Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν τη λαμπρότερη και δικαιότερη παγκόσμια αθλητική διοργάνωση, μια ευκαιρία να αναδειχθεί η αξία των καλύτερων κάθε χώρας! Απόδειξη της δικαιοσύνης που τους χαρακτηρίζει είναι και η ύπαρξη κατηγοριών σε κάθε άθλημα ανάλογα με το φύλο, το βάρος, τη σωματική ικανότητα κ.α.
Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι θά δεχθοῦν τήν παρθένο, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι θά δεχθοῦν τήν ἀπόστολο καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες θά ὑποδεχθοῦν τήν μάρτυρα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Δωρόθεος Γ΄ (κατά κόσμον Ιωάννης Κοτταράς του Γεωργίου) γεννήθηκε στην Ύδρα το 1888.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, στις 3.00 π.μ της 20ης Ιουλίου 1974 ενημέρωνε όλες τις διαπιστευμένες πρεσβείες στην Τουρκία για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο: «Συνεπεία του πραξικοπήματος στην Κύπρο έχει καταλυθεί το συνταγματικό καθεστώς.
H μάχη στα Δερβενάκια: Μία από τις σημαντικότερες μάχες του αγώνα της Ανεξαρτησίας, στην οποία διαφάνηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
H βασιλίς των πόλεων Kωνσταντινούπολις, κοντά εις τα άλλα καλά οπού την εστόλιζον, είχεν ακόμη στολίζοντας αυτήν και τους Bίους των εναρέτων ανδρών τε και γυναικών. Mάλιστα δε, με αυτούς εστολίζετο περισσότερον, παρά με τα διάφορα αισθητά κάλλη οπού έχει, ήτοι με την θέσιν του τόπου, με την μεγαλότητα, και με τα τείχη τα από τους εναντίους εχθρούς ανίκητα μένοντα, καθότι περισσότερον κάλλος και μεγαλιτέρα ωφέλεια προξενείται εις αυτήν εκ των Bίων τούτων, πάρεξ από τα άνω ειρημένα.
Πενήντα (50) χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οφείλουμε, ως Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, να βεβαιώσουμε σε όλους ότι δεν ξεχνάμε την εισβολή, τις φρικαλεότητες, τα εγκλήματα πολέμου, που διέπραξαν οι ορδές του Αττίλα αλλά και την τουρκική κατοχή μέχρι σήμερα, μεγάλου τμήματος της Κύπρου.
Πηγή: Με Αρετή και Τόλμη
Στις 25 Ιουλίου 1261 ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Στην εικόνα, μολυβδόβουλο (μολύβδινη σφραγίδα) του Αλέξιου Στρατηγόπουλου, περίπου 1251-8. Zacos, G., Veglery, A., Byzantine Lead Seals, Vol. 1, Part III, Basel 1972, p. 1577, pl. 190, no. 2756.
Λίγο μετά τη στέψη του σε αυτοκράτορα τον Ιανουάριο του 1259 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έπρεπε να αντιμετωπίσει την εναντίον του συμμαχία που είχε συνάψει ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου με το βασιλιά Μανφρέδο της Σικελίας και τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας. Οι σύμμαχοι είχαν κερδίσει επιπλέον την υποστήριξη των Σέρβων και των Αλβανών.
Ο Μιχαήλ κατάφερε να φανεί αντάξιος των περιστάσεων. Έθεσε επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων τον αδελφό του Ιωάννη που νίκησε τις δυνάμεις των συμμάχων στη μάχη της Πελαγονίας το φθινόπωρο του 1259.
Επόμενο βήμα του Μιχαήλ ήταν πλέον η προσπάθεια ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Για να εξασφαλιστεί από ενδεχόμενη αντίδραση της Βενετίας που στήριζε τη λατινική αυτοκρατορία σύναψε με τη Γένοβα τη συνθήκη του Νυμφαίου (13 Μαρτίου 1261). Με αυτήν παραχώρησε στους γενουάτες εμπόρους ιδιαίτερα προνόμια με αντάλλαγμα την πολεμική βοήθεια εναντίον της Βενετίας και θεμελίωσε έτσι τη δύναμη της Γένουας στην Ανατολή.
Η βοήθεια όμως της Γένουας δεν κρίθηκε τελικά απαραίτητη. Ο βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος επωφελήθηκε από την απουσία λατινικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και στις 25 Ιουλίου 1261 κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία με ξαφνική επίθεση κατέλαβε την πόλη χωρίς αντίσταση. Ύστερα λοιπόν από 57 χρόνια λατινικής κυριαρχίας η πόλη του Μ. Κωνσταντίνου ήταν πάλι βυζαντινή. Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία.
Πηγή: Αβέρωφ
Με τη συμπλήρωση 50 ετών από την κυπριακή τραγωδία παραμένει ανοιχτός ο φάκελος για τις ευθύνες των ΗΠΑ και των προσωπικών επιλογών του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ.
Ο Νέος Θρακιώτης Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ο βίος και η εν γένει εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δράση και προσφορά του.
1) Καταγωγή και σπουδές. Η είσοδός του στον κλήρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο νέος Θρακιώτης Άγιος της Ορθοδόξου κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας του Χριστού Γρηγόριος Καλλίδης, Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού, εγεννήθη στις 24 Ιανουαρίου του έτους 1844 στην κοινότητα Κουμβάου της επαρχίας Ραιδεστού, στην Ανατολική Θράκη.
Αρχικά ο Γρηγόριος έλαβε την στοιχειώδη παιδεία και μόρφωση στην ιδαίτερη πατρίδα του και στην συνέχεια προσελήφθη στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας Μελετίου του Θεσσαλονικέως, τον οποίο ακολούθησε και όταν ακόμη εκείνος εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Κατά την 26η Φεβρουαρίου του 1862 και σε ηλικία μόλις 18 ετών ο Γρηγόριος εχειροτονήθη από τον Μητροπολίτη Μελέτιο διάκονος και παραμένοντας στις Σέρρες εμαθήτευσε πλησίον του διευθυντού των ελληνικών σχολών της πόλεως και μετέπειτα καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννου Πανταζίδη.
Στη συνέχεια ο Γρηγόριος μετέβη στην Αθήνα, όπου συνεπλήρωσε επιτυχώς τις θεολογικές του σπουδές στη Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή και μετέπειτα στη θεολογική σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο απεφοίτησε αριστούχος και με μεγάλες επιδόσεις στην θεολογική επιστήμη.
Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος υπήρξε αριστούχος της θεολογικής σχολής προκάλεσε την ευμένεια προς το πρόσωπό του, του τότε Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου Βλαχοπαπαδοπούλου, ο οποίος τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονό του και τον τοποθέτησε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου άσκησε τα διακονικά του καθήκοντα για αρκετό χρονικά διάστημα έχοντας ως συνδιάκονό του τον Φώτιο Μανιάτη, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης.
Ως αρχιδιάκονος ο Γρηγόριος έλαβε μέρος στην επίσημη δοξολογία επί τη ελεύσει της νύμφης Βασιλίσσης Όλγας, όπως και στην βάπτιση του τότε Έλληνος διαδόχου στον βασιλικό θρόνο Κωνσταντίνου.
2) Η πρωτεκλογή του ως βοηθού επισκόπου και η μετάθεσή του στη Μητρόπολη Τραπεζούντος (1879-1884).
Μετά τον θάνατο του αοιδίμου Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, κατά το έτος 1873, ο Γρηγόριος εγκατέλειψε την Αθήνα, επειδή προσεκλήθη και διορίσθη από τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Πανάρετο ως Ιεροκήρυκας και σχολάρχης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ραιδεστό. Κατά το επόμενο έτος, το 1874, προήχθη σε αρχιερατικό επίτροπο του τότε Μητροπολίτου Ηρακλείας και Ραιδεστού Παναρέτου και κατά το έτος 1875 εξελέγη βοηθός επίσκοπος του ως άνω Μητροπολίτου υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ναζιανζού. Τότε από την θέση του επισκόπου και μαζί με την βοήθεια των Ελλήνων προκρίτων και προυχοδημογερόντων διεφύλαξε και κυριολεκτικώς έσωσε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή των διελθόντων 45.000 Κιρκασίων και υπεδέχθη τους Ρώσους αξιωματικούς στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Την ίδια επίσης χρονική περίοδο απεστάλη στην Αδριανούπολη ως έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να σώσει από βέβαιο θάνατο τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Διονύσιο, τον οποίο οι Βούλγαροι εξαρχικοί κακοποιούσαν και έσυραν στους δρόμους και τις πλατείες της Αδριανουπόλεως.
Ύστερα από μια επιτυχή τετραετία στην άσκηση των επισκοπικών του καθηκόντων στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο Γρηγόριος κατά το έτος 1879 και ύστερα από την προσωπική εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884, 1902-1912) εξελέγη από την πατριαρχική Σύνοδο Μητροπολίτης Τραπεζούντος. Ο Γρηγόριος πληροφορήθηκε το γεγονός της εκλογής του στην Αδριανούπολη, όπου διέμενε επί ένα τρίμηνο, αφού ο κακοποιηθείς Μητροπολίτης Διονύσιος ενοσηλεύετο σε νοσοκομείο της Κωνσταντινουπόλεως. Εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα εκπροσωπούσε στην πραγματικότητα τον Μητροπολίτη Διονύσιο στην Αδριανούπολη έναντι των Βουλγάρων εξαρχικών, οι οποίοι αντικανονικά και πραξικοπηματικά είχαν εγκαταστήσει στην έδρα της Μητροπόλεως εξαρχικό, σχισματικό επίσκοπο και δικούς τους ιερείς.
Ο Γρηγόριος παρέμεινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος για έξι συναπτά έτη, από τον Μάρτιο του 1879 έως και τα μέσα του 1884. Επί δε των ημερών της δικής του αρχιερατείας στην Μητρόπολη Τραπεζούντος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού κατήργησε τις εκκλησιαστικές-μοναστηριακές εξαρχίες των τριών πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών του Πόντου, που ήταν της Παναγίας Σουμελά, του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη Βαζελώνος και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, παραχώρησε την εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική εποπτεία τους στον τότε νεαρό Μητροπολίτη Τραπεζούντος Γρηγόριο.
3) Η προαγωγή του στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης (1884-1889).
Ύστερα από την επιτυχή διαποίμανση της μεγάλης και ιστορικής Μητροπόλεως της Τραπεζούντος από τον Γρηγόριο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεφάσισε και προήγαγε αυτόν, αφού τον εξέλεξε κατά το έτος 1884 Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Στην διάρκεια της αρχιερατείας του και κατά μήνα Οκτώβριον του 1888 στην επισκοπή Πολυανής, ύστερα μάλιστα από δική του υποβληθείσα αίτηση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου μαζί με τον πατριαρχικό έξαρχο, Μητροπολίτη Σερρών Κωνσταντίνο Βαφειάδη, να επιλύσουν τα σοβαρά και χρόνια ζητήματα που είχαν προκληθεί από τις αντιπαραθέσεις των διαφόρων μερίδων των κοινοτικών προκρίτων και προυχοδημογερόντων σχετικά με το εκλογικό σύστημα αναδείξεως των διοικητικών συμβουλίων των διαφόρων σωματείων της πόλεως, στην οποία μάλιστα παρέμεινε επί ένα μήνα.
Το δε εκκλησιαστικό ενδιαφέρον και η προσωπική παρέμβαση του Γρηγορίου για την ευταξία και ηρεμία στην επισκοπή Πολυανής μπορεί να ερμηνευθεί εύκολα, επειδή ακριβώς την περίοδο εκείνη η παραπάνω επισκοπική επαρχία υπήγετο στην πνευματική και διοικητική εκκλησιαστική δικαιοδοσία της επισκοπικής ή επαρχιακής Συνόδου της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, της οποίας πρόεδρος ήταν ο εκάστοτε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Για το συγκεκριμένο μάλιστα ζήτημα, που συνέχιζε να ταλανίζει την επισκοπή Πολυανής, ο Γρηγόριος ως προϊσταμένη εκκλησιαστική αρχή προσεκλήθη κατά μήνα Ιανουάριο του 1889 από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέβη για να πληροφορήσει προφορικώς την Μητέρα Εκκλησία σχετικά με τις κοινοτικές διενέξεις και συγκρούσεις της ελληνορθοδόξου κοινότητος στην επισκοπή της Πολυανής.
4) Μητροπολίτης Ιωαννίνων (1889-1902).
Με την παραπάνω ευκαιρία ο Γρηγόριος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη επί οκτώ μήνες, οπότε με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τον Σεπτέμβριο του 1889, εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Όταν στις 13 Αυγούστου του 1891 εκοιμήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε΄ (1887-1891), ο τοποτηρητής τότε του Οικουμενικού θρόνου, Μητροπολίτης Βελεγράδων Δωρόθεος συνεκάλεσε την γενική εκλογική συνέλευση για την έναρξη της διαδικασίας εκλογής του νέου Οικουμενικού Πατριάρχου (20 Οκτωβρίου 1891). Εκ των 75 μελών της εκλογικής συνελεύσεως οι ακραίοι ιωακειμικοί, 24 τον αριθμό, αφού διεμαρτυρήθησαν έντονα για την συμπερίληψη μεταξύ των υποψηφίων προς εκλογή και του αντιωακειμικού Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης Νεοφύτου, απεχώρησαν της εκλογικής συνελεύσεως και προέβησαν σε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας στην υψηλή Πύλη, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι παραμείναντες, 51 τον αριθμό, αντιωακειμικοί αρχιερείς, μεταξύ των οποίων και ο Ιωαννίνων Γρηγόριος, εσυνέχισαν την συνεδρία και κατήρτισαν τον κατάλογο των υποψηφίων, οι οποίοι ανήρχοντο σε 18, προκειμένου η Υψηλή Πύλη να εγκρίνει οριστικά τους τελικούς υποψηφίους για την πατριαρχική εκλογή. Από τον κατάλογο των υποψηφίων εξαιρέθησαν 5 αρχιερατικά μέλη, οι Ηρακλείας Γερμανός, Δέρκων Καλλίνικος, Αδριανουπόλεως Κύριλλος, Ιωαννίνων Γρηγόριος και Σμύρνης Βασίλειος. Τελικώς την 27η Οκτωβρίου του 1891, ημέρα της πατριαρχικής εκλογής, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Νεόφυτος.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894) ολίγον μετά την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανασυγκρότησε την Ιερά Σύνοδο και εκάλεσε αριστίνδην τους έγκριτους αρχιερείς Νικομηδείας Φιλόθεο, Χαλκηδόνος Ιωακείμ, Μυτιλήνης Κωνσταντίνο και Ιωαννίνων Γρηγόριο Καλλίδη. Όταν το 1892 ο Γρηγόριος απεφάσισε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για ν’ αναλάβει τα συνοδικά του καθήκοντα, ανέθεσε την εκκλησιαστική διοίκηση και εποπτεία της μητροπολιτικής του περιφέρειας στον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, τον οποίο δύο έτη αργότερα, κατά το 1894, ανέδειξε με την προσωπική παρέμβασή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σε βοηθό επίσκοπό του υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ναζιανζού.
Κατά το χρονικό διάστημα που ο Γρηγόριος ήταν μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, η Μητέρα Εκκλησία του ανέθεσε πολλά και σημαντικά διοικητικά και πνευματικά καθήκοντα. Ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της συνοδικής επιτροπής που διηύθυνε το πατριαρχικό τυπογραφείο, πρόεδρος επίσης της συνοδικής επιτροπής για την διαχείριση των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη υπήρξε η δράση του Γρηγορίου ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του Πατριαρχείου. Από της θέσεως αυτής ο Γρηγόριος άφησε λαμπρές αναμνήσεις για την επιδέξια διεύθυνση των πολυδαίδαλων συζητήσεων στο ακροατήριο, τον αδέκαστο χαρακτήρα του και την μεγάλη προθυμία του για την επιτέλεση των καθηκόντων του. τελικώς, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος επανέκαμψε εκ της Κωνσταντινουπόλεως στην έδρα της μητροπολιτικής του επαρχίας, στα Ιωάννινα, κατά τον Μάϊο του 1894.
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που ως γνωστόν απέβη εις βάρος της μικρής τότε Ελλάδος. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος προφύλαξε και κυριολεκτικώς έσωσε τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό από βέβαιη σφαγή. Οι Οθωμανοί ήταν έτοιμοι να πνίξουν στο αίμα τα Ιωάννινα, αλλά τότε ο Γρηγόριος ανόρθωσε το ανάστημά του ως αρχιερέως και ποιμενάρχου και σε κοινή συνεργασία με τους γενικούς προξένους των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν την έδρα τους στα Ιωάννινα, απέτρεψε την γενική σφαγή των ρωμιών στην ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια των Ιωαννίνων.
Το ίδιο έτος και επ’ αφορμή της σωτηρίου δράσεως και παρεμβάσεώς του, ο Γρηγόριος ετιμήθη υπό του τότε αντιβασιλεύοντος και διαδόχου του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου με το ελληνικό παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως δε έλαβε υπό του αυτοκράτορος της Ρωσίας τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και υπό του ηγεμόνος του Μαυροβουνίου τον Μεγαλόσταυρο του Δανιήλου. Αλλά και ο Σουλτάνος είχε τιμήσει τον Γρηγόριο κατά το έτος 1885, όταν ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, με το επίσημο κρατικό παράσημο Οσμάνιε της Β΄ τάξεως, το οποίο ολίγοι μόνο Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ηξιώθησαν να λάβουν από τον αλλόθρησκο μάλιστα δυνάστη.
Όταν την 25η Οκτωβρίου του 1894 παραιτήθη του θρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894), ο Γρηγόριος έθεσε υποψηφιότητα για τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και όταν η Ιερά Σύνοδος υπέβαλε προς έγκριση από την Υψηλή Πύλη τον κατάλογο των προς εκλογή υποψηφίων, το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων διέγραψε τα ονόματα 7 υποψηφίων αρχιερέων μεταξύ των οποίων ήταν και το όνομα του Γρηγορίου. Έτσι, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη στις 20 Ιανουαρίου 1895 ο Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου Άνθιμος ο Ζ΄ (1895-1897), τον οποίο ο Γρηγόριος στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει επί μακρόν στην Μητρόπολή του, στα Ιωάννινα, όταν ο Άνθιμος είχε αρνηθεί την μετάθεσή του από την Μητρόπολη Αίνου στην Μητρόπολη της Αγχιάλου και επροτίμησε να ιδιωτεύσει στην πόλη των Ιωαννίνων. Πληροφορούμεθα επίσης από το περιοδικό της ʺΕκκλησιαστικής Αλήθειαςʺ ότι ο Γρηγόριος εκλήθη για δεύτερη φορά ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Ε΄ (1897-1901).
Στις 27 Μαρτίου του 1901, όταν παραιτήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε΄ και εχήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος, ο Γρηγόριος έθεσε και πάλι υποψηφιότητα, αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων διέγραψε το όνομα τόσο του ιδίου, όσο και άλλων 6 υποψηφίων Αρχιερέων από τον κατάλογο των υποψηφίων προς εκλογή. Έτσι, κατά την 25η Μαΐου του 1901 νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη για δεύτερη φορά ο αείμνηστος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1901-1912).
5) Η τιμητική μετάθεσή του στην γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού (1902-1925).
Επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ και ειδικά κατά το έτος 1902 ο Γρηγόριος ανυψώθη με μια ιδιαίτερα ευμενή μετάθεση και εκλογή στην γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού και συγχρόνως εκλήθη για Τρίτη φορά μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου. Κατά δε την διάρκεια της συνοδικής του θητείας ο Γρηγόριος διορίσθηκε πρόεδρος του Διαρκούς Εθνικού Συμβουλίου των Πατριαρχείων και μέλος πολλών άλλων πατριαρχικών και συνοδικών επιτροπών.
Την περίοδο εκείνη ο Μητροπολίτης Γρηγόριος έλαβε τιμητικά τον Μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα από μέρους του βασιλέως της Σερβίας. Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού ο Γρηγόριος τιμήθηκε και από την αυστριακή Κυβέρνηση, λαμβάνοντας τον Μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, επειδή είχε παραδώσει στην επίσημη ουγγρική αντιπροσωπία τα οστά των μελών της ακολουθίας του πρίγκηπος της Τρανσυλαβανίας Ρακότση. Τον Γρηγόριο ετίμησε επίσης για δεύτερη φορά η Υψηλή Πύλη, όταν τον παρασημοφόρησε με το μετάλλιο Μετζηδιέ, αλλά και η περσική Κυβέρνηση με αντίστοιχης αξίας και τιμής παράσημο.
Όταν το 1912 εκοιμήθη ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ και εξελέγη νέος Οικουμενικός Πατριάρχης στις 28 Ιανουαρίου του 1913 ο από Χαλκηδόνος Γερμανός ο Ε΄ (1913-1918), ο Γρηγόριος ως γέρων Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού και κατ’ εφαρμογή της ανέκαθεν επικρατούσας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικής τάξεως, απέδωσε την πατριαρχική ράβδο στον νεοεκλεγέντα πατριάρχη Γερμανό Ε΄, τον οποίο προσεφώνησε ως εξής: ʺΠαναγιώτατε Δέσποτα Οικουμενικέ Πατριάρχα, την Ιεράν και ποιμαντικήν ταύτην ράβδον, την εκ Θεού Σοί, δι’ εμού, δεδομένην ανά χείρας λαμβάνουσα η Υψ. Θειοτάτη και προσκυνητή μοι παναγιότης ποίμανον θεαρέστως το εμπιστευθέν Σοί, λογικόν του Χριστού ποίμνιον, εδραζομένη θεόθεν επί τον οικουμενικόν και υπέρτατον τούτον θρόνον εν ειρήνη, εις έτη πάμπολλα και πανευδαίμονα. Αμήνʺ.
Στην κρίσημη περίοδο (1918-1922) ο Νητροπολίτης Γρηγόριος ανεμείχθη ενεργά στα εκκρεμή εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούσαν το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, αλλά και στα σοβαρά εθνικά θέματα, τα οποία είχαν άμεσες συνέπειες στην παρουσία, πορεία και επιβίωση της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1918 παραιτήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός ο Ε΄ (1913-1918) και το Οικουμενικό Πατριαρχείο εισήλθε σε μια κρίσημη περίοδο που είχε να κάνει με το ζήτημα της εκλογής νέου Πατριάρχου. Εξαιτίας όμως των έντονων πολιτικών παθών στην Ελλάδα ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς σε συνδυασμό με το ανοικτό πολεμικό μέτωπο στην Μικρά Ασία, η εκλογή νέου Πατριάρχου ανεβλήθη δύο φορές, ύστερα μάλιστα και από την παρέμβαση της ελληνικής Κυβερνήσεως, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο την περίοδο εκείνη διοικούνταν από τον τοποτηρητή του θρόνου και την Ιερά Σύνοδο. Σημειωτέον επίσης ότι ακόμη και οι Αρχιερείς του Πατριαρχείου, τόσο εκείνοι των εν Τουρκία Μητροπόλεων, όσο και εκείνοι των εν Ελλάδι που υπήγοντο στο Φανάρι, είχαν, δυστυχώς, διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις, μία βενιζελική και μία φιλοβασιλική.
Τα δύο εκλεκτορικά σώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές της Ανοίξεως του 1921 απεφάσισαν να διενεργήσουν την εκλογή Πατριάρχου στις 12 Απριλίου του 1921, η οποία όμως ανεβλήθη για δεύτερη φορά. Εν τω μεταξύ η εν Ελλάδι Ιεραρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού έλαβε την άδεια της βασιλικής Κυβερνήσεως των Αθηνών και παρά την απαγόρευση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, συνεκλήθη σε σώμα στην Αδριανούπολη, που το αποτελούσαν 40 Αρχιερείς, μεταξύ των οποίων και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο οποίος ήταν ο πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς ανάμεσά τους. οι συγκεντρωθέντες Αρχιερείς κατά την τελευταία συνεδρίασή τους, στις 29 Μαΐου του 1921, απεφάσισαν: α) την αναβολή της εκλογής Οικουμενικού Πατριάρχου και β) την εν καιρώ διεξαγωγή της πατριαρχικής εκλογής με την συμμετοχή του συνόλου της Ιεραρχίας του Πατριαρχείου, αλλά και λαϊκών εκπροσώπων από όλες τις επαρχίες του θρόνου.
Υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Γρηγορίου, ως πρώτου τη τάξει Αρχιερέως, απεφασίσθη η αποστολή επίσημης αντιπροσωπείας στο Πατριαρχείο προκειμένου να καταθέσει στην Ιερά Σύνοδο το υπόμνημα των προτάσεων της συγκληθείσης Ιεραρχίας. Τελικώς, την επίσημη αντιπροσωπεία του συνεδρίου της Αδριανουπόλεως ενώπιον της Ιεράς Συνόδου αποτελούσαν οι Μητροπολίτες Ηρακλείας Γρηγόριος, Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος, Ιωαννίνων Σπυρίδων και Σμύρνης Χρυσόστομος, οι οποίοι μετέβησαν στο Φανάρι και κατέθεσαν το υπόμνημα των προτάσεών τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1921 οι παραπάνω Ιεράρχες υπό τον συντονισμό του Μητροπολίτου Γρηγορίου μετέβησαν στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής Κυβερνήσεως, προεκειμένου να παραβρεθούν στις εορταστικές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από την νικηφόρα Επανάσταση του 1821 και για να ανταλλάξουν σκέψεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος της πατριαρχικής εκλογής. Απέστειλαν μάλιστα από την Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1921 και επίσημη επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την οποία κατέστησαν σαφές στο Φανάριο ότι θα κοινοποιούσαν τις αποφάσεις τους στην Μητέρα Εκκλησία με επίσημο υπόμνημά τους.
Η πατριαρχική εκλογή τελικώς διεξήχθη την 25η Νοεμβρίου του 1921 και νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο Μελέτιος Μεταξάκης (1921-1923). Κατά δε την ημέρα της επισήμου ενθρονίσεως του Μελετίου Δ΄ στο Φανάρι και επειδή απουσίαζε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, την πατριαρχική ράβδο ενεχείρησε στον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη ο Μητροπολίτης Καισαρείας (ο από Μαρωνείας) Νικόλαος Σακκόπουλος.
Παρά το γεγονός όμως ότι το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής είχε κλείσει οριστικά για το Πατριαρχείο με την εκλογή του Μελετίου Δ΄, ωστόσο οι αντιφρονούντες αντιβενιζελικοί Ιεράρχες του Πατριαρχείου αντιδρούσαν στην εκλογή του βενιζελικού Μελετίου και γι’ αυτό σε συνεργασία με την βασιλική Κυβέρνηση της Ελλάδος συνήλθαν στην Θεσσαλονίκη, παρόλο που το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε απαγορεύσει την σύγκληση και συνεδρίασή τους, προκειμένου να αποφασίσουν τον τρόπο της αντιδράσεως και τις μελλοντικές ενέργειές τους στην κοινή προσπάθειά τους να απομακρύνουν τον Μελέτιο από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1921 συνήλθαν στην Θεσσαλονίκη 38 Ιεράρχες του πατριαρχικού θρόνου και κατέληξαν στην κοινή απόφαση να μην αναγνωρίσουν την εκλογή του Πατριάρχου Μελετίου Δ΄. σημειωτέον δε ότι με την απόφαση αυτή συμφώνησε και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο οποίος όμως δεν παρέστη στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο.
Όσον αφορά την εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δράση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στην μητροπολιτική περιφέρεια Ηρακλείας και Ραιδεστού, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρξε μοναδική. Η δε προσφορά του σε έργα φιλανθρωπίας, ελεημοσύνης και παιδείας υπήρξε απαράμιλλη.
Το έργο και η έντονη δραστηριότητα του Μητροπολίτου Γρηγορίου στην πόλη της Ραιδεστού μαρτυρείται από την εποχή ακόμη που ήταν αρχιμανδρίτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όταν το έτος 1873 είχε καταθέσει το θεμέλιο λίθο του μετέπειτα ανεγερθέντος κτιρίου του θρακικού φιλεκπαιδευτικού συλλόγου, αλλά και αργότερα ως Μητροπολίτης της επαρχίας αυτής, όταν έθεσε τον θεμέλιο λίθο του κεντρικού παρθεναγωγίου, τα «Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του νηπιαγωγείου Κορνάλειος, ¨Γεςωργειάδειον» και της μεγάλης κοινοτικής αποθήκης στην αποβάθρα της πόλεως. Ως Μητροπολίτης Ηρακλείας ο Γρηγόριος αγόρασε και επισκεύασε με δικά του χρήματα την οικία Γιάγκου, την οποία εν συνεχεία προσέφερε δωρεάν για να χρησιμοποιηθεί ως μητροπολιτικό μέγαρο της ελληνικής κοινότητος της Ραιδεστού υπό τον σοφό όρο να δίδει ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας κατ’ έτος στα σχολεία της πόλεως το ποσό των 35 χρυσών λιρών για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία τους.
Για όλη την παραπάνω φιλανθρωπική και απλόχερη προσφορά του Γρηγορίου, οι πρόκριτοι και προυχοδημογέροντες της κοινότητος Ραιδεστού ανέγραψαν τιμητικώς στον επίσημο δημογεροντικό κώδικα της κοινότητος τα εξής: «Την Α. Σ. τον Μητροπολίτη Γέροντα Άγιον Ηρακλείας και Ραιδεστού Κύριον Γρηγόριον Καλλίδην, δια τε την δωρεάν του μητροπολιτικού οικήματος και δι’ όλας τας ενεργείας και προσπαθείας, ας μετά πατρικής στοργής κατέβαλεν υπέρ της ανεγέρσεως των τριών καλλιμαρμάρων σχολικών κτιρίων της κοινότητος, ανακηρρύσομεν Μέγαν Ευεργέτην και αναστηλώνει (η κοινότης) την εικόνα αυτού των Μ. Ευεργετών».
Η φιλανθρωπική δράση του Μητροπολίτου Γρηγορίου δεν περιορίσθηκε μόνο στα παραπάνω δημόσιας ωφέλειας έργα. Ο ίδιος επιπλέον είχε καταθέσει όλες τις υπόλοιπες οικονομίες του σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας προς εξασφάλιση του μισθού του εκάστοτε δημοδιδασκάλου της ιδιαίτερης πατρίδος του, που ήταν το χωριό Κουμβάο. Γι’ αυτό το λόγο και οι τοπικοί κοινοτικοί άρχοντες ονόμασαν την δημοτική σχολή με το επώνυμό του, «Καλλίδειος Σχολή». Συνέδραμε επίσης οικονομικά την οικογένειά του και με δικά του χρήματα σπούδασε, εκτός άλλων, στην θεολογική Σχολή της Χάλκης τον ανεψιό του, βοηθό επίσκοπο Ναζιανζού Ιωάννη Τζαννέτη, τον ανεψιό του, ιατρό στο επάγγελμα, Άγγελο Καλλίδη, ο οποίος υπήρξε πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και Παρισίων. Εβοήθησε δε οικονομικά και κάποιο μακρινό συγγενή του, προκειμένου εκείνος να ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παράλληλα όμως με την ποιμαντική και φιλανθρωπική του προσφορά ο Γρηγόριος επέδειξε ως Μητροπολίτης Ηρακλείας και σημαντική εθνική δράση, αφού ήλθε αντιμέτωπος τόσο με τους βουλγάρους εξαρχικούς, όσο και με τους νεοτούρκους ή νεοθωμανούς, οι οποίοι καταδυνάστευαν του ρωμιούς της μητροπολιτικής του επαρχίας. Αξιομνημόνευτο δε είναι και το παρακάτω γεγονός. Όταν λοιπόν στην Ανατολική Θράκη κυριαρχούσαν οι αντάρτικες-ληστρικές ομάδες του Δζαφέρ Ταγιάρ, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος χάρις στην συνετή πολιτεία και συμπεριφορά του έναντι των οπλοφορούντων μελών της νεοτουρκικής οργανώσεως του Ταγιάρ κατόρθωσε να σώσει την Ραιδεστό που εκινδύνευσε να γίνει παρανάλωμα του πυρός και τους Έλληνες κατοίκους της, οι οποίοι απειλήθηκαν άμεσα να σφαγούν όλοι στο σύνολό τους. Για τον λόγο αυτό οι Ραιδεστινοί δεν ελησμόνησαν ποτέ ότι η σωτηρία τους οφείλετο στον Μητροπολίτη Γρηγόριο.
Στη Ραιδεστό ο Γρηγόριος ευτύχησε να δεί, μετά από τόσους αιώνες μαρτυρικής οθωμανικής σκλαβιάς, τους Έλληνες Χριστιανούς της Θράκης να γεύονται τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας. Συνεργάσθηκε γόνιμα με τους Αρμενίους, Εβραίους και Τούρκους προκειμένου η απελευθέρωση της μητροπολιτικής του περιφέρειας από τους Βουλγάρους να γίνει αναίμακτα. Έτσι, ηξιώθη να υποδεχτεί στις 7 Ιουλίου του 1920 τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό της στρατιάς Σμύρνης και αυθημερόν τον Έλληνα Βασιλέα Αλέξανδρο.
Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος υπήρξε επίσης το πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ισραηλιτών, που εξέφρασε επισήμως τις ευχαριστίες και την άπειρη ευγνωμοσύνη των κατοίκων της μητροπολιτικής του περιφέρειας στον Βασιλέα Αλέξανδρο και στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης και έλαβε μέρος στην εορτή των εθνικών επινικίων στην Αθήνα. Ο Γρηγόριος μετέβη και για δεύτερη φορά στην Αθήνα μαζί με τους υπολοίπους πνευματικούς αρχηγούς και αιρετούς εκπροσώπους της Θράκης, προκειμένου να παραβρεθεί στην επίσημη υποδοχή του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Γρηγόριος περιήλθε όλες σχεδόν τις επαρχίες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ενθαρρύνοντας την επάνοδο και επιστροφή των προσφύγων Θρακών στις ελεύθερες τότε πατρογονικές εστίες τους στην Ανατολική Θράκη. Στον αγώνα του αυτό είχε συμπαραστάτη και τον Έλληνα υπουργό της εθνικής περιθάλψεως.
Η ελευθερία όμως της Ανατολικής Θράκης δεν διήρκεσε για πολύ και το 1923 πέρασε οριστικά υπό τουρκική κυριαρχία. Τότε οι Θράκες αναγκάσθηκαν και εγκατέλειψαν τις πατρογονικές του εστίες και ακολούθησαν την οδό της προσφυγιάς στην Δυτική Θράκη και την Μακεδονία. Έτσι, το έτος 1923 αναγκάσθηκε και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος να γευθεί και ο ίδιος το πικρό ποτήριο της προσφυγιάς. Για τον λόγο αυτό ο Γρηγόριος δεν παρέστη στην τελετή της ενθρονίσεως του Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ (1923-1923) και δεν ενεχείρησε, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη και παράδοση της Μητρός Εκκλησίας, την ποιμαντορική ράβδο στον νεοεκλεγέντα Οικουμενικό Πατριάρχη. Σημειωτέον εν προκειμένω ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης γέρων Ηρακλείας ήταν πάντοτε μέλος κάθε εκλογικής συνελεύσεως για την ανάδειξη νέου Οικουμενικού Πατριάρχου και αυτός μόνο κατά αρχαιότατο έθος και παράδοση απέδιδε την πατριαρχική ράβδο στον εκάστοτε νέο Οικουμενικό Πατριάρχη, επειδή το αρχαίο Βυζάντιο υπήρξε αιώνες πριν επισκοπή της Μητροπόλεως Ηρακλείας (Βισάνθης).
6) Η αναγκαστική εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, το τέλος του βίου του και η αναγνώρισή του ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ύστερα από την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) που επεβλήθη στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος έφυγε μαζί με το ποίμνιό του και εγκαταστάθηκε εφησυχάζων στην Θεσσαλονίκη, όπου λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ευτύχησε να εορτάσει το Ιωβηλαίο των πενήντα ετών της αρχιερωσύνης του.
Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού εκοιμήθη την 25η Ιουλίου του 1925 σε ηλικία 81 ετών. Η κηδεία του ετελέσθη την επομένη, 26η Ιουλίου1925 από τους Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, Κασσανδρίας Ειρηναίο, Καμπανίας Διόδωρο και τον επίσκοπο Απολλωνιάδος Ιωακείμ, ο οποίος συνέγραψε και συντομότατη βιογραφία του. Ο Γρηγόριος ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας και το 1981 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β΄ (1974-) προέβη στην ανακομιδή των λειψάνων τόσο του ιδίου, όσο και άλλων Μητροπολιτών-μακεδονομάχων, τα οποία κατά την 29η Μαΐου του 1982 τοποθέτησε στην κρύπτη του Μακεδονικού Αγώνος, που ευρίσκεται κάτω από το Ιερό Βήμα του μητροπολιτικού ναού Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το 1925 ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αφιέρωσε προς τιμήν του Γρηγορίου Καλλίδη ένα πανηγυρικό τεύχος του περιοδικού «Γρηγόριος Παλαμάς».
Ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων ο Β΄ πριν από λίγα χρόνια υπέβαλε αρμοδίως δια της Εκκλησίας της Ελλάδος το αίτημα της αναγνωρίσεως του Γρηγορίου ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όντως πριν από λίγο καιρό αναγνώρισε τον Γρηγόριο ως Άγιο της Εκκλησίας μας και όρισε να τιμάται η μνήμη του και μαζί η ανακομιδή των αγίων και θαυματουργών λειψάνων του, στις 20 Οκτωβρίου εκάστου έτους. Το Ιερό και θαυματουργό λείψανο του Γρηγορίου ευρίσκεται σήμερα ολόσωμο στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, όπου ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος την 29η Μαΐου 2003 ανακοίνωσε επίσημα την αναγνώρισή του ως Αγίου της Εκκλησίας και την αναγραφή του ονόματός του στο Αγιολόγιο και εορτολόγιο της Εκκλησίας μας.
Εναπόκειται τώρα σ’ όλους εμάς, κλήρο και λαό της Θράκης, να τιμήσουμε σεμνοπρεπώς και μεγαλοπρεπώς τον νέο Θρακιώτη Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας με την ανέγερση ιερών ναών ή παρεκκλησίων προς τιμήν του ονόματός του. Οι κατά τόπους Μητροπολίτες της Θράκης μας οφείλουν να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό, το οποίο θα καταστήσει γνωστότερο στο λαό της Θράκης το όνομα του πρώτου Θρακιώτου Αγίου του 21ου αιώνος.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ιούλιος 1943. Δυσοίωνα νέα έφταναν για το χωριό μας, σύμφωνα με τα οποία οι Γερμανοί -υπό τον τότε Διοικητή του Γερμανικού σώματος Στρατού Λάντς- είχαν φτάσειαπό τα Γιάννενα περνώντας τα Δωδωνοχώρια,στην Ζόριστα (Πεντόλακκο), την οποία βρήκαν έρημη από τους κατοίκους που πρόλαβαν και κρύφτηκαν! Σύμφωνα με τις πληροφορίες, σειρά είχε το χωριό μας! Φοβισμένοι οι κάτοικοι του Μαχαλά έσπευσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στην θέση «Σπιθάρι», τον τόπο όπου και παλιότερα, επί τουρκοκρατίας, έβρισκαν ασφαλή για να γιορτάσουν την Ανάσταση, χωρίς οι Τούρκοι να τους αντιληφθούν!
Την 24η Ιουλίου 1943 ανηφόρισαν από τον δρόμο Άρτας-Ιωαννίνων περί τα 30-50 στρατιωτικά Γερμανικά αυτοκίνητα. Την ίδια ημέρα γερμανικό αεροπλάνο, εκτελώντας χαμηλή πτήση πάνω από το χωριό, πετούσε προκηρύξεις γραμμένες στα Ελληνικά, που καλούσαν τους κατοίκους του χωριού μας για να μην φύγουν από τα σπίτια τους. Περνώντας πάνω από την θέση «Σπιθάρι» άφησε μαύρους καπνούς, άγνωστο για ποιό λόγο, πιθανό για να προσδιορίσει την θέση των κρυμμένων συγχωριανών μας.
25η Ιουλίου ημέρα Κυριακή και ώρα 9η πρωινή. Η Γερμανική συντονισμένη επίθεση γίνεται από τέσσερα περιφερειακά σημεία, με τέσσερις ομάδες στρατού και με απώτερο στόχο να αποκλειστεί εντελώς η έξοδος από το χωριό!
Η πρώτη ομάδα πέρασε από την σημερινή Νέα Μουσιωτίτσα -τότε δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο οικισμός αυτός- προχώρησε στην Φούριζα, στο Κοστέκι, στην Λέθμη, στην Σεστρίγλα και κατέληξε στο Κουκλέσι. Το διάβα τους από την Φούριζα, άφησε νεκρό τον Κων/νο Δήμο, που είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο πρώτος νεκρός. Έτρεξε να κρυφτεί κοντά σε μία βρύση, αλλά δεν στάθηκε τυχερός, οι Γερμανοί τον είδαν και δίχως δεύτερη σκέψη τον εκτέλεσαν!
Η δεύτερη ομάδα πέρασε από τον Μαχαλά (Άνω Μουσιωτίτσα). Στην θέση Γκούρι συνάντησαν τον Αναστάσιο Δόση, τον Νικόλαο Δόση και τον Γεώργιο Κότσιο, οι οποίοι από τον φόβο τους στην θέα των Γερμανών, τους προσέφεραν γάλα από τα πρόβατά τους. Η γερμανική απάντηση ήταν η σύλληψή τους και η μεταφορά τους στο Σπιθάρι. Προχώρησαν στο Σιουργέλι, στην Σιάλιζα και από κει μέσα στο χωριό -σημερινή Κάτω Μουσιωτίτσα-, όπου έκαψαν σπίτια και άρπαξαν ζωντανά.
Η Ευθυμία Σταύρου, «δασκαλίνα» ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα εκείνη την ημέρα έζησε:
Οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι και με τα όπλα πέταξαν κάτω το γίκο, ανακάτεψαν τα ρούχα της κασέλας, ψάχνοντας για όπλα. Όπλα δε βρήκαν και πήραν τον δάσκαλο Σταύρο Σταύρου αιχμάλωτο. Στην πορεία τους συνέλαβαν συνολικά 45 άτομα, τους οποίους εξέτασαν προσεκτικά στους ώμους και στα πόδια ερευνώντας για σημάδια που αφήνουν τα στρατιωτικά σακίδια και οι αρβύλες. Το γερμανικό αυτό τμήμα προχώρησε μαζί με τους αιχμαλώτους στην Κονσταντίστα και κατάληξη είχε στην Βούλιστα Παναγιά. (Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί επεφύλασσαν διαφορετική μεταχείριση στους κατοίκους του χωριού μας, έδειχναν για παράδειγμα τρομερή σκληρότητα και αβάσταχτη βιαιότητα σε όσους ήταν ξανθοί, πιστεύοντας πως είναι Εγγλέζοι!)
Η τρίτη ομάδα, αποτελούνταν από επίλεκτα μέλη των ΕΣ-ΕΣ της ορεινής μεραρχίας «Εντελβάις», υπό τον αρχιδήμιο Ζάλμιγκερ. Στην ουσία αυτό ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα των γερμανών! Το τμήμα αυτό εισέβαλε στον Μαχαλά, κατέκαψε αδιάκριτα ανθρώπους και σπίτια! Πίσω του άφησε μόνο στάχτη...
Στο Σιεσφρούγγου σκοτώνουν την Γιωργοκώσταινα που ήταν με την γριά Κυράννα, η οποία μετέφερε στην ράχη της την ανήλικη εγγονούλα της, που παρά το νεαρό της ηλικίας της βρήκε τραγικό θάνατο μπροστά στα μάτια της τραυματισμένης γιαγιάς της.
Στο Μετσίτι βρήκαν τα νεαρά (9 μόλις ετών τότε) ξαδέλφια Νικόλαο Αναγνώστου και Βασίλειο Αναγνώστου, που έβοσκαν τα πρόβατά τους. Τα παιδιά μικρά καθώς ήταν, δίχως αίσθηση του κινδύνου, δεν άκουσαν την συμβουλή του κρυμμένου μπάρμπα-Φώτη Μπάρκα και του κυρ-Θανάση του Αναστάση να κρυφτούν και εκείνα, αντίθετα χοροπηδούσαν και κορόιδευαν, ατρόμητα στην άγνοιά τους για το τι τα περίμενε. Η ριπή του πολυβόλου θέρισε την τρυφερή ζωούλα του Βασίλη, ενώ ο Νίκος φέρει το σημάδι της πληγής στο πρόσωπό του. Στην θέα του τραυματισμένου παιδιού, οι δύο μεγαλύτεροι σάστισαν τόσο πολύ, που ο ένας προέτρεπε τον άλλον να τον αποτελειώσει για να μην υποφέρει. Ο μικρός Νίκος έμεινε εκεί αιμόφυρτος μέχρι το βράδυ, κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, πίστευαν ότι είχε πεθάνει.
Η ανυποψίαστη μητέρα του έλειπε από το πρωί στον μύλο. Όπως η ίδια έλεγε το πρωϊ εκείνης της ημέρας έβλεπε από το μύλο να αντιφεγγίζουν στον ήλιο οι παλάσκες και τα φονικά σίδερα των Γερμανών από την πλαγιά της Μπιτέρας. Το βραδάκι η γιαγιά του, η γριά Νικόλαινα Αναγνώστου, τον κατέβασε στο χωριό, μισοπεθαμένο.
Το τμήμα αυτό λοιπόν συνέχισε ακάθεκτο την πορεία τους προς το Σπιθάρι -όπου βρίσκονταν τα θερινά βοσκοτόπια και οι στάνες του Δημητρίου Δήμου- όπου προφανώς πίστευαν ότι ήταν κρυμμένες οικογένειες ανταρτών, αρπάζοντας άλλους από τα αλώνια που αλώνιζαν ή λίχνιζαν το στάρι, άλλους από την στρούγγα, το ζύμωμα ή το ψήσιμο του ψωμιού, συγκεντρώνοντας του νοικοκυραίους από τα σπιτοκάλυβά τους που προετοιμάζονταν για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής της επόμενης ημέρας!
Ερεύνησαν τα καλύβια για όπλα και στην συνέχεια τα έκαψαν. Στην γραμμή τους έβαλαν, τον ένα δίπλα στον άλλον, 78 άτομα συνολικά, αδιακρίτως φύλλου και ηλικίας. Διάλεξαν καμιά 15αριά από τους γερούς και νέους, ανάμεσα στους οποίους και τον Νέστορα Κολιό, δεν δίστασαν να χωρίσουν τον 6χρονο Ιωάννη Γκόγκα από τον πατέρα του, τους φόρτωσαν και τους διέταξαν να προχωρήσουν, σ΄ αυτούς η τύχη χαμογέλασε μόνο και μόνο γιατί οι Γερμανοί χρειάζονταν υποζύγια. Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί ο ένας δίπλα στον άλλον, κατά μήκος ενός δέματος του χωραφιού του Νακητάκη (Δημήτριου Δήμου), οι γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά, μωρά αχρόνιαγα, οι γέροι με τις μαγκούρες, γριές με λιοκαμμένα πρόσωπα και βαθιά αυλακωμένα μάγουλα από τις ρυτίδες και γυρτές ράχες από την κούραση, ακόμα και νιόπαντρες με τον καλό τους δίπλα που δεν μπορούσαν μπροστά στο φόβο ούτε το χέρι του να αδράξουν και νιόγαμπροι και αυτοί ανήμποροι να γυρίσουν το βλέμμα τους, γιατί ένιωθαν πως δεν μπορούσαν καθόλου το ταίρι τους να υπερασπίσουν μπροστά στο αδηφάγο θηρίο, οι αρραβωνιασμένοι είδαν τα όνειρά τους να σβήνουν και να χάνονται να σκορπίζουν κάτω στις φρεσκοθερισμένες καλαμιές και στην θρούμη…
Όλοι τους εκεί, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς να ζητήσουν εξηγήσεις, ξαπλώθηκαν χάμω.. Επέζησαν δύο, ένα 6χρονο παιδί, ο Ιωάννης Γκόγκας, το οποίο σώθηκε χάρη στην μητέρα του, που στην απόγνωσή της έκρυψε το μικρό γιο της κάτω από το συγγούνι της, κατά δική του μαρτυρία και ένας 19χρονος ο Κων/νος Αναστασίου. Ο μικρός Ιωάννης Γκόγκας έμεινε ανάμεσα στα πτώματα, νοιώθοντας κοντά του νεκρή τη μάνα του, μέχρι το απόγευμα, οπότε τον βρήκαν ο Γεώργιος Τάσσης και ο Βασίλειος Νότης. Ήταν μοιραίο να γνωρίσει σε τόσο τρυφερή ηλικία την πιο σκληρή και απάνθρωπη όψη του πολέμου. Παγωμένο πια το χέρι της μάνας του δεν μπορούσε να του μεταδώσει την θέρμη της αγάπης της, να καταλαγιάσει το κλάμα και να νικήσει κάθε φόβο, του είχε ωστόσο χαρίσει δύο φορές της ζωή.
Ο Κωνσταντίνος Αναστασίου περιγράφει με λεπτομέρειες στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα της ημέρας εκείνης...
"Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στο Σπιθάρι, όσοι δεν ήταν κρυμμένοι τους προσέφεραν φαγητό (γάλα, αυγά και ό,τι άλλο είχαν) σε μια προσπάθεια να τους «καλοπιάσουν». Κανείς τους δεν άγγιξε τίποτα. Διέταξαν την συγκέντρωση όλων κατά μήκος του δέματος και προετοιμάζονταν για την εκτέλεση. Ένας από τους πολυβολητές διεπληκτίσθηκε έντονα με τον ανώτερο του αξιωματικό και γυρίζοντας το πολυβόλο του προς το Κουκλέσι άρχισε να πυροβολεί, αδειάζοντάς το στον αέρα και εγκατέλειψε τρέχοντας προς τους προπορευόμενους Γερμανούς που έφευγαν με τους αιχμαλώτους. Ευαίσθητος και ρομαντικός; Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως άνθρωπος που δεν μπορούσε να αφαιρέσει έτσι άδικα ζωή ανθρώπου. Έστησαν τα πολυβόλα σε ύψος 50 εκατοστών περίπου από την γη και άρχισαν να πυροβολούν τυφλά τους συγκεντρωμένους στην κοιλιά. Τα κορμιά σωριάζονταν χτυπημένα στο χώμα και τα πολυβόλα χαμήλωσαν στους τριάντα πλέον πόντους και κατόπιν ακόμα πιο χαμηλά σύρριζα στο χώμα για να μην υπάρχει καμία περίπτωση να γλιτώσει κανείς.
Με το πρώτο κτύπημα ο Κωνσταντίνος Αναστασίου έπεσε κάτω, περισσότερο από το φόβο του και σωτήριο ένστικτο και βρέθηκε στην τελευταία αυλακιά του χωραφιού, σύρριζα στο δέμα. Οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση, αντιλαμβάνεται τα πάντα και η αγωνία του κορυφώνεται καθώς το πολυβόλο χαμηλώνει για το δεύτερο χτύπημα. Νοιώθει ένα τσούξιμο στο λαιμό του. Εκείνη την ώρα πέφτει πάνω του νεκρός, ένας συνομήλικός του από τον Μαχαλά, νοιώθει το αίμα του νεαρού Μαχαλιώτη ανακατεμένο με χώμα, να γίνεται ένας ζεστός πηχτός πολτός, να τον λούζει, πλημμυρίζοντάς τον σε όλο το κεφάλι και το πρόσωπο, δεν βλέπει τίποτα, δεν μπορεί καν να αναπνεύσει. Αισθάνεται στα πόδια του, κάτω από το χώμα να περνά και άλλη σφαίρα, τότε πια το πολυβόλο εκτελεί το τρίτο χτύπημα.
Όταν πια σταμάτησαν να ρίχνουν με το πολυβόλο, άκουγε πυροβολισμούς πιο αραιά, κατάλαβε ότι επρόκειτο για την χαριστική βολή σε εκείνους που ήταν ακόμη ζωντανοί. Τον πλησίασαν, ένιωσε ένα ξύλο να του ανασηκώνει την αριστερή πλάτη, το κορμί του μουδιασμένο, αφού τόση ώρα πάνω του ήταν πεσμένο ο ήδη νεκρός Μαχαλιώτης, πετρωμένος από τον φόβο με το κεφάλι καταματωμένο έμοιαζε νεκρός και αυτό ήταν που τον γλίτωσε!
Αφού αποτελείωσαν συνεχίζοντας με την χαριστική βολή, φόρτωσαν δύο μουλάρια και απομακρύνθηκαν. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Βρέθηκε τότε μόνος απέναντι στο φρικιαστικό θέαμα των εκτελεσμένων συγχωριανών μας. Το σοκ ισχυρότατο και πως να μην ήταν, αφού αντίκρισε διαμελισμένα πτώματα και αίμα, παντού γύρω του αθώο αίμα που άχνιζε ζεστό ακόμα, γύρω του και πάνω του…"
Χαρακτηριστικά αναφέρει για εκείνες τις στιγμές:
"Δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Έμεινα πεσμένος εκεί μέχρι τα απόσκια. Τότε ανασήκωσα το ένα χέρι μου, μετά το άλλο και τέλος κούνησα τα πόδια μου. Δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανός".
Προσπάθησε να σηκωθεί. Το μακάβριο σκηνικό του προκάλεσε εμετό. Αισθάνθηκε δίψα. Σύρθηκε στην στέρνα του Γιωρτάσση. Συνάντησε την Κωτσβάσαινα. Της είπε μόνο: «Είναι όλοι σκοτωμένοι!». Μόλις η γυναίκα τον αντίκρισε και άκουσε την θλιβερή είδηση τρόμαξε τόσο πολύ που το 'βαλε στα πόδια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Συνέχισε την πορεία του προς το χωριό, φωνάζοντας και ο ίδιος δυνατά λέξεις ακατάληπτες δίχως νόημα, προξενώντας τον τρόμο και το δέος σε όσους τον άκουγαν.
Στο σπίτι του θείου του Παναγιώτη Παππά μόλις τον αντίκρισαν άρχισαν τα μοιρολόγια. Επί ώρες οι ξαδέλφες του προσπαθούσαν να του καθαρίσουν το πρόσωπο. Το αίμα δεν έφευγε με τίποτα. Φτάνοντας στα πηγάδια, συνάντησε την Αικατερίνη Κίτσου, η οποία δεν μπορεί να ξεχάσει την μορφή εκείνου του αγοριού. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε γυρίσει από την κόλαση, το πρόσωπό του ήταν ακόμη καλυμμένο από ξερό, πηχτό αίμα. Της ζήτησε νερό να πιει και εκείνη σαστισμένη ακόμη, του έριχνε νερό να πλυθεί και το πρόσωπο με τίποτε δεν καθάριζε.
Είναι σίγουρο πως όσα χρόνια και αν περάσουν, οι σκηνές αυτές θα μείνουν χαραγμένες στην ψυχή του.
Ενώ αυτά συνέβαιναν στον χώρο της σφαγής, το ίδιο αυτό τμήμα των Γερμανών έχοντας αφήσει πίσω του τόσους νεκρούς, προχώρησε στην Λιάσκα Παναγιά. Δεν είχε ακόμη χορτάσει αίμα... Εκεί συναντήθηκε με το τέταρτο τμήμα των Γερμανών που ήταν η πλαγιοφυλακή τους.
Το πρώτο μέλημα ήταν να κάψουν τις στάνες του Μαρούτσου και του Κίτσου και να μαζέψουν όλα τα μεγάλα ζώα συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Κίτσος. Η μάνα του Ανδρέα άρχισε να κλαίει, οι Γερμανοί όμως δεν ήταν ευσυγκίνητοι. Το κλάμα της προκάλεσε τον θυμό και την υστερία τους και δίχως δισταγμό κανένα, την σκότωσαν μαζί με τους υπόλοιπους.
Κανείς δεν έμεινε όρθιος. Στην θέση Σούλα Παναγιά ήταν το σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου. Στο σπίτι αυτό φιλοξενούνταν η Ελένη Ίκκου, σύζυγος του δημοδιδάσκαλου Γ. Ίκκου, γιατί είχε φιλίες με την οικογένεια Γάκιου και κάθε χρόνο ερχόταν στο χωριό για να φτιάξει τυρί και τραχανά. Επρόκειτο, σύμφωνα με τις διηγήσεις, για γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς με επιβλητικό παρουσιαστικό, λευκό πρόσωπο και χρυσά δόντια! Οι Γερμανοί κατέκαψαν το πλούσιο σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου, τον ίδιο τον χτύπησαν βάναυσα και επί ώρα πολλή, γιατί ξανθός και όμορφος καθώς ήταν, έδινε την εντύπωση Εγγλέζου. Τον φόρτωσαν με δύο κιβώτια φυσίγγια και τον πήραν αιχμάλωτο. Τους υπολοίπους τους σκότωσαν όλους ανεξαίρετα, ενώ για την Ελένη Ίκκου επεφύλασσαν «ειδική μεταχείριση...».
Το πτώμα της βρέθηκε φουσκωμένο και πρησμένο, με ένα χοντρό ξύλο δαυλό περασμένο στον λαιμό της. Δεν υπήρχε στο κορμί της ίχνος σφαίρας. Δεν έδειξαν καν τον οίκτο να την πυροβολήσουν απαλλάσσοντάς την από τον ανείπωτο πόνο του βασανιστηρίου. Ο Θωμάς Αλεξίου ήταν εκείνος που αφαίρεσε από το στόμα της Ελένης Ίκκου το φονικό όργανο!
Την ίδια ώρα στην θέση Μερέτα ακριβώς απέναντι από την Λάσκα Παναγιά, διαδραματίζονταν τραγικές στιγμές στην οικογένεια Χρήστου Γκοντέβα (Μπάρμπα Τσάκου). Η οικογένεια αυτή λοιπόν αντιλαμβανόμενη από τους πυροβολισμούς το μακελειό στο Σπιθάρι και στην Λιάσκα, έτρεξαν να κρυφτούν αναζητώντας καταφύγιο στους θάμνους, αφήνοντας πίσω στην στάνη τον γερο-Τζαβέλα (πατέρας) ο οποίος ήταν ανήμπορος να τρέξει. Οι Γερμανοί δε σεβάστηκαν την ηλικία του. Τον έκαψαν ζωντανό μαζί με το κοπάδι του, αποτελούμενο από 170 γίδια. Η Οικογένεια Γκοντέβα λοιπόν πρόχειρα κρυμμένη παρακολουθεί έντρομη τα τεκταινόμενα, με ανάμεικτα συναισθήματα αγωνίας, τρόμου, θλίψης και πόνου. Όταν ο μικρός Βασιλάκης Γκοντέβας έβαλε τα κλάματα τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Ο πατέρας του παιδιού, έβγαλε το σουγιά του και άρπαξε το παιδί για να το σκοτώσει, φοβούμενος πως το κλάμα του θα πρόδιδε την θέση τους και οι Γερμανοί θα τους ανακάλυπταν και θα τους σκότωναν όλους. Το παιδί σώθηκε χάρη στην δυναμική επέμβαση της μητέρας του που το έβαλε αμέσως στο στήθος της καταλαγιάζοντας το κλάμα, προτιμώντας να διακινδυνεύσει τις ζωές όλων, παρά να δει το παιδί της να χάνεται από τα χέρια του ίδιου του πατέρα του.
Στην θέση Πάλια, κοντά στον πάνω κάμπο, όπου προχώρησαν στην συνέχεια οι Γερμανοί, σκότωσαν 3 γυναίκες μεταξύ των οποίων και την Γιωργκοντέβαινα, για την οποία αναφέρεται ότι τέντωσε το κορμί της και άπλωσε τα χέρια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της μην επιτρέποντας στους Γερμανούς την είσοδο στο σπίτι της.
Λίγο μετά το μεσημέρι έφταναν στο Κουρτέσι οι Γερμανοί. Κάθισαν στον ίσκιο αφήνοντας τους αιχμαλώτους στον ήλιο. Εκεί ο Ξενοφών Γάκιος έβγαλε τα παπούτσια του. Ο Νέστορας Κολιός τον ρώτησε γιατί και του απάντησε «γιατί δεν μπορώ να τα σύρω». Τότε ο νεαρός Νακητάκης ζήτησε νερό. Ο γερμανός αντί για νερό τον χτύπησε με δυνατές κλωτσιές και στο θυμό του σκότωσε τρεις Κουκλεσίτες. Όταν πήγαν να σηκωθούν για να συνεχίσουν την πορεία ο Γάκιος που είχε ήδη βγάλει τα παπούτσια, παράτησε τα κιβώτια που τον είχαν φορτώσει και άρχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν, χωρίς να πετύχουν το στόχο τους γιατί ο Γάκιος ήξερε καλά το χώρο και κρύφτηκε γρήγορα.
Κατά τις 6 το απόγευμα είχαν φτάσει στην Βούλιστα Παναγιά, όπου ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των ομάδων. Έβαλαν τους αιχμαλώτους σε πρόχειρους καταυλισμούς και πολύ κοντά τους ήταν και οι άλλοι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί από το δεύτερο τμήμα μέσα στο χωριό. Τα δύο τμήματα των αιχμαλώτων προσποιήθηκαν ότι δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, υποψιαζόμενοι ότι κάθε τμήμα αιχμαλώτων περίμενε διαφορετική μοίρα. Ο Νακητάκης ξαναζήτησε νερό λιωμένος από δίψα. Ο Γερμανός τον πλησίασε με μια καραβάνα νερό, του έδωσε να πιει και πριν αποσώσει, του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο πρόσωπο με την σιδερένια αυτή καραβάνα, προκαλώντας τρομερό πρήξιμο στο πρόσωπο του άντρα.
Άρχισαν τότε να στήνουν τα πολυβόλα και ανά δύο φώναζαν τους αιχμαλώτους, τους εκτελούσαν. Ακολουθούσε η χαριστική βολή στο κρανίο -όπως διαπιστώθηκε από την εκταφή τους αργότερα- και τους πετούσαν σε μια γρέβια. Ο Νέστορας Κολιός, ένας από τους αιχμαλώτους, 21 ετών τότε, διηγείται πως ο πατέρας του, αιχμάλωτος και εκείνος, από την αρχή της αιχμαλωσίας τον σκουντούσε και του έκανε νοήματα για να το σκάσει συναισθανόμενος ότι το τέλος τους πλησίαζε και τους περίμενε βέβαιος θάνατος.
Ο Νέστορας Κολιός προέτρεψε τον Ανδρέα Κίτσο να το σκάσουν μαζί αλλά εκείνος συγκλονισμένος από τον θάνατο της γυναίκας του, την οποία είχαν εκτελέσει στην Λιάσκα οι Γερμανοί, είπε πως δεν ήθελε πια να ζει αφού εκείνη είχε πεθάνει. Οι αιχμάλωτοι, ανήσυχοι, άλλαζαν συνεχώς θέση αποφεύγοντας να είναι στην πρώτη γραμμή δίνοντας μια μικρή αναβολή στον θάνατο. Όταν κόντευε η σειρά του Νέστορα είχε πάρει πια την απόφασή του. «Έτσι και αλλιώς χαμένος είμαι, ποιός ξέρει, μπορεί και εγώ να γλιτώσω όπως ο Γάκιος» ήταν οι σκέψεις που έκανε. Την ώρα που ο Γερμανός συνόδευε τους δύο προπορευομένους του αιχμαλώτους για εκτέλεση ο Νέστορας ξέφυγε από την γραμμή και άρχισε να τρέχει. Ο Γερμανός τον άρπαξε από το μανίκι αλλά ήταν τόση η ορμή και η φόρα του Νέστορα που το μανίκι σχίστηκε και έμεινε στα χέρια του άναυδου Γερμανού, ενώ ο Νέστορας χάθηκε γρήγορα στο σούρουπο.
Ο Νέστορας έτρεχε, οι αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση, άκουγε πίσω του τις φωνές, τα χάχανα των Γερμανών που περιγελούσαν εκείνο που είχε μείνει με το μανίκι στο χέρι και τους πυροβολισμούς του άλλου που είχε θυμώσει με την απόδραση. Έτρεχε συνέχεια, ώσπου εξουθενωμένος τρύπωσε σε έναν θάμνο. Εκεί πια αναλογιζόμενος όλα όσα είχαν συμβεί, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Σκεφτόταν πως είχε σκοτωθεί η εγκυμονούσα γυναίκα του, ο πατέρας και τόσοι άλλοι φίλοι και συγγενείς του. Από την κούραση τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε ήταν όλα ήσυχα και την νύχτα πια πήρε το δρόμο για το χωριό.
Και ενώ το θάρρος και η τύχη έσωσαν τον Νέστορα Κολιό, το άλλο τμήμα των 45 αιχμαλώτων -εκείνοι που δεν εκτελέστηκαν- οδηγήθηκαν στο Κεράσοβο όπου αφέθηκαν ελεύθεροι. Μια ελευθερία που δεν κράτησε παρά λίγες ώρες, αφού έπεσαν σε Γερμανικό μπλόκο, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Παλαιάς Ζωσιμαίας στα Γιάννενα. Από αυτούς κοντά στο Μπιζάνι δραπέτευσε ένας ο Δημήτριος Γκοντέβας. Προσποιούμενος ότι ήθελε να ικανοποιήσει σωματική του ανάγκη, εξαφανίστηκε!
Στα σκοτεινά υπόγεια της Ζωσιμαίας Σχολής είχαν μαζευτεί αιχμάλωτοι από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Οι συνθήκες κράτησής τους ήταν άθλιες, η τροφή τους ήταν σάπια και σκουληκιασμένη και σαν να μην έφτανε αυτό είχαν και τις ψείρες να τους ρουφούν το αίμα. Έμειναν εκεί φυλακισμένοι μέχρι τις 26 Αυγούστου.
Πηγή:Περί Πάτρης
Δέκα ἑφτὰ ὁλόκληροι αἰῶνες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν φωτεινὴ μορφὴ μιᾶς λησμονημένης κοινωνικῆς ἐργάτιδας, ποὺ ἔζησε κι’ ἔδρασε στὸ Βυζάντιο κατὰ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰώνα. Καὶ ὅμως ἡ Ὀλυμπιάδα, ἂν καὶ ἀπέχει τόσο ἀπό μᾶς, παρουσιάζει ἕνα ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν σύγχρονο κοινωνικὸ ἄνθρωπο. Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ φυσιογνωμία ἀποτελεῖ τὴ δόξα τοῦ σώματος τῶν «διακονισσῶν».
Πολλοὶ σύγχρονοί της καὶ μεταγενέστεροι ἱστορικοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τῆς Ὀλυμπιάδας. Καὶ ὅλοι τὴν ἀναφέρουν πλάι στὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, ποὺ στάθηκε γι’ αὐτὴν πατέρας καὶ ὁδηγός, στὴ δόξα καὶ στὸν πόνο. Μήπως ὅμως κι’ αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε σύμβουλος καὶ στήριγμα καὶ συνεργάτης τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς στὸ δύσκολο καὶ τραχὺ ἔργο του; Νὰ γιατί τὸ ἔργο της μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μόνο ὅταν μελετηθεῖ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς στενῆς συνεργασίας μὲ τὸν Χρυσόστομο. Ἄλλωστε, ἴσως αὐτὴ ἡ συνεργασία, ποὺ πήγαζε ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ψυχικὴ ὁμοιότητα τῶν δύο ἐκείνων ὑπέροχων ψυχῶν, νὰ εἶναι καὶ τὸ μυστικό τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς δόξας τῆς Ὀλυμπιάδας. Μιὰ ματιὰ στὴ ζωή της, πρῶτα, θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐμβαθύνουμε ἔπειτα στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο της.
Ἡ Ὀλυμπιάδα γεννήθηκε γύρω στὰ 370 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ἡ οἰκογένειά της ἦταν ἀρχοντική. Ὁ πατέρας της κόμης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ μόρφωση ποὺ τῆς δόθηκε δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὰ πλούτη καὶ τὴν κοινωνική της θέση. Ἡ ὀρφάνια ὅμως ποὺ ἦρθε πρόωρα νὰ σκιάσει τὰ παιδικά της χρόνια ἦταν τὸ προοίμιο τῆς μακριᾶς ἁλυσίδας τῶν θλίψεων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς της. Ὁ θεῖος της Προκόπιος ποὺ τὴν ἀνέλαβε τώρα, εἶναι φίλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.
Τῆς ἄρεσε τῆς μικρῆς Ὀλυμπιάδας νὰ τὸν φωνάζει «πατέρα» τὸν Γρηγόριο, ὅσο ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα ἐξηγεῖ καὶ τὸ ποίημα ποὺ ἀργότερα τῆς ἀφιέρωσε στὸ γάμο της. Ὁ γάμος τῆς Ὀλυμπιάδας μὲ τὸν Νεβρίδιο, νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως, πρὶν κἄν περάσουν δύο χρόνια, τὴν ρίχνει σὲ καινούργιο πένθος μὲ τὸν πρόωρο θάνατό του. Δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς καὶ οἱ προτάσεις γιὰ δεύτερο γάμο πολιορκοῦν κυριολεκτικὰ τὴ νέα χῆρα.
Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ἀσκεῖ τρομερὴ πίεση πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν ἐξαναγκάσει νὰ πανδρευτεῖ τὸν συγγενῆ του Ἐλπίδιο. Μὰ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀρνεῖται σταθερά. Τὴν πρώιμη χηρεία της τὴ θεωρεῖ κλήση θεία καὶ ἀποφασίζει ν’ ἀφιερώσει τὴ ζωή της στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Ἡ πίεση ὅμως τοῦ αὐτοκράτορα δὲν ὑποχωρεῖ. Ὁ δεσποτισμὸς του φθάνει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε διατάζει τὴ δήμευση τῆς μεγάλης περιουσίας της. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀλυμπιάδας στὸ Θεοδόσιο εἶναι ἕνα γράμμα «ἀξιοπρεποῦς σαρκασμοῦ». Τὴ δήμευση τῆς κολοσσιαίας περιουσίας ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι περιορισμοί. Ὁ Ἐλπίδιος, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ τὸν δεχθεῖ γιὰ σύζυγο, τῆς στερεῖ τὴν γλυκύτερη ἀπασχόλησή της. Τῆς ἀπαγορεύει νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Τί μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν ὅμως ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς καὶ οἱ πιέσεις σὲ μιὰ ψυχὴ ἀδέσμευτη, σὲ μιὰ καρδιὰ φλογισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Τὸ πνεῦμα νικᾶ τὴν ὕλη κι’ ἡ ἀγάπη τὴ βία. Ὁ αὐτοκράτορας, ντροπιασμένος ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν τυραννική του διαγωγή, ἀνακαλεῖ τὴ διαταγή του καὶ ἡ περιουσία τῆς Ὀλυμπιάδας ἐπανέρχεται πάλι στὰ χέρια της. Τώρα πιὰ ἡ Ὀλυμπιάδα εἶναι ἐλεύθερη νὰ ρυθμίσει ὅπως θέλει τὴ ζωή της. Ἔχει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ζωὴ χαρᾶς καὶ γι’ αὐτὸ μὲ χαρὰ τὴν ἀφιερώνει στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴ χαρὰ ἐκείνου ποὺ ξέρει τί πιστεύει καὶ τί ἐπιδιώκει. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ ζωὴ τῆς πιστῆς χήρας εἶναι μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη «ἀπὸ ἀγάπη ποὺ πιστεύει καὶ ἀπὸ πίστη ποὺ ἀγαπᾶ».
Τὴν τεραστία περιουσία της (χρυσάφι, ἀσήμι, κτήματα, ἐπαύλεις) προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Στὰ τριάντα της χρόνια χειροθετεῖται διακόνισσα ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο καὶ ἐντάσσεται ἔτσι μέσα σ’ ἕνα ὀργανωμένο σύνολο, κατατάσσεται ἐθελοντικὰ στὸ στρατὸ τῶν γυναικῶν τῆς ἀγάπης. 250 ἀφιερωμένες Χριστιανὲς εἶναι στὶς διαταγές της.
Στὸ μεταξὺ ἀνεβαίνει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ Ὀλυμπιάδα γίνεται δεξί του χέρι. Δὲν ἄργησαν ὅμως λύκοι βαρεῖς νὰ σκορπίσουν καὶ ποιμένα καὶ πρόβατα. Τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν ἐξορία, τὰ διάφορα δεινά του μεγάλου Ἱεράρχη τὰ συμμερίζεται κι’ αὐτὴ ἀπὸ μακρυὰ καὶ σχίζεται κυριολεκτικὰ ἡ εὐαίσθητη γυναικεία της καρδιά. Τὴ συκοφαντοῦν, τὴ σέρνουν στὰ δικαστήρια μὲ τὴ βαριὰ κατηγορία ὅτι εἶναι ἔνοχη γιὰ τὴν πυρκαγιὰ τῆς βασιλικῆς τῆς Ἁγίας Σοφίας. Στὴν αὐστηρότατη ἀνάκριση ποὺ ἔγινε, τὸ ἤρεμο θάρρος της καὶ ἡ δηκτικὴ εἰρωνεία στὶς ἀπαντήσεις της τοὺς κατέπληξε ὅλους.
Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν οἱ ἠθικοὶ πόνοι καὶ τῆς καρδιᾶς τὸ μάτωμα. Ἦρθε καὶ ἡ βαριὰ ἀρρώστια, νὰ συμμαχήσει μὲ τὰ ἄλλα βάσανα, μὲ τὸ βαρὺ πρόστιμο ποὺ τῆς ἐπιβλήθηκε καὶ μὲ τοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ποὺ ἀπογέμιζαν ἀργὰ καὶ σταθερὰ τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς της μὲ πίκρες. Ἔπρεπε κι’ αὐτὴ νὰ γευθεῖ σὰν τὸ δάσκαλό της τὰ βάσανα τῆς ἐξορίας γιὰ μιὰ αἰτία τόσο τιποτένια: Γιατί δὲν θέλησε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἀνάξιο ἐπίσκοπο Ἀρσάκιο.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πόσα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου ἔζησε ἡ Ὀλυμπιάδα, οὔτε ξέρουμε τὴν ἀκριβῆ χρονολογία τοῦ θανάτου της. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσφαλῶς ζοῦσε, ὅταν ὁ Παλλάδιος ἔγραψε (408 μ.Χ.) τὸ γνωστὸ διάλογο γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.
Ἡ ἀνδρεία, ἡ ἡρωικὴ ὑπομονή, ἡ μόρφωση, εἶναι τρία ἀπὸ τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ κοσμοῦν τὴν «ἀνδρεία γυναίκα», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Παλλάδιος. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους κρίνουν σωστὰ δὲν τῆς βρίσκει ψεγάδι. Μέσα στὸν πόνο ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια τὴν συντρόφεψε, ὥς τὸν τάφο, ξεδίπλωσε ἡ Ὀλυμπιάδα τὸ μεγάλο της ἀνάστημα. Τὴ διακρίνει ἡ ἠθικὴ ἀνωτερότητα καὶ ἀξιοπρέπεια, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἡ σταθερότητα, ἡ ἁπλότητα, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Ποιὸ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀτίμητα στολίδια νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; «Ἐγὼ γνωρίζω τῶν λογισμῶν σου τὴν εὐγένεια», τὴν βεβαιώνει ὁ σεβαστός της δάσκαλος. Δὲν λύγισε οὔτε μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις τοῦ ἰσχυρότερου προσώπου τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ αὐτοκράτορα. Μὲ ἀξιοπρέπεια ἀποσβόλωσε δικαστὲς καὶ ἰσχυρούς τῆς γῆς καὶ ἔκανε σεβαστὴ μιὰ νεαρὴ ἀδύνατη χήρα.
Καὶ αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ πολυτέλειας ἀμύθητης μέσα στὴ βασιλεύουσα καὶ ἀπὸ κυρία τῆς ἀνώτερης ἀριστοκρατίας! Ἀλλ’ ἀκριβῶς ἡ κυρία αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες σύγχρονες καὶ ὅμοιές της, γιατί δὲν ξιπάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της καὶ τὰ ἐξωτερικά της προσόντα, ἀλλὰ καλλιεργήθηκε, καὶ πλούτισε τὸν ψυχικό της θησαυρό. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἔκανε ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ποὺ καιρὸς εἶναι νὰ δοῦμε.
Εἶναι ἀλήθεια, δύσκολο νὰ παρουσιάσει κανεὶς ἕνα ἔργο ἀγαθοποιΐας καὶ ἀγάπης, ὅταν ἔχει γίνει ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ τὸ κάνει ἀφανῶς καὶ μὲ τὸ σύνθημα τὸ «νὰ μὴ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ἡ παρουσίαση αὐτὴ πολὺ θὰ ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Στὸ μεγάλο σταθμὸ τῆς ζωῆς της, στὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ σχηματίζονται οἱ μεγάλες ἀποφάσεις της γιὰ μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένη, κάνει ἀμέσως ἀποσυμφόρηση τῶν περιττῶν πραγμάτων, ποὺ εἶχε στὸ σπίτι της. Τώρα πιὰ τὸ σπίτι της εἶχε ἄλλο προορισμὸ : Ἐπρόκειτο νὰ γίνει κέντρο πνευματικό, φιλοξενίας κέντρο, ποὺ θὰ ἕνωνε Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ θὰ παρεῖχε δωρεὰν κατοικία στοὺς χριστιανοὺς ποὺ συνέρρεαν στὴ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ὅλον τὸν χριστιανικὸ κόσμο.
Μὰ μήπως ἦταν μόνο ἡ φιλοξενία, ἡ τόσο ταιριαστὴ αὐτὴ ἀρετή, στὴ χριστιανὴ γυναίκα; Ἦταν καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς πολύπλευρης ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης ποὺ κάνουν τὴ χριστιανικὴ καρδιὰ τῆς γυναίκας νὰ χωρᾶ μέσα της ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τῆς Ὀλυμπιάδας ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο, ἦταν στὶς φροντίδες γιὰ τὸ Χρυσόστομο. Τί δὲν ἐπινοοῦσε ἡ εὐγενικὴ διακόνισσα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσει!
Ἀλλὰ δὲν σκόρπιζε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της ἡ Ὀλυμπιάδα μόνο στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀγάπης της, ἔφθανε σὲ χῶρες μακρινὲς καὶ ἔρημες, ὥς τὰ πέρατα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ὄργανο στὴν ἱερὴ διακονία τῆς ἀγάπης τὸν μεγαλόφωνο κήρυκα τῆς ἀγάπης, τὸν Χρυσόστομο, στὸν τόπο τῆς μαρτυρικῆς του ἐξορίας.
Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀρρώστων καὶ οἱ χίλιες δυὸ ἀγαθοεργίες, μοναδικὴ ἀπασχόληση τῆς Ὀλυμπιάδας. Εἶχε καὶ ἄλλα δύσκολα καὶ ὑπεύθυνα καθήκοντα: Καὶ εἶναι ἀλήθεια· τὰ πράγματα φωνάζουν ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν τὸ στήριγμα τῆς βασιλεύουσας. Ὁ προκάτοχος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Νεκτάριος, εἶχε τὴν Ὀλυμπιάδα σύμβουλό του στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χρυσόστομο. Καὶ γίνεται ἔτσι σύμβουλος ἐκείνου ποὺ κατεῖχε τὸν πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ θρόνο τῆς Ἀνατολῆς. Τόση ἦταν ἡ σύνεσή της καὶ ἡ κριτικὴ της ἱκανότητα! Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ τρομερὴ θύελλα ἔρχεται νὰ πετάξει τὸν στοργικὸ ποιμενάρχη στὰ βουνὰ τῆς Ἀρμενίας καὶ τότε ἡ Ὀλυμπιάδα μένει πιστὴ στὴν προσφορὰ τῶν πολύτιμων ὑπηρεσιῶν της. Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ τῆς δίνει στὶς μεγάλες ἐπιστολές του, φροντίζει ἡ Ὀλυμπιάδα γιὰ τὸν διακανονισμὸ σοβαρῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ποτὲ δὲν φρονοῦσε ὅτι εἶχε κάνει κάτι σπουδαῖο.
Ἀλλὰ καὶ πόσες ὑπεράνθρωπες ἐνέργειες δὲν ἔκανε γιὰ νὰ γλυτώσει τὸ σεβαστό της Ἱεράρχη ἀπὸ τὴν ἐξορία! Νὰ κινήσει «πάντα λίθον» γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει, ἤ, τουλάχιστον, νὰ τοῦ βελτιώσει τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς του. Μάταιες προσπάθειες ποὺ μεγαλώνουν τὸν πόνο καὶ σχίζουν τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας μὲ τὴν ἀτσαλένια θέληση. Καὶ θαυμάζει κανείς, μέσα στὰ γράμματα, τὰ ἀθάνατα αὐτὰ ἀριστουργήματα τῆς χριστιανικῆς φιλολογίας, τὸ θαυμασμὸ τοῦ μεγάλου πατέρα μπροστὰ στὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀλυμπιάδας. Τὴν παρατηρεῖ καὶ συγχρόνως τῆς ψάλλει ἐγκώμια. «Γνωρίζω τῆς φιλοσόφου ψυχῆς σου τὰ νεῦρα», τῆς γράψει, ποὺ ὅσο οἱ θλίψεις καὶ οἱ διωγμοὶ μεγάλωναν, τόσο καὶ αὐτὰ γίνονταν ἐντονότερα καὶ ἡ ψυχικὴ ἀντοχὴ γιγαντωνόταν, δυναμωμένη ἀπὸ τὰ λόγια τῆς παρακλήσεως, ποὺ εἶναι ἀπόσταγμα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ «ὁ Θεὸς πάσης παρακλήσεως» τὰ ἔχει θησαυρίσει.
Καὶ ὅταν ὁ ἡρωικὸς ποιμενάρχης ὑποκύπτει στὶς ἀφάνταστες κακουχίες καὶ περνᾶ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας, ἡ Ὀλυμπιάδα μένει ἀκόμη γιὰ νὰ σκορπίζει τὴ χαρὰ στοὺς πονεμένους, ποὺ τοὺς ἔνοιωθε τόσο βαθειά! Συνεχίζει τὴ ζωὴ τῆς προσφορᾶς στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης καὶ προγεύεται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πηγή: (Αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Άγιες γυναίκες της αρχαίας Εκκλησίας, Εκδ. Ι.Μ.Κεχροβουνίου, Τήνου), Ἁγία Ζώνη
Ἀγάπη μέν ἐστιν, διάθεσις ψυχῆς ἀγαθή, καθ᾿ ἥν οὐδέν τῶν ὄντων, τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως προτιμᾷ. Ἀδύνατον δέ εἰς ἕξιν ἐλθεῖν ταύτης τῆς ἀγάπης, τόν πρός τι τῶν ἐπιγείων ἔχοντα προσπάθειαν.
Οι Νεομάρτυρες αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ιστορίας της Εκκλησίας μας. Ονομάζονται Νεομάρτυρες όσοι ομολόγησαν το Χριστό και την πίστη τους στην Ορθοδοξία και υπέστησαν μαρτύρια και θάνατο, από το 1453 μέχρι σήμερα. Ιδιαιτέρως στα μαύρα χρόνια της τουρκικής δουλείας, όπου οι υπόδουλοι Χριστιανοί είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στον βίαιο εξισλαμισμό και το μαρτυρικό θάνατο. Χιλιάδες Ορθόδοξοι Χριστιανοί προστέθηκαν στα εκατομμύρια των Μαρτύρων των αρχαίων και μέσων χρόνων.
Η Αγία Χριστίνα γεννήθηκε, όπως μας λέει το Συναξάρι, στην Τύρο, στην πόλη και στην πατρίδα του Αποστόλου Παύλου. Και γεννήθηκε εκεί κατά τα χρόνια της βασιλείας του Σεβήρου γύρω στο 200 μ.Χ., όπου είχαν αρχίσει ήδη οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών.
Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λοζάνη το πρώτο μέρος της ομώνυμης Συνθήκης η οποία αποτέλεσε την κατάληξη της μεγαλύτερης καταστροφής που υπέστη η Ελλάδα.
Μια ιστορία που δεν ειπώθηκε ποτέ...Πορεία Θανάτου... Φόβος, πόνος, προσφυγιά... Γονείς ορφανοί από παιδιά...
Η Ελλάδα είναι η μοναδική σουρεαλιστική χώρα στον κόσμο που γιορτάζει μία εθνική καταστροφή βαφτίζοντάς τη «γιορτή της δημοκρατίας»
Σύμφωνα με τα λόγια του σοφού Σολομώντα, «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1:7). Με βάση αυτό, η πρώτη αρετή που πρέπει να καλλιεργούν οι γονείς στις ψυχές των παιδιών τους, και μάλιστα όσο το δυνατό νωρίτερα, είναι, νομίζω, ο φόβος του Θεού, δηλαδή η πίστη και η ευλάβεια σ’ Αυτόν.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...