαλώτους για εκτέλεση ο Νέστορας ξέφυγε από την γραμμή και άρχισε να τρέχει. Ο Γερμανός τον άρπαξε από το μανίκι αλλά ήταν τόση η ορμή και η φόρα του Νέστορα που το μανίκι σχίστηκε και έμεινε στα χέρια του άναυδου Γερμανού, ενώ ο Νέστορας χάθηκε γρήγορα στο σούρουπο.
Ο Νέστορας έτρεχε, οι αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση, άκουγε πίσω του τις φωνές, τα χάχανα των Γερμανών που περιγελούσαν εκείνο που είχε μείνει με το μανίκι στο χέρι και τους πυροβολισμούς του άλλου που είχε θυμώσει με την απόδραση. Έτρεχε συνέχεια, ώσπου εξουθενωμένος τρύπωσε σε έναν θάμνο. Εκεί πια αναλογιζόμενος όλα όσα είχαν συμβεί, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Σκεφτόταν πως είχε σκοτωθεί η εγκυμονούσα γυναίκα του, ο πατέρας και τόσοι άλλοι φίλοι και συγγενείς του. Από την κούραση τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε ήταν όλα ήσυχα και την νύχτα πια πήρε το δρόμο για το χωριό.
Και ενώ το θάρρος και η τύχη έσωσαν τον Νέστορα Κολιό, το άλλο τμήμα των 45 αιχμαλώτων -εκείνοι που δεν εκτελέστηκαν- οδηγήθηκαν στο Κεράσοβο όπου αφέθηκαν ελεύθεροι. Μια ελευθερία που δεν κράτησε παρά λίγες ώρες, αφού έπεσαν σε Γερμανικό μπλόκο, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Παλαιάς Ζωσιμαίας στα Γιάννενα. Από αυτούς κοντά στο Μπιζάνι δραπέτευσε ένας ο Δημήτριος Γκοντέβας. Προσποιούμενος ότι ήθελε να ικανοποιήσει σωματική του ανάγκη, εξαφανίστηκε!
Στα σκοτεινά υπόγεια της Ζωσιμαίας Σχολής είχαν μαζευτεί αιχμάλωτοι από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Οι συνθήκες κράτησής τους ήταν άθλιες, η τροφή τους ήταν σάπια και σκουληκιασμένη και σαν να μην έφτανε αυτό είχαν και τις ψείρες να τους ρουφούν το αίμα. Έμειναν εκεί φυλακισμένοι μέχρι τις 26 Αυγούστου.
Πηγή:Περί Πάτρης
Δέκα ἑφτὰ ὁλόκληροι αἰῶνες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν φωτεινὴ μορφὴ μιᾶς λησμονημένης κοινωνικῆς ἐργάτιδας, ποὺ ἔζησε κι’ ἔδρασε στὸ Βυζάντιο κατὰ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰώνα. Καὶ ὅμως ἡ Ὀλυμπιάδα, ἂν καὶ ἀπέχει τόσο ἀπό μᾶς, παρουσιάζει ἕνα ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν σύγχρονο κοινωνικὸ ἄνθρωπο. Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ φυσιογνωμία ἀποτελεῖ τὴ δόξα τοῦ σώματος τῶν «διακονισσῶν».
Πολλοὶ σύγχρονοί της καὶ μεταγενέστεροι ἱστορικοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τῆς Ὀλυμπιάδας. Καὶ ὅλοι τὴν ἀναφέρουν πλάι στὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, ποὺ στάθηκε γι’ αὐτὴν πατέρας καὶ ὁδηγός, στὴ δόξα καὶ στὸν πόνο. Μήπως ὅμως κι’ αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε σύμβουλος καὶ στήριγμα καὶ συνεργάτης τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς στὸ δύσκολο καὶ τραχὺ ἔργο του; Νὰ γιατί τὸ ἔργο της μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μόνο ὅταν μελετηθεῖ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς στενῆς συνεργασίας μὲ τὸν Χρυσόστομο. Ἄλλωστε, ἴσως αὐτὴ ἡ συνεργασία, ποὺ πήγαζε ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ψυχικὴ ὁμοιότητα τῶν δύο ἐκείνων ὑπέροχων ψυχῶν, νὰ εἶναι καὶ τὸ μυστικό τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς δόξας τῆς Ὀλυμπιάδας. Μιὰ ματιὰ στὴ ζωή της, πρῶτα, θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐμβαθύνουμε ἔπειτα στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο της.
Ἡ Ὀλυμπιάδα γεννήθηκε γύρω στὰ 370 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ἡ οἰκογένειά της ἦταν ἀρχοντική. Ὁ πατέρας της κόμης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ μόρφωση ποὺ τῆς δόθηκε δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὰ πλούτη καὶ τὴν κοινωνική της θέση. Ἡ ὀρφάνια ὅμως ποὺ ἦρθε πρόωρα νὰ σκιάσει τὰ παιδικά της χρόνια ἦταν τὸ προοίμιο τῆς μακριᾶς ἁλυσίδας τῶν θλίψεων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς της. Ὁ θεῖος της Προκόπιος ποὺ τὴν ἀνέλαβε τώρα, εἶναι φίλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.
Τῆς ἄρεσε τῆς μικρῆς Ὀλυμπιάδας νὰ τὸν φωνάζει «πατέρα» τὸν Γρηγόριο, ὅσο ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα ἐξηγεῖ καὶ τὸ ποίημα ποὺ ἀργότερα τῆς ἀφιέρωσε στὸ γάμο της. Ὁ γάμος τῆς Ὀλυμπιάδας μὲ τὸν Νεβρίδιο, νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως, πρὶν κἄν περάσουν δύο χρόνια, τὴν ρίχνει σὲ καινούργιο πένθος μὲ τὸν πρόωρο θάνατό του. Δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς καὶ οἱ προτάσεις γιὰ δεύτερο γάμο πολιορκοῦν κυριολεκτικὰ τὴ νέα χῆρα.
Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ἀσκεῖ τρομερὴ πίεση πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν ἐξαναγκάσει νὰ πανδρευτεῖ τὸν συγγενῆ του Ἐλπίδιο. Μὰ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀρνεῖται σταθερά. Τὴν πρώιμη χηρεία της τὴ θεωρεῖ κλήση θεία καὶ ἀποφασίζει ν’ ἀφιερώσει τὴ ζωή της στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Ἡ πίεση ὅμως τοῦ αὐτοκράτορα δὲν ὑποχωρεῖ. Ὁ δεσποτισμὸς του φθάνει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε διατάζει τὴ δήμευση τῆς μεγάλης περιουσίας της. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀλυμπιάδας στὸ Θεοδόσιο εἶναι ἕνα γράμμα «ἀξιοπρεποῦς σαρκασμοῦ». Τὴ δήμευση τῆς κολοσσιαίας περιουσίας ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι περιορισμοί. Ὁ Ἐλπίδιος, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ τὸν δεχθεῖ γιὰ σύζυγο, τῆς στερεῖ τὴν γλυκύτερη ἀπασχόλησή της. Τῆς ἀπαγορεύει νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Τί μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν ὅμως ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς καὶ οἱ πιέσεις σὲ μιὰ ψυχὴ ἀδέσμευτη, σὲ μιὰ καρδιὰ φλογισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Τὸ πνεῦμα νικᾶ τὴν ὕλη κι’ ἡ ἀγάπη τὴ βία. Ὁ αὐτοκράτορας, ντροπιασμένος ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν τυραννική του διαγωγή, ἀνακαλεῖ τὴ διαταγή του καὶ ἡ περιουσία τῆς Ὀλυμπιάδας ἐπανέρχεται πάλι στὰ χέρια της. Τώρα πιὰ ἡ Ὀλυμπιάδα εἶναι ἐλεύθερη νὰ ρυθμίσει ὅπως θέλει τὴ ζωή της. Ἔχει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ζωὴ χαρᾶς καὶ γι’ αὐτὸ μὲ χαρὰ τὴν ἀφιερώνει στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴ χαρὰ ἐκείνου ποὺ ξέρει τί πιστεύει καὶ τί ἐπιδιώκει. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ ζωὴ τῆς πιστῆς χήρας εἶναι μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη «ἀπὸ ἀγάπη ποὺ πιστεύει καὶ ἀπὸ πίστη ποὺ ἀγαπᾶ».
Τὴν τεραστία περιουσία της (χρυσάφι, ἀσήμι, κτήματα, ἐπαύλεις) προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Στὰ τριάντα της χρόνια χειροθετεῖται διακόνισσα ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο καὶ ἐντάσσεται ἔτσι μέσα σ’ ἕνα ὀργανωμένο σύνολο, κατατάσσεται ἐθελοντικὰ στὸ στρατὸ τῶν γυναικῶν τῆς ἀγάπης. 250 ἀφιερωμένες Χριστιανὲς εἶναι στὶς διαταγές της.
Στὸ μεταξὺ ἀνεβαίνει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ Ὀλυμπιάδα γίνεται δεξί του χέρι. Δὲν ἄργησαν ὅμως λύκοι βαρεῖς νὰ σκορπίσουν καὶ ποιμένα καὶ πρόβατα. Τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν ἐξορία, τὰ διάφορα δεινά του μεγάλου Ἱεράρχη τὰ συμμερίζεται κι’ αὐτὴ ἀπὸ μακρυὰ καὶ σχίζεται κυριολεκτικὰ ἡ εὐαίσθητη γυναικεία της καρδιά. Τὴ συκοφαντοῦν, τὴ σέρνουν στὰ δικαστήρια μὲ τὴ βαριὰ κατηγορία ὅτι εἶναι ἔνοχη γιὰ τὴν πυρκαγιὰ τῆς βασιλικῆς τῆς Ἁγίας Σοφίας. Στὴν αὐστηρότατη ἀνάκριση ποὺ ἔγινε, τὸ ἤρεμο θάρρος της καὶ ἡ δηκτικὴ εἰρωνεία στὶς ἀπαντήσεις της τοὺς κατέπληξε ὅλους.
Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν οἱ ἠθικοὶ πόνοι καὶ τῆς καρδιᾶς τὸ μάτωμα. Ἦρθε καὶ ἡ βαριὰ ἀρρώστια, νὰ συμμαχήσει μὲ τὰ ἄλλα βάσανα, μὲ τὸ βαρὺ πρόστιμο ποὺ τῆς ἐπιβλήθηκε καὶ μὲ τοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ποὺ ἀπογέμιζαν ἀργὰ καὶ σταθερὰ τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς της μὲ πίκρες. Ἔπρεπε κι’ αὐτὴ νὰ γευθεῖ σὰν τὸ δάσκαλό της τὰ βάσανα τῆς ἐξορίας γιὰ μιὰ αἰτία τόσο τιποτένια: Γιατί δὲν θέλησε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἀνάξιο ἐπίσκοπο Ἀρσάκιο.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πόσα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου ἔζησε ἡ Ὀλυμπιάδα, οὔτε ξέρουμε τὴν ἀκριβῆ χρονολογία τοῦ θανάτου της. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσφαλῶς ζοῦσε, ὅταν ὁ Παλλάδιος ἔγραψε (408 μ.Χ.) τὸ γνωστὸ διάλογο γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.
Ἡ ἀνδρεία, ἡ ἡρωικὴ ὑπομονή, ἡ μόρφωση, εἶναι τρία ἀπὸ τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ κοσμοῦν τὴν «ἀνδρεία γυναίκα», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Παλλάδιος. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους κρίνουν σωστὰ δὲν τῆς βρίσκει ψεγάδι. Μέσα στὸν πόνο ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια τὴν συντρόφεψε, ὥς τὸν τάφο, ξεδίπλωσε ἡ Ὀλυμπιάδα τὸ μεγάλο της ἀνάστημα. Τὴ διακρίνει ἡ ἠθικὴ ἀνωτερότητα καὶ ἀξιοπρέπεια, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἡ σταθερότητα, ἡ ἁπλότητα, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Ποιὸ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀτίμητα στολίδια νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; «Ἐγὼ γνωρίζω τῶν λογισμῶν σου τὴν εὐγένεια», τὴν βεβαιώνει ὁ σεβαστός της δάσκαλος. Δὲν λύγισε οὔτε μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις τοῦ ἰσχυρότερου προσώπου τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ αὐτοκράτορα. Μὲ ἀξιοπρέπεια ἀποσβόλωσε δικαστὲς καὶ ἰσχυρούς τῆς γῆς καὶ ἔκανε σεβαστὴ μιὰ νεαρὴ ἀδύνατη χήρα.
Καὶ αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ πολυτέλειας ἀμύθητης μέσα στὴ βασιλεύουσα καὶ ἀπὸ κυρία τῆς ἀνώτερης ἀριστοκρατίας! Ἀλλ’ ἀκριβῶς ἡ κυρία αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες σύγχρονες καὶ ὅμοιές της, γιατί δὲν ξιπάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της καὶ τὰ ἐξωτερικά της προσόντα, ἀλλὰ καλλιεργήθηκε, καὶ πλούτισε τὸν ψυχικό της θησαυρό. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἔκανε ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ποὺ καιρὸς εἶναι νὰ δοῦμε.
Εἶναι ἀλήθεια, δύσκολο νὰ παρουσιάσει κανεὶς ἕνα ἔργο ἀγαθοποιΐας καὶ ἀγάπης, ὅταν ἔχει γίνει ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ τὸ κάνει ἀφανῶς καὶ μὲ τὸ σύνθημα τὸ «νὰ μὴ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ἡ παρουσίαση αὐτὴ πολὺ θὰ ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Στὸ μεγάλο σταθμὸ τῆς ζωῆς της, στὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ σχηματίζονται οἱ μεγάλες ἀποφάσεις της γιὰ μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένη, κάνει ἀμέσως ἀποσυμφόρηση τῶν περιττῶν πραγμάτων, ποὺ εἶχε στὸ σπίτι της. Τώρα πιὰ τὸ σπίτι της εἶχε ἄλλο προορισμὸ : Ἐπρόκειτο νὰ γίνει κέντρο πνευματικό, φιλοξενίας κέντρο, ποὺ θὰ ἕνωνε Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ θὰ παρεῖχε δωρεὰν κατοικία στοὺς χριστιανοὺς ποὺ συνέρρεαν στὴ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ὅλον τὸν χριστιανικὸ κόσμο.
Μὰ μήπως ἦταν μόνο ἡ φιλοξενία, ἡ τόσο ταιριαστὴ αὐτὴ ἀρετή, στὴ χριστιανὴ γυναίκα; Ἦταν καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς πολύπλευρης ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης ποὺ κάνουν τὴ χριστιανικὴ καρδιὰ τῆς γυναίκας νὰ χωρᾶ μέσα της ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τῆς Ὀλυμπιάδας ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο, ἦταν στὶς φροντίδες γιὰ τὸ Χρυσόστομο. Τί δὲν ἐπινοοῦσε ἡ εὐγενικὴ διακόνισσα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσει!
Ἀλλὰ δὲν σκόρπιζε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της ἡ Ὀλυμπιάδα μόνο στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀγάπης της, ἔφθανε σὲ χῶρες μακρινὲς καὶ ἔρημες, ὥς τὰ πέρατα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ὄργανο στὴν ἱερὴ διακονία τῆς ἀγάπης τὸν μεγαλόφωνο κήρυκα τῆς ἀγάπης, τὸν Χρυσόστομο, στὸν τόπο τῆς μαρτυρικῆς του ἐξορίας.
Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀρρώστων καὶ οἱ χίλιες δυὸ ἀγαθοεργίες, μοναδικὴ ἀπασχόληση τῆς Ὀλυμπιάδας. Εἶχε καὶ ἄλλα δύσκολα καὶ ὑπεύθυνα καθήκοντα: Καὶ εἶναι ἀλήθεια· τὰ πράγματα φωνάζουν ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν τὸ στήριγμα τῆς βασιλεύουσας. Ὁ προκάτοχος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Νεκτάριος, εἶχε τὴν Ὀλυμπιάδα σύμβουλό του στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χρυσόστομο. Καὶ γίνεται ἔτσι σύμβουλος ἐκείνου ποὺ κατεῖχε τὸν πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ θρόνο τῆς Ἀνατολῆς. Τόση ἦταν ἡ σύνεσή της καὶ ἡ κριτικὴ της ἱκανότητα! Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ τρομερὴ θύελλα ἔρχεται νὰ πετάξει τὸν στοργικὸ ποιμενάρχη στὰ βουνὰ τῆς Ἀρμενίας καὶ τότε ἡ Ὀλυμπιάδα μένει πιστὴ στὴν προσφορὰ τῶν πολύτιμων ὑπηρεσιῶν της. Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ τῆς δίνει στὶς μεγάλες ἐπιστολές του, φροντίζει ἡ Ὀλυμπιάδα γιὰ τὸν διακανονισμὸ σοβαρῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ποτὲ δὲν φρονοῦσε ὅτι εἶχε κάνει κάτι σπουδαῖο.
Ἀλλὰ καὶ πόσες ὑπεράνθρωπες ἐνέργειες δὲν ἔκανε γιὰ νὰ γλυτώσει τὸ σεβαστό της Ἱεράρχη ἀπὸ τὴν ἐξορία! Νὰ κινήσει «πάντα λίθον» γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει, ἤ, τουλάχιστον, νὰ τοῦ βελτιώσει τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς του. Μάταιες προσπάθειες ποὺ μεγαλώνουν τὸν πόνο καὶ σχίζουν τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας μὲ τὴν ἀτσαλένια θέληση. Καὶ θαυμάζει κανείς, μέσα στὰ γράμματα, τὰ ἀθάνατα αὐτὰ ἀριστουργήματα τῆς χριστιανικῆς φιλολογίας, τὸ θαυμασμὸ τοῦ μεγάλου πατέρα μπροστὰ στὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀλυμπιάδας. Τὴν παρατηρεῖ καὶ συγχρόνως τῆς ψάλλει ἐγκώμια. «Γνωρίζω τῆς φιλοσόφου ψυχῆς σου τὰ νεῦρα», τῆς γράψει, ποὺ ὅσο οἱ θλίψεις καὶ οἱ διωγμοὶ μεγάλωναν, τόσο καὶ αὐτὰ γίνονταν ἐντονότερα καὶ ἡ ψυχικὴ ἀντοχὴ γιγαντωνόταν, δυναμωμένη ἀπὸ τὰ λόγια τῆς παρακλήσεως, ποὺ εἶναι ἀπόσταγμα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ «ὁ Θεὸς πάσης παρακλήσεως» τὰ ἔχει θησαυρίσει.
Καὶ ὅταν ὁ ἡρωικὸς ποιμενάρχης ὑποκύπτει στὶς ἀφάνταστες κακουχίες καὶ περνᾶ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας, ἡ Ὀλυμπιάδα μένει ἀκόμη γιὰ νὰ σκορπίζει τὴ χαρὰ στοὺς πονεμένους, ποὺ τοὺς ἔνοιωθε τόσο βαθειά! Συνεχίζει τὴ ζωὴ τῆς προσφορᾶς στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης καὶ προγεύεται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πηγή: (Αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Άγιες γυναίκες της αρχαίας Εκκλησίας, Εκδ. Ι.Μ.Κεχροβουνίου, Τήνου), Ἁγία Ζώνη
Ἀγάπη μέν ἐστιν, διάθεσις ψυχῆς ἀγαθή, καθ᾿ ἥν οὐδέν τῶν ὄντων, τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως προτιμᾷ. Ἀδύνατον δέ εἰς ἕξιν ἐλθεῖν ταύτης τῆς ἀγάπης, τόν πρός τι τῶν ἐπιγείων ἔχοντα προσπάθειαν.
Οι Νεομάρτυρες αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ιστορίας της Εκκλησίας μας. Ονομάζονται Νεομάρτυρες όσοι ομολόγησαν το Χριστό και την πίστη τους στην Ορθοδοξία και υπέστησαν μαρτύρια και θάνατο, από το 1453 μέχρι σήμερα. Ιδιαιτέρως στα μαύρα χρόνια της τουρκικής δουλείας, όπου οι υπόδουλοι Χριστιανοί είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στον βίαιο εξισλαμισμό και το μαρτυρικό θάνατο. Χιλιάδες Ορθόδοξοι Χριστιανοί προστέθηκαν στα εκατομμύρια των Μαρτύρων των αρχαίων και μέσων χρόνων.
Η Αγία Χριστίνα γεννήθηκε, όπως μας λέει το Συναξάρι, στην Τύρο, στην πόλη και στην πατρίδα του Αποστόλου Παύλου. Και γεννήθηκε εκεί κατά τα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου γύρω στο 200 μ.Χ., όπου είχαν αρχίσει ήδη οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών.
Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λοζάνη το πρώτο μέρος της ομώνυμης Συνθήκης η οποία αποτέλεσε την κατάληξη της μεγαλύτερης καταστροφής που υπέστη η Ελλάδα.
Μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ...Πορεία Θανάτου... Φόβος, πόνος, προσφυγιά... Γονείς ορφανοί από παιδιά...
Η Ελλάδα είναι η μοναδική σουρεαλιστική χώρα στον κόσμο που γιορτάζει μία εθνική καταστροφή βαφτίζοντάς τη «γιορτή της δημοκρατίας»
Σύμφωνα με τα λόγια του σοφού Σολομώντα, «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1:7). Με βάση αυτό, η πρώτη αρετή που πρέπει να καλλιεργούν οι γονείς στις ψυχές των παιδιών τους, και μάλιστα όσο το δυνατό νωρίτερα, είναι, νομίζω, ο φόβος του Θεού, δηλαδή η πίστη και η ευλάβεια σ’ Αυτόν.
Ἡ Πελαγία ἦταν κόρη τοῦ παπα-Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Ἡ μητέρα της, ποὺ τὸ ὄνομά της δὲν εἶναι γνωστό, ἦταν ἀπὸ τὸν Τριπόταμο τῆς Τήνου καὶ ἀνῆκε στὴν οἰκογένεια Φραγκούλη.
Ερευνητές από το Oregon Health & Science University, OHSU, ανέπτυξαν τεχνική για τη δημιουργία τεχνητών ωαρίων. Εφαρμόστηκε έως τώρα σε πειραματόζωα με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Εφόσον τελειοποιηθεί και για τον άνθρωπο τότε τα τεχνητά ωάρια θα είναι προσιτά στην εξωσωματική για τη δημιουργία και ανθρώπινων εμβρύων.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 21 Ιουλίου 2024.
Η Αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Ιησού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πίστεως.
(Φωτ.: Didier Lecoq)
Απόσπασμα από το βιβλίο των Γιάννη Φασουλά και Γιάννη Σκάλκου για την επιχείρηση ΝΙΚΗ, το οποίο περιέχει μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν ή είχαν άμεση σχέση με την αποστολή των αεροσκαφών Noratlas, στα οποία επέβαιναν 344 καταδρομείς της Α΄ Μοίρας από την Κρήτη. Η μυστική στρατιωτική αποστολή πραγματοποιήθηκε την 21η προς 22α Ιουλίου 1974 με σκοπό την αερομεταφορά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ο διεθνής Τύπος την χαρακτήρισε «αποστολή αυτοκτονίας».
Το βιβλίο έχει τίτλο «“ΝΙΚΗ” στη Νεκρή Ζώνη, Η αντίσταση της Α΄ ΜΚ στον “Αττίλα” και την Προδοσία» (Αθήνα 2011, εκδ. Αγαθός Λόγος).
«Πέφτουν οι σφαίρες σαν το κοκοσάλι»
Ο τότε ταγματάρχης Δημήτρης Κυριάκος επιβιβάστηκε με τους καταδρομείς του στο αεροσκάφος «ΝΙΚΗ 3» με κυβερνήτη τον επισμηναγό Στέφα, γνωστό του από τα άλματα με το αλεξίπτωτο. Την ήσυχη διαδρομή ήρθε να ταράξει ένα δυνατό τράνταγμα του αεροσκάφους. Ο Κυριάκος ανησύχησε και κατευθύνθηκε προς το πιλοτήριο για να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. «Έχουμε βλάβη στον έναν κινητήρα, τον έχω σβήσει και θα πάμε με έναν κινητήρα», τον ενημέρωσε ο κυβερνήτης.
Στους στρατιώτες είχαμε πει ότι μας προστατεύουν μαχητικά αεροσκάφη για να κοιμηθούν και να είναι ξεκούραστοι για το πρωί. Οι στρατιώτες μάς είχαν τυφλή εμπιστοσύνη.
Πηγαίνοντας έγινε μια υπέρβαση από ένα άλλο αεροπλάνο. Επειδή εμείς είχαμε περιορισμένη ταχύτητα, μας προσπέρασε. Ήταν αυτό που χτυπήθηκε, αυτό μου το εξομολογήθηκε αργότερα ο κυβερνήτης.
Θυμάμαι έναν στρατιώτη, τον Γιώργη Χρονιάρη, από τα Ανώγεια της Κρήτης, που είπε σε κρητική προφορά, όταν το αεροπλάνο μας εβλήθη: «Κύριε ταγματάρχα, θα σκοτωθούμε διότι οι σφαίρες πέφτουνε σαν το κοκοσάλι» [σ.σ.: κοκοσάλι στην Κρήτη λένε το χαλάζι]. Τον καθησύχασα, λέγοντάς του: «Μην ανησυχείς, αφού φωνάζεις και μιλάς είσαι ζωντανός».
Είχα σηκώσει όρθιους τους καταδρομείς, για να μειώσουνε την επιφάνεια στα πυρά.
Εμείς, λόγω της βλάβης, συνεχίσαμε. Περάσαμε πάνω από τους Εγγλέζους. Δεν μας πείραξε κανείς. Πετάξαμε πάνω από τη Λεμεσό και ανεβήκαμε αριστερά από το Ζύγι στη χαράδρα της Σκαρίνου. Δεν πηγαίναμε πολύ ψηλά. Σ’ εκείνο το σημείο με φώναξε ο κυβερνήτης να του πω πού ακριβώς ήταν η Κοφίνου, μήπως και μας έβαλλαν.
Άνδρες της Α΄ Μοίρας Καταδρομών παρελαύνουν στα Χανιά
Την ώρα που βγαίναμε από τη χαράδρα της Κοφίνου με έναν κινητήρα και πολύ θόρυβο, είδαμε την πεδιάδα της Λευκωσίας. Ήμουν μπροστά στην καμπίνα. Βλέπαμε τα αντιαεροπορικά πυρά. Ρώτησα τον πιλότο: «Τι κάνουμε τώρα;». «Πήγαινε πίσω να ετοιμάσεις τους κομάντο για ταχεία αποβίβαση. Θα πάμε στο αεροδρόμιο για προσγείωση», μου απαντάει.
Μετά, όπως μου εξήγησε, αποφύγαμε πολλά πυρά των αντιαεροπορικών συστημάτων «μπόφορς» επειδή πετάγαμε πολύ χαμηλά και δεν προλάβαιναν αυτά να σκάσουν. Από την καμπίνα θυμάμαι τα μπλε φωτάκια του διαδρόμου. Μέσα σε καταιγισμό πυρών καταφέραμε και προσγειωθήκαμε. Το αεροπλάνο ήταν διάτρητο. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Οι σωλήνες από τα υδραυλικά έγιναν κομμάτια.
Το αεροσκάφος δέχτηκε, ευτυχώς στον σταματημένο κινητήρα, ένα βλήμα και άρχισε να φλέγεται. Εκείνη την ώρα το προσγείωσε, δεν αγκίστρωσαν οι τροχοί και έπιασε με την κοιλιά, έφυγε αριστερά από το διάδρομο, εκεί που ήταν κάτι συντρίμμια από πολιτικά αεροπλάνα.
Το Noratlas βρέθηκε εκτός διαδρόμου προσγείωσης, μέσα στο χώμα. «Αποβιβαστείτε!» φώναξε δυνατά ο κυβερνήτης· «κάντε γρήγορα γιατί καίγεται ο κινητήρας!».
Το «ΝΙΚΗ 8» με το πλήρωμά του
Μόλις σταμάτησε το αεροπλάνο, πεταχτήκαμε έξω με τα πυρομαχικά. Αμέσως μετά έγινε η συγκέντρωση των αξιωματικών, που ήταν επικεφαλής στα αεροσκάφη. Μου ανέφεραν ότι είχαμε δύο νεκρούς, τον Σπύρο Νόμπελη και τον Κωνσταντίνο Οικονομάκη, κι άλλους τρεις-τέσσερις βαριά τραυματισμένους. Έδωσα εντολή στον γιατρό να μείνει με τους τραυματίες για να τους περιθάλψει. Στην παρατήρησή του τι θα κάνει αν συλληφθεί από τους Τούρκους, του είπα: «Οι Τούρκοι δεν ενοχλούν τους γιατρούς και το υγειονομικό προσωπικό. Σέβονται τους τραυματίες».
Ήμουν ο πρώτος αξιωματικός της Μοίρας που πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Διέταξα την ανασυγκρότηση του τμήματος, που έγινε σε σύντομο χρόνο και με απόλυτη ακρίβεια. Λάβαμε σχηματισμό επίθεσης κατά του κεντρικού κτηρίου του αεροδρομίου.
Πίστευα ακράδαντα ότι εάν καταλαμβάναμε το αεροδρόμιο θα απομονώναμε όλη την περιοχή από τις επικοινωνίες. Κι αυτό διότι γνώριζα το αεροδρόμιο από παλαιότερη υπηρεσία μου στην Κύπρο, την περίοδο 1970-1972.
Όταν άρχισε η ανάπτυξη προς το διοικητήριο του αεροδρομίου, βλέπω κάποια στιγμή ένα τζιπ με προβολέα να έρχεται κατά πάνω μας. Το σταμάτησα. Με το χέρι στη σκανδάλη τούς διέταξα να πλησιάσουν στο καπό του τζιπ και να χτυπάνε παλαμάκια έχοντας πάντα κατά νου ότι μπορεί να μην είναι Έλληνες. Οι στρατιώτες μας είχαν λάβει θέσεις μάχης. Οι επιβαίνοντες στο τζιπ μου είπαν ότι ο ένας από δαύτους είναι γιατρός και οι άλλοι Κύπριοι καταδρομείς. Μου εξήγησαν επίσης ότι το αεροδρόμιο δεν είχε καταληφθεί από Τούρκους.
Διέταξα αμέσως τον γιατρό να πάει προς το κτήριο και να ζητήσει ένα ασθενοφόρο για τους τραυματίες, καθώς επίσης να κινηθεί κατά μήκος της περιμέτρου του αεροδρομίου και να ειδοποιήσει όλα τα τμήματα της Μοίρας ότι το αεροδρόμιο δεν κατέχεται από Τούρκους. Κινηθήκαμε προς το διοικητήριο αφού εκεί δεν υπήρχε αντίδραση. Εκεί εμφανίστηκε ο διοικητής των χερσαίων δυνάμεων του αεροδρομίου, ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι ακριβώς είχε συμβεί.
Υπήρξε ένας έντονος διάλογος μεταξύ μας. Δεν ήταν ενημερωμένος, διαφορετικά θα είχε διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το κατάλαβα από την κουβέντα που κάναμε. Σκέφτηκα ότι ίσως να μην είχαν πάρει σήμα για την άφιξη των Noratlas. Όμως, πώς ήταν δυνατό να μην γνώριζαν ότι ήταν ελληνικά, και αυτό διότι μόνο η χώρα μας, η Γαλλία και το Ισραήλ είχαν τέτοιου τύπου μεταγωγικά. Και μόνο που τα είδαν, έπρεπε να σταματήσουν τα πυρά.
Στον έντονο διάλογο που είχα με τον Παπαδόπουλο του εξέφρασα τη δυσφορία μου και τη λύπη μου για τη συμπεριφορά του. Στη συνέχεια τον ρώτησα τι εντολές έχει. «Δεν έχω καμία εντολή» ήταν η απάντηση, αφήνοντάς με έκπληκτο.
Εκείνη την ώρα ήρθε ένας ταγματάρχης από το ΓΕΕΦ με τρία μεγάλα αυτοκίνητα. Μας διέταξαν να επιβιβαστούμε και να μεταφερθούμε αλλού.
Στο μεταξύ φτάνει και ο υποδιοικητής της Μοίρας, ο αείμνηστος Άγγελος Αβραμίδης, και τον ενημέρωσα τι ακριβώς είχε συμβεί. Την πτώση του «ΝΙΚΗ 4» την είχα αντιληφθεί από τη φωτιά που έβλεπα στο λόφο της Μακεδονίτισσας. Όταν πήγαμε στην Ιερατική Σχολή βεβαιώθηκα ότι οι καταδρομείς που χάθηκαν ήταν δικοί μου.
«Βγήκα ζωντανός από την κόλαση»
Ήταν φαίνεται γραφτό από την κακιά μοίρα ένα αεροσκάφος να μην προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Στο «ΝΙΚΗ 4» είχε επιβιβαστεί η διμοιρία του έφεδρου αξιωματικού Δημήτριου Τσαμκιράνη. Ήταν το τρίτο στη σειρά Noratlas που προσέγγισε για προσγείωση το αεροδρόμιο της Λευκωσίας μέσα σε καταιγισμό φίλιων πυρών. Ξαφνικά ακούστηκε ένα τράνταγμα. Το αεροπλάνο χτυπήθηκε. Σε δευτερόλεπτα τυλίγεται στις φλόγες. Τα κιβώτια με τα πυρομαχικά παίρνουν φωτιά.
Παρά τις προσπάθειες του ηρωικού πληρώματος για προσγείωση, το Noratlas συνετρίβη στο λόφο της Μακεδονίτισσας. Είκοσι επτά καταδρομείς και τα μέλη του πληρώματος βρίσκουν τραγικό θάνατο. Ζωντανός μέσα από την κόλαση βγήκε μόνο ο Θεσσαλονικιός καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου.* Γυρνώντας τη μνήμη πίσω, με ιδιαίτερη συγκίνηση περιγράφει εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές, σε μια από τις δημόσιες εξομολογήσεις του.
Θανάσης Ζαφειρίου (φωτ.: Φίλιππος Φασούλας)
«Η Λευκωσία ήταν πολύ κοντά, βλέπαμε τις φωτιές καθώς το αεροσκάφος πήρε στροφή για προσγείωση. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Μας χτύπησαν ξαφνικά αντιαεροπορικά πυρά. Νιώσαμε ένα συγκλονιστικό τράνταγμα, το αεροσκάφος έχασε τη στήριξή του κι άρχισε να παλαντζάρει. Από παντού ξεπετάγονταν φλόγες. Κοίταξα το πάτωμα, ήταν διάτρητο. Μας είχαν χτυπήσει καίρια. Δίπλα μου συνάδελφοι βογκούσαν. Οι φλόγες με πλησίαζαν. Πήρε φωτιά η φόρμα μου και χτυπούσα με τα χέρια να τη σβήσω. Σε λίγο αισθάνθηκα ότι καίγονταν και τα μαλλιά μου. Ακολούθησε μια τρομερή έκρηξη και όλα τυλίχθηκαν στις φλόγες. Αισθάνομαι τυχερός που βγήκα ζωντανός μέσα από αυτή την κόλαση!».
______
* Ο Θανάσης Ζαφειρίου πέθανε το βράδυ της Πέμπτης 1 Σεπτεμβρίου 2016 στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Pontos-News
Ο Λοχαγός Κατούντας είναι ο όμορφος και ευγενής ιππότης που συναντάμε στις σελίδες των μυθιστορημάτων.
Ἀνάμεσα στοὺς πολυαρίθμους Ἁγίους, ποὺ κοσμοῦν τὸ τοπικὸ ἁγιολόγιο καὶ τὴν μακρόχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοῦ μυροβόλου νησιοῦ τῆς Χίου εἶναι καὶ ἡ Ἁγία παρθενομάρτυς Μαρκέλλα, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ εὐλαβικὸ καύχημα τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς Χίων καὶ τὸν πολύτιμο πνευματικὸ θησαυρὸ γιὰ χιλιάδες προσκυνητές, ποὺ συρρέουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου της, γιὰ νὰ ἀποδώσουν τὸν ὀφειλόμενο σεβασμὸ στὸ μεγαλεῖο καὶ τὸν ἡρωισμό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν θαυματουργική της χάρη γιὰ τὴν ἐπίλυση σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἀσθενειῶν.
Όσο ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος του, τόσο περισσότερο οι Γερμανοί προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις διαφορές μεταξύ Βρετανίας-ΕΣΣΔ γύρω απ΄τις μεταπολεμικές ζώνες επιρροής.
Την Κυριακή 21 Ιουλίου 1974 το βράδυ, έγινε η επική μάχη του «Κοτζά Καγιά» στον Πενταδάκτυλο, μεταξύ καταδρομέων της 31ης Μοίρας Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς και μεγάλης δύναμης Τουρκοκυπρίων τρομοκρατών και Τούρκων αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο. Ως «μια ασύλληπτη σε ιδέα και εκτέλεση αποστολή», χαρακτηρίζει την επιχείρηση αυτή ο τότε ανθυπολοχαγός της Μοίρας Ματθαίος (Μάκης) Οικονομίδης, πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων. Και συνεχίζει:
– Γέροντα, μοῦ εἴχατε πεῖ νὰ γεμίση ἡ μπαταρία μου μὲ πνευματικά. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...