Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο όσιος πατήρ ημών Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στο χωριό Τρίκαλα της Κορινθίας, στην Πελοπόννησο. Οι ευλαβείς γονείς του, Δημήτριος και Καλή, προέρχονταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων και από μικρό τον παρέδωσαν στη μάθηση των ιερών γραμμάτων, όπου διέπρεψε. Νέος, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και πήγε στη Ζάκυνθο. Από εκεί διέτρεξε όλη την Ελλάδα. Από τη Θεσσαλία κατευθύνθηκε προς τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, την Προποντίδα και τη Χαλκηδόνα. Όπου πήγαινε, έψαχνε να βρει ανθρώπους οι οποίοι είχαν φθάσει στην τελειότητα της αρετής διάγοντας ασκητικό και ισάγγελο βίο για να του διδάξουν την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών.
Έφθασε τέλος στο Άγιον Όρος, όπου ως φιλόπονος μέλισσα ρουφούσε το νέκταρ από τα διάφορα άνθη αρετής που παρατηρούσε στους ασκητές, για να φτιάξει μέσα του το μέλι της καθαρότητος της καρδίας. Ο όσιος Γεράσιμος παρέμεινε για ικανό διάστημα στον Άθω διδασκόμενος από τους θεράποντες της Κυρίας ημών Δεσποίνης Θεοτόκου. Έλαβε το μεγάλο αγγελικό Σχήμα και με ζήλο πολύ εφάρμοζε όλες τις αρετές του μοναχικού βίου: τη συνεχή νηστεία, τις ολονύχτιες αγρυπνίες, τα δάκρυα, την ανύψωση του νου προς τον Θεό μέσα στην απόλυτη ησυχία και την καθαρότητα της καρδίας. Μετά από μερικά χρόνια έφυγε από το Άγιον Όρος και ξεκίνησε ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Στα Ιεροσόλυμα, ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (1537-1579) τον χειροτόνησε διαδοχικά υποδιάκονο, διάκονο και πρεσβύτερο. Επί ένα έτος υπηρέτησε στον Πανάγιο Τάφο και κατόπιν το Πατριαρχείο επί δώδεκα έτη χωρίς καθόλου να εγκαταλείψει τους ασκητικούς αγώνες. Πήγε κάποτε στην έρημο του Ιορδάνη όπου πέρασε σαράντα ημέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος, κατά μίμησιν του Κυρίου (Ματθ. 4, 1 κ. έ.).
Μετά γύρισε στο Πατριαρχείο συνεχίζοντας τη διακονία του.Κατόπιν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ξανάρχισε τις προσκυνηματικές περιοδείες. Έμεινε για κάποιο διάστημα στο Σινά, έπειτα πήγε στην Αλεξάνδρεια και διέτρεξε όλη την Αίγυπτο.
Στη συνέχεια στην Αντιόχεια και στη Δαμασκό, και από εκεί έφυγε για την Κρήτη και έφτασε τέλος στη Ζάκυνθο, όπου εγκαταβίωσε επί πέντε έτη σ’ ένα σπήλαιο μακριά απ’ όλους, τρεφόμενος μόνο με χόρτα, δίχως ψωμί και αλάτι. Όσο καλά κι αν κρυβόταν, δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν οι ευλαβείς πιστοί, και σύντομα προσέτρεχαν πολυάριθμοι για να πάρουν την ευλογία του και τη συμβουλή του. Η φωνή όμως των αγίων Πατέρων τον προειδοποιούσε ότι για τον μονάχο τίποτε δεν είναι τόσο φθοροποιό όσο ο έπαινος και η φήμη των ανθρώπων, και έφυγε από τη Ζάκυνθο για να εγκαταβιώσει σ’ ένα μικρό σπήλαιο στην Κεφαλληνία, όπου έμεινε περίπου έξι έτη.
Καθώς όμως είναι αδύνατον λύχνος αναμμένος να μείνει κρυφός, κι εκεί ακόμη οι πιστοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν την αρετή του αγίου και δεν τον άφηναν να χαρεί τη νοερά συνομιλία με τον Θεό. Τέλος, η θεία Πρόνοια τον οδήγησε στα Ομαλά, μια απομακρυσμένη περιοχή του νησιού, όπου υπήρχε ναΰδριο και μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Εγκαταστάθηκε εκεί και καλλιεργούσε ένα μικρό κτήμα αγωνιζόμενος κατά των παγίδων του διαβόλου. Μετά από καιρό, ενώ η φήμη του είχε απλωθεί ξανά στην περιοχή, πληροφορήθηκε στην προσευχή του ότι ήταν θέλημα Κυρίου να δεχθεί μαθητές.
Σύντομα είκοσι πέντε νεάνιδες παρουσιάσθηκαν για να υποταγούν στην πνευματική του καθοδήγηση και το ναΰδριο μεταμορφώθηκε σε μονή. Δέχθηκε ο άγιος να απαρνηθεί την ησυχία για να μεταδώσει στα πνευματικά του τέκνα την πνευματική εμπειρία την οποία αφθόνως του είχε χαρίσει ο Κύριος. Η μονή ονομάσθηκε Νέα Ιερουσαλήμ και φαινόταν να κατοικείται από αγγέλους εν σώματι.
Πλήρης ήμερων, ο όσιος Γεράσιμος προείδε την ημέρα της εκδημίας του και κάλεσε γύρω του τα πνευματικά του τέκνα για να τους μεταδώσει τις τελευταίες του εντολές. Κατόπιν τα ευλόγησε και με χαρά παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 15 Αύγουστου 1579. Καθώς η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τιμούμε τη μνήμη του στις 20 Οκτωβρίου, ημερομηνία ανακομιδής του λειψάνου του. Το τίμιο σκήνωμα παραμένει μέχρι σήμερα άφθορο, ωσάν ο άγιος να κοιμάται. Αναδίδει ουράνια ευωδία και επιτελεί πληθώρα θαυμάτων. Ο όσιος Γεράσιμος κατέστη προστάτης της Κεφαλληνίας και πλήρης παρρησίας μεσιτεύει μέχρι σήμερα υπέρ της νήσου προς τον Θεό. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη είναι η δύναμή του να εκβάλλει τα ακάθαρτα πνεύματα από τους δαιμονισμένους που φέρνουν απ’ όλα τα μέρη στο τίμιό του σκήνωμα. Επιπλέον, χάρη στην προστασία του, η ορθόδοξη πίστη στην Κεφαλληνία έμεινε αλώβητη κατά τη μακρά περίοδο της ιταλοκρατίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Αὐτόμελον.
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐχαρίστοις ᾄσμασι, τῶν Κεφαλλήνων ἡ νῆσος, προσκαλεῖται σήμερον, τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη, μέγιστον, νεοφανέντα ἀγκωμιάσαι, καύχημα, Ὀρθοδοξίας ἀναφανέντα, τὸν Γεράσιμον τὸν θεῖον, τὸν ῥύστην ταύτης ὁμοῦ καὶ πρόμαχον.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ὁμολογίας Χριστιανῶν, ἔθετό σε σὲ στῦλον, ἀδιάσειστον ὀ Θεός, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεράσιμε δοὺς πᾶσι, τοῖς ἐναντίοις λίθον, δεινοῦ προσκόμματος.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οκτώβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 237-239, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία την περασμένη Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024, πορεία υπέρ της παραδοσιακής οικογένειας την οποία διοργάνωσε το Σωματείο «Αλληλεγγύη Γονέων» στην Λευκωσία (Κύπρος).
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν ἀφάνεια καὶ βγῆκε σὲ δημοσία δρᾶσι, δὲν ἔμεινε σ᾿ ἕνα μέρος. Πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ ἐπαρχία σὲ ἐπαρχία. Ἐπισκεπτόμενος λοιπὸν κάθε μέρος τῆς Παλαιστίνης ἔφτασε κάποτε, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν.
Μία από τις πλέον αθόρυβες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο προφήτης Ιωήλ (η μνήμη του στις 19 Οκτωβρίου). Πολύ λίγες πληροφορίες έχουμε για το έργο και το βίο του. Έζησε κατά τον 9ο αιώνα πριν από τη γέννηση του Χριστού και ήταν γιος του Βαθουήλ. Κατατάσσεται ανάμεσα στους λεγόμενους «μικρούς προφήτες» και το βιβλίο του αποτελείται από 4 κεφάλαια.
Την 19η Οκτωβρίου 1912 στα υψώματα μεταξύ Αηδονοχωρίου-Καλλιστρατίου- Περιστέρας έγινε μεταξύ Ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων σφοδρότατη μάχη, αληθινή μονομαχία. Τα Ελληνικά στρατεύματα του Γύπαρη και του Νικολούδη που ήταν εθελοντικά με ενίσχυση τμήματος Ευζώνων, δια μέσου Πυλωρίου, έφθασαν στην γραμμή Καλλιστρατίου-Περιστέρας. Εκεί αντιλήφθηκαν λόχο τουρκικού στρατού που κατευθυνόταν προς το Τσοτύλι!
Σκοπός των Τούρκων ήταν η θανάτωση των μαθητών του ιστορικού Γυμνασίου Τσοτυλίου και η πυρπόληση του κτιρίου του Οικοτροφείου. Μόλις αυτό έγινε γνωστό στο Τσοτύλι, οι μαθητές έφυγαν στα προς το νότο ορεινά χωριά. Οι Τούρκοι όταν είδαν το Ελληνικό σώμα στην αρχή το πέρασαν για δικό τους και έστειλαν έναν ανιχνευτή για πληροφορίες. Οι Έλληνες αφού συνέλαβαν τον απεσταλμένο, εμφανίστηκαν μπροστά στους επίδοξους σφαγείς του άνθους του Βοΐου. Για να ανακόψουν την προέλαση των Τούρκων προς το Τσοτύλι, τα σώματα του Γύπαρη και Νικολούδη πήραν θέσεις μάχης σε μια ρεματιά του χωριού Περιστέρας (Μαρτσίστι).
|
Παύλος Γύπαρης (1880-1966) Οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα |
Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στο Καλλιστράτι. Νέες δυνάμεις από την Νεάπολη ενίσχυσαν τους Τούρκους που βρίσκονταν στο Καλλιστράτι. Ο Γύπαρης και ο Νικολούδης, για να υπερφαλαγγίσουν τον εχθρό και για να τον βάλλουν ανάμεσα σε δυο πυρά, προχώρησαν προς το Αηδονοχώρι. Η κίνηση αυτή έπαιξε μεγάλο στην τελική έκβαση της μάχης. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Καλλιστράτι και υποχώρησαν στην Νεάπολη. Αυτή η κίνηση των Τούρκων είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληψη του χωριού από τις Ελληνικές δυνάμεις. Οι επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων θεώρησαν πως οι Τούρκοι δεν θα ξαναγύριζαν και άφησαν στο χωριό δύναμη από οκτώ μόνον άνδρες.
Η δύναμη αποτελούνταν από τους εξής: Μανώλη Βαγγελινό, Χρήστο Ξυλινάκη, Χρήστο Αυγουστάκη, Νικόλαο Γιαλίρη, Μιχαήλ Μελαδάκη, Στέφανο Καλογεράκη, Κωνσταντίνο Κτενά, Στ. Κόκκινο. Οι υπόλοιπες δυνάμεις απομακρύνθηκαν να ανασυνταχθούν με σκοπό την επίθεση στην Νεάπολη. Οι Τούρκοι όμως αφού ενισχύθηκαν με νέες δυνάμεις, επετέθησαν με σφοδρότητα στο Καλλιστράτι και στις δυνάμεις εκείνες που είχαν πάρει θέση μάχης στο Αηδονοχώρι.
Επακολούθησε μια σωστή γιγαντομαχία. Οι γενναίοι οκτώ Κρητικοί υπερασπιστές του Καλλιστρατίου αμύνονται σθεναρά και αποκρούουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις ενός τουρκικού λόχου. Εντός του οικισμού θα πέσουν ηρωικά μαχόμενοι οι στρατιώτες Χρήστος Ξυλινάκης και Χρήστος Αυγουστάκης, καταγόμενοι από τον Άγιο Βασίλειο Ρεθύμνης και του Βιάνου Ηρακλείου αντίστοιχα. Τον πρώτο βρήκε μια σφαίρα στο μέτωπο και το δεύτερο μια σ' ένα πόδι και μια στο στήθος.
Επίσης τραυματίστηκαν στην μάχη ο Μιχαήλ Μελαδάκης και ο Νικόλαος Γιαλίρης.
Ενώ ο Μελαδάκης τραυματισμένος αποχώρησε από το πεδίο της μάχης, ο Γιαλίρης που ήταν τραυματισμένος στο πόδι σοβαρά και δεν μπορούσε να βαδίσει, σύρθηκε σε κάποιο σπίτι του χωριού και αμυνόταν απεγνωσμένα μόνος του. Κάποια στιγμή μια εχθρική σφαίρα του έσπασε το όπλο του και κατά πάσα πιθανότητα και το χέρι του. Αυτός όμως συνέχισε να μάχεται ηρωικά με το πιστόλι του. Δυο Τουρκαλβανοί που τον εντόπισαν, έφτασαν κοντά του και θέλησαν να τον συλλάβουν όμως ο γενναίος Κρητικός πυροβόλησε και σκότωσε τον έναν με το πιστόλι του, ενώ ο άλλος το 'βαλε στα πόδια κι έφυγε!
Ενώ η μάχη είχε τελειώσει και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να πυρπολούν το χωριό, ο βαριά τραυματισμένος στρατιώτης επιστρατεύοντας τις τελευταίες δυνάμεις του, κατόρθωσε να απομακρυνθεί από το χωριό. Κατά την διάρκεια της νύχτας κατόρθωσαν οι συμπολεμιστές του να τον βρουν και να τον πάρουν μαζί τους. Ο οπλαρχηγός του, ο Νικολούδης αναγνωρίζοντας την ανδραγαθία του τον αναγνώρισε ως οπλαρχηγό.
Όταν έπεσε το σκοτάδι οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στην Νεάπολη. Εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης τριάντα νεκρούς. Από τους Έλληνες έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι, τέσσερις Κρήτες εθελοντές, ένας λοχίας των Ευζώνων, ένας Εύζωνας και δυο ντόπιοι αγγελιοφόροι. Τάφηκαν όλοι σε κοινό τάφο κοντά στον Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Περιστέρα.
Τα ονόματα των νεκρών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης είναι:
- Λαινάς, Λοχίας των ευζώνων.
- Αγνώστου ονόματος, εύζωνας.
- Χρήστος Ξυλινάκης Κρήτης, στρατιώτης εθελοντής.
- Χρήστος Αυγουστάκης Κρήτης, στρατιώτης εθελοντής.
- Χαρίτων Βαβούκας Κρήτης, στρατιώτης εθελοντής.
- Αγνώστου ονόματος Κρήτης, στρατιώτης εθελοντής.
- Παναγιώτης Χριστόπικος, Αγγελιοφόρος.
- Χρήστος Λάγγας, Αγγελιοφόρος.
- Ιωάννης Βαρτζής, Αγροφύλακας.
Προς τιμή των γενναίων παλικαριών οι κάτοικοι του Καλλιστρατίου έστησαν στον τοίχο της νότιας πλευράς του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματά τους.
Αξίζει να αναφέρουμε ό,τι γνωρίζουμε για το πώς σκοτώθηκε ο καθένας από αυτούς.
Ο Νικόλαος Χατζόπουλος πήρε μέρος και στην μάχη σαν αγγελιοφόρος και οδηγός των Κρητών στρατιωτών. Ήταν αυτός που οδήγησε τους στρατιώτες στο χωριό και στην συνέχεια στα υψώματα του Αηδονοχωρίου προκειμένου να κυκλώσουν τους Τούρκους. Δεν αποκλείεται να ήταν και ένοπλος. Υπάρχει σχετική προφορική μαρτυρία από κατοίκους του χωριού. Πυροβολήθηκε από Τούρκους στρατιώτες την ώρα που προσπαθούσε να σώσει το σπίτι του, όταν του έβαλαν φωτιά. Ήταν οι στιγμές που οι Κρήτες είχαν οπισθοχωρήσει από το χωριό και το είχαν ανακαταλάβει οι Τούρκοι. Με την αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων οι Τούρκοι παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες και το κατέστρεψαν εντελώς.
Ο Θωμάς Χατζόπουλος ενθουσιασμένος από την παρουσία του Ελληνικού στρατού, έλαβε μέρος στην μάχη, πυροβολώντας τους Τούρκους από την αυλή του σπιτιού του με ένα όπλο τύπου ''γκρα''. Έγινε όμως αντιληπτός από τους Τούρκους στρατιώτες και πυροβολήθηκε. Τραυματίστηκε βαριά και ενώ η σύζυγός του Φωτεινή Χατζοπούλου έτρεξε να τον βοηθήσει, δέχθηκε και εκείνη τα πυρά των Τούρκων.
Η Φωτεινή Χατζοπούλου ξεψύχησε αμέσως. Ο Θωμάς απεβίωσε μετά από δυο μέρες. (Ο Θωμάς και ο Νίκος Χατζόπουλος ήταν αδέρφια).
Για τον Λουκά (Δούκα) Ζηκόπουλο οι προφορικές διηγήσεις αναφέρουν πως βγήκε να σβήσει την φωτιά, που είχαν ανάψει οι Τούρκοι σε μια κλαδαριά που είχε από κλαδιά βελανιδιάς για να ταΐσει τα πρόβατα το χειμώνα. Εκεί τον είδε κάποιος γνωστός του Τούρκος στρατιώτης από το Πυλωρί που τον προέτρεψε να φύγει για να σωθεί. Την ίδια στιγμή όμως άλλος στρατιώτης τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ήταν παραμονή της γιορτής του.
Ο Ευθύμιος Χασιώτης καταγόταν από την Ασπρούλα (Βιλίστι τότε) και δούλευε σε αγρόκτημα του χωριού. Κάποιες γυναίκες τον έκρυψαν κάτω από μια ξύλινη λεκάνη που την χρησιμοποιούσαν σαν ταΐστρα για τα ζώα. Εκεί οι Τούρκοι στρατιώτες τον πυροβόλησαν και τον φόνευσαν εξ' επαφής.
Για τα υπόλοιπα θύματα δε γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το πως φονεύτηκαν...
Πηγή: (Από το βιβλίο "Μνήμες από το παρελθόν" του Δημητρίου Ι. Ζηκόπουλου), Περί Πάτρης
Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή. (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς (ποὺ ἔμειναν στὴν Καισαρεία καὶ ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θὰ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καὶ οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἀνέβηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ ἀπὸ τὴν Καισαρεία μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καὶ κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιὸ μαθητὴ στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής! Νὰ ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τὸν ὁποῖο αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Λουκᾶ δίνει στὸν ἐκλεκτὸ Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τὸν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητὴ τὸν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχε μάλιστα καὶ σπίτι δικό του, στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μαθαίνουμε μόνο πὼς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στὴν Ταμασὸ ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες.
Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιὰ μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Θεωνᾶ στὴν Ρώμη γιὰ νὰ διευθετήσουν τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στὴν Ρώμη οἱ δυὸ φίλοι συνήντησαν μερικοὺς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πὼς κατέφυγαν ἐκεῖ μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς διδάχτηκαν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ λίγα ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ γνωρίσουν γι’ αὐτὴν περισσότερα. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ἔσπευσαν νὰ συντομεύσουν τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴν Ρώμη καὶ νὰ φύγουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὸ ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νὰ συναντήσουν ἐκεῖ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τους περισσότερα γιὰ τὸ ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς πόθος τους, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στὴν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυὸ φίλοι συναντήθηκαν μὲ τὸν «ἠγαπημένον μαθητήν», τὸν Θεολόγο Ἰωάννη καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιὰ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους τὴν Κύπρο. Ἦρθαν γιὰ νὰ σκορπίσουν καὶ ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιὰ ἀληθινὴ ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σὰν ἔφτασαν στὴν Κύπρο, μὲ μεγάλη χαρὰ πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καὶ Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρὸ καιροῦ καὶ ἀνέλαβαν σκληρὴ ὁδοιπορία, γιὰ νὰ φωτίσουν τὶς σκοτισμένες ψυχές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σὲ διάφορα μέρη νὰ τοὺς συναντήσει. Ἕνα πρωὶ οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τοὺς Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τὸν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νὰ γίνει σύντροφος καὶ βοηθός του.
Ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἀρχὴ οἱ δύο μαθητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικὲς ἐξορμήσεις μὲ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νὰ γίνει σὲ λίγο καιρὸ πηγὴ παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδος γιὰ τὶς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τὸ φλογερὸ κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπὸ τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ τὰ πολλὰ θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καὶ νέες ψυχὲς στὸν ἀριθμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἅγιο Μνάσωνα μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὅπου ἔμενε καὶ πῆγε στὴν πόλη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μὲ τὰ πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἀγανάκτησε γιὰ τὸ κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μὰ καὶ ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ψέλλισε:
› Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
Κι ἀφοῦ κοίταξε μὲ παράπονο τὰ λευκὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν στὸ μέσο, φώναξε:
›Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ διατάζω νὰ πέσεις καὶ νὰ συντριβεῖς.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ ναὸς γκρεμίστηκαν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα μὲ δάκρυα ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν στοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τὰ ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος δὲν τὰ ἔχασε. Μὲ τὸ θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ πλημμύριζε τὴν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τὰ μανιασμένα πλήθη, καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό τους. Μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ μιᾶς σταμάτησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ πόνο:
› Τὰ μάτια μας. Τὸ φῶς μας. Χάσαμε τὸ φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καὶ κάνε μας καλά.
Ὁ Ἅγιος στὶς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους σφραγίζοντας τὸν καθένα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὕστερα τοὺς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ζωὴ τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζὶ ἔμεναν στὴν ἀρχή. Στὸ ἴδιο σπήλαιο ποὺ χρησιμοποιόταν καὶ ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μὲ προθυμία τὸν βοηθοῦσε. Καὶ σὲ ὅλα του ἦταν πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στὸ ἱεραποστολικὸ ταξίδι ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στὴν Πάφο, ὁ Μνάσων τὸν ἀκολούθησε πρόθυμα καὶ πολὺ τοῦ συμπαραστάθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στὴν ἀκολουθία του, καθόλου δὲν ὑστέρησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τὴν Τροφίμη, τὴν μητέρα τοῦ Ἀετίου, ποὺ ἀπὸ τὴν βαθιὰ θλίψη της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορὰ ἀνέστησε ἀπ’ τὸν τάφο ἕνα πάλι νεκρὸ μὲ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν τὴν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τὸ στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, ποὺ μιὰ ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν στραγγαλίσει, γιὰ νὰ πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τὸ χέρι καὶ μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
› Ἄφησέ τον, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.
Ὁ δύστροπος ὅμως καὶ ἄνομος χρεώστης, ποὺ εἶδε τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ πλησιάζουν καὶ ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντὶ νὰ ἀφήσει τὸ δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νὰ τὸ πιέζει περισσότερο καὶ νὰ βλαστημᾶ τὸν Κύριο.
Στὶς ὕβρεις καὶ τὶς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καὶ ἄδικου Ἀλέξανδρου (ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης) ὁ Ὅσιος του εἶπε:
› Τὸ ἄνομο στόμα σου, ποὺ ὑβρίζει καὶ βλασφημεῖ τὸν δημιουργό, θὰ μείνει ἄλαλο καὶ κλειστό. Καὶ τὸ χέρι ποὺ ἐπιτίθεται καὶ ζητᾶ νὰ βλάψει τὸν ἀθῶο, θὰ ξηρανθεῖ.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του καὶ ἡ τιμωρία βρῆκε τὸν ἄνομο καὶ ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καὶ ξερός.
Τὸ θαῦμα κατατρόμαξε τοὺς παριστάμενους. Μερικοὶ μάλιστα ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ κάποιος Γελάσιος ποὺ ἐπίστευσε μὲ ὅλο τὸν οἶκο του καὶ βαπτίστηκε.
Τὸ παράδειγμά του μιμήθηκε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Μὲ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ἔβρεχαν τὰ ἐνδύματά του ζητοῦσε μὲ διάφορες κινήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε. Τὸν συγχώρησε, τὸν θεράπευσε καὶ στὸ τέλος τὸν βάπτισε.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα. Μερικὰ εἶναι καὶ τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» ποὺ ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νὰ πάει στὸ χωριὸ Πέρα, βρῆκε τὸν ποταμὸ κατεβασμένο μὲ πολὺ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καὶ εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τότε τὰ νερὰ στάθηκαν καὶ ὁ Ἅγιος πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καὶ τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καὶ πρόλαβε ναυάγιο. Σὲ καιρὸ ξηρασίας, προσευχήθηκε, καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καὶ ἔπεσαν εὐεργετικὲς βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ταμασοῦ τὸν δάσκαλο καὶ προστάτη του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἀτσαλένια θέλησή του, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του ἡ στρατιὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινὰ καὶ τὸ φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μὲ τὴν δράση του σ’ ὅλο τὸ βασανισμένο νησί.
Τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τὰ βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάει στὸν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τὸν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, στὶς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τὰ γήινα καὶ πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Στὸ ἄκουσμα τὸ θλιβερό του θανάτου του τὰ πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν πατέρα τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν γιὰ τελευταῖα φορὰ τὸ τίμιο λείψανό του. Τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν καὶ δαίμονες ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητὲς κήδευσαν τὸ ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμὸς τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπὸ τὸν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη δόξα, ποὺ διαλαλεῖ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ θυμίζει σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονται, μιὰ ἐποχὴ σκληρῶν ἀγώνων καὶ μαρτυρίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καταγωγή μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Η ΦΙΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ*
* Η διήγηση που ακολουθεί αναφέρεται στο Μαρτύριο του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου και των συν αυτώ, όπως παραδίδεται στην Ελληνική Πατρολογία J. P. Migne, τόμος 115, στ. 1141-1160.
Α'
Ήταν την εποχή που ο τύραννος Μαξιμιανός1 εξέδωσε εκείνο το ανόσιο διάταγμα, που ίσχυε για όλη σχεδόν την οικουμένη και το έστειλε και σ' αυτούς που διοικούσαν την Αίγυπτο, σύμφωνα με το οποίο ή όλοι οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί θα γεύονταν τις ανόσιες θυσίες και με όρκο θα αρνούνταν την πίστη τους ή, αν δεν συμμορφώνονταν, θα θανατώνονταν με κάθε λογής τιμωρίες και βασανιστήρια.
Γι' αυτό το λόγο τότε πολλοί πιστοί συνελήφθησαν, από τους οποίους άλλοι υπέρ Χριστού ένδοξο θάνατο υπέμειναν και άλλοι ρίχτηκαν σε φυλακές και δεσμά και βασανίζονταν από την πείνα και τη δίψα.
Τότε λοιπόν κάποιος άνδρας, από τον κατάλογο των Αιγυπτίων στρατιωτών, που άξιζε πολύ για το Μαξιμιανό, πολύ και για το στράτευμά του και προκαλούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς, ονομαζόμενος Ούαρος, από επιφανή γενιά, που όλοι τον θαύμαζαν για τη δόξα του και ήταν ακουστός για την ανδρεία του, έμπαινε κρυφά κάθε νύχτα στο δεσμωτήριο και από τη μια φρόντιζε τους φυλακισμένους και από την άλλη τους παρακαλούσε να δέονται και γι' αυτόν να αγωνιστή μέχρι τέλους ισάξιο και ίδιο με κείνους αγώνα. Γιατί φοβόταν ακόμη να φανερώση την πίστη του, επειδή οι οπαδοί της ασέβειας έπνεαν φονική μανία κατά των ευσεβών, και όποιους Χριστιανούς συνελάμβαναν, άλλους στην πυρά, άλλους στη θάλασσα, άλλους σε άλλα βασανιστήρια και στο θάνατο ακόμα τους παρέδιδαν.
Β'
Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε στον έπαρχο ότι οι υπηρέτες της ασέβειας συνέλαβαν και μερικούς από τους πιστούς που κατοικούσαν στην έρημο, χάρηκε για την είδηση και διατάζει να τους κλείσουν προς το παρόν στη φυλακή υπό αυστηρά φρούρηση και την επαύριο να ετοιμάσουν τα όργανα βασανισμού και να αρχίσουν να τους ανακρίνουν.
Μόλις λοιπόν το πράγμα έφτασε στ' αυτιά του μακάριου Ούαρου, αφού έδωσε χρήματα στους επικεφαλής της φρουράς, μπήκε νύχτα στη φυλακή και έλυσε από τα δεσμά τους αυτούς που είχαν συλληφθεί και ελευθέρωσε τα πόδια τους από το ξύλο, όπου τους είχαν δεμένους. Και αφού τους περιποιήθηκε και φρόντισε να φάνε, επειδή επί οκτώ ολόκληρες μέρες είχαν παραμείνει άσιτοι, έπεσε καταγής και τους παρακαλούσε λέγοντας:
› Σας παρακαλώ, γνήσιοι υπηρέτες του Χριστού, ικετεύσατε το Θεό για μένα να με αξιώση να συμμεριστώ κι εγώ τα ίδια δεινά με σας και να μου δώση καρτερία να τα υπομείνω. Γιατί κι εγώ είμαι δούλος του Χριστού και των αγίων του. αλλά οι πολλές και αυστηρές τιμωρίες και η σκληρότητα των δικαστών με αποτρέπουν να βγω μπροστά, αν και το θέλω, και μου προξενούν φόβο. Ευχηθείτε λοιπόν υπέρ εμού, άγιοι μάρτυρες, ευχηθείτε. Γιατί εσείς αύριο θα τελειώσετε τη ζωή σας εν Κυρίω.
Σ' αυτά τα λόγια οι άγιοι έδωσαν αυτή την απάντηση:
› Κανείς, αδελφέ Ούαρε, δεν μπορεί να θερίζη καλοπερνώντας, αν πρώτα δεν σπείρη με δάκρυα τους σπόρους στη χειμωνιά και δεν αναλάβη τους κόπους που απαιτούνται για τη σπορά. Το ίδιο κι ένας αθλητής δε στεφανώνεται αν δεν αγωνιστή σύμφωνα με τους κανόνες. Εμπρός λοιπόν, αδελφέ, ακολούθησε το δρόμο μας και γίνε τέλειος στρατιώτης του Χριστού. Γιατί εκείνος ο Ίδιος, για χάρη του οποίου αποδεχόμαστε τις τιμωρίες, μας συμπαρίσταται από ψηλά με φιλανθρωπία και αοράτως μας παρέχει μεγάλη βοήθεια.
Την ώρα που έλεγαν αυτά οι άγιοι, έρχονται κάποιοι στρατιώτες, που είχαν λάβει διαταγή να τους οδηγήσουν στον έπαρχο. Αυτοί, όταν αντίκρυσαν τον μακάριο Ούαρο γονατισμένο μπροστά στους μάρτυρες, σα να τα έχασαν μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα και από την κατάπληξή τους, εκφράζοντας με λόγια φιλανθρωπίας τη γνώμη τους, του λένε:
› Τρελάθηκες, άνθρωπε; Δε φοβάσαι μήπως, αν μάθη ο ηγεμόνας αυτό που συνέβη, χάσης μαζί με το στρατιωτικό αξίωμα και τη ζωή σου;
Σ' αυτούς ο μακάριος απάντησε:
› Μακάρι να αναδειχθώ τέλειος Χριστιανός και συναγωνιστής και σύντροφος αυτών των αγίων. Γιατί η φιλία που έχομε με κάνει να σας έχω εμπιστοσύνη και για τίποτε να μη φοβούμαι απ' όσα λέγονται ή γίνονται εδώ.
Γ'
Μετά απ' αυτά τα λόγια οι στρατιώτες τους αγίους, που ήταν έξι τον αριθμό (γιατί ήταν μεν επτά όλοι κι όλοι, αλλά ο ένας πρόφθασε και ξεψύχησε στην έρημο), τους οδήγησαν αλυσοδεμένους στον ηγεμόνα.
Εκείνος ήταν καθισμένος σε υψηλό βήμα και περιστοιχιζόταν από πλήθος στρατιωτών, που κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλη του και από τα νεύματά του. Διέταξε λοιπόν να γδύσουν τους αγίους και να τους οδηγήσουν μπροστά του και αμέσως τους ρωτούσε:
› Ποια είναι η γενιά σας και κάτω από ποιες συνθήκες ζήσατε; Πώς ονομάζεστε;
Και απαιτούσε να του απαντήσουν αμέσως. Είπε:
› Ορκίζομαι είπε στη δίκη που σας εποπτεύει και στη μεγάλη δύναμη των θεών, ότι εσάς, που ακόμα ζήτε, θα σας παραδώσω για τροφή στα θηρία και στα σκυλιά.
Τότε οι άγιοι, χωρίς καθόλου να φοβηθούν ούτε από την αλαζονεία της εξουσίας ούτε από τη σκληρότητα των λόγων, είπαν:
› Εμείς, δικαστά, δεν έχομε καμμιά πατρίδα πάνω στη γη, γιατί είμαστε ξένοι και παρεπίδημοι. Γιατί για τους Χριστιανούς αληθινή πατρίδα και πολιτεία έχει οικοδομηθή στους ουρανούς2. Πίστεψε ότι έτσι έχουν τα πράγματα για μας. Όσο για τις δικές σου απειλές, λίγο μας νοιάζει. και μάλλον ευχόμαστε να μη σταθή στα λόγια η απειλή σου, αλλά να φτάση και στα έργα. Γιατί έτσι και ο δικός μας πόθος για το Χριστό θα φανερωθή και εσύ ο ίδιος θα μάθης με βεβαιότητα ποια βοήθεια εκείνος μας δίνει.
Έτσι μίλησαν οι άγιοι και τότε ο τύραννος στράφηκε προς τους συνέδρους και είπε:
› Βλέπω ότι αυτοί οι δύσμοιροι έχουν μία και την αυτή σκέψη, σα να έχουν συμφωνήσει. Ας τους μαστιγώσουν λοιπόν κι ας τους χτυπήσουν με το παραπάνω.
Και ενώ τους χτυπούσαν δυνατά κι εκείνοι τίποτα δεν αποκρίνονταν, ο δικαστής έκανε μια επιπλέον ερώτηση λέγοντας:
› Πού είναι ο έβδομος από σας, που προπάντων καταζητείται;
Μόλις ειπώθηκε αυτό αμέσως πρόβαλε τρέχοντας από τον όχλο ο γενναιότατος Ούαρος, στάθηκε στο μέσον και λέει στον ηγεμόνα:
› Εκείνος προ πολλού έφυγε απ' αυτή τη ζωή, αλλά άφησε εμένα κληρονόμο στη θέση του. Αν λοιπόν εκείνος έχη κάποιο χρέος, εγώ ο ίδιος είμαι εδώ για να το πληρώσω.
Δ'
Άκουσε τα λόγια του ο ηγεμόνας και όλος κυριεύθηκε από οργή και λέει:
› Ποιος είν' αυτός και από ποια λεγεώνα; Το στρατιωτικό σώμα να απάντηση.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
› Είμαι από τη λεγεώνα των Τυάνων και μάλιστα από τους επιφανείς στρατιώτες.
Τότε ο ηγεμόνας κατάπληκτος απ' αυτό που άκουσε, είπε:
› Ποιος πονηρός δαίμονας σε έκανε να σπρώξης τον εαυτό σου σε κίνδυνο τόσο φανερό, ώστε και το ένδοξο στρατιωτικό σου αξίωμα και τη δωρεάν διατροφή που απορρέει απ' αυτό καθόλου να μην υπολογίσης και την ίδια τη ζωή σου να έκθεσης σε τέτοιο κίνδυνο;
Και ο μακάριος είπε:
› Τον άρτο που κατέρχεται εξ ουρανού και το θείο ποτήριο του τιμίου αίματος Χριστού του Κυρίου μου προτίμησα από τις δικές σου τιμές και στρατιωτικές επιχορηγήσεις, δόξα που παραμένει αιώνια σε αντίθεση με την παροδική, και ζωή που ποτέ δεν τελειώνει σε αντίθεση με τη φθαρτή και πρόσκαιρη.
Τότε ο δικαστής, δείχνοντας φανερά ταραγμένος, στράφηκε προς τους αγίους και με πολλή ταραχή και πικρία ψυχής είπε:
› Ας είναι μάρτυρας η δύναμη των μεγάλων θεών, πρώτους εσάς με βασανιστήρια θα θανατώσω, που μου στερήσατε τέτοιο στρατιώτη. γιατί αυτό πιθανώτατα είναι δικό σας έργο και κανενός άλλου.
Οι μάρτυρες πάλι, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη τα λόγια του, είπαν:
› Περίμενε λίγο, δικαστά, και θα καταλάβης ποια είναι τα όπλα αυτής της στρατιάς. Γιατί οδηγήσαμε τον άνδρα στην ταξιαρχία των αγγέλων.
Μετά απ' αυτή την απάντηση ο έπαρχος από τη μια προσπαθούσε να πείση τους άνδρες να συγκατατεθούν στην ασέβεια και να προσφέρουν θυσία σε πράγματα μάταια, αφού κι ο ίδιος ήταν κενός και παράλογος, εκείνοι από την άλλη, χωρίς να δίνουν καμμιά προσοχή στα λόγια του, ανταπαντούσαν:
› Θεοί, που δεν εδημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν.
Με τη σειρά του ο μακάριος Ούαρος, εξάπτοντας περισσότερο την οργή του δικαστή, έλεγε:
› Γιατί ενοχλείς τους αγίους λέγοντας πράγματα ανόητα και ανώφελα; "Γιατί, λέει η παροιμία, ο ανόητος ανόητα θα μιλήση". Ο μέγας Ησαΐας σου το λέει αυτό και όχι εγώ, και μάλιστα αφού δεν είσαι σε θέση ούτε να τους αντικρούσης ούτε καθόλου να προχωρήσης σε συζητήσεις μαζί τους;.
Ε'
Εκείνος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, δεν μπορούσε πια να κρατηθή, αλλά, έξαλλος από οργή που δυνάμωνε, διέταξε να κρεμάσουν επί ξύλου τον Ούαρο και απευθυνόμενος προς τους αγίους είπε:
› Αν νικηθώ από τη δική σας αντίσταση, θα απαρνηθώ με όρκο και τη λατρεία των θεών.
Τόσο καταλυτική δύναμη έχει η αλήθεια, που αποδεικνύει πολλές φορές πόσο αδύναμοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν την ελευθερία που πηγάζει απ' αυτήν. Αλλά, οι μάρτυρες του Χριστού είπαν:
› Δοκίμασε πάνω σ' αυτό τον αδελφό μας τί μπορείς να καταφέρης και αν δειχθής ανώτερός του, τότε ίσως, καθώς ελπίζεις, δεν θα αποτύχης και με μας.
Σ' αυτά τα λόγια ο δικαστής απάντησε απειλώντας τους αγίους με βαρύτατες ποινές και τον μάρτυρα διέταξε να τον οδηγήσουν στο ικρίωμα βασανισμού. Και σα να μη θεώρησε αυτή την τιμωρία αρκετή για να κάμψη ένα τέτοιο γενναίο φρόνημα και μια τέτοια ψυχική ετοιμότητα, διέταξε να τον τεντώσουν καταγής και να τον μαστιγώνουν άγρια με λουριά. έπειτα τέσσερις άνδρες τραβώντας τον να τον δέρνουν με μεγάλα ρόπαλα, μέχρι να τον εξαντλήσουν.
Ο αθλητής λοιπόν, που υπέφερε γενναία αυτά τα βασανιστήρια, στράφηκε προς τους αγίους και εις επήκοον όλων είπε:
› Ευλογήσατε το δούλο σας, άγιοι πατέρες, ευλογήσατε. Ευχηθείτε να με δυναμώση ο Κύριος και να με αναλάβη η δεξιά του. Γιατί ο ίδιος γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, αυτός που καταδέχθηκε να την ενδυθή, και είπε ότι. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Τότε οι άγιοι, αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
› Ο Θεός, ο Θεός των δυνάμεων, θα σου στείλη δύναμη εξ ύψους και θα θέση επί της κεφαλής σου περικεφαλαία σωτηρίας και θα σε ενδύση με ιμάτιο εκδικήσεως. Το χέρι του θα σε υπερασπίση και ο βραχίονάς του θα σε ενισχύση και θα σου χαρίση λαμπρές νίκες κατά του εχθρού. "Εξεγείρου τοιγαρούν, εξεγείρου, ένδυσαι την ισχύν του βραχίονός σου" αντλώντας αυτό το δίδαγμα από τη θεία Γραφή και γνωρίζοντας ποιος μας βοηθάει από ψηλά και ποια αγαθά πρόκειται να απολαύσουν εκείνοι που προς χάρη του πρόθυμα διάλεξαν να υποφέρουν αυτά τα βάσανα.
Και ο μάρτυρας του Χριστού, παρόλο που με τόσα μέσα τον μαστίγωναν, σαν να αισθανόταν από ψηλά ένα χέρι να τον βοηθάη, με αγαλλίαση ψυχής είπε στους αγίους:
› Καμιά λύπη να μη διαπερνά την καρδιά σας εξ αιτίας μου. γιατί να, η προσευχή σας εισακούστηκε από το Θεό και έκανε υποφερτά τα σκληρά βασανιστήρια και τη λύπη μετέβαλε σε ψυχική άνεση, και μάλιστα τόσο, ώστε ούτε τα τραύματα να μην αισθάνομαι.
ΣΤ'
Μετά απ' αυτά ο τύραννος επιχειρούσε πάλι να τον μεταπείση και προσπαθούσε να δελεάση τον αθλητή να αρνηθή την πίστη του, υποσχόμενος αγαθά και κατηγορώντας όχι εκείνον, αλλά τους μάρτυρες του Χριστού ως υπεύθυνους για τα βασανιστήρια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε υποστεί. Μόλις όμως είδε ότι ο άγιος μάλλον τον περιγελούσε για την πανουργία και τα σοφίσματά του, άναψε ακόμη περισσότερο από οργή και διατάζει να κρεμάσουν και πάλι τον Ούαρο στο ξύλο του βασανισμού και με σιδερένια νύχια να τον ξεσκίζουν. Και ενώ, καθώς ξεσκιζόταν το σώμα του μάρτυρος, οι περισσότερες σάρκες του έπεφταν στη γη και από το αίμα που ανάβλυζε από το σώμα του βαφόταν κόκκινο το έδαφος, ο ενάρετος Ούαρος διατηρούσε την ηρεμία του, σαν να μην υπέφερε καθόλου, αλλά η ψυχή των αγίων υπέφερε φοβερά και τα σπλάγχνα τους σπαράσσονταν που έβλεπαν να βασανίζεται ο αδελφός τους. Γι' αυτό, μη υποφέροντας και τη σκληρότητα του δικαστού, είπαν:
› Γιατί δεν καταλαβαίνεις, αγριώτερε κι απ' αυτά τα θηρία, ότι ακόμα και οι πέτρες και το σίδερο θα λύγιζαν από τα τόσα χτυπήματα;
Εκείνος όμως ούτε μ' αυτά τα λόγια στάθηκε δυνατό να μαλακώση και σαν να έπαιρνε το πράγμα στ' αστεία, είπε:
› Ο Χριστός ο δικός σας, ας έρθη να τον βγάλη από τα χέρια μας
μη γνωρίζοντας ο ανόητος ότι το να μπορή να υποφέρη αυτά τα βασανιστήρια μεγαλόψυχα έδειχνε ότι Εκείνος (ο Χριστός) και παρών ήταν και τον ελευθέρωνε και του έδινε τη δρόσο του σα βάλσαμο για τις οδύνες του.
Ο μακάριος πάλι, ενώ του καταξέσχιζαν τις σάρκες, είπε:
› Δεν θα ήθελα να απαλλαγώ απ' αυτά τα βασανιστήρια που διαρκούν προσωρινά, και μακάρι ο Χριστός μου να με λυτρώση από εκείνα που διαρκούν αιώνια, ενώ εσένα και την αγριότητά σου θα καταδικάση όπως σου αξίζει.
Ζ'
Θέλοντας να εκδικηθή με έργα αυτά τα λόγια ο δικαστής διέταξε να μπήξουν τα ακονισμένα μαχαίρια στα σπλάγχνα του μάρτυρος λέγοντας: «Ας δη ο καταραμένος να χύνονται σα νερό μπροστά στα μάτια του τα σωθικά του». Αλλά τον μάρτυρα του Χριστού ούτε η πίκρα αυτού του βασανισμού πέτυχε να τον κάνη να υποχωρήση κάπως από την απόφασή του να υποφέρη για το Χριστό ούτε να ξεστομίση κάποιο λόγο ανάρμοστο σε γενναίο άνδρα ή από φόβο να δείξη ότι κάνει κάποια μικρή ή μεγαλύτερη υποχώρηση. Τουναντίον δυνάμωνε ο έρωτάς του για το Χριστό και απαντώντας στους ολοένα βαρύτερους βασανισμούς με βαρύτερες απαντήσεις έκανε το δικαστή να τον χτυπά.
Είπε:
› Εσύ βέβαια πονηρέ υπηρέτη των πονηρών δαιμόνων και μισάνθρωπε, που βίαια αντιτίθεσαι στους αγαθούς, ίσως μπορέσης να βγάλης έξω τα σπλάγχνα μου, δε θα καταφέρης όμως να αποσπάσης και να αφαιρέσης από την καρδιά μου την πίστη στο Χριστό.
Οι άγιοι πάλι, όταν αντίκρυσαν τα σπλάγχνα του μάρτυρος διαλυμένα και σκορπισμένα στο έδαφος, δάκρυσαν από αγάπη για το συνάνθρωπο και από μεγάλη συμπόνια και επικαλούνταν τη βοήθεια του Χριστού, υπέρ του οποίου εκείνος υπέφερε αυτά τα μαρτύρια. Σ' αυτούς όταν έριξε το βλέμμα ο δικαστής και είδε τα δάκρυα στα μάτια τους, σημάδι της αγάπης τους προς το συνάνθρωπο ή καλύτερα της αγάπης προς τον αδελφό, σα να γέμισε από κάποια ευχαρίστηση είπε δυνατά:
› Νικηθήκατε πέρα για πέρα, νικηθήκατε. Γιατί αν μπορούσε ο Θεός σας να σας χαρίση αυτή την αιώνια ζωή που φαντάζεστε, για ποιο λόγο θρηνείτε έτσι για το φίλο σας που έχει άσχημο τέλος;
Εκείνοι τότε του απάντησαν:
› Αυτή η σταγόνα των δακρύων φανερώνει τη φυσική συμπάθεια. Γιατί εμείς ποτέ με τη θέλησή μας δε θα κλάψουμε τον αδελφό που τελειώνει τη ζωή του με τέτοιο θάνατο. Τουναντίον μάλλον τον θεωρούμε αξιομακάριστο και αξιοζήλευτο για το τέλος του, γιατί με αυτό τον πρόσκαιρο βασανισμό απέκτησε την αιώνια βασιλεία. Δε θρηνούμε λοιπόν αυτόν, όπως είπαμε, αλλά μάλλον εσένα για την απώλεια και για όσες τρομερές ανταποδόσεις πρόκειται να κληρονομήσης. Γιατί του Χριστού νόμος είναι να κλαίμε και για σας τους εχθρούς μας, όπως θεσπίζει η αγάπη και η φιλανθρωπία.
Η'
Και ενώ ακόμη έλεγαν αυτά οι άγιοι, τους οδηγούσαν και πάλι στη φυλακή, μέχρις ότου ο δικαστής αποφασίση σε ποια βασανιστήρια θα τους παραδώση. Ο δε μακάριος Ούαρος παρέμενε κρεμασμένος πάνω στο ξύλο, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί να παραμένη μετέωρος μέχρι να παραδώση και την ψυχή του. Μόλις όμως είδε τους αγίους να τους οδηγούν δεμένους και με κουστωδία στη φυλακή, φώναξε με δυνατή φωνή:
› Σταθείτε γενναίοι, πατέρες μου, σταθείτε γενναίοι... Εγώ καθόλου δε λογαριάζω τις ποινές που μου επιβάλλουν, αλλά εμένα εμπιστευθείτε με στο Χριστό μου και Σωτήρα, και με ακλόνητη πεποίθηση θα πορευθώ σ' Εκείνον ασφαλισμένος με τις δικές σας προσευχές.
Αφού λοιπόν επί πέντε ώρες υπέμεινε γενναία το μαρτύριο, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό που του το είχε εμφυσήσει. Οι βασανιστές του όμως ούτε τότε τον άφησαν ήσυχο, επειδή νόμιζαν ότι ακόμα ζει, αλλά, σαν τα κοράκια, τον βασάνιζαν και μετά το θάνατό του. Όταν όμως και αυτοί και ο τύραννος διέκριναν με βεβαιότητα ότι ο Ούαρος ήταν νεκρός, κατέβασαν το νεκρό και, αφού τον έσυραν δια μέσου της πόλεως, οι σκύλοι στα σκυλιά τον παρέδωσαν να τον κατασπαράξουν.
Ο Ούαρος λοιπόν τέτοιο και τόσο μακάριο τέλος είχε.
Την επόμενη μέρα ο μιαρός φονιάς, επειδή δεν κατάφερε να πείση τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου, -γιατί ήθελε και έκανε το παν να φανή νικητής με το να μεταπείση αυτούς που ήταν τόσο σταθεροί-, μετά από πολλές και διάφορες τιμωρίες, τους καταδίκασε σε θάνατο δια ξίφους. Όταν λοιπόν οι μάρτυρες με χαρά και προθυμία έφτασαν στην τελείωση, κάποιοι Χριστιανοί σήκωσαν νύχτα κρυφά τα ιερά τους λείψανα και με σεμνή τελετή τα εναπέθεσαν σε επιφανή τόπο.
Θ'
Κατά την άθληση του μάρτυρος Ουάρου λοιπόν, κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Κλεοπάτρα, που καταγόταν από την Παλαιστίνη, και που είχε εναποθέσει στο Θεό μόνο την ελπίδα της, βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και αντικρύζοντας τα βαριά εκείνα βασανιστήρια που υπέστη ο μάρτυρας εξ αιτίας της πίστης του στο Χριστό, υπέφερε κατάκαρδα και ένιωθε μεγάλη λύπη και καθώς επανέφερε στη μνήμη της το μαρτύριό του, παρακαλούσε το Θεό, αφιερώνοντας το χρόνο της σε νηστείες και προσευχές, να πληροφορηθή τί κληρονόμησε ο μάρτυρας στην άλλη ζωή.
Αυτή πήρε μαζί της το παιδί της, που ήταν μικρό, και μαζί με άλλους πήγε νύχτα στο μέρος όπου είχε ριφθεί το νεκρό σώμα του μάρτυρος. Το σήκωσε, το αρωμάτισε με πολύτιμα αρώματα, το έντυσε με λαμπρή φορεσιά και, επειδή έπνεε σφοδρός ο κλύδωνας της ασέβειας και τα δεινά απειλούσαν τη ζωή της, φοβούμενη να δείξη φανερά την ευσέβειά της, απέθεσε το νεκρό του μάρτυρος με σεβασμό κάτω από την κλίνη της, αφού μετέφερε όσο χώμα ήταν αρκετό για την πρόχειρη ταφή διατηρώντας με ευλάβεια αναμμένη ακοίμητη κανδήλα και απονέμοντάς του τιμή, όπως μπορούσε, με θυμιάματα.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ασέβεια των ειδωλολατρών υποχωρούσε, σκέφτηκε να αφήση την ξένη χώρα και να επιστρέψη στην πατρίδα της. Επειδή όμως δεν της επιτρεπόταν να μεταφέρη το νεκρό σώμα του μάρτυρος, αν δεν το δήλωνε προηγουμένως στον έπαρχο, αφού τακτοποίησε όπως έπρεπε όλες τις διατυπώσεις που σχετίζονταν με το νεκρό με τη βοήθεια κάποιου που συγκαταλεγόταν στους ρήτορες, προσέρχεται στο διοικητή της περιοχής, που κρυφά τον πλησίασε με χρήματα και τον παρακαλούσε να της επιτρέψη να κηδεύση το νεκρό. Και εξηγώντας ποιος είναι ο νεκρός και ποιος ο τρόπος του θανάτου του, έλεγε ότι ο άνδρας της, ο οποίος κατείχε τα πρωτεία στο στράτευμα έχοντας διακριθεί, αφού έστησε πολλές φορές λαμπρά και περιφανή τρόπαια κατά των εχθρών και καυχιόταν για τα πολλά του ανδραγαθήματα εναντίον τους, είχε φύγει απ' αυτή τη ζωή, χωρίς να αξιωθή να ταφή όπως του ταίριαζε. Είπε:
› Αυτού το σώμα εγώ σφοδρά επιθυμώ να το μεταφέρω στην πατρίδα.
Υποχωρεί λοιπόν ο διοικητής της επαρχίας στο αίτημά της και της επιτρέπει να κάνη αυτό που ζητούσε. Κι εκείνη το νεκρό του συζύγου της, ο οποίος είχε πολύ νωρίτερα αποβιώσει σε ξένη χώρα, παρέδωσε σε μνήμα μέσα στο οποίο έβαλε σκόνη.
Ι'
Τότε τον νεκρό του μάρτυρος τον σήκωσε, αφού και πάλι τον αρωμάτισε με μύρα και τον εστόλισε με λαμπρότερη φορεσιά και, για να μην καταστή δυνατό να το μάθη αυτό κανένας Χριστιανός, τον εναπέθεσε σε ένα περιτύλιγμα από μαλλί3 και τον έκρυψε εκεί, γιατί στην αρχή φοβόταν τη μανία των εθνικών, αργότερα όμως πολύ περισσότερο τη θέρμη των ευσεβών, οι οποίοι θεωρούσαν, όπως ήταν φυσικό, σπουδαιότατο έργο να σηκώνουν τα λείψανα εκείνων που μαρτύρησαν για το Χριστό και αμιλλώντο με το μεγαλύτερο ζήλο γύρω από αυτά, έφτασε στην Παλαιστίνη.
Όταν λοιπόν έφθασε εκεί, σε κάποια κώμη που βρισκόταν κοντά στο Θαβώρ και ονομαζόταν Έδρα ενταφιάζει το άγιο σώμα του μάρτυρος με όλες τις τιμές, και λαμπάδες ανάβοντας και καίοντας πολλά θυμιάματα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να προσέρχεται στη σωρό, γιατί αυτό ήδη είχε μαθευτεί παντού και όλους να σπεύσουν τους καλούσε η ευωδία των χαρισμάτων του, και όσοι κατατρύχονταν από κάποια βαριά ασθένεια ή όσοι βασανίζονταν από την ενέργεια πονηρού πνεύματος όλοι μόλις έφθαναν στη σωρό αμέσως απαλλάσσονταν από εκείνα που τους ενοχλούσαν, σχημάτισε τη γνώμη η φιλομάρτυς ότι έπρεπε να ανεγείρη και σεπτό ναό προς τιμήν του μάρτυρος. Επειδή λοιπόν είχε αφοσιωθεί στο να ανεγείρη το ναό με μεγάλη πολυτέλεια, επιθυμώντας να αποδώση μεγάλες τιμές στο μάρτυρα, -ποιες χάρες, ποια ώρα καλή της χαμογελούσε- ένιωσε να πλημμυρίζη από χαρά, γιατί η ψυχή χαίρεται όταν φροντίζη για κάτι καλό, από τη μια γιατί εκ φύσεως το αγαθό προξενεί χαρά σε όσους το εργάζονται, επειδή έχουν την καλή μαρτυρία της συνειδήσεως, από την άλλη επειδή ελπίζουν σε κάποια ανταπόδοση. Στέλνει λοιπόν χρήματα σ' αυτούς που είχαν την εξουσία ζητώντας τους να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Πράγματι αμέσως της εστάλησαν βασιλικές επιστολές, που απένεμαν στο γιο της το αξίωμα που ζητούσε.
ΙΑ'
Εκείνη λοιπόν ανέβαλε προς το παρόν την τελετή απονομής, επειδή είχε επιδοθεί με μεγάλη επιμέλεια στην ανέγερση του ναού. Όταν όμως ο ναός, που είχε ανεγερθεί προς τιμήν του μάρτυρος, αποπερατώθηκε, συγκάλεσε όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους της επαρχίας στα εγκαίνια του ναού. Συγκάλεσε επίσης και όσους από τους μοναχούς έλαμπαν με την ενάρετη ζωή τους και, αφού έβγαλε το ιερό σώμα του μάρτυρος από το φέρετρο, το απέθεσε με λαμπρότητα σε πολυτελή νεκρική κλίνη. Εκεί επάνω τοποθέτησε επίσης και τη χλαμύδα και τη ζώνη του αξιώματος την οποία επρόκειτο να φορέση το παιδί της, θέλοντας να ευλογηθούν πρώτα απ' όσους είχαν συγκεντρωθή εκεί και κατόπιν εκείνος και τα δύο να τα φορέση.
Έπειτα, αφού ανέπεμψε ολονύκτια δοξολογία μαζί με όλο το πλήθος, η ίδια και ο γιος της πλησίασαν πρώτοι το σώμα του μάρτυρος και μεταφέροντάς το το εναπέθεσαν με ιεροπρέπεια στο ιερό θυσιαστήριο του ναού. Και στη συνέχεια η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα, ικετεύοντας με θέρμη και με δάκρυα, ζητούσε με πίστη από το μάρτυρα καθετί καλό για το παιδί της και για κείνη.
Μετά τη θεία λειτουργία, που τελέσθηκε με λαμπρότητα, φιλοξένησε όσους είχαν συγκεντρωθεί εκεί παραθέτοντας πλούσιο και λαμπρό τραπέζι και τα σχετικά με αυτή τη διακονία τα ανέλαβαν η ίδια και ο γιος της. Είχε μάλιστα δώσει εντολή η μητέρα στο παιδί να μη φάη και να μην πιη τίποτα πριν τελειώση η συνεστίαση.
Έτσι τελείωσε το δείπνο και η μέρα έφευγε πια, όμως αυτό που πρόκειται να λεχθή θα ταράξη και την ακοή και την ψυχή των ολιγοψύχων, αλλά και θα κινήση σε δοξολογία τη γλώσσα εκείνων, που όσο είναι εφικτό γνωρίζουν τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός και τη θαυμαστή πρόνοια της μεγάλης του σοφίας, και θα αποδεχθούν το γεγονός, λόγω της ωφέλειας που προέκυψε από αυτό.
Όταν λοιπόν έφθασε το βράδυ, το παιδί, κατάκοπο, ξάπλωσε στο κρεβάτι του. η μητέρα του όμως, αφού το φίλησε τρυφερά στα μάτια, του έλεγε:
› Σήκω, παιδί μου και έλα να φας με τη μητέρα σου. Γιατί πώς θα κοιμηθής καλά, κουρασμένος και νηστικός;
Αλλά εκείνος, επειδή είχε υψηλό και οξύ πυρετό δεν μπορούσε ούτε να απαντήση στη μητέρα του. Τότε εκείνη είπε:
› Αλήθεια, εγώ δεν θα γευθώ τροφή ή κάτι άλλο, αν προηγουμένως δεν δω πώς θα εξελίχθη η κατάσταση του παιδιού μου.
Καθόταν λοιπόν άυπνη δίπλα - στο παιδί και δροσίζοντας όσο ήταν δυνατόν τη φλόγα της αρρώστιας ή μάλλον ανάβοντας περισσότερο τη φωτιά στα σπλάχνα της, κατά τα μεσάνυχτα, (ποιες είναι οι βουλές του Υψίστου!) βλέπει το γιο της, νικημένο από την αρρώστια, να κείτεται νεκρός, άφωνος και άπνους.
IB'
Μόλις λοιπόν συνειδητοποίησε αυτό το πικρό γεγονός, στην αρχή πέφτει στη γη από τον ίλιγγο που ένιωσε και έχασε τη φωνή της, γιατί η ξαφνική λύπη είχε δέσει τη γλώσσα της. Έπειτα, όταν λιγάκι συνήλθε και λίγο ανένηψε, σηκώνοντας στους ώμους το νεκρό σώμα του παιδιού της, έρχεται στο ναό που έχτισε προς τιμήν του μάρτυρος, και φέροντάς το στο ιερό θυσιαστήριο το αποθέτει εκεί και τραβώντας τα μαλλιά της θρηνούσε λέγοντας στο γιο της:
› Έχασα, γιε μου, την ελπίδα που είχα σε σένα. αλλοίμονο, παιδί μου, αλλοίμονο, λουλούδι μου, που μαράθηκες τόσο αξιοθρήνητα πριν την ώρα σου! Αλλοίμονο! γιατί βλέπω το τέλος σου εγώ, που είχα την ελπίδα να γηροκομηθώ από σένα. Έτσι μου ανταποδίδεις, πολυαγαπημένε μου, όσα έκανα για να σε αναθρέψω; Τέτοιους καρπούς ήλπιζα να δρέψω η δύστυχη; Με ποιο στόμα, με ποια γλώσσα θα μιλήσω για σένα, με ποια μάτια θα σε κλάψω; Μακάρι να είχα δει το δικό μου θάνατο αντί για το δικό σου και να με είχαν θάψει τα αγαπημένα χέρια του παιδιού μου. Μακάρι εγώ η ίδια να κειτόμουν νεκρή και μετά το θάνατό μου να με τιμούσες με τις προόδους σου. Γιατί έτσι εγώ θα ήμουν ευτυχισμένη. Έτσι βέβαια και σε μένα θα εύρισκε εφαρμογή αυτό που πατροπαράδοτα ισχύει.
ΙΓ'
Έτσι έλεγε και προσπέφτοντας πάλι στέναζε και συνομιλούσε με το σώμα του μάρτυρος, σα να ήταν ακόμη ζωντανό:
› Ποια τόσο μεγάλη αδικία κάναμε, μάρτυρα του Χριστού, ώστε να πέσωμε σε τέτοια πικρή συμφορά; Δεν άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα και δεν προτίμησα την εκφορά του δικού σου σώματος; Δεν σου έχτισα ναό εκ θεμελίων; Δεν πρόσφερα, αν μη τί άλλο, την προαίρεση της ψυχής μου; Τί τα ήθελα αυτά; Τί το καλό ζητούσα προσφέροντάς τα, αν όχι τη σωτηρία του παιδιού μου; Όχι να παραμείνη κοντά σ' αυτή που τον γέννησε μέχρι τα βαθιά γεράματα; Αλλοίμονο, πόσο γελάστηκα στις ελπίδες μου, τί περίμενα και τί είδα! Αλλά, μάρτυρα του Χριστού, ή δώσε μου πίσω το γιό μου, όπως ο Ελισσαίος στη Σωμανίτιδα, ή μη μου αρνηθής το θάνατο που θα με λυτρώση, αλλά κάνε εγώ που τόσο κακότυχα γέννησα και ανάθρεψα ένα γιό, μαζί του να αναχωρήσω για την άλλη ζωή.
Στο διάστημα που η Κλεοπάτρα πικρά έκλαιγε το γιο της και έκανε τους παρευρισκομένους να τη σπλαγχνίζονται για το κακό που τη βρήκε και να θαυμάζουν την άβυσσο των βουλών του Υψίστου, χωρίς να το καταλάβη την πήρε για λίγο ο ύπνος και αναμφίβολα της εμφανίστηκε ο γιος της μαζί με τον μάρτυρα. Δηλαδή της φαινόταν ότι έβλεπε τον αθλητή να στέκεται και να έχη στην αγκαλιά του σαν δικό του γιο το γιο της, η περιβολή δε και των δύο ήταν υπερκόσμια και λαμπρότατη και τα κεφάλια τους τα στόλιζαν ωραιότατα στεφάνια. Και τα στεφάνια θα έλεγες ότι είχαν θεϊκή ομορφιά και απερίγραπτη με λόγια ωραιότητα.
ΙΔ'
Φαινόταν λοιπόν ο μάρτυς να λέη:
› Γιατί δεν χαίρεσαι, γυναίκα, αλλά την καρδιά σου κατατάραξε φοβερή λύπη; Μήπως λοιπόν είμαι τόσο αγνώμονας εγώ και τίποτα απ' όσα έκανες δεν καταλαβαίνω ή δεν ανταπέδωσα λαμπρότατα τις τιμές; Δε βλέπεις ποια δόξα έχει αξιωθεί ο γιος σου; Ποια χάρη λάμπει ολόγυρά του; Γιατί λοιπόν δεν αφήνεις αυτή τη λύπη και δεν περνάς στη γαλήνη; Αλλ' αν σου φαίνεται απαραίτητο, ας πλησίαση ακόμα περισσότερο ο γιος σου και κοίταξέ τον προσεκτικά για να μάθης και συ από μόνη σου σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
Έτσι είπε και έμοιαζε να φωνάζη το παιδί λέγοντας:
› Πλησίασε, παιδί μου, στη μητέρα σου, ώστε να δη σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι και να παρηγορήσης τα πολλά δάκρυά της.
Αλλά το παιδί περισσότερο κρεμόταν από το μάρτυρα, μη θέλοντας καθόλου να τον αφήση ούτε να πάη στη μητέρα του. Αλλά έλεγε προβάλλοντας αντίσταση:
› Φύγε, μητέρα, φύγε και πήγαινε στο σπίτι σου και μην παραδίδεσαι σ' αυτούς τους θρήνους. Γιατί θεωρώ εξίσου παράλογο να προτιμήση κανείς το θάνατο από τη ζωή και τη λύπη από την ατέρμονη ευδαιμονία, με το να προτιμήση την πρόσκαιρη ζωή από την αιώνια.
Όταν άκουσε η μητέρα αυτά τα λόγια από το παιδί της, σα να σταμάτησε το θρήνο και θερμά παρακαλούσε το μάρτυρα να την παραλάβη και εκείνη μαζί με το παιδί της, ώστε να παρηγορηθή με εκείνα που έβλεπε. Αλλ' εκείνος την προέτρεπε ν' ακολουθήση μάλλον την οδό που οδηγεί στη σωτηρία και τέλος, αφού την ευλόγησε, αναχωρούσαν μαζί με το παιδί της στη δική τους κατοικία, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια της.
ΙΕ'
Εκείνη, λοιπόν, αμέσως μόλις ξύπνησε και επανέφερε στο νου της ποια ψυχική αγαλλίαση ένιωσε κατά την παρουσία του μάρτυρος και του παιδιού της, άρχισε να τα διηγήται με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση στους παρόντες. και οι ψυχές όλων γέμισαν από θαυμασμό για τα θαυμαστά που διηγόταν. Έπειτα εκείνη η μακαρία, αφού αρωμάτισε το περιπόθητο εκείνο σωματάκι του παιδιού της και το έντυσε λαμπρά, το απέθεσε δίπλα στο μάρτυρα και μαζί με τα συγγενικά και τα ιδιαίτερα φιλικά της πρόσωπα ανέπεμψε ολονύκτια ευχαριστία. Κατόπιν, αφού φρόντισε να τελεσθή και η μυστική θυσία όπως έπρεπε, προσκάλεσε σε λαμπρό δείπνο αυτούς που πήραν μέρος μαζί της στην ιερή υμνολογία. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε την κοσμική ζωή, σε θησαυροφυλάκια που δεν λεηλατούνται -εννοώ τους πεινασμένους- κατέθεσε όλο τον πλούτο της και αφού φόρεσε απέριττο χιτώνα, διακονούσε στον τάφο του μάρτυρος. Και ζούσε κατά τέτοιο τρόπο, με νηστείες και προσευχές, και τόσο εκάθαρε τον έσω άνθρωπο, ώστε κάθε Κυριακή να της εμφανίζεται ο μάρτυρας μαζί με το γιο της, με την ίδια περιβολή, με την οποία της είχε εμφανισθεί και παλαιότερα, παρηγορώντας τον πόνο της.
Το έβδομο έτος αφ' ότου άρχισε η αλλαγή της ζωής της προς το καλύτερο, όταν πια ήταν πλήρης ημερών του Πνεύματος, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης, έχοντας αφήσει παραγγελία το σώμα της να ταφή κοντά στο γιο της, ώστε αυτοί που κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο μνήμα και να ενταφιαστούν και ούτε η σκόνη τους να χωρισθή.
Είθε ο Θεός να δώση και σ' εμάς μαζί μ' αυτούς να πάρομε μέρος στη σωτηρία και να δούμε τη χώρα των ζώντων, γιατί σ' Αυτόν οφείλεται όλη η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων, ΑΜΗΝ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Μαξιμιανός Μάρκος-Αυρήλιος-Βαλέριος, επιλεγόμενος Ηρακλής, 250-310 μ.Χ. Συνάρχων του Διοκλητιανού. Το 285 μ. Χ. ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ. Το κράτος του περιελάμβανε την Αφρική, την Ισπανία και την Ιταλία, με πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα. Υπήρξε άγριος διώκτης του Χριστιανισμού.
2. Εβρ. 13, 14. «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
3. Η λατινική μετάφραση μεταφράζει το "εν τύλη ερέας" "in arca oleagina", σε κιβώτιο από ξύλο ελιάς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀποκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Πηγή: Ιερό Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Νεκρός για τον κόσμος Blog
Στις 19 Οκτωβρίου 1912, τρία θωρηκτά του ελληνικού στόλου αγκυροβόλησαν ανοιχτά του όρμου της Καμαριώτισσας και ένα άγημα πεζοναυτών αποβιβάστηκε στο νησί. Με παραλήρημα χαράς και ψέλνοντας αναστάσιμους ύμνους υποδέχθηκαν οι Σαμοθρακίτες τους Έλληνες στρατιώτες. Η Σαμοθράκη απελευθερώνεται από τον ένδοξο ελληνικό στόλο μετά από 458 χρόνια στυγνής σκλαβιάς.
H απώλεια των ελληνικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο είναι το θέμα της καταιγιστικής και εκτεταμένης συζήτησης του Παναγιώτη Παύλου με τον Γιώργο Σαχίνη.
Στην Πελοπόννησο το 1823 μόνο τα φρούρια της Πάτρας, του Ακροκορίνθου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ρίου κατέχονταν ακόμα από τους Τούρκους. Ο Ακροκόρινθος κρατούσε ακόμα γιατί ανεφοδιαζόταν εύκολα από την Πάτρα με πλοία.
Μετά τη μάχη της Ακράτας-Μαύρων Λιθαριών και ιδιαίτερα από τις 18 Απριλίου η πολιορκία του Ακροκορίνθου γινόταν όλο και πιο στενότερη. Την πολιορκία ανέλαβε ο Γιάννης Νοταράς από τα Τρίκαλα της Κορινθίας ο οποίος στο μεταξύ προήχθη σε αντιστράτηγο από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Τον Ιούνιο οι Έλληνες ενισχύθηκαν και από τον έμπειρο στρατιωτικό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η Ελληνική δύναμη έφθασε τους 800 άνδρες. Κατά διαταγή του εκτελεστικού από το Σοφικό στην πολιορκία έλαβε μέρος και σ γενναίος Κολοκοτρώνης με δύναμη από 450 άνδρες, μαζί με τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, τον Μαλτέζο και τον Γιάννη Νοταρά. Οι πολιορκούμενοι επειδή περίμεναν ενισχύσεις από την Πάτρα σε τρόφιμα και Στρατό δεν δέχονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση.
Τον Οκτώβριο η τάξη μεταξύ των πολιορκητών διασαλεύτηκε λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών Γιαννάκη και Παναγιώτη Νοταρά αλλά και πάλι ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης να αποκαταστήσει την τάξη. ΣΤΟ μεταξύ οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση με τον όρο η παράδοση να γίνει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε αυτοπροσώπως και έπειτα από συνεννόηση με τον Φρούραρχο Αβτουλάχ-Μπέη, υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823 η συνθήκη της παράδοσης και της αποστολής των Τούρκων με ασφάλεια στη Θεσαλονίκη. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.
Ακολούθησε Αγιασμός και επίσημη Δοξολογία, στη συνέχεια φαγοπότι και χορός από όλους τους Κορινθίους και τους Δερβενοχωρίτες. μέσα σε δάκρυα χαράς για την απελευθέρωση του ενδοξότερου Φρουρίου της Πελοποννήσου και της συντριβής και του τελευταίου ίχνους της Δραμαλικής Στρατιάς.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Μπιμπή
Πηγή: Αβέρωφ
Θυμάστε όταν τα παιχνίδια ήταν απλά; Ένα τρενάκι, μια κούκλα, ένα λούτρινο ζωάκι…. Ευχάριστα παιχνίδια που τα μόνα «δεδομένα» που μάζευαν ήταν οι λεκέδες από το φαγητό των παιδιών ή από τις υπαίθριες περιπέτειες που είχαν μαζί με εκείνα.
Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ (= κασιδιάρη) Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει την Βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου!
Η απελευθέρωση της Έδεσσας υπήρξε αποτέλεσμα της προέλασης του Ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και έθεσε τέρμα στην μακροχρόνια υποδούλωσή της στην Οθωμανική κυριαρχία, η οποία κράτησε πάνω από πεντακόσια χρόνια!
Η επιβίωση του Ελληνικού στοιχείου κατά την διάρκεια της μακραίωνης αυτής δουλείας ήταν αξιοθαύμαστη, δεδομένου ότι οι Χριστιανοί Έλληνες όχι μόνο δεν αφομοιώθηκαν παρόλη την μαύρη σκλαβιά και την εγκατάσταση πολλών μουσουλμάνων Τούρκων στην περιοχή, αλλά αναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά!
Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της μακραίωνης αυτής υποδούλωσης υπήρξε ο Μακεδονικός αγώνας η συμβολή του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη νικηφόρα έκβαση των βαλκανικών πολέμων. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζομένων Χριστιανικών πληθυσμών.
Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας με αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό τους. Απώτερος σκοπός ήταν η εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο αφανισμός του Ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις σφαγές.
Ενδεικτική της καταστάσεως στην περιοχή μας, ήταν μια επιστολή του μητροπολίτη Εδέσσης Στέφανου Δανιηλίδη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 15-9-1904, όπου γράφει μεταξύ άλλων:
«οι λησταντάρται (εννοώντας τους κομιτατζήδες) αμείλικτον διωγμόν εκίνησαν εναντίον των Χριστιανών της επαρχίας μου και των τριών τμημάτων αυτής, ελευθέρως και ανενοχλήτως πλέον περιέρχονται εις τα χωρία και εξαναγκάζουσι τους χωρικούς δι απειλών,ακκισμών, δολοφονιών και λοιπών φρικαλεοτήτων να εκδιώξουσι τουςδιδασκάλους και τους ιερείς των και να ασπασθώσι το σχίσμα…».
Η Έδεσσα υπήρξε από τις πρώτες πόλεις όπου συγκροτήθηκε Επιτροπή αμύνης κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων και για να υποστηρίζει και να συνεργάζεται στενά με τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα. Πρόεδρος ο γιατρός Δημήτριος Ρίζος και μέλη ο Αθανάσιος Φράγκος, ο Ιωάννης Χατζηνίκος, ο Αρχιερατικός επίτροπος Παπασιβένας Ιωάννης. Στενοί συνεργάτες υπήρξαν πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι Εδεσσαίοι, η προσφορά των οποίων ήταν ανεκτίμητη.
Ο αρχηγός και η ψυχή του αγώνα στην Έδεσσα και στην ευρύτερη περιοχή της ήταν ο υπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ή καπετάν Ακρίτας.
Με τον Μακεδονικό αγώνα οι Ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι Ελληνικοί πληθυσμοί της Έδεσσας και ολόκληρης της Μακεδονίας, κληρικοί και λαϊκοί, ανακτούν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους που τα είχαν απολέσει τα δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής τρομοκρατίας και προσφέρουν τα μέγιστα.
Η επικοινωνία του Ελληνισμού της Μακεδονίας με τους Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί στενότερους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Το ηθικό και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής εξυψώνεται σε μεγάλο βαθμό.
Κατά το διάστημα αυτό τα στελέχη του Ελληνικού στρατού, τα οποία υπηρετούν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων, ως εκπαιδευτές, πράκτορες και διαφωτιστές του Ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αποκτούν εμπειρίες και γνώσεις για την περιοχή, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ελλάδα μέσα από το Μακεδονικό αγώνα βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας. Ο αγώνας αυτός είχε δώσει τότε στην πατρίδα μας το δικαίωμα όχι μονάχα να επικαλείται την ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της φυλής με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.
Πιο συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Ελληνικός στρατός μετά την νίκη του στην μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 και 10 Οκτωβρίου, προελαύνει ορμητικά στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας και απελευθερώνει διαδοχικά την Βέροια και την Νάουσα.
Καθώς τα νέα φτάνουν στην Έδεσσα, ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργούνται στους κατοίκους της πόλης. Oι μεν Έλληνες περιμένουν με ανυπομονησία τον Ελληνικό στρατό και ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ευχή «Χριστός Ανέστη», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται αγωνία για την ζωή και τις περιουσίες τους, μιας και ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα των Γιαννιτσών για να δώσει την αποφασιστική μάχη του πολέμου στις 19-20 Οκτωβρίου 1912.
Στην Έδεσσα απομένουν μόνο λίγοι άνδρες της τουρκικής εθνοφρουράς, ο φρούραρχος της πόλης Ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ο καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης και δήμαρχος της πόλης Αλή Ριζά. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση της Έδεσσας ενεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ως ομήρους επιφανείς Εδεσσαίους που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και τους μετέφεραν στην Θεσσαλονίκη, στις φυλακές Επταπυργίου μαζί με ομήρους από άλλες περιοχές.
Όταν πλέον συνειδητοποιούν ότι είναι αναπόφευκτη σε λίγες μέρες η επικράτηση του Ελληνικού στρατού στην περιοχή, συγκαλούν σύσκεψη στο σπίτι του φρούραρχου Ρασίτ μπέη για να καθορίσουν τις μετέπειτα ενέργειές τους. Να προβάλλουν δηλαδή αντίσταση στον Ελληνικό στρατό ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Τελικά υπερισχύει η δεύτερη γνώμη και αποφασίζεται να μεταβεί στην Ιερά Μητρόπολη Έδεσσας ο Τούρκος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου για να προετοιμάσει τη συνεννόηση με τους Έλληνες της πόλης.
Την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται στην Ιερά Μητρόπολη οι τουρκικές αρχές, ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος και οι Δημογέροντες, όπου οι Τούρκοι ζητούν την προστασία τους στην περίπτωση που θα καταληφθεί η πόλη από τον Ελληνικό στρατό.
Στις 15 Οκτωβρίου παραιτούνται οι Τουρκικές αρχές και αναλαμβάνουν την φρούρηση της Έδεσσας οι Έλληνες κάτοικοί της. Στις 16 Οκτωβρίου ο δήμαρχος Αλή Ριζά πηγαίνει στις φυλακές της πόλης, αποφυλακίζει τους κρατούμενους και ο Γκαλίπ μπέης εγκαθίσταται στο κτίριο της Μητροπόλεως, όχι τόσο για να προστατευθεί από τους Χριστιανούς, αλλά για να αποφύγει την οργή όσων από τους Τούρκους είχαν την αντίθετη με αυτόν γνώμη για την παράδοση της πόλης.
Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου η έκτη ημιλαρχία υπό τον Ανθυπίλαρχο Αργύριο Σταυρόπουλο εξορμά από την Βέροια και καταλαμβάνει τον σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Αγίου Λουκά, πολιούχου από τότε της πόλης μας, τρεις στρατιώτες ως προμετωπίδα του προελαύνοντος Ελληνικού στρατού, ο Βρασίδας Λαγωνίκος, ο Νικόλαος Αγγελής και ο Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, αφού συνεπλάκησαν με την εκεί ευρισκόμενη τουρκική φρουρά. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ο ιερέας του χωριού Σωτήρα, ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός και ένας μαθητής του οικοτροφείου. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί πριν την απελευθέρωση της πόλης!
Λίγο αργότερα φτάνει στον σταθμό αμαξοστοιχία με έναν λόχο πεζικού του Ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον Αξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτικά στην Έδεσσα. Την ίδια ώρα από την πόλη έρχεται προς το σταθμό μια πομπή με επικεφαλής τον Μητροπολίτη και τους Τούρκους μουφτή, υποδιοικητή και δήμαρχο της Έδεσσας, ο οποίος κρατά λευκή σημαία.
Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Έδεσσα. Οι αγώνες και η αυτοθυσία των Εδεσσαίων και των κατοίκων της γύρω περιοχής στις επάλξεις του Μακεδονικού αγώνα καρποφόρησαν. Έγιναν γέφυρα για να περάσει ο Ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912 και να απελευθερώσει την Μακεδονία μας.
ΣHMEPΑ, αγαπητοί μου, 18 Oκτωβρίου,η αγία μας Eκκλησία, η ορθόδοξος Eκκλησία, εορτάζει τη μνήμη του αγίου Λουκά. Αλλά ποιός είναι ο άγιος Λουκάς;
Με την έκρηξη του Ά Βαλκανικού Πολέμου, οι Ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ενισχυμένες από την παρουσία του θωρηκτού Αβέρωφ, δεν τήρησαν αμυντική στάση έναντι του σαφώς ισχυρότερου Τουρκικού στόλου, αλλά αντιθέτως ακολούθησαν μια άκρως επιθετική πολιτική. Το σύνολο του Ελληνικού στόλου υπό την ηγεσία του Πλοιάρχου Κουντουριώτη απέπλευσε από το Φάληρο στις 5 Οκτωβρίου και έπλευσε απευθείας προς την Λήμνο την οποία απελευθέρωσε αιφνιδιαστικά, μόλις 24 ώρες μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Το λιμάνι της απελευθερωμένης Λήμνου, λόγω της στρατηγικής του σημασίας στην «καρδιά» του Βορείου Αιγαίου και κοντά στα Δαρδανέλια, θα αποτελούσε το ορμητήριο του Ελληνικού στόλου καθ΄ όλη την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Κατά την διάρκεια του Οκτωβρίου, ο Ελληνικός στόλος με επικεφαλής το Θωρηκτό «Αβέρωφ» διεξήγαγε συνεχώς περιπολίες στο Βόρειο Αιγαίο περιμένοντας την έξοδο του Τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια, ενώ μικρότερες Ελληνικές ναυτικές μοίρες εκμεταλλευόμενες την Τουρκική αδράνεια, αποβίβαζαν αγήματα ναυτών και απελευθέρωναν διαδοχικά τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου.
Ο Πλοίαρχος Κουντουριώτης είχε αναθέσει σε μια μοίρα του στόλου να επιτηρεί την θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στο Λιτόχωρο, την Κατερίνη και τον κόλπο του Θερμαϊκού προσφέροντας βοήθεια και ανεφοδιασμό στον προελαύνοντα Ελληνικό στρατό. Στην μοίρα αυτή είχαν ενταχθεί μικρές και χαμηλής δυναμικότητας ναυτικές μονάδες όπως το παλιό ναρκοβόλο «Κανάρης» που το χρησιμοποιούσαν ως πλοίο εφοδιασμού, η ναρκοθέτιδα «Άρης» και το «τορπιλοβόλο 11» με Πλοίαρχο τον Νικόλαο Βότση.
Ο Βότσης ήταν ένας αρκετά έμπειρος και μορφωμένος Αξιωματικός καθώς είχε φοιτήσει στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων από το 1892 έως το 1896 ενώ είχε λάβει μέρος και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπηρετώντας στο θωρηκτό «Ύδρα». Από την έναρξη του πολέμου δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από τα «εύκολα» και ακίνδυνα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Έτσι ζητούσε επίμονα την άδεια τόσο από τον Ναύαρχο του στόλου Παύλο Κουντουριώτη, όσο και από το Υπουργείο Ναυτικών, να δοκιμάσει μια παράτολμη επίθεση κατά Τουρκικών πλοίων, είτε στο λιμάνι της Σμύρνης, είτε στα Δαρδανέλια είτε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τελικώς, το Υπουργείο Ναυτικών, μετά από δισταγμούς λόγω του μεγάλου βαθμού δυσκολίας του εγχειρήματος, έδωσε άδεια στον Βότση να δοκιμάσει τον τορπιλισμό του «Φετχί Μπουλέντ» που ήταν αγκυροβολημένο εντός του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από την έναρξη του πολέμου, ήταν αγκυροβολημένα πολλά πολεμικά πλοία Ευρωπαϊκών Χωρών, με κύρια αποστολή την προστασία των Ευρωπαίων που βρίσκονταν στην πόλη εν όψει των ραγδαίων και απρόσμενων εξελίξεων. Ανάμεσα σε αυτά βρισκόταν και το παλαιό Τουρκικό θωρηκτό (θωρακοδρόμων) «Φετχί Μπουλέντ» (Feth-i-Bulend).
Το πλοίο είχε παραγγελθεί και ναυπηγηθεί το 1871 στην Αγγλία και είχε επισκευασθεί εκ νέου το 1907 για να χρησιμοποιηθεί στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Κατά την επισκευή αυτή, το πλοίο εξοπλίστηκε με νεότερα τηλεβόλα τύπου Κρουπ μεγάλης εμβέλειας. Το Θωρηκτό δεν βρισκόταν με τον υπόλοιπο Τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλια αφού ουσιαστικά είχε τεθεί εκτός υπηρεσίας τα τελευταία χρόνια, ενώ τα πυροβόλα του είχαν αφαιρεθεί από το κατάστρωμα του και είχαν τοποθετηθεί στο Καραμπουρνού, (όπως και οι 90 ναύτες του πληρώματος που τα χειρίζονταν), για να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού. Ουσιαστικά οι Οθωμανικές αρχές χρησιμοποιούσαν το «Φετχί Μπουλέντ» ως πλοίο διοίκησης και τυπικά κυβερνήτης του ήταν ο εκάστοτε ναυτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης.
Την νύχτα της 18ης Οκτωβρίου, ο υποναύαρχος Βότσης αποφάσισε να εισέλθει με το «Τορπιλοβόλο 11» στον Θερμαϊκό κόλπο και να βυθίσει το απαρχαιωμένο Τουρκικό θωρηκτό. Το εγχείρημα αυτό φαινόταν ακατόρθωτο, καθώς τα στενά του λιμανιού της Θεσσαλονίκης φυλάσσονταν από το φρούριο του Καραμπουρνού το οποίο ήταν εξοπλισμένο με μεγάλου διαμετρήματος τηλεβόλα, τα νερά στο στόμιο του κόλπου ήταν αβαθή και ναρκοθετημένα, ενώ ένας μεγάλος προβολέας σάρωνε την περιοχή και επιτηρούσε άγρυπνα την είσοδο του λιμανιού.
Ο Βότσης όμως δεν δίστασε μπροστά στις δυσκολίες αυτές, ενθαρρυμένος από έγκυρες πληροφορίες που του έδωσαν Έλληνες ψαράδες (Νικόλας Βλαχόπουλος, Μιχάλης Κουφός) της περιοχής, που γνώριζαν τα νερά και αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο! Αργά την νύχτα κατάφερε με την καθοδήγηση των δύο ψαράδων που βρίσκονταν ανάμεσα στο πλήρωμα, να εισέλθει στον Θερμαϊκό με το «Τορπιλοβόλο 11» χωρίς να γίνει αντιληπτός από τα παραθαλάσσια Τουρκικά φρούρια, ελισσόμενος ανάμεσα σε νάρκες και αποφεύγοντας κάποια αβαθή σημεία του κόλπου χάρις το μικρό βύθισμα που είχε το πλοίο του.
Ο Βότσης είχε ακριβείς πληροφορίες για την θέση στο λιμάνι που ήταν αραγμένο το «Φετχί Μπουλέντ» από τον Αξιωματικό του Ελληνικού ναυτικού Αντώνη Κριεζή που είχε υπηρετήσει ως ναυτικός ακόλουθος στην Ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Για τον λόγο αυτό, έπλευσε αμέσως προς το Τουρκικό θωρηκτό από ανατολικά, καθώς μόνο από εκεί μπορούσε να το χτυπήσει, χωρίς να διακινδυνέψει να πετύχει πλοία άλλων χωρών, κάτι που θα προκαλούσε αναμφίβολα σοβαρό διεθνές διπλωματικό επεισόδιο!
Το Ελληνικό τορπιλοβόλο πλησίασε το «Φετχί Μπουλέντ» και από απόσταση 150 μέτρων το έπληξε με τρεις παλαιού τύπου τορπίλες κατασκευής του 1870. Παρά την παλαιότητά τους, οι δύο από τις τρεις τορπίλες έπληξαν με μεγάλη ακρίβεια το παροπλισμένο Τουρκικό Θωρηκτό σε καίριο σημείο στην μέση του σκάφους προκαλώντας του ανεπανόρθωτες ζημιές!
Το Τουρκικό πλοίο άρχισε να μπάζει νερά και να βυθίζεται ταχύτατα γέρνοντας προς τα δεξιά. Η τρίτη τορπίλη δεν βρήκε τον στόχο της αλλά εξερράγη πάνω στον κυματοθραύστη δημιουργώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο που ξάφνιασε και κατατρόμαξε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης λόγω και του νυχτερινού της ώρας.
|
Η σημαία του Φετχί Μπουλέντ |
Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι η λάμψη από την ανατίναξη του «Φετχί Μπουλέντ» φώτισε σαν στιγμιαίο πυροτέχνημα την νύχτα της πόλης. Οι απώλειες του πληρώματος ήταν 13 ναύτες νεκροί καθώς και ο ιμάμης του σκάφους!
Το «τορπιλοβόλο 11» υπό τον Βότση έσπευσε να βγει από τον Θερμαϊκό εκμεταλλευόμενο και τον πλήρη αιφνιδιασμό των Τούρκων από την απρόσμενη και «θρασύτατη» αυτή επίθεση. Τα τηλεβόλα του Καραμπουρνού έριξαν βολές προς το «Τορπιλοβόλο 11» οι οποίες όμως ήταν όλες άστοχες! Χαρακτηριστικό της ευτολμίας του Ελληνικού πληρώματος και του Διοικητή του, ήταν ότι το «Τορπιλοβόλο 11» ανέκρουσε πρύμνη και απάντησε με βολές στα πυρά αυτά!
Συμπέρασμα
Αναμφίβολα, το παροπλισμένο θωρηκτό «Φετχι Μπουλέντ» δεν είχε την παραμικρή υπηρεσιακή αξία για το τουρκικό ναυτικό την εποχή εκείνη. Για τον λόγο αυτό, η βύθισή του από τον Βότση δεν επηρέασε αποφασιστικά την πορεία των θαλασσίων επιχειρήσεων στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Είναι όμως επίσης σίγουρο πως η τολμηρή αυτή επίθεση του Βότση εντός του σημαντικότερου λιμανιού της πρωτεύουσας της Μακεδονίας που θεωρητικώς ήταν απολύτως ασφαλές, κατάφερε μεγάλο πλήγμα στο ηθικό των Τούρκων εξυψώνοντας αντιστοίχως το φρόνημα των πληρωμάτων του Ελληνικού στόλου, αλλά και του Ελληνικού λαού γενικότερα.
Η σημασία του τορπιλισμού για τους Έλληνες φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, οι Ελληνικές Αρχές χρησιμοποίησαν το κατάρτι του «Φετχί Μπουλέντ» ως ιστό για την Ελληνική σημαία που υψώθηκε στον Λευκό Πύργο και που συμβόλιζε την Ελληνική κυριαρχία στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ιστός που μάλλον παραμένει εκεί ως και σήμερα.
Η μεγάλη αυτή ναυτική επιτυχία αποτέλεσε τον μικρό ταιριαστό πρόλογο για τις δύο μεγάλες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου που ακολούθησαν και που εδραίωσαν τον Ελληνικό στόλο ως απόλυτο κυρίαρχο της θάλασσας του Αιγαίου, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου.
Επίσης η επιτυχία του Βότση, προανήγγειλε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον επελαύνοντα Ελληνικό στρατό που επετεύχθη λίγες μέρες μετά τον τορπιλισμό...
Πώς περιγράφει το γεγονός ο ίδιος ο Υποπλοίαρχος Βότσης:
“Απέπλευσα εκ Λιτοχώρου την πρωίαν και κατέπλευσα εις Σκάλαν Ελευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς την θάλασσαν διά των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφανάρου και Βαρδάρη. Κατόπιν έφθασα εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 11 και 20΄ διέκρινα άνευ αμφιβολίας το Τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον (εστραμμένον) προς τον πνέοντα Μέσην (Β.Α.) εις την δυτικήν άκραν του κυματοθραύστου.
Εις την αντίθετον δεξιάν άκραν (συνήθη τόπον αγκυροβολίας) υπήρχε Ρωσσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα. Εχώρησα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του Τουρκικού θωρηκτού. Εξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν πρωραίαν τορπίλην την 11 και 35΄ από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα είτα ολίγον αριστερά προχωρών και εξεσφενδόνισα την αριστεράν. Ανεπόδισα τότε ολοταχώς όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως. Της πρώρας του πλοίου μου στρεφούσης ήδη αριστερά, εξεσφενδόνισα και την του καταστρώματος τορπίλλην, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη, μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους εκρήξεις, επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ ξηρας.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του εχθρικού πλοίου και συρίγματα. Τα διαμερίσματα των Αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραν της καπνοδόχου δεξιά. Καπνός εξήλθεν άφθονος εκ της καπνοδόχου.
Ολοταχώς πλέων τότε εξείλθον, άνωθεν της γραμμής των έξω του λιμένος βυθισμένων τορπιλλών, στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου και διήλθον προ του Καραμπουρνού, το οποίο ειδοποιηθέν φαίνεται εν τω μεταξύ εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς του. Διήλθον εν τούτοις και πάλιν απαρατήρητος και καθ΄ην στιγμήν εβρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού, κατά προηγούμενη υπόσχεσιν στους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ΄ αυτού βολήν δια του ταχυβόλου των 37mm από απόστασιν 2.500 μέτρων…”
Πηγή: Περί Πάτρης
O άγιος Ισίδωρος ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη, κατά τις πρώτες επιδρομές των Τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη Μεγαλόνησο το 1669. Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου). Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, το 1956.
Την Άνοιξη του 1956, ο Βαφο-Δημήτρης (Φραγκιαδάκης Δημήτριος του Γεωργίου) μπακάλης και ιεροψάλτης του χωριού είδε στον ύπνο του ένα παπά να του λέει να πάει και να σκάψει στον περίβολο του παλιού δημοτικού σχολείου σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να τον «βγάλει» από εκεί. Του είπε δε ότι ήταν παπάς και τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί μαζί με τα δυο παιδιά του, την Ειρήνη και το Γεώργιο. Ο Βαφο-Δημήτρης τον ρώτησε πως τον λένε και πήρε την απάντηση παπα-Τσιτέρη.
Το όνομα ο Βαφο-Δημήτρης το έγραψε σε μια κούτα παπούτσια (ελβιέλες) και κοιμήθηκε ξανά. Σε λίγο ήρθε πάλι ο παπάς και του είπε «ξύπνα να κάνεις αυτό που σου είπα». Πήγε πράγματι στο σημείο που του υποδείχτηκε και έσκαψε, και βρήκε ένα τάφο με τρεις σκελετούς, ενός ενήλικα και δύο παιδικούς:
«Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ὁ Ἱερέας Ἰσίδωρος, μέ τά κατά σάρκα τέκνα του μαρτύρησαν ἀπό τούς ὀθωμανούς, ἐντός τοῦ Ἱ. Ναοῦ ὅπου τελοῦσε τήν Θ. Λειτουργία. Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια τά πέταξαν καί ἀφοῦ τά περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς χριστιανοί τά ἐνταφίασαν παρά τούς πόδας τῶν σωμάτων τῶν μαρτύρων, ὅπως ἀκριβῶς βρέθηκαν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκταφῆς τους. Σήμερα ὑπάρχει μέρος τῶν ἱ. Λειψάνων, ἀφοῦ μιά ἀσεβής μοναχή ἔκλεψε τό μεγαλύτερο μέρος τους.»
Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου. Προς τιμή του μάρτυρος «Τσιτέριου» ανεγέρθηκε από τους Βαλιανούς ναός τον Σεπτέμβρη του 2003 στο όνομα «Αγ. Ισίδωρος ο νεομάρτυρας», κατά προτροπή του οικείου μητροπολίτη. Σήμερα υπάρχει μέρος των Ιερών Λειψάνων, αφού μιά ασεβής μοναχή έκλεψε το μεγαλύτερο μέρος τους.
Η μνήμη του Αγ. Ισιδώρου και των τέκνων αυτού καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 18 Οκτωβρίου.
Πηγή: (Μηνιαίο Περιοδικό του Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Οκτώβριος 2013, Έτος Θ' - Τεύχος 138), Ιερός Ναός Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας
Ἔλαβον πρό καιροῦ τήν ὑπό τόν τίτλον «Ἡ λανθασμένη θεολογική καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα» πραγματείαν σας καί εἶδον τάς τοποθετήσεις σας, δι’ αὐτό τό φλέγον θεολογικόν ζήτημα.
Την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024, πραγματοποιήθηκαν στην Περιοχή Ευθύνης της ΧΙΙης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Πεζικού (XII M/Κ ΜΠ «ΕΒΡΟΣ»), οι Τακτικές Ασκήσεις Μετά Στρατευμάτων (ΤΑΜΣ) «ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΚΟΥΛΗΣ-24» και «ΚΥΚΛΩΨ-24» με τη συμμετοχή Εθνοφυλάκων από τα Τάγματα Εθνοφυλακής ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ – ΤΡΑΪΑΝΟΥΠΟΛΗΣ.
Επί πολλά χρόνια τα παιδάκια σε ένα ορεινό χωριό των Σερρών, τα Κερδύλλια, στον Στρυμονικό Κόλπο, νόμιζαν ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο φορούν μόνο μαύρα ρούχα. Αυτό έβλεπαν στο χωριό τους, μαυροφορεμένες τις αδερφές, τις μάνες, τις συγχωριανές, έτσι πίστευαν ότι γίνεται παντού. Και ξαφνιάζονταν όταν αργότερα αντίκριζαν πολύχρωμα φορέματα και μαντίλες.
Οι γυναίκες στα Κερδύλλια, εκτός από μαυροφόρες, δεν γεννούσαν, και έτσι το μόνο κλάμα που ακουγόταν ήταν το μοιρολόι τους στον τόπο όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή οι άντρες τους, τα αδέρφια, οι πατεράδες, όλοι οι άρρενες ηλικίας δεκαπέντε έως 65 χρόνων. Διακόσιοι τριάντα ένας στον αριθμό, χτυπημένοι από τις σφαίρες του γερμανικού αποσπάσματος στην πλατεία του χωριού. Οι Γερμανοί, αφού εξόντωσαν το ανδρικό στοιχείο, έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού.
Τα Κερδύλλια έσβησαν από τον χάρτη, καθώς οι εναπομείναντες κάτοικοι, γυναίκες, παιδιά, υπερήλικες, προτίμησαν να το εγκαταλείψουν για πάντα και, σήμερα, με ένα άλλο χωριό στη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί σκότωσαν τους εξακόσιους κατοίκους του, είναι τα μοναδικά στην Ευρώπη που δεν κατοικήθηκαν ξανά.
Το βιολογικό ρολόι όσων επέζησαν –των γυναικόπαιδων και ελάχιστων ανδρών που έτυχε να απουσιάζουν δηλαδή– άλλαξε στις 3:30 τα ξημερώματα στις 17 Οκτωβρίου του 1941, όταν τμήματα του γερμανικού στρατού εισήλθαν στους δύο οικισμούς, απέχοντες γύρω στα δύο χιλιόμετρα στη δασοσκεπή πλαγιά, τα Άνω και Κάτω Κερδύλλια. Δεν είχε προηγηθεί κάποια αιματηρή συμπλοκή γερμανικών δυνάμεων και αντιστασιακών ομάδων, που στην περιοχή βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα, πασχίζοντας να αρπάξουν κάποια όπλα από σταθμούς της χωροφυλακής για να μπορούν να προβούν σε επιθέσεις, ώστε να δοθεί η αφορμή για τόσο σκληρά αντίποινα.
Η καταγγελία ενός καλόγερου γειτονικής μονής στις γερμανικές Αρχές ότι τον λήστεψε κάποιο αμφιλεγόμενο άτομο από τα Κερδύλλια, που μπορεί να σχετιζόταν με κάποιους άλλους κατοίκους για τους οποίους υπήρχαν φήμες ότι είχαν βγει στο βουνό, φαίνεται ότι υπήρξε η αφορμή για να στείλουν το μήνυμα οι κατοχικές δυνάμεις.
«Τους σκότωσαν όλους με πολυβόλα»
«Όρμησαν στα σπίτια με φακούς και συγκέντρωσαν με βία στην πλατεία όλους τους αρσενικούς», αφηγείται στην «Κ» ο 90χρονος σήμερα Παναγιώτης Τσάγκας, που ήταν τότε μόλις 14 χρόνων. «Ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος της κοινότητας και απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη για να ζητήσει από τον στρατιωτικό διοικητή των Γερμανών έλεος για το χωριό. Με έβαλαν κι εμένα στη γραμμή, αλλά ένας συνταγματάρχης με ρώτησε πόσων χρονών είμαι και, όταν του απάντησα, μου είπε να πάω στη μάνα μου. Προτού προλάβω να απομακρυνθώ, έπεσε μια φωτοβολίδα από τα Άνω Κερδύλλια που αποτελούσε το σήμα ότι ήταν και εκεί έτοιμοι οι Γερμανοί να αρχίσουν τις εκτελέσεις. Τους σκότωσαν όλους με πολυβόλα. Μετά άρχισαν να καίνε τα σπίτια και προς το απόγευμα ένας πυκνός μαύρος καπνός κάλυπτε την πλαγιά».
Από ρεπορτάζ της ΕΤ1 για το ολοκαύτωμα στα Κερδύλλια Σερρών
Οι γυναίκες και οι γέροντες ανέλαβαν το βαρύ φορτίο του ενταφιασμού των δικών τους ανθρώπων και, μέχρι το τέλος της Κατοχής και του Εμφυλίου, παρέμειναν στο κατεστραμμένο χωριό φροντίζοντας τους νεκρούς τους ή σκόρπισαν σε συγγενείς και φίλους στην ευρύτερη περιοχή. Δεν ήταν εύκολο να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους, σε έναν τόπο που θα τους θύμιζε τον εφιάλτη που έζησαν, και έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος τούς έχτισε σπίτια στην ακτή του Στρυμονικού όπου δημιουργήθηκαν τα σημερινά Νέα Καρδύλλια.
Ο δικηγόρος της περιοχής Δημήτρης Γαρούφας λέει πως θα πρέπει η Γερμανία να αναστηλώσει το χωριό, όχι για να κατοικηθεί εκ νέου, αλλά για να γίνει μουσείο που θα θυμίζει τη βαρβαρότητα των Ναζί. Ο δημοτικός σύμβουλος Κωνσταντίνος Ψαράς τονίζει πως το θέμα έχει και την ηθική του πλευρά και γι’ αυτό θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Μερικά χαλάσματα, όπου τις νύχτες κραυγάζουν κουκουβάγιες, έχουν απομείνει, μαζί με δύο επιτύμβιες πλάκες, στους δύο αφανισμένους οικισμούς, για να θυμίζουν τον μεγάλο χαλασμό. Οι παλαιότεροι θυμούνται πως τους ελάχιστους που επέζησαν, μετά την απελευθέρωση στα πανηγύρια στα γύρω χωριά τούς έβαζαν, σε ένδειξη τιμής, να σέρνουν πρώτοι τον χορό.
Πηγή: Pontos News
Περισσότεροι από 2.000 ριζοσπάστες ισλαμιστές διαδήλωσαν σε συγκέντρωση στο Αμβούργο της Γερμανίας, απαιτώντας την ίδρυση χαλιφάτου, δημοσιεύει η γερμανική εφημερίδα Bild.
Ο τολμηρός και ελεύθερος στο φρόνημα και το λόγο Οσιομάρτυρας Ανδρέας, καταγόταν από την Κρήτη και έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. επί αυτοκράτορας Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου.
Όταν αυτός ξεκίνησε διωγμό κατά των αγίων εικόνων, ο Ανδρέας πληροφορήθηκε τα έκτροπα που γίνονταν εναντίον εκείνων που τις προσκυνούσαν, γι' αυτό άφησε την Κρήτη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Και όταν είδε από κοντά τη βία κατά των ορθοδόξων, αισθάνθηκε την ανάγκη από Ιερή αγανάκτηση να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Και η ευκαιρία του δόθηκε όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε' βγήκε από το παλάτι, στην επιστροφή ο Ανδρέας παραφύλαξε και με θάρρος τον πλησίασε και τον ρώτησε:
› ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;
Ο Κωνσταντίνος έμεινε εμβρόντητος στην αρχή. Αλλά έπειτα εξοργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν. Η διαταγή εκτελέστηκε και μάλιστα ένας από τους υπασπιστές κτύπησε τον Ανδρέα και συγχρόνως τον ρώτησε:
›οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;
Και ο Ανδρέας του απάντησε με τον εξής αθάνατο λόγο:
› οὐδείς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα.
Θυμωμένος τότε ακόμα περισσότερο ο βασιλιάς, διέταξε και μαστίγωσαν άγρια τον Ανδρέα. Έπειτα τον παρέδωσαν σε όχλο εικονομάχων, που τον έσυραν επάνω σε κοφτερές πέτρες. Κατόπιν κάποιος αγροίκος ψαράς με κοφτερό τσεκούρι, έκοψε το πόδι του αγίου και έτσι μετά από λίγο πέθανε.
Το λείψανό του το έριξαν σε ακάθαρτο τόπο, αλλά ορθόδοξα χέρια το πήραν νύκτα και το έθαψαν ευλαβικά σε τόπο ονομαζόμενο «τῆς Κρίσεως».
Η μνήμη του Αγίου Ανδρέα επαναλαμβάνεται και την 21η Οκτωβρίου, μετά των Άγιων Στεφάνου, Παύλου και Πέτρου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεῖς ἐν τῷ ὄρει, τᾶς νοητᾶς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τὴ πανοπλία ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ, αὔθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει, καὶ δι' ἀμφοὶν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοντάκιον Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴν ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου Μνήμης, ἅπασαν προσκαλουμένη πόλιν καὶ χώραν· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρόν μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Ὁ Οἶκος
Ἀντὶ ὅπλων, σταυρὸν ἀράμενος πανένδοξε, ἀντὶ θώρακος δέ, τὴν πίστιν ἐνδυσάμενος, πρὸς πάλην ἐξῆλθες ἐχθρῶν ἀοράτων καὶ ὁρωμένων, Μάρτυς, αὐτόκλητος, καὶ τούτων κατέβαλες τὰς παρατάξεις σθένει τοῦ Πνεύματος· οὗ ἐμφορηθεὶς πλουσίως Ὅσιε, κἀμοὶ παράσχου βραχεῖαν χάριν, φωταγωγοῦσάν μου τὸν νοῦν, ἀξίως τοῦ ὑμνῆσαί σου τοὺς γενναίους ἀγῶνας, ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Πηγή: Προσκυνητής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...