Α’ Μέρος – Η επιβολή του Παπισμού ως αιτία αύξησης των αιρέσεων
6.2.1 Εισαγωγή
Με την είσοδο στον ΙΑ’ αι. παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων στη Δύση. Εμφανίζονται πλήθος αιρετικών κινημάτων και συνακολούθως πληθαίνουν οι μαρτυρίες των πηγών. Στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται από αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές πεποιθήσεις, διαδεδομένες τόσο ανάμεσα στον απλό λαό, όσο και σε μορφωμένους λόγιους. Σε συνάρτηση με τα αιτήματά τους, εμφανίζουν ευαγγελικά χαρακτηριστικά και προτείνουν την επιστροφή στην Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. Θεωρούν ότι η δυτική Εκκλησία, όντας τώρα πια Παπική, απομακρύνθηκε από το αποστολικό ιδεώδες. Ως προς την ζωή των πιστών ευαγγελίζονται την μίμηση του Χριστού, και αγιοποιούν την επαιτεία. Ταυτόχρονα, καλούν στην αποφυγή της δεκάτης.
Έχοντας αυτή την επαγγελία δίνουν την εντύπωση των μεταρρυθμιστικών κινημάτων. Και αν, αφενός, πράγματι είχαν καταφέρει να ερμηνεύσουν σωστά την έννοια της εκκλησιαστικής ζωής των αποστολικών χρόνων, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, και αφετέρου, είχαν πετύχει να την εφαρμόσουν, ακολουθώντας την πλούσια κληρονομία της Ιεράς Παράδοσης, τότε επάξια θα έφεραν τον τίτλο των «καλών ανθρώπων», όνομα που ίδιοι έδιναν στον εαυτό τους. Αν αυτό το κατάφερναν, εντός των ορίων της Εκκλησίας, τότε θα είχαν πετύχει την μεταρρύθμιση, την οποία υπόσχονταν, ή καλύτερα την αντιμεταρρύθμιση, διότι ως «μεταρρύθμιση» εμφανίζονταν η μεταμόρφωση της Ορθόδοξης δυτικής Εκκλησίας σε Παπική. Και αυτή θα ήταν μια μεγάλη επανάσταση, ικανή να σώσει όχι μόνο την λατινική Εκκλησία από την Μεγάλη Πτώση, αλλά και ολόκληρο τον μεσαιωνικό κόσμο από τα νύχια της φεουδαρχίας.
Αν και τα αιτήματα ήταν ορθά, με την προϋπόθεση ότι οι διαθέσεις των αιρετικών ήταν γνήσιες, δεν ακολουθήθηκε ο σωστός δρόμος για την επίτευξή τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί άνετα η εκμετάλλευση των ελπίδων των πιστών από επιτήδειους. Αυτό συνέβη επειδή οι Χριστιανοί της δυτικής Ευρώπης, από την στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι ο Παπισμός απομάκρυνε την Εκκλησία από το αποστολικό ιδεώδες, δηλαδή από την Ιερά Παράδοση, δεν στράφηκαν στην Ανατολή για πνευματική βοήθεια και καθοδήγηση, αλλά στους περιπλανώμενους ψευτο-διδάσκαλους. Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η Ανατολική Εκκλησία διατήρησε κάποια αίγλη στις περιοχές όπου υπήρχαν ρωμαϊκοί πληθυσμοί και το βαρβαρικό στοιχείο εκπροσωπούνταν μόνο από την αριστοκρατία. Τέτοιες περιοχές βρίσκονταν στην Ιταλία, όπου αυξήθηκαν μετά την κατάκτηση της Καλαβρίας και της Σικελίας από τους Νορμανδούς, στην Νότια Γαλλία, στις περιοχές της γλώσσας του oc (Langedoc), στην Γαλικία κ.α.
Γι’ αυτούς τους πληθυσμούς, η πτώση του εθναρχικού κέντρου της Ρώμης στα χέρια των Γερμανών, σήμανε την μετατόπιση της εθναρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά δυστυχώς ήταν απρόσιτη και η επικοινωνία για το συντριπτικό τμήμα του πληθυσμού αδύνατη. Αυτό φανερώνει και ο επιθετικός προσδιορισμός «εκκλησία πέρα από την θάλασσα», “ultra mare”, σε αντιδιαστολή με τον Πάπα, τον «άνθρωπο πέρα από τα βουνά», τις Άλπεις, “ultra montanes”. Όσες φορές εμφανίστηκαν αιρετικοί διδάσκαλοι, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι εκπροσωπούν την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όπως στην περίπτωση του παπα-Νικήτα, έγιναν δεκτοί και πιστευτοί. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναφέρουν τους δυτικούς πληθυσμούς στην αποστολική Εκκλησία, αντίθετα πέτυχαν να τους απομακρύνουν ακόμη περισσότερο. Μέσα από αυτή την ερμηνευτική μπορεί να γίνει κατανοητή η επίδραση των Βαλκάνιων αιρετικών στις σέκτες της Δύσης, όπως και η εν μέρει εισαγωγή της δυαρχίας.
Δεν λείπουν, όμως και τα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι έκαναν την σωστή επιλογή κι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να έρθουν στην Ανατολή, αναζητώντας την ορθή πίστη και ζωή. Για παράδειγμα, ο άγιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, γνωρίζοντας ότι η ευσέβεια είχε σβήσει στην Παπική Εκκλησία, ήρθε στο Άγιο Όρος και έγινες πατέρας του ησυχασμού και διδάσκαλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο άγιος Νικηφόρος, όντας λατινικού δόγματος προσήλθε από την Νότιο Ιταλία στην Ορθοδοξία, επί Μιχαήλ Παλαιολόγου. Συντάχθηκε με τους ανθενωτικούς και αντιτάχθηκε στην ενωτική σύνοδο της Λυών, με αποτέλεσμα να εξορισθεί[1]. Προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με λάθος διαθέσεις κινήθηκε και η περίπτωση του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Γι’ αυτό και αρχικά επαινέθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Πάλαμά, ο οποίος τον αποκαλεί «ἄνδρα ἀκριβοῦς εὐσεβείας πόθῳ τήν ἐνεγκοῦσαν ἀπολιπόντος[2]», άνθρωπο που εγκατέλειψε την γενέτειρά του χάριν της ακριβής ευσέβειας. Αργότερα, εξαιτίας της διδασκαλίας και των ενεργειών του, επέσυρε την κατηγορία του πράκτορα των Λατίνων.
Μέσα από αυτά τα δύο παραδείγματα, μπορεί κάποιος να εννοήσει την δήλωση του W. Wakefield, ότι «η ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, όπως και αγίους», κάνοντας τις απαραίτητες διευκρινήσεις. Η παραστρατημένη ανικανοποίητη και αποπνευματικοποιημένη ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, την ίδια στιγμή που η ευσέβεια, ως κινητήριος δύναμη της εν Χριστώ ζωής εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, παρήγαγε αγίους.
Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, και από όσα θα εκτεθούν στην επιμέρους εξέταση των κινημάτων, μπορεί κάποιος να υποψιαστεί τα αίτια της αύξησης των αιρετικών εκδηλώσεων τον ΙΑ’ αι. και εξής. Για να γίνουν τα αίτια αυτά ακόμη περισσότερο κατανοητά είναι απαραίτητη η εξέταση του περιβάλλοντος της δυτικής Ευρώπης, και των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν την εποχή αυτή. Η νεώτερη ιστορική έρευνα στρέφεται στην εξέταση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, για να καταλήξει εν τέλει στην αιτία της αύξησης. Αλλά βάσει της θεολογικής θεώρησης, οι αιρέσεις είναι θρησκευτικό φαινόμενο και τα πρώτα και κύρια αίτιά τους είναι θρησκευτικής φύσης. Οποιαδήποτε πολιτικά ή οικονομικά αίτια μπορεί να υπάρχουν, και στον βαθμό που ενδέχεται να επηρέασαν στην εξέλιξη του φαινομένου, είναι απαραίτητο να εξεταστούν μέσα από μια ιστορικο-εκκλησιαστική προσέγγιση, έχοντας πάντα υπόψη ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρείται η εμφάνιση του Παποκαισαρισμού στην λατινική Εκκλησία, και η Αγία Έδρα μετατρέπεται σε φορέα άσκησης πολιτικής, με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις παράλληλα με τις εκκλησιαστικές. Άρα σε πρώτη φάση είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι αλλαγές στην διοίκηση της δυτικής εκκλησίας και στην συνέχεια οι επιπτώσεις τους στην Εκκλησία και την κοινωνία.
Εδώ θα παρατηρηθεί το εξής αντιφατικό φαινόμενο, ως προς την επίτευξη των στόχων των αιρετικών κινημάτων. Ενώ επιδιώκουν την επαναφορά της Εκκλησίας στις αποστολικές της βάσεις, αφαιρώντας από αυτή, το υγιές στοιχείο, το τμήμα των πιστών το ικανό ν’ αντιληφθεί ότι οι επιλογές του Παπισμού τον απομακρύνουν από την αποστολική Παράδοση, την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων, το τμήμα των πιστών, οι οποίοι με μια δυναμική επιλογή και στροφή προς την Ανατολή μπορεί να επαναφέρει την Δύση στις Ορθόδοξες ρίζες της Καθολικής αλήθειας, και οδηγώντας το σε αδιέξοδες κατευθύνσεις, αφήνουν τον Πάπα μοναδική κατευθυντήρια δύναμη, να χαράξει την πορεία της δυτικής Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια, οι αιρέσεις της Δύσης πρόσφεραν την δική τους έμμεση συμβολή στην επιβολή του αλάθητου και του πρωτείου του Πάπα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αιρέσεις δεν ήταν φορείς ανατρεπτικού κινδύνου. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ο κίνδυνος αυτός ήταν περισσότερο επίφοβος για την πολιτική εξουσία και το πολιτικό-οικονομικό σκέλος της Παπικής εξουσίας, παρά για την θεολογία της Δύσης. Γι’ αυτό και οι Φραγκολατίνοι φεουδάρχες συντάχθηκαν με τον Παπισμό στην καταπολέμησή τους. Η νομική βάση για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης ήταν οι πολιτικές δυνατότητες του Παπισμού, γι’ αυτό και η Ιερά Εξέταση είναι το δικαστικό και εκτελεστικό όργανο της εξουσίας του. Εάν το κάλεσμα του Πάπα σε σταυροφορία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παπικής πολιτικής επιρροής μέσω συμμαχιών με την κοσμική εξουσία, η Ιερά Εξέταση είναι η εκδήλωση της ίδιας της κοσμικής εξουσίας του Πάπα, το αποτέλεσμα του Παποκαισαρισμού.
Ο Παπισμός δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις παρά τις τρομακτικές πυρές και τις αιματηρές εκστρατείες. Από αυτό φαίνεται ότι η αντίδραση του κόσμου στις λάθος επιλογές του πάπα ήταν ισχυρή και δυναμική μέχρι το μαρτύριο. Οι πάσσαλοι που ορθώθηκαν στις πλατείες πληρώθηκαν με αιρετικούς, αλλά δεν ήταν αρκετοί, ούτε ικανοί για να τους εξαλείψουν. Όπως παρατήρησε ο H. C. Lea, οι πραγματικά επικίνδυνες αιρέσεις ήταν αυτές που διέγειραν τα συναισθήματα[3].
Δυστυχώς, αυτή την δίψα για την θεολογική αλήθεια και την εφαρμογή της ακριβούς εκκλησιαστικής ζωής, την οποία άναψε ο Χριστιανισμός στη Δύση την εκμεταλλεύτηκαν και εξακολουθούν να το κάνουν επιτήδειοι ψευτο-διδάσκαλοι και εκπαιδευμένοι θαυματοποιοί.
6.2.2 Το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Γερμανούς
Στις 3 Μαΐου του 996 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθωνας ο Γ’ επέβαλε ως πάπα Ρώμης τον εξάδερφό του Μπρούνο της Καρίνθια, ως Γρηγόριο Ε’ (996-999). Ο λαός και η σύγκλητος της πόλεως της Ρώμης αντέδρασαν ένοπλα και εξέλεξαν ως δικό του πάπα τον Ιωάννη Ιστ’ (997-998). Ο Όθωνας εισέβαλε με τα στρατεύματά του στην Αιώνια Πόλη, πολιόρκησε και κατέλαβε το καστέλο του Σαν Άντζελο, ορμητήριο της ρωμαϊκής αντίστασης, συνέλαβε τον αρχηγό της ρωμαϊκής συγκλήτου, Κρησκέντιο τον Β’ και τον εκτέλεσε, κρεμώντας τον από τα τείχη του κάστρου. Στην συνέχεια συνέλαβε και ακρωτηρίασε τον Ρωμαίο πάπα Ιωάννη τον Ιστ’ και τον έστειλε στο αβαείο της Φούλντα, όπου πέθανε το 1013.
Ο πάπας Γρηγόριος Ε’ πέθανε το 999 μ.Χ. Ο Όθωνας τον αντικατέστησε με τον διδάσκαλό του Σιλβέστρο τον Β’ (999-1003), κατά κόσμο Γερβέρτο του Ωριλάκ. Το 1001 μ.Χ. ο λαός της Ρώμης επαναστάτησε για άλλη μια φορά κατά του Γερμανού αυτοκράτορα και εξεδίωξε τον Γερμανό πάπα, με την κατηγορία της μαγείας. Ο Σιλβέστρος κατέφυγε στην προηγούμενη αρχιεπισκοπή του στην Ραβέννα. Ο Όθωνας διενέργησε δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες κατά της Ρώμης και σκοτώθηκε στην τρίτη. Η Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία την εποχή αυτή, που αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, ήταν ακόμη ισχυρή, στρατιωτικά και διπλωματικά.
Τον Σιλβέστρο Β’ διαδέχθηκε Ρωμαίος πάπας, ο Ιωάννης ΙΖ’, κατά κόσμο Ιωάννης Σίκκο, εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο, η οποία εκπροσωπούνταν από τον πατρίκιο Ιωάννη Κρησκέντιο Γ’. Πέθανε έξι μήνες αργότερα.
Τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης ΙΗ’ (1004-1009), κατά κόσμο Ιωάννης Φασιανός, γιος του Ρωμαίου ιερέα Λέοντα, επίσης εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον λαό. Αποσύρθηκε το 1009 και κλείστηκε στο μοναστήρι του αγίου αποστόλου Παύλου, όπου και κοιμήθηκε. Είναι σημαντικό ότι την εποχή που ανέβηκε ο πάπας Γρηγόριος Ε’ στον θρόνο της Ρώμης, διαγράφηκε από τα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως η μνημόνευσή του, επί πατριάρχη Σισίνιου Β’ (996-999). Με την εκλογή του Ιωάννη ΙΗ’ ως πάπα, αποκαταστάθηκε προσωρινά η μνημόνευση του πάπα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης ΙΗ’ ήταν και ο τελευταίος γραμμένος στα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως, πάπας Ρώμης.
Τον Ιωάννη ΙΗ’ διαδέχθηκε ο Σέργιος Δ’, κατά κόσμο Πέτρος Μαρτίνος Buccaporci (γουρουνομύτης). Μάλλον επρόκειτο για ψευδώνυμο και το οικογενειακό του όνομα πρέπει να ήταν Boccapecora. Δυσαρέστησε τον ρωμαϊκό λαό, διότι αν και Ρωμαίος ήταν γερμανόφιλος και προσπάθησε να περιορίσει την εξουσία των Ρωμαίων πατρίκιων.
Τον διαδέχθηκε ο Βενέδικτος Η’, κατά κόσμο Θεοφύλακτος, καταγόμενος από τον αριστοκρατικό οίκο των κόμηδων της Τοσκάνης. Ο ρωμαϊκός λαός αντέδρασε για άλλη μια φορά στον ανεπιθύμητο πάπα, τον έδιωξε από την πόλη κι εξέλεξε τον Γρηγόριο Στ’ (1012). Ακολούθησε ακόμη μια εισβολή του Γερμανού Ερρίκου του Β’, ο οποίος κατάφερε να επαναφέρει τον Βενέδικτο. Σε αντάλλαγμα ο γερμανόφιλος πάπας τον έστεψε αυτοκράτορα στις 14 Φεβρουαρίου του 1014. Η ημερομηνία ήταν σημαδιακή, διότι τότε αναγνώσθηκε για πρώτη φορά στην Ρώμη το Σύμβολο της Πίστης με την προσθήκη του Filioque.
Το 1020 μ.Χ. ο Βενέδικτος ο Η’ ταξίδεψε στην Γερμανία για να συζητήσει με τον Γερμανό αυτοκράτορα την εκδίωξη των Βυζαντινών από την Ιταλία. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν οι Νορμανδοί γι’ αυτό τον σκοπό. Η συμμαχία του Βενέδικτου με τους Νορμανδούς ήταν αποδοτική. Τον βοήθησαν ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Σαρακηνών και να υποτάξει την οικογένεια πατρικίων των Κρησκέντιων και την ρωμαϊκή σύγκλητο. Μέχρι την εκδίωξη των Βυζαντινών θα παρεμβάλλονταν πολλά ιστορικά γεγονότα.
Τον Βενέδικτο διαδέχθηκε ο αδερφός του Ιωάννης ΙΘ’ (1024-1032), κατά κόσμο Ρωμανός. Ανεδείχθη στον παπικό θρόνο από λαϊκός. Στην περίοδο της αρχιερατείας του οι σχέσεις με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εισήλθαν σε νέα περίοδο έντασης. Εις μάτην ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος προσπάθησε να εξευμενίσει τον πάπα με πλούσια δώρα. Οι απεσταλμένοι του έφυγαν άπρακτοι την ώρα που ο Ιωάννης ΙΘ’ έστεφε τον Κορράδο Β’ (1024-1039) αυτοκράτορα.
Επόμενος πάπας ορίσθηκε ο Βενέδικτος Θ’, ανιψιός των δύο προηγούμενων, ο πρώτος γνωστός ομοφυλόφιλος πάπας. Αυτός εκδιώχθηκε πολλές φορές από τον λαό της πόλης λόγω της ανηθικότητας και των εγκλημάτων του και πάντα τον επανέφερε ο Γερμανός αυτοκράτορας Κορράδος Β’. Το 1045 πούλησε το αξίωμά του στον νονό του Ιωάννη Γρατιανό, ο οποίος έγινε πάπας με το όνομα Γρηγόριος Στ’. Σύντομα μετάνιωσε για την πράξη του κι επέστρεψε να διεκδικήσει την Αγία Έδρα. Την εποχή αυτή τον θρόνο διεκδικούσαν τρεις πάπες, ο Βενέδικτος Θ’, ο Γρηγόριος Στ’ και ο Σιλβέστρος Γ’, ο οποίος τον είχε αντικαταστήσει ως εκλεκτός του ρωμαϊκού λαού, την περίοδο της εξορίας του. Τελικά επενέβη ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος Γ’ (1039-1056) για άλλη μια φορά και όρισε ως πάπα τον Κλήμη Β’, κατά κόσμο Suidger από το Hornburg της Κάτω Σαξονίας.
Ο Κλήμης Β’ πέθανε τον Οκτώβριο του 1047, οπότε και επανήλθε ο Βενέδικτος, μέχρι που συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα το 1048, και αντικαταστάθηκε από τον Δάμασο Β’, πριν Poppo επίσκοπο Brixen. Και αυτός δεν επέζησε για πολύ. Πέθανε το 1049 με τις φήμες να οργιάζουν ότι δηλητηριάστηκε από άνθρωπο του Χίλντεμπραντ, μετέπειτα πάπα Γρηγορίου του Ζ’.
Τον Κλήμη διαδέχθηκε ο Λέοντας Θ’ (1048-1054), γνωστός ως Μπρούνο του Eguisheim-Dagsburg, Γερμανός αριστοκράτης. Πρόκειται για τον άνθρωπο που κατάφερε το μοιραίο πλήγμα στις σχέσεις της Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, το Σχίσμα του 1054. Το 1053 οι Νορμανδοί νίκησαν τις δυνάμεις του πάπα στην μάχη του Σιβιτάτε (15 Ιουνίου). Συνέλαβαν τον ίδιο σε μια υποτιθέμενη αιχμαλωσία και τον απελευθέρωσαν το 1054, μετά από διαπραγματεύσεις. Δεν είναι γνωστό τι συζητήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές, αλλά αμέσως μετά την απελευθέρωσή του οι Νορμανδοί κατέλαβαν τις βυζαντινές επαρχίες της Απουλίας και Καλαβρίας, ενώ ο πάπας προχώρησε στο Σχίσμα.
Ο διάδοχος του Λέοντα, Βίκτωρ ο Β’ (1055-1057), καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Σουαβίας. Ήταν προσωπική επιλογή του Χίλντεμπραντ και ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης με την συναίνεση του Ερρίκου Γ’. Πριν διετέλεσε επίσκοπος Άϊχστατ. Αυτόν διαδέχθηκε ο Στέφανος Θ’, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Λωρραίνης με το όνομα Φρειδερίκος. Ο Στέφανος πέθανε το 1058 και ξεκίνησε πάλι διαμάχη για την διαδοχή, καθώς ο Χίλντεμπραντ πρότεινε τον Νικόλαο Β’, ενώ ο ρωμαϊκός λαός προτιμούσε τον Βενέδικτο Ι’ (Ιωάννης Μίνκιος). Τελικά ο Χίλντεμπραντ επικαλέστηκε την συναίνεση της βασιλομήτορος Αγνής, επιτρόπου του ανήλικου Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ (1056-1105) κι επέβαλε ως πάπα τον Νικόλαο Β’ (1059-1061).
Ο Ρωμαίος πάπας Βενέδικτος αναγκάστηκε να καταφύγει στο καστέλο του Γεράρδου της Γαλέρια. Ο Νικόλαος κάλεσε τους Νορμανδούς κι εκστράτευσε εναντίον του. Οι Νορμανδοί νίκησαν τους Ρωμαίους και ανάγκασαν τον Βενέδικτο να παραιτηθεί και ν’ αποσυρθεί στα οικογενειακά του κτήματα. Αργότερα, τον συνέλαβε ο Χίλντεμπραντ και τον φυλάκισε. Για να επιτύχει την βοήθεια των Νορμανδών, ο Νικόλαος παραχώρησε στον Ροβέρτο Γυισκάρδο τα δουκάτα της Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας, και στον Ριχάρδο της Αβέρσα το πριγκιπάτο της Καπύης. Έτσι, έμμεσα αναγνωρίζονταν και χρησιμοποιούνταν η «ψευδο-κωνστανίνια δωρεά», ως πηγή γαιοκτητικού δικαιώματος, καθότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει ο πάπας κάτι που δεν του άνηκε. Οι Νορμανδοί έπρεπε να καταλάβουν τις εναπομείνασες ελεύθερες βυζαντινές επαρχίες για να επικυρώσουν τον τίτλο τους. Από την άλλη ο Χίλντεμπραντ προετοίμαζε την ισχυρή νορμανδική συμμαχία, που θα του επέτρεπε αργότερα να διαρρήξει τις σχέσεις του με τους Γερμανούς και να προχωρήσει στην εκπλήρωση των παποκαισαρικών του βλέψεων.
Η νίκη επί των Ρωμαίων, με αφορμή την διαμάχη για την κατάληψη της Αγίας Έδρας, έδωσε το έναυσμα για την αλλαγή της διαδικασίας εκλογής του πάπα. Ενώ μέχρι τότε το κολλέγιο των καρδιναλίων της Ρώμης ήταν το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο εξασφάλιζε ότι στον θρόνο θ’ ανέλθει Ρωμαίος ποντίφικας, οπότε αναγκάζονταν οι Γερμανοί να επέμβουν για να επιβάλουν τους δικούς τους, ύστερα από μακρά θητεία Γερμανών ή γερμανόφιλων παπών, οι Ρωμαίοι καρδινάλιοι αντικαταστάθηκαν από Φράγκους. Έτσι, σε σύνοδο που συγκάλεσε ο πάπας Νικόλαος Β’ στην βασιλική του Λατεράνου, αποφασίστηκε οι πάπες να εκλέγονται μέσα από το κολλέγιο των καρδιναλίων, οπότε εξασφαλίστηκε μια και καλή, ότι δεν επρόκειτο να ξαναεκλεγεί πάπας, προερχόμενος από τον ρωμαϊκό λαό.
Με τον νέο εκλογικό νόμο ο Χιλντεμπραντ μπόρεσε να ορίσει νέο πάπα το 1061, τον Αλέξανδρο Β’ (1061-1073, Anselmo da Baggio), πρώην επίσκοπου της Lucca, χωρίς την συναίνεση του Γερμανού αυτοκράτορα. Αλλά οι Γερμανο-Λομβαρδοί επίσκοποι, όσοι παρέμεναν ακόμη πιστοί στον γερμανικό καισαροπαπισμό, εξέλεξαν δικό του πάπα, τον Ονώριο Β’ (1061-1072). Με την βοήθεια των γερμανικών στρατευμάτων εκδιώχθηκε ο Αλέξανδρος και ο Ονώριος έλαβε την Έδρα. Στην συνέχεια, ο Αρχιεπίσκοπος Κολωνίας, Anno, εκδίωξε την βασιλομήτορα Αγνή, ανέλαβε την αντιβασιλεία και επανέφερε τον Αλέξανδρο, ωστόσο ο Ονώριος διατήρησε τον τίτλο μέχρι τον θάνατό του. Επί Αλεξάνδρου Β’ αφαιρέθηκε το Αλληλούια από το λατινικό τυπικό των ακολουθιών της Μ. Σαρακοστής.
Τον Αλέξανδρο διαδέχθηκε ο Χίλντεμπραντ της Σοβάνα, ο γνωστός Γρηγόριος Ζ’ (1073-1085), ο άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια της παπικής παντοδυναμίας με το πρόσχημα της μεταρρύθμισης.
Τα γεγονότα που περιγράφονται στο παραπάνω κεφάλαιο είναι ευρύτερα γνωστά και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες παραπομπές. Προτείνεται ενδεικτικά ως βιβλιογραφία, το πολύτομο έργο του Φερδινάνδου Γρηγορόβιου, Geschichte der Stadt Rom im Mittelalter, Στουτγάρδη 1859-1872, παλαιό μεν αναντικατάστατο δε, και εύκολα προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Έχει κυκλοφορήσει και σε αγγλική μετάφραση από την Annie Hamilton και πρόσφατα επανεκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Cambridge (2010). Η περίοδος στους τόμους 3 & 4.
6.2.3. Γρηγοριανή μεταρρύθμιση ή δικτατορία του πάπα;
Το 1075 μ.Χ. ξεκινά τυπικά η προσπάθεια του Γρηγορίου Ζ’ για την επιβολή του παποκαισαρισμού στην Δύση, με την έκδοση της Dictatus Papae. πρόκειται, ουσιαστικά, για την εξαγγελία της παπικής κοσμικής εξουσίας, όχι μόνο ως αντίβαρο στον καισαροπαπισμό των Φράγκων, αλλά και ως αυτόνομη ενέργεια, με σκοπό την επιβολή του πάπα ως πολιτικού ηγέτη και μάλιστα με εξουσία ανώτερη των κοσμικών αρχόντων. Παρατίθεται το κείμενο της Dictatus σε μετάφραση για να σχηματίσει ο αναγνώστης προσωπική άποψη και ν’ αποφευχθούν μακροσκελείς αναλύσεις.
Dictatus Papae
1. Ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε μόνο από τον Θεό.
2. Ότι μόνο ο Ρωμαίος ποντίφικας μπορεί να ονομάζεται οικουμενικός.
3. Ότι μόνο αυτός μπορεί να καθαιρεί και να επαναφέρει επισκόπους.
4. Ότι σε μια σύνοδο ο λεγάτος του, ακόμη και αν είναι μικρότερου βαθμού, είναι υπεράνω των επισκόπων, και μπορεί να περάσει απόφαση καθαίρεσης αυτών.
5. Ότι ο πάπας μπορεί να καθαιρέσει απόντες.
6. Ότι μεταξύ άλλων δεν πρέπει να μένουμε στην ίδια οικία με τους αφορισμένους από αυτόν.
7. Ότι μόνο σε αυτόν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, να εκδίδει καινούργιους νόμους, να ορίζει νέες συνάξεις (σ.σ. εδώ εννοεί ότι μπορεί να καθορίζει νέες επισκοπές κατά το δοκούν), να μετατρέπει ένα ηγουμενείο σε αβαείο˙ από την άλλη να διαιρεί μια πλούσια επισκοπή και να ενώνει φτωχές.
8. Ότι μόνο αυτός μπορεί να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα.
9. Ότι όλοι οι πρίγκιπες οφείλουν να φιλούν το πόδι του πάπα.
10. Ότι μόνο το όνομά του μπορεί να μνημονεύεται στις εκκλησίες.
11. Ότι αυτό είναι το μοναδικό όνομα στον κόσμο.
12. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να καθαιρεί αυτοκράτορες.
13. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να μεταθέτει επισκόπους αν είναι ανάγκη.
14. Ότι έχει την εξουσία να διορίζει νοτάριους σε όποια εκκλησία επιθυμεί.
15. Ότι αυτός που διορίζεται από αυτόν μπορεί να προεδρεύει σε άλλη εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να κατέχει υποδεέστερη θέση˙ και ότι ο τοιούτος δεν μπορεί να λάβει ανώτερο βαθμό από κανέναν επίσκοπο.
16. Ότι καμιά σύνοδος δεν μπορεί να ονομαστεί οικουμενική χωρίς την άδειά του.
17. Ότι κανένα κεφάλαιο και κανένα βιβλίο δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονικό χωρίς την έγκρισή του.
18. Ότι μια απόφαση που εκδόθηκε από αυτόν δεν μπορεί ν’ ανακληθεί από κανέναν˙ και ότι μόνο αυτός μπορεί να την ανακαλέσει.
19. Ότι αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν.
20. Ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει κάποιον που εγκαλείται την αποστολική έδρα.
21. Ότι σ’ αυτήν πρέπει να αναφέρονται οι πιο σημαντικές υποθέσεις κάθε εκκλησίας.
22. Ότι η εκκλησία της Ρώμης δεν έσφαλε ποτέ˙ ούτε θα σφάλει στον αιώνα, φέροντας την μαρτυρία της Αγίας Γραφής.
23. Ότι ο Ρωμαίος ποντίφικας, αν είναι κανονικά διορισμένος, έχει γίνει αναμφίβολα άγιος από τα δικαιώματα του αγίου Πέτρου˙ φέρεται ως μάρτυρας ο άγιος Εννόδιος, επίσκοπος Παβίας, και πολλοί άγιοι πατέρες που συμφωνούν μαζί του. Όπως περιέχεται στις διατάξεις του αγίου πάπα Σύμμαχου.
24. Ότι με εντολή και συμφωνία του, μπορεί να είναι νόμιμο για τους υφισταμένους του να φέρνουν τις κατηγορίες.
25. Ότι μπορεί να εκθρονίζει και να επανατοποθετεί επισκόπους χωρίς σύνοδο.
26. Ότι, όποιος δεν συμφωνεί με την εκκλησία της Ρώμης, δεν πρέπει να θεωρείται καθολικός.
27. Ότι μπορεί ν’ απαλλάσσει υπηκόους από τον όρκο πίστης τους σε μοχθηρούς ανθρώπους[4].
Με την Dictatus papae τίθενται τα θεμέλια της κοσμικής εξουσίας του πάπα. Το παπικό κράτος ιδρύθηκε τον ΙΑ’ αι. με συγκεκριμένες και ξεκάθαρες διακηρύξεις και ενέργειες του παπισμού, όχι στο ομιχλώδες τοπίο του Η’ αι., όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι δυτικοί. Ταυτόχρονα, κατοχυρώνονται το παπικό πρωτείο, το αλάθητο, και το έκκλητο.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να καθορίζεται η διοικητική αρμοδιότητα του πάπα εντός της δυτικής Εκκλησίας, να ξεκαθαρίζουν οι σχέσεις του παπισμού με τον εαυτό του. Για τις σχέσεις με την Ανατολή, αρχικά δεν γίνεται συζήτηση, διότι αυτές είχαν διακοπεί ήδη από το 1054. Στην συνέχεια, μέσω των ενωτικών ψευτοσυνόδων, και σήμερα μέσω του Οικουμενισμού, οι πάπες προσπαθούν να πετύχουν την αναγνώριση των αξιώσεών τους και από την Ανατολή.
Αλλά αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος. Ο πάπας αξιώνει την αρμοδιότητα εκτός από επισκόπους να ανεβοκατεβάζει και βασιλιάδες. Οι αξιώσεις αυτές οδήγησαν βραχυπρόθεσμα στην Έριδα της Περιβολής, μεσοπρόθεσμα στον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας – οι παπικοί, βέβαια, ρίχνουν την ευθύνη για τον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην πολυγαμία του Ερρικού Η’ Τυδώρ, αλλά αυτή έδωσε το έναυσμα των εξελίξεων - και την υποστήριξη του Λουθηρανισμού από τους Γερμανούς βασιλείς, μακροπρόθεσμα στο αίτημα για την εκκοσμίκευση του Κράτους και στις διαταραγμένες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας με την σημερινή μορφή, όπως εξηγεί ο Πρωτοπρσβυτέρου Θεόδωρος Ζήσης στην εργασία του: Εκκλησία και Πολιτεία.
Είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι η εξουσία του πάπα επιβλήθηκε με την έκδοση ενός διατάγματος. Χρειάστηκαν μακροχρόνιοι, μακραίωνοι αγώνες από όλους τους πάπες και πολλά συμπληρωματικά διατάγματα και αποφάσεις δυτικών συνόδων προς αυτή την κατεύθυνση. Στο θέμα του Παποκαισαρσιμού πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Για όσο χρονικό διάστημα η εκκλησία της Ρώμης διατηρούσε την αποστολικότητά της, οι σχέσεις του Sacerdotium και του Regnum, παρέμεναν σε επίπεδο ιδεολογίας, όπως είχαν καθοριστεί από την επιστολή του πάπα Γελάσιου στον αυτοκράτορα Αναστάσιο:
«Υπάρχουν δύο πράγματα, σεβαστέ αυτοκράτορα, από τα οποία κυβερνάται αυτός ο κόσμος: η αγιασμένη εξουσία των ποντίφικων και η βασιλική δύναμη. Όσο αφορά την μεταξύ τους σχέση, η βαρύτητα των ιερέων είναι μεγαλύτερη τόσο, όσο, κατά την θεία κρίση, θα λογοδοτήσουν ακόμη και για τις ψυχές των ίδιων των βασιλέων. Και πραγματικά, εξοχότατε υιέ, γνωρίζεις ότι, αν και μέσω του αξιώματός σου κυβερνάς την ανθρωπότητα, παρ’ όλα αυτά κλίνεις τον αυχένα με σεβασμό σ’ αυτούς που διαχειρίζονται τα θεία. Ζητάς απ’ αυτούς τα μέσα της σωτηρίας σου, και αναγνωρίζεις ότι ως εκ τούτου, λαμβάνοντας και διαθέτοντας τα θεία μυστήρια όπως πρέπει, οφείλεις να υποτάσσεσαι στην εκκλησιαστική τάξη και όχι να διατάζεις. Σ’ αυτά τα θέματα πρέπει να βασίζεσαι στην κρίση τους και όχι να προσπαθείς να επιβάλεις την άποψή σου[5].»
Αυτή ήταν η λεγόμενη θεωρία των δύο ξιφών κι έθετε την προτεραιότητα της αρμοδιότητας του sacerdotium σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με την Dictatus Papae και άλλα διατάγματα του πνεύματος της «γρηγοριανής μεταρρύθμισης», ο παπισμός προσπάθησε να επιβάλει την ανωτερότητα της αρμοδιότητάς του και σε κοσμικά ζητήματα, πέρα των εκκλησιαστικών.
Από τον Γρηγόριο Ζ’ και μετά ξεκινά μια νέα παπική οπτική επί του θέματος, όπως φαίνεται και μέσα από την αλληλογραφία του με τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’. Για τον Γρηγόριο, οι δύο εξουσίες, κοσμική και εκκλησιαστική, είναι όπως δύο μάτια ενωμένα σε ένα σώμα, μόνο που το σώμα αυτό είναι η Εκκλησία[6]. Η εξουσία του πάπα έχοντας ως πηγή την εξουσία του Πέτρου, είναι ανώτερη της εξουσίας οποιουδήποτε βασιλιά, οπότε κάθε κοσμικός ηγέτης οφείλει να υποτάσσεται στην εξουσία του πάπα. Στην τελευταία επιστολή με αποδέκτη τον Ερρίκο Δ’ πριν την έναρξη της «Έριδας της Περιβολής», ο Γρηγόριος καλεί τον αυτοκράτορα να τον υπακούσει, όπως θα υπάκουε στον ίδιο τον απόστολο Πέτρο[7].
Η Περιβολή ήταν ένα παραπροϊόν του θεσμού της χωροδεσποτείας που ανάγονταν στην εποχή της κατάκτησης των δυτικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Μεροβίγγειους και της προσπάθειάς τους να ελέγξουν την Εκκλησία. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επίσης από τους Καρολίγγειους και όλους τους διαδόχους τους. Περιβολή ήταν το δικαίωμα του φεουδάρχη να επικυρώνει την εκλογή των επιχώριων επισκόπων και ηγουμένων. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών που δεν ελέγχονταν από τοπικούς κτήτορες εκλέγονταν από την σύναξη των μοναχών της μονής, ενώ οι επίσκοποι από τον τοπικό κλήρο. Και οι δύο, ηγούμενοι και επίσκοποι, για να ασκήσουν την εξουσία τους, έπρεπε να εγκριθούν από τον λαό, αλλά ως «λαός» λογίζονταν ο τοπικός φεουδάρχης ή ο βασιλιάς κατά περίπτωση.
Όπως οι φεουδάρχες, για ν’ αναλάβουν τ’ αξιώματα και τα φέουδά τους περιβάλλονταν το αξίωμα και τις γαίες μέσα από μια τελετή, κατά την διάρκεια της οποίας παραλάμβαναν από τον επικυρίαρχο ένα κλαδί ή ένα σβώλο χώματος κι έδιναν όρκο πίστης, έτσι και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι αναλάμβαναν την επισκοπή ή το μοναστήρι, μετά από την τελετή της περιβολής (investitura), κατά την οποία παραλάμβαναν τα σύμβολα του αξιώματός τους. Αυτά ήταν το δακτυλίδι, σύμβολο του αρραβώνα με τον Χριστό, και η ποιμαντορική ράβδος.
Οι Γερμανοί βασιλείς θεωρούσαν εαυτούς χειροτονημένους βασιλείς και παρέδιδαν οι ίδιοι την ράβδο στους επισκόπους. Σ’ αυτό ο Ερρίκος ο Γ’ (1039-1056) πρόσθεσε και το χρίσμα. Στην συνέχεια οι επίσκοποι χειροτονούνταν από τον Αρχιεπίσκοπο. Με την πάροδο του χρόνου η εκλογή από τον κλήρο ή την αδελφότητα της μονής παραμερίσθηκε και οι επίσκοποι και ηγούμενοι εκλέγονταν και περιβάλλονταν από τον τοπικό φεουδάρχη. Αν πάλι κάποιος υποψήφιος εκλέγονταν αλλά δεν περιβάλλονταν θεωρούνταν μεν «εψηφισμένος», χωρίς όμως να μπορεί ν’ αναλάβει καθήκοντα[8].
Η «περιβολή» ήταν θεσμός ζωτικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία του φεουδαρχικού συστήματος. Αρχικά επέτρεψε την κατάληψη της διοίκησης της εκκλησίας από τους Φράγκους στις επικράτειές τους. Οι Φράγκοι ηγεμόνες έβλεπαν το θέμα καθαρά εθνοφυλετικά. Στις περιοχές τους μόνο Φράγκοι επίσκοποι και ηγούμενοι επιτρέπονταν, όχι Ρωμαίοι. Στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα έβρισκαν διέξοδο ικανοποίησης των φιλοδοξιών τους οι άκληροι απόγονοι της αριστοκρατίας. Μέσω της περιβολής οι γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών μπορούσαν να διοριστούν επίσκοποι και ηγούμενοι και ν’ αναλάβουν της εκκλησιαστικές γαίες, την στιγμή που οι πρωτότοκοι αναλάμβαναν την οικογενειακή περιουσία. Μέσω των εκκλησιαστικών αξιωμάτων εξασφαλίζονταν η διπλή άσκηση εξουσίας, κοσμικής και εκκλησιαστικής, επί των κατακτημένων Ρωμαίων.
Όταν πια και η εθναρχία της Ρώμης πέρασε στα χέρια των Φράγκων, οι Γερμανοί πάπες θεώρησαν ότι είχε έρθει η στιγμή ν’ αντικαταστήσουν του κοσμικούς άρχοντες στην άσκηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Αν ο Γρηγόριος Ζ’ κατάφερνε να οικειοποιηθεί την περιβολή, τότε αφενός απάλλασσε την εκκλησία από την κοσμική εξάρτηση (Καισαροπαπισμός) και δια της προωθήσεως στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις ανθρώπων άμεσα εξαρτημένων από τον πάπα, μπορούσε να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την άσκηση κοσμικής εξουσίας από τον επίσκοπο Ρώμης (Παποκαισαρισμός). Ταυτόχρονα περιχαρακώνονταν η εκκλησιαστική περιουσία, ώστε σταδιακά να περάσει στον έλεγχο της Ρώμης.
Όπως το έβλεπε ο πάπας, όλη η γη ήταν φέουδο, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Θεό, μέσω του αποστόλου Πέτρου, σ’ αυτόν. Όντας, λοιπόν, ο απόλυτος επικυρίαρχος μπορούσε κατά την παπική πολιτική ιδεολογία, να χρίει ή να εκθρονίζει βασιλιάδες, παραχωρώντας τις κρατικές γαίες σ’ αυτούς. Αυτή η πολιτική ιδεολογία αν εφαρμόζονταν στεγνά, θα καταργούσε τα Κράτη. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις Εκκλησίας και Πολιτείας επί του θέματος αποσκοπούσαν στο να βρεθεί η φόρμουλα εφαρμογής του Παποκαισαρισμού χωρίς να κινδυνεύει η κρατική υπόσταση της δυτικής Ευρώπης. Άρα οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις του Γρηγορίου Ζ’ και των διαδόχων του δεν ήταν τόσο αγνές, όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι παπικοί. Με την γρηγοριανή μεταρρύθμιση ξεκίνησε η δικτατορία του πάπα. Η συγκέντρωση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο, όπως ο πάπας, συνιστά θεοκρατία. Για τον λόγο αυτό ο παπισμός είναι ένα θεοκρατικό καθεστώς.
6.2.4 Σιμωνία
Άμεση απόρροια της Περιβολής ήταν η σιμωνία. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα πουλιούνταν και αγοράζονταν με τους φεουδάρχες και τους βασιλείς να είναι οι άμεσοι αποδέκτες μιας διόλου ευκαταφρόνητης ωφέλειας.
Η Σύνοδος της Rouen το 1050 διαμαρτυρήθηκε για την συνήθεια των φιλόδοξων ανθρώπων να εξαγοράζουν τις επισκοπές, προσφέροντας πλούσια δώρα στους πρίγκιπες. Ωστόσο, δεν μπορούσε να προτείνει θεραπεία[9].
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Α’ (1027-1060) ήταν διάσημος για την πώληση των επισκοπών. Αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία του Guibert de Nogent (1055-1124), Βενεδικτίνου μοναχού, ιστορικού και θεολόγου:
«Ο Ελινάνδος, άνθρωπος από πολύ φτωχή οικογένεια, χωρίς γραμματικές γνώσεις, μοχθηρή προσωπικότητα, μέσω της συντυχίας του με τον Βάλτερ, τέως κόμη Pontoise, από του οποίου την επαρχία προέρχονταν, κέρδισε την ευμένεια του Εδουάρδου[10], βασιλιά της Αγγλίας, του οποίου η γυναίκα είχε κάποιου είδους συγγένειας με αυτόν τον κόμη, κι έγινε ο θαλαμηπόλος του βασιλιά, εν μέρει διότι είχε κάποια φράγκικη καλλιέργεια. Ο Άγγλος βασιλιάς τον έστελνε συχνά ως αντιπρόσωπο στον Ερρίκο, βασιλιά της Φραγκίας. Από αυτόν τον βασιλιά, ο οποίος ήταν φιλάργυρος και ενέδιδε στην πώληση των επισκοπών, με πλούσιες δωροδοκίες και δώρα, απέσπασε υπόσχεση ότι με τον θάνατο οποιουδήποτε Φράγκου επισκόπου θα έπαιρνε την επισκοπή. Διότι από την θέση του ως θαλαμηπόλου του βασιλιά και της βασίλισσας, αφθονούσε σε πλούτο, όπως η Αγγλία εκείνο τον καιρό και είχε συγκεντρώσει βουνά από χρήμα, οπότε η ευκαιρία της δωροδοκίας τον ευνοούσε, ώστε να κερδίσει την προσοχή του βασιλιά Ερρίκου[11].»
Τελικά πέτυχε ν’ αγοράσει την θέση επισκόπου στην Laon. Τα παραδείγματα είναι δειγματοληπτικά. Σε καμιά περίπτωση δεν φθάνουν να καλύψουν την έκταση της διαφθοράς και της σιμωνίας στις επαρχίες των Φράγκων.
Ο τρόπος της κάλυψης των εκκλησιαστικών θέσεων ήταν καθαρά ωφελιμιστικός και βέβαια, άρρηκτα συνδεδεμένος με τον θεσμό της φεουδαρχίας. Στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις προωθούνταν μέλη της αριστοκρατίας ήδη από την εποχή του στρατοκρατικού καθεστώτος των Μεροβίγγιων, όταν οι βάρβαροι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι έτσι μπορούν να οικειοποιηθούν την εκκλησιαστική περιουσία. Ακόμη πιο σκληρή στάση έναντι της εκκλησιαστικής περιουσίας έδειξαν οι Καρολίδες με πρώτο τον Κάρολο Μαρτέλο. Στις επισκοπικές θέσεις προωθούνταν άκληροι γόνοι αριστοκρατών, ώστε ν’ αποφεύγονται κληρονομικές αντιδικίες. Η οικογενειοκρατία είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις τον ΙΒ’ αι. ώστε ο Petrus Cantor έγραψε ότι αν αυτοί που είχαν προαχθεί λόγω συγγένειας αναγκάζονταν να παραιτηθούν, τότε θα καταστρέφονταν η εκκλησία[12]. Για το θέμα ο H.C. Lea παρατηρεί:
«Τα πλούσια αβαεία και οι πανίσχυρες επισκοπές ήταν σε ζήτηση ως κατάλληλα για την προώθηση των νεώτερων γιων των αριστοκρατικών οικογενειών, ή για την αύξηση της επιρροής των μεγάλων Οίκων. Με τέτοιες μεθόδους, όπως είδαμε, περνούσαν στα χέρια αυτών, των οποίων η μόρφωση ήταν στρατιωτική παρά θεολογική[13].»
Τα εκκλησιαστικά αξιώματα ήταν μια πολύ προσοδοφόρα επένδυση. Ο επίσκοπος, ο οποίος είχε καταβάλει ένα πολύ σημαντικό ποσό για την απόκτηση της θέσης του, περίμενε να ωφεληθεί ανταποδοτικά από αυτήν. Έτσι κι αυτός με την σειρά του πωλούσε τα κατώτερα ιερατικά αξιώματα, χωρίς να εξετάζει τα προσόντα του αγοραστή, ή προωθούσε συνακόλουθα δικούς του συγγενείς. Συνήθως από τους κατώτερους εκκλησιαστικούς βαθμούς ξεκινούσαν την καριέρα τους οι γόνοι των ευγενών σε τρυφερή ηλικία. Ακόμη και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, άγιος κατά τους παπικούς, αν και μεταρρυθμιστής, δεν αρνήθηκε να προωθήσει τον ανιψιό του φίλου του επισκόπου της Auxere, στον οποίο ο επίσκοπος πεθαίνοντας άφησε ως κληρονομιά επτά εκκλησίες[14]. Αργότερα μετανόησε και αναγνώρισε το σκάνδαλο.
Μεγαλύτερο κέρδος αποκόμιζε το παπικό ιερατείο από την πώληση των μυστηρίων και βέβαια, από την εκμετάλλευση της μετάνοιας και της άφεσης αμαρτιών. Αναφέρεται από τον Καισάριο (1180-1240), κιστερκιανό μοναχό του αβαείου στο Heisterbach, το εξής περιστατικό:
«Κοντά στην Soest, πόλη της αρχιεπισκοπής της Κολονίας, κάποιος ιερέας, με το όνομα Εϊνάρδος, ήταν προϊστάμενος της ενορίας˙ μορφωμένος άνθρωπος, αλλά χωρίς φόβο Θεού. Καθώς πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ήρθε σ’ αυτόν κάποιος ενορίτης κι εξομολογήθηκε ότι δεν κρατήθηκε μακριά από την γυναίκα του την περίοδο της νηστείας. Ο ιερέας τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντας ότι η ιερή αυτή περίοδος ήταν αφιερωμένη στην προσευχή, την νηστεία, την εγκράτεια και στα άλλα καλά έργα, και πρόσθεσε: “Για την ικανοποίηση αυτής της αμαρτίας σε κανονίζω να μου φέρεις δεκαοχτώ δηνάρια, ώστε να κάνω δεκαοχτώ Θείες Λειτουργίες για την εξιλέωση της ενοχής σου”. Ο μετανοών υποσχέθηκε να τα φέρει. Όπως έφευγε, άλλος ενορίτης ήρθε για εξομολόγηση, και όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι είχε φυλάξει την εγκράτεια σε όλη την διάρκεια της νηστείας˙ οπότε ο ιερέας είπε: “Έκανες μεγάλο σφάλμα που κρατήθηκες μακριά από την γυναίκα σου τόσο πολύ˙ θα μπορούσε να έχει συλλάβει, και η αποχή το κάνει αδύνατο”. Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε, πράγμα επόμενο διότι ήταν απλός τύπος, και ρώτησε τι πρέπει να κάνει, για να εξιλεωθεί. Ο εξομολόγος απάντησε: “Πρέπει να μου φέρεις δεκαοκτώ δηνάρια, και θα εξευμενίσω τον Θεό με ισάριθμες Θείες Λειτουργίες»˙ ο άλλος υποσχέθηκε ότι την συγκεκριμένη μέρα θα φέρει τα χρήματα. Λίγες μέρες αργότερα συνέβη με την Πρόνοια του Θεού, οι δύο άνδρες να πάνε την ίδια ώρα στο παζάρι, καθένας με ένα σακί από την παραγωγή, και ένας από τους σάκους έπεσε από το άλογο σε μια στροφή του δρόμου, μέσα στη λάσπη. Όταν ο άλλος πήγε να βοηθήσει τον συνοδοιπόρο του, ο τελευταίος φώναξε θυμωμένα: “Είθε ο διάβολος να ξεπληρώσει τον ιερέα μας, διότι αυτός μου προκάλεσε όλα τα προβλήματα”. Ο σύντροφος ρώτησε τί εννοούσε, και αυτός απάντησε: “Του εξομολογήθηκα ότι υπήρξα ακρατής και μου έβαλε κανόνα που με αναγκάζει να πουλήσω την σοδειά μου πρόωρα για να του πάω τα χρήματα που απαιτεί”. Ο άλλος του αποκρίθηκε: “Τι ακούω; Εγώ του εξομολογήθηκα το αντίθετο, κι όμως με τιμώρησε με τον ίδιο κανόνα˙ εξαιτίας αυτού πάω τώρα στο παζάρι˙ σίγουρα ο ιερέας μας είναι παλιάνθρωπος”. Όταν έφθασαν στην πόλη πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον κοσμήτορα της εκκλησίας του αγίου Πάτροκλου και τον ντρόπιασαν. Βλέπεις, πως αν υπήρχε φόβος Θεού σε αυτόν τον ιερέα, δεν θα βρίσκονταν ένοχος αυτής της αισχρής κατηγορίας, να μετατρέπει τις εξομολογήσεις σε κέρδος προς όφελός του[15];»
Ο Petrus Cantor παρομοίαζε τους ιερείς της εποχής του, αυτούς που πωλούσαν την Θεία Λειτουργία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, με τον Ιούδα που πώλησε τον Ατίμητο έναντι τριάκοντα αργυρίων[16].
Εξαιρετικά ωφέλιμος ήταν ο φόβος του πουργατόριου. Η εκκλησία της ενορίας του θανόντος είχε θεσμοθετημένα δικαιώματα επί της περιουσίας του. Το 1170 μ.Χ. ο πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) αποφάσισε ότι κανένας δεν μπορούσε να συντάξει έγκυρη διαθήκη χωρίς την παρουσία του ιερέα της ενορίας του[17]. Σε κάποιες περιοχές γραμματικοί, οι οποίοι συνέτασσαν διαθήκες παρουσία του ιερέως, αφορίζονταν και στον νεκρό αρνούνταν την εξόδιο ακολουθία.
Μόνιμη πηγή εσόδων στα εκκλησιαστικά ταμεία του παπισμού ήταν η δεκάτη. Όταν ο Γρηγόριος ο Α’ αποφάσισε τα έσοδα να μοιράζονται σε τέσσερα μέρη – στον επίσκοπο, στο ενοριακό ιερατείο, στους φτωχούς, στη συντήρηση των εκκλησιών – μιλούσε για την διαχείριση των δωρεών[18]. Η δεκάτη έγινε φόρος επί Καρλομάγνου με καπιτουλάριο του 799 μ.Χ.[19]. Έκτοτε εκδόθηκαν πολλά διατάγματα σχετικά με το θέμα, διαφοροποιώντας τον φόρο ανά περιοχή και εποχή, ώστε η δεκάτη είναι αντικείμενο πολύπλευρης έρευνας της οικονομικής ιστορίας του Μεσαίωνα και δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες γραμμές. Ενδιαφέρον για την ιστορία παρουσιάζει η Δεκάτη του Σαλαντίν, που σκοπό είχε να ενισχύσει τα οικονομικά της Γ’ Σταυροφορίας. Έκτοτε (1188) την δεκάτη εισέπραττε το κράτος:
«1. Κάθε άτομο θα δώσει σε δωρεά ένα δέκατο των προσόδων του και της κινητής περιουσίας του για την κατάκτηση της γης της Ιερουσαλήμ˙ εκτός από τον οπλισμό, τα άλογα, και την ενδυμασία των ιπποτών και ομοίως για τα άλογα, τα βιβλία, την ενδυμασία, τις στολές και τα εκκλησιαστικά σκεύη του ιερατείου και εκτός από τους πολίτιμους λίθους που ανήκουν στον κλήρο ή τον λαό.
2. Τα χρήματα ας συγκεντρωθούν σε κάθε ενορία, παρουσία του ιερατικού προϊστάμενου και του πρωτοπρεσβύτερου της επισκοπής και ενός Ναΐτη και ενός Οσπιτάλιου και ενός υπαλλήλου του βασιλιά και ενός βασιλικού γραμματέα και ενός υπαλλήλου και γραμματέα του βαρώνου, και ενός γραμματέα του επισκόπου˙ και ας αφορίσουν οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι και οι πρωτοπρεσβύτεροι κάθε ενορίας όποιον δεν πληρώσει την νόμιμη δεκάτη, παρουσία και εν γνώσει αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω και οφείλουν να είναι παρόντες. Και αν κάποιος δώσει λιγότερα από τα ορισμένα, εν γνώσει αυτών, ας επιλεγούν από την ενορία 4 ή 6 νομιμόφρονες, οι οποίοι θα βεβαιώσουν ενόρκως ποια ποσότητα θα έπρεπε να δοθεί˙ και τότε θα είναι λογικό να προστεθεί το υπόλοιπο στον λογαριασμό του.
3. Αλλά οι ιερείς και οι ιππότες που ανέλαβαν τον σταυρό, δεν πρέπει να πληρώσουν την δεκάτη, εκτός από τα αγαθά τους και του κυρίου τους˙ και ότι οφείλουν οι άνδρες τους θα πρέπει να συλλεγεί για δική τους χρήση από τους ανωτέρω και να τους παραδοθεί ακέραιο.
4. Έτι περισσότερο, οι επίσκοποι σε κάθε ενορία της έδρας τους θα πρέπει ν’ ανακοινώσουν με επιστολές τα Χριστούγεννα και την εορτή του Αγ. Στεφάνου, και του Αγ. Ιωάννου, ότι όλοι πρέπει να συλλέξουν την αναφερθείσα δεκάτη πριν την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου˙ και την επόμενη μέρα και μετά καθένας θα πληρώνει παρουσία των ανθρώπων που αναφέρθηκαν, στον τόπου, στον οποίο κλήθηκε[20].»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη πληρωμή της δεκάτης θεωρούνταν αίρεση και επέσυρε την ποινή του αφορισμού[21].
Για τον Γρηγόριο τον Ζ’ η σιμωνία ήταν ένα από τα σοβαρά προβλήματα της παπικής εκκλησίας κι έπρεπε να λυθεί. Ακολουθούσε τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο και αναγνώριζε την σιμωνία σαν αίρεση με τρεις πτυχές: την σιμωνία των χεριών (a manu), όταν χρήματα άλλαζαν χέρια, την σιμωνία της εξυπηρέτησης (ab obsequio), όταν η ανάληψη μιας υποχρέωσης εξασφάλιζε την τοποθέτηση σε μια θέση ή την προαγωγή, και την σιμωνία του λόγου (a lingua), όταν προσφέρονταν η υποστήριξη, η υπόσχεση, η χάρη ως αντάλλαγμα[22]. Στις διακηρύξεις του έθεσε εαυτόν υπέρ της απαλλαγής της εκκλησίας από την σιμωνία:
«Αυτή η αγία Εκκλησία, η νύμφη του Χριστού, η κυρία και μητέρα μας, πρέπει να επιστρέψει στην πραγματική της δόξα, ελεύθερη, αγνή, και καθολική[23].»
Στην πραγματικότητα, σιμωνιακοί επίσκοποι για τον Γρηγόριο ήταν οι αντίπαλοί του. Ο Αρχιεπίσκοπος Γοδεφρείδος του Μιλάνου, που τόλμησε να λάβει ως σκλάβα την εκκλησία της πόλης και να την εκπορνεύσει[24]. Οι Γερμανοί επίσκοποι, όσοι τόλμησαν να του εναντιωθούν κατά την Έριδα της Περιβολής, έγιναν “symoniaca labe fedati[25]”. Ο Στέφανος, επίσκοπος Le Puy, ο οποίος αντικαταστάθηκε[26]. Η σιμωνία δεν πολεμήθηκε ποτέ ειλικρινά από τους πάπες, γι’ αυτό και δεν εξέλιπε από την παπική εκκλησία, όπως μαρτυρούν τα παραπάνω παραδείγματα, τα οποία είναι μεταγενέστερα της «μεταρρύθμισης». Ενώ δηλαδή οι άλλες «μεταρρυθμίσεις» εφαρμόστηκαν, όπως για παράδειγμα η αγαμία του κλήρου, η σιμωνία παρέμεινε, με την διαφορά ότι ωφελούνταν οι πάπες από αυτήν. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο διότι η σιμωνία αποτελούσε βαριά κατηγορία εναντίον των αντιπάλων τους, αλλά και διότι με τις διάφορες μορφές της ενίσχυε τα παπικά ταμεία.
Τον ΙΒ’ αιώνα η Hildegard von Bingen, αγία κατά τους παπικούς, μυστικίστρια, θεραπεύτρια, οραματίστρια, έγραψε:
«[Οι ιεράρχες] είναι βιαστές της εκκλησίας˙ η φιλαργυρία τους καταναλώνει ότι μπορεί ν’ αποκτήσει. Με τα αξιώματά τους μας κάνουν φτωχούς και μολύνουν εμάς και τον εαυτό τους[27].»
Η «μεταρρύθμιση» που οδήγησε πολύ κόσμο στην αγκαλιά της αίρεσης, ήταν η απόφαση του Γρηγόριου Ζ’ ότι τα μυστήρια των σιμωνιακών επισκόπων είναι άκυρα[28].
6.2.5. Η αγαμία του κλήρου
Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα επέδειξε ο Γρηγόριος Ζ’ στο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Ήδη οι προκάτοχοί του είχαν κάνει κάποιες κινήσεις στο θέμα, αλλά η συμβολή του Γρηγορίου αναγνωρίζεται από το σύνολο των χρονογράφων της εποχής, όπως ο Βερνάρδος της Κωνστάντσας[29], ένθερμος υποστηρικτής του Γρηγορίου[30], ο Όθωνας, επίσκοπος Freising[31], ο Γοδεφρείδος του Viterbo[32] κ.α.
Η πρώτη κίνηση του Γρηγόριου ήταν να στείλει μια επιστολή στον Gebhardt, Αρχιεπίσκοπο Salzburg, στην οποία τον καλεί να εφαρμόσει τους κανόνες που είχαν αποφασιστεί πριν λίγο καιρό στη Ρώμη και να τους επιβάλλει στον κλήρο του[33]. Η επιστολή θεωρείται εγκύκλιος, αν και έχει συγκεκριμένο αποδέκτη. Εστάλη τον Νοέμβριο του 1073. Το 1074 συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ένας κανόνας της συνόδου απαγόρευε τον γάμο στους κληρικούς και όριζε ότι κανένας δεν θα χειροτονούνταν στο μέλλον αν δεν ορκίζονταν αγαμία[34].
Παπικοί λεγάτοι εστάλησαν σε όλη την έκταση της δυτικής εκκλησίας για να μεταφέρουν τους κανόνες και το προσωπικό ενδιαφέρον του πάπα. Ισχυρές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν παντού. Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν τρελό. Ακόμη κι αυτοί που τον υποστήριζαν, συμφωνούσαν κι έλεγαν ότι τα μέτρα είναι ασύνετα, ενάντια στους κανόνες των Πατέρων, θα ξεσηκώσουν σκάνδαλα στην εκκλησία και θα κάνουν περισσότερη ζημιά από τις αιρέσεις[35]. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για την εξέταση του ζητήματος. Τρία ερωτήματα ενδιαφέρουν. Πρώτον ποιος ο λόγος για την επιβολή της αγαμίας, δεύτερον που οδήγησε η εφαρμογή της και τρίτον πως σχετίζεται με την κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων.
Έχει παρατηρηθεί ότι πρόθεση του Γρηγορίου ήταν να εμποδίσει την οικογενειοκρατία να εισβάλει στην εκκλησία και να μετατρέψει τον κλήρο σε κάστα ιερατική, ανάλογη της ινδικής. Αυτό είναι ελάχιστα πιθανό, διότι στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, στις θέσεις με την μεγαλύτερη εξουσία, ίσχυε ήδη η αγαμία. Μόνο στον κατώτερο κλήρο επιτρέπονταν ο γάμος στους ιερείς. Εξάλλου, όλους αυτούς τους αιώνες που δεν είχε επιβληθεί η αγαμία στον δυτικό κλήρο, δεν είχαν εμφανιστεί τα φαινόμενα, που υποτίθεται ότι ήθελε να παρεμποδίσει ο Γρηγόριος με το μέτρο αυτό.
Η αιτία πρέπει ν’ αναζητηθεί στη διακοπή των σχέσεων της παπικής εκκλησίας με τις υπόλοιπες αποστολικές εκκλησίες της Ανατολής, η οποία είχε οριστικοποιηθεί μόλις πρόσφατα, με το σχίσμα του 1054, και στην προσπάθεια διαφοροποίησής της. Μόλις πρόσφατα η Ρώμη και οι βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας είχαν προσαρτηθεί στην φράγκικη σφαίρα επιρροής, με τις κατακτήσεις των Νορμανδών. Στις επαρχίες αυτές ο πληθυσμός ήταν ορθόδοξος, και όσο ο κλήρος ήταν εμποτισμένος με την ορθόδοξη πνευματικότητα ο λαός δεν επρόκειτο να φραγκέψει. Το νέο μέτρο δηλαδή τη αγαμίας του κλήρου στρέφονταν ενάντια στον ορθόδοξο κλήρο. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς και από την απόφαση της συνόδου του 1074, όπου αποφασίστηκε ότι τα μυστήρια των έγγαμων ιερέων είναι άκυρα και παρακινούσε τον κόσμο ν’ απέχει από τους ναούς τους και τα μυστήριά τους, ήρε την ιερατική ασυλία και διέταξε τους κατά τόπους άρχοντες ν’ απομακρύνουν τους έγγαμους ιερείς από τους ναούς. Βέβαια, τα μέτρα άγγιζαν τους ιερείς σε όλη τη Δύση και προκάλεσαν την αντίδραση όλων, αλλά ο σκοπός του παπισμού ήταν να διαφοροποιήσει την θέση του από την Ανατολή και να υποταγεί άμεσα ο νεοκατακτηθείς βυζαντινός πληθυσμός.
Προειδοποιήσεις όπως αυτή του Θεοδώριχου της Ουτρέχτης, ότι τα νέα μέτρα θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ειρήνη της εκκλησίας, την ασφάλεια του κλήρου ακόμη και για την χριστιανική πίστη[36], δεν εισακούστηκαν. Οι φεουδάρχες περίμεναν καιρό αυτή την ευκαιρία της άρσης της εκκλησιαστικής ασυλίας, και κατάσχεσαν την εκκλησιαστική περιουσία διώχνοντας τους ιερείς. Ο Θεοδώριχος είχε δίκιο. Οι έγγαμοι ιερείς υπέστησαν διωγμούς, υπέστησαν εξορία, φτώχια, δημόσιους εξευτελισμούς, ακρωτηριάσεις από τους πουριτανούς λεγάτους του πάπα. Οι λιγότερο θαρραλέοι έδιωξαν φανερά τις γυναίκες τους και συνέχισαν να έχουν σχέσεις μαζί τους στα κρυφά. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται από ανώνυμο χρονογράφο, ο οποίος κατά τον εκδότη του έργου Edmund Martene πρέπει να ήταν ιερέας στην Treves[37].
Η πολιτική διάσταση των «μεταρρυθμιστικών μέτρων φαίνεται από το εξής περιστατικό. Στη Γερμανία ο σφετεριστής πρίγκιπας Ροδόλφος της Σουαβίας, υποστηριζόμενος από τον Γρηγόριο, δήλωσε ότι θα εκδιώξει τους έγγαμους ιερείς από το Mainz, όπου τα μέτρα του Γρηγορίου δεν είχαν καταφέρει να επιβληθούν. Κάποια στιγμή, όταν ο Ροδόλφος άφησε το παλάτι του για να παραβρεθεί στον εσπερινό σε κάποια εκκλησία, το πλήθος ξεσηκώθηκε εναντίον του και μόλις μετά βίας κατάφερε να επιστρέψει στο παλάτι, ενώ στην σφαγή που ακολούθησε ο Ροδόλφος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη[38]. Ο Ερρίκος Δ’ προστάτευσε τους έγγαμους ιερείς, αλλά στην Ρώμη, ο σύμμαχος του Γρηγόριου Ζ, Ροβέρτος Γυισκάρδος και οι Νορμανδοί εξεδίωξαν τον έγγαμο κλήρο από την πόλη το 1084. Τελικά στην Γερμανία ο Ερρίκος συμφώνησε και το 1085 απαγορεύτηκε ο γάμος στους ιερείς από την σύνοδο του Mainz το 1085.
Η υπόλοιπη Ευρώπη συνέχισε τον αγώνα κατά του μέτρου αυτού για πολλές δεκαετίες. Σταθμός στην επιβολή του είναι η πρώτη σύνοδος του Λατεράνου, όπου η αγαμία καθορίζεται από τους κανόνες 3 & 21[39]. Οι διατάξεις επαναλήφθηκαν και στους 6ο & 7ο κανόνες της δεύτερης συνόδου του Λατεράνου το 1139[40].
Λίγο πριν την Β’ σύνοδο του Λατεράνου ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ προέβλεψε:
«Στέρησε την Εκκλησία από τον τιμημένο γάμο και την αμόλυντη κλίνη (Εβρ. 13.4)˙ δεν θα την γεμίσεις με παλλακίδες, αιμομιξία, αχρειότητα και ακαθαρσία, ομοφυλοφιλία και κάθε τέτοιου είδους απρέπεια;[41].»
Και είχε δίκιο, διότι η παπική εκκλησία γέμισε ανηθικότητα και παλλακίδες. Το 1212 σε μια σύνοδο που συγκροτήθηκε στο Παρίσι, παρουσία του παπικού λεγάτου, καρδινάλιου Robert de Gourzon, ένας κανόνας συνιστούσε στους ιερείς να μην συζούν με τις παλλακίδες τους στα φανερά, διότι προκαλούνταν σκάνδαλο[42]. Αν εξακολουθούσαν να επιμένουν σαράντα μέρες μετά την λήψη προειδοποίησης, απειλούνταν με αφορισμό. Η παπική εκκλησία έπρεπε να φαίνεται τίμια.
Το 1259 ο πάπας Αλέξανδρος Δ’ (1254-1261) διακήρυξε στον κόσμο ότι οι έκφυλοι εκκλησιαστικοί ήταν η αιτία για όλες τις κατηγορίες που δέχονταν η εκκλησία, διότι εξαιτίας τους βλασφημούνταν το όνομα του Θεού, μολύνονταν τα μυστήρια, η καθολική πίστη έχασε τον σεβασμό των πιστών, ο κόσμος στερήθηκε τα οφέλη της μετοχής των μυστηρίων, η εκκλησία διαλύθηκε, ο λόγος του Θεού μολύνονταν από τα ακάθαρτα χείλη, οι αιρετικοί ενθαρρύνονταν ν’ αντιμάχονται, οι καταπιεστές αποθρασύνονταν και οι ανίεροι εξέθεταν την εκκλησία στα μάτια του κόσμου[43].
Ο εκφυλισμός και η εκκλησιαστική ασυλία δημιουργούσαν ένα μίγμα ασυδοσίας. Έτσι παρατηρήθηκαν φαινόμενα αυτοδικίας, εκεί όπου η ατιμωρησία άφηνε ανικανοποίητο το αίσθημα του δικαίου. Το 1299 ο επίσκοπος Ορλεάνης Ferry, δολοφονήθηκε από έναν ιππότη, του οποίου την κόρη είχε διαφθείρει[44].
Το 1231 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ (1212-1250) αποφάσισε να δώσει την λύση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής. Ημινομιμοποίησε τα νόθα τέκνα των ιερέων, διατάζοντας ότι μπορούσαν να έχουν νόμιμη μοίρα στην κληρονομιά των γονέων τους. Η οδηγία προς τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους προέβλεπε την απόδοση του κληρονομικού δικαιώματος στα τέκνα αυτά με την καταβολή του νόμιμου φόρου[45].
Τέλος, δεν μπορεί να μην αναφερθεί η περίπτωση που έχει καταγραφεί στο Chronicon του Κορνήλιου Zantfliet, κιστερκιανού μοναχού στην Λιέγη. Αυτός, λοιπόν, αναφέρει την περίπτωση του Ερρίκου, επισκόπου της Λιέγης, ο οποίος είχε 65 εξώγαμα παιδιά. Αυτόν ο πάπας Γρηγόριος ο Ι’ αναγκάστηκε να τον καθαιρέσει, διότι ήταν σκάνδαλο για την εκκλησία, όχι μόνο για την ακράτειά του, αλλά εξαιτίας και άλλων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα της σιμωνίας[46]. Η καθαίρεσή του αποφασίστηκε από την σύνοδο της Λυών του 1274, ύστερα από 27 έτη στην έδρα του επισκόπου. Ο Γρηγόριος διετέλεσε αρχιδιάκονος στην Λιέγη, οπότε ήταν γνώστης της κατάστασης, την οποία περιγράφει σε προσωπική επιστολή του προς τον Ερρίκο[47].
Η παλαιογερμανική λέξη “pfaffenkind”, δηλ. γιος ιερέα, απέκτησε συν τω χρόνω υβριστικό περιεχόμενο και έγινε συνώνυμη του νόθου. Έτσι, αναφέρεται το εξής περιστατικό από τον Henri Estenne:
«Γερμανός πρέσβης, απεσταλμένος του πρίγκιπα, έφθασε στην αυλή του πάπα. Με το πέρας της αποστολή και κατά την διάρκεια του εθιμοτυπικού αποχαιρετισμού, ο πάπας απευθύνθηκε στο πρέσβη και του έδωσε μήνυμα για τον πρίγκιπα λέγοντας «πες στον αγαπητό υιό μου.»...
Ο πρέσβης τότε χολωμένος απάντησε:
«ο κύριός μου δεν είναι γιος ιερέα[48].»
Η διπλωματική αποστολή απέτυχε.
Με προκλητικά κυνική διάθεση, ο καρδινάλιος Ούγο, κατά την τελετή αναχώρησης του πάπα Ιννοκέντιου του Δ’ από την πόλη της Λυών το 1251, ύστερα από οκταετή διαμονή, εκφώνησε τα ακόλουθα ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους:
«Φίλοι, από την άφιξή μας εδώ, έχουμε κάνει πολλά καλά και ελεημοσύνες για την πόλη σας. Όταν ήρθαμε βρήκαμε τρεις ή τέσσερις οίκους ανοχής. Αφήνουμε πίσω μας μόνο έναν. Πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε, ότι εκτείνεται χωρίς διακοπή από την ανατολική πύλη μέχρι την δυτική[49].»
Το περιστατικό διασώθηκε σε χρονικό του Ματθαίου Παρίση (1200-1259), Άγγλου Βενεδικτίνου μοναχού στο αβαείο του αγίου Αλβανού στο Hertfordshire.
Τα περιστατικά που αναφέρθηκαν είναι μερικά από το πλήθος των όσων στοιχείων μπορεί να συλλέξει κανείς από τις πηγές της εποχής. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που τελικά συνέβη στην παπική εκκλησία σχετικά με την αγαμία του κλήρου, ήταν η επικράτηση μίας μανιχαϊκού τύπου αγαμίας. Όπως οι Μανιχαίοι έπρεπε να διώξουν τις γυναίκες τους, προκειμένου να εισέλθουν στην τάξη των “εκλεκτών”, ακολουθώντας ένα εξωτερικό σχήμα αγαμίας, την στιγμή που τους καταμαρτυρούνταν πλήθος από παρανομίες, έτσι και ο παπικός κλήρος, σαν μια ιδιαίτερη τάξη “εκλεκτών” εντός της κοινωνίας, υποχρεώθηκε από τους πάπες να συναινέσει σε τυπική αγαμία παρά την θέλησή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φυλάξει την παρθενία και την εγκράτεια. Και αυτό ήταν φανερό στην κοινωνία, η οποία οίκτιρε τους κληρικούς της.
6.2.6 Η απαξιωμένη εικόνα του παπισμού και η στροφή προς την αίρεση
Μέχρι τώρα περιγράφηκε το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Φραγκολατίνους, και η επιβολή του παπισμού. Αποτέλεσμα των αλλαγών που συνέβησαν, με κυρίαρχη την εισαγωγή αιρετικών δογμάτων στην εκκλησία της Ρώμης, ήταν η αποπνευματικοποίησή της και η απομάκρυνση από την αποστολικότητα της Ιεράς Παράδοσης. Βέβαια, όταν ο Γρηγόριος Ζ’ ξεκίνησε την καταστροφή της δυτικής εκκλησίας και την επιβολή της προσωπικής εξουσίας του ποντίφικα, ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσε τους πατέρες:
«Οι άγιοι πατέρες παρέλαβαν και διατήρησαν με μεγάλο σεβασμό αυτό το καθίδρυμα της θείας θελήσεως, το θεμέλιο της επιστασίας της εκκλησίας, το προνόμιο, το οποίο αρχικά παραδόθηκε και επικυρώθηκε στον άγιο Πέτρο ως πρίγκιπα των αποστόλων, με ουράνια διαταγή. Αποκάλεσαν [οι πατέρες] την αγία Ρωμαϊκή εκκλησία καθολική μητέρα, στις οικουμενικές συνόδους και στις άλλες διαταγές και αποφάσεις τους[50].»
Επίσης, όταν έγραφε στον Bruchard, επίσκοπο Halberstadt, ισχυρίζονταν ότι τα μέτρα που προωθούσε είχαν την προέλευσή τους από τους πατέρες. Προσέθετε ότι πρέπει να εφαρμοστούν με ακρίβεια και σεβασμό, διότι δεν ήταν προϊόντα της δικής τους βούλησης, αλλά οδηγίες του Αγίου Πνεύματος[51]. Όπως, όμως, προκύπτει από την ίδια επιστολή, ως «πατέρες» ο Γρηγόριος Ζ’ θεωρούσε τους προκατόχους του πάπες[52]. Για τον Γρηγόριο και όλους τους παπικούς, η εκκλησία της Ρώμης δεν είχε πέσει ποτέ σε αίρεση, διότι στηρίζονταν στην υπόσχεση του Χριστού στον απ. Πέτρο[53], οπότε και οι διάδοχοι του Πέτρου ήταν αδύνατον να σφάλλουν[54], όπως διακηρύχθηκε και στην Dictatus Papae XXII. Συνεπώς, όποιος δεν συμφωνούσε με τον πάπα ήταν αυτομάτως αιρετικός. Η στάση του έναντι των πατέρων ξεκαθαρίζει μέσα από τις επιστολές του. Σ’ αυτές υπάρχουν άφθονα αποσπάσματα από έργα προκατόχων του, αλλά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμη και ο άγιος Αυγουστίνος, αναφέρονται μόνο μια φορά. Γίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο παπισμός μετά τον Γρηγόριο παραδέχεται ως αυθεντία μόνο τον παπισμό.
Η αποπνευματικοποίηση της παπικής εκκλησίας είχε το αντίκτυπό της στην πνευματική κατάσταση του εκκλησιάσματος και οδήγησε πολλούς στην αγκαλιά των αιρέσεων. Έτσι εξηγείται η κατακόρυφη αύξηση αιρετικών κρουσμάτων από τον ΙΑ’ και μετά. Αυτό συνέβη με άμεσους και έμμεσους τρόπους. Στους άμεσους τρόπους μπορούμε να εντοπίσουμε δύο σημεία, πρώτον την απουσία του κηρύγματος και δεύτερον την λανθασμένη αντίληψη των παπικών, ότι τα μυστήρια ανάξιων ιερέων είναι άκυρα, αντίληψη βάσει της οποίας οι πάπες παρότρυναν τους πιστούς να μην μετέχουν στα μυστήριά τους. Στους έμμεσους τρόπους εντοπίζεται η κατανόηση από τους πιστούς, ότι ο παπικός κλήρος του οποίου τον ανήθικο βίο γνώριζαν από προσωπική πείρα, δεν μπορεί να ήταν λειτουργός της πραγματικής εκκλησίας του Χριστού. Έτσι, προχωρούσαν σε αναζήτηση αυτής.
Σε μια εποχή γενικής αγραμματοσύνης, το κήρυγμα ήταν απαραίτητο για την στήριξη της πίστης των Χριστιανών και την καταγγελία των αιρέσεων. Αλλά αυτό εξέλιπε από τους άμβωνες της Δύσης. Στην σύνοδο της Limoges του 1031 εκφράστηκε η επιθυμία, το κήρυγμα να πάψει να είναι προνόμιο μόνο της επισκοπικής έδρας και ν’ ακουστεί στους ενοριακούς ναούς[55]. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκαν οι πρώτοι πλανόδιοι αιρετικοί διδάσκαλοι, οι οποίοι με το κήρυγμά τους κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τις καρδιές πολλών, η παπική εκκλησία έδειχνε πολλή απασχολημένη με τις «μεταρρυθμίσεις» για να πάρει άμεσα μέτρα. Μόλις το 1209 μ.Χ. δείχνει να προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις, οπότε η σύνοδος της Avignon διέταξε τους επισκόπους να κηρύττουν συχνότερα και επιμελέστερα. Επίσης να ορίσουν έντιμα, μορφωμένα και διακριτικά πρόσωπα για το σκοπό αυτό[56]. Λίγο πριν το 1292 ο τροβαδούρος ιεροεξεταστής Isarn έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα (700 στίχοι) στην γλώσσα της Οξιτανίας, με τίτλο Novas del eretge (Καινοτομίες των αιρετικών). Πρόκειται για φανταστικό διάλογο μεταξύ του ιδίου και ενός επισκόπου των Καθαρών. Εκεί διαπίστωσε ότι «Ja no fara crezens heretje ni baudes / Si agues bon pastor que lur contradisses», δηλαδή «κανένας δεν θα πίστευε τους αιρετικούς/ αν υπήρχε ποιμένας να τους αντικρούσει[57].»
Είδαμε παραπάνω κάποιες αποφάσεις, βάσει των οποίων η παπική εκκλησία υιοθέτησε το δόγμα των δονατιστών, ότι μυστήρια προερχόμενα από τα μολυσμένα χέρια μυσταγωγών είναι επίσης μολυσμένα. Εδώ μπορεί να προστεθεί η απόφαση της συνόδου της Ρώμης του 1059, υπό τον πάπα Νικόλαο Β’. Ο τρίτος κανόνας της συνόδου απαγόρευε στον λαό να παραβρίσκεται σε μυστήρια έγγαμων ή ιερέων που είχαν συνείσακτες[58], μέτρο που στρέφονταν αρχικά κατά του ορθόδοξου κλήρου. Από αυτήν την άποψη προέκυψε ότι ιερέας που ζει στην αμαρτία δεν λειτουργεί έγκυρα μυστήρια. Αυτό ήταν και το λάβαρο των αιρετικών, δηλ. η ίδια η παπική εκκλησία πρόσφερε στους αιρετικούς διδάσκαλους τα μέσα για να την πολεμήσουν. Όταν αυτό έγινε κατανοητό ο πάπας Ουρβάνος Β’ (1088-1099) προσπάθησε να κατευνάσει το κύμα φυγής από την παπική εκκλησία, δηλώνοντας ότι ήταν περισσότερο θέμα πειθαρχίας και όχι θέμα εγκυρότητας των μυστηρίων[59].
Εν τέλει το 1230 ο Γρηγόριος Θ’ εγκατέλειψε την θέση των προκατόχων του και αποφάσισε ότι ένας ιερέας, ο οποίος έχει πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα, είναι σε αργία όσον αφορά τον εαυτό του, μέχρι να μετανοήσει και ν’ αποκατασταθεί, αλλά οι ακολουθίες και τα μυστήρια που τελεί δεν πρέπει ν’ αποφεύγονται, διότι η αργία δεν ισχύει όσον αφορά τους άλλους, εκτός κι αν έχει καταδικαστεί επίσημα[60].
Η εικόνα που παρουσίαζε ο παπικός κλήρος και ειδικά οι επίσκοποι είχε αρνητική επίδραση στο εκκλησίασμα. Επικρατούσε γενικά η εντύπωση ότι οι επίσκοποι δεν σώζονται. Αναφέρεται από τον Πέτρο του Blois κι επαναλαμβάνεται από τον Πέτρο Cantor, η ιστορία του Geoffroi de Péronne, ηγούμενο στο αβαείο του Κλαιρβώ, ο οποίος εξελέγη επίσκοπος Τουρναί. Αρνήθηκε την έδρα απειλώντας ότι αν επιμείνουν οι εκλέκτορές του, ο πάπας Ευγένιος και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ν’ αναλάβει την έδρα, προτιμά να μείνει απλώς μοναχός, παρά να γίνει επίσκοπος. Την ώρα του θανάτου του, υποσχέθηκε σε κάποιον αγαπητό του μοναχό, να επιστρέψει και να του πει σε τι κατάσταση θα βρίσκεται στον άλλο κόσμο. Πραγματικά, κάποια στιγμή που ο φίλος του προσεύχονταν, εμφανίστηκε ο Geoffroi μπροστά του και του ανήγγειλε ότι είχε σωθεί, αλλά του αποκαλύφθηκε ότι αν είχε δεχθεί την επισκοπή θα καταδικάζονταν[61].
Στους Διαλόγους των Θαυμάτων του Καισάριου του Heistenbach, συζητούν ένας μοναχός με έναν δόκιμο. Κάποιος κληρικός από το Παρίσι δηλώνει ότι μπορεί να πιστέψει τα πάντα εκτός από το ότι μπορούν να σωθούν οι Γερμανοί επίσκοποι. Ο δόκιμος, απορημένος, ρωτά να μάθει την αιτία, και ο μοναχός απαντά:
«Διότι όλοι οι Γερμανοί επίσκοποι φέρουν και τα δυο σπαθιά μαζί τους˙ Εννοώ της κοσμικής εξουσίας, όπως και της πνευματικής˙ και εφόσον έχουν την εξουσία της ζωής και του θανάτου, και κάνουν πολέμους, είναι αναγκασμένοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους μισθούς των στρατιωτών τους, παρά για τις ψυχές που τους έχουν ανατεθεί. Οπωσδήποτε βρίσκουμε ανάμεσα στους επισκόπους της Κολονίας, που ήταν ποντίφικες και κοσμικοί πρίγκιπες ταυτόχρονα, και μερικούς αγίους˙ για παράδειγμα τον ευλογημένο Bruno, S. Heribert και S. Hanno. Τα λόγια του μου θυμίζουν ακόμη χειρότερες κουβέντες που ειπώθηκαν κατά των επισκόπων από κάποιον που τώρα είναι νεκρός[62].»
Η τελευταία αναφορά επαναλαμβάνει την ιστορία του Geoffroi του Κλαιρβώ.
Η λαϊκή πεποίθηση για την ηθική ποιότητα των εκκλησιαστικών ανδρών έχει καταγραφεί με σκωπτικό τρόπο στα δημοτικά τραγούδια της εποχής. Στα Carmina Burana περιλαμβάνεται ένα τραγούδι που αναφέρεται στους επισκόπους:
«Επίσκοποι σε οίστρο Episcopi cornuti
ζητούντες την συνάφεια. conticuere muti
Έτοιμοι για λεηλασία ad predam sunt parati
στεφανωμένοι την προστυχιά. et intecenter coronati;
Αντί ράβδου φέρουν ακόντιο, pro virga ferunt lanceam
αντί τιάρας το κράνος pro infula galeam
Αντί στολής τον θώρακα clipeum pro stola
- του θανάτου θα γίνει ανάχωμα - - hec mortis erit mola -
δέρμα αντί για άμφιο loricam pro alba
-και μάλιστα σπανό - - hec occasion calva - ,
την διαφθορά αντί της ταπείνωσης, pellem pro humerali
αντί τελετής την εξουσία. pro ritu seculari[63].»
Στο συγκεκριμένο τραγούδι περιγράφεται η παρακμή της κοινωνίας με τα μελανότερα χρώματα. Η κατάσταση δείχνει ζοφερή και η μιζέρια του κόσμου αθεράπευτη. Η ανηθικότητα των επισκόπων υπήρξε συνηθισμένη θεματολογία στα πλαίσια της γολιαρδικής ποίησης, ιδιαίτερα αγαπητής στους φοιτητές. Η παρακμή διακωμωδείται με σκαμπρόζικο ύφος. Ήταν φυσικό στους κύκλους των φοιτητών να συζητιέται και να τραγουδιέται η παράνοια της παπικής αυλής. Από τον ΙΓ’ αιώνα το μορφωτικό επίπεδο ανεβαίνει. Οι μορφωμένοι έχουν την δυνατότητα να μελετούν την Βίβλο και να δυσπιστούν στην εξέλιξη των δογμάτων, όπως επιχειρείται από τους σχολαστικούς. Η προσπάθεια του πάπα να ελέγξει την λειτουργία των πανεπιστημίων έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε στην καθιέρωση του πανεπιστημιακού ασύλου. Παράλληλα, μια απλή εξέταση της ζωής των εκκλησιαστικών ανδρών δείχνει ότι αυτή δεν αντέχει στην σύγκριση με την ζωή του Χριστού και των αποστόλων, και η ζωή της παπικής εκκλησίας με την ζωή της αρχαίας εκκλησίας. Έτσι, γεννάται το αίτημα της «μίμησης του Χριστού», το οποίο όμως κακοποιείται από τους αιρεσιάρχες, οι οποίοι νομίζουν ότι «μίμηση Χριστού» σημαίνει επαιτεία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι απόστολοι ήταν ζητιάνοι. Εντός της παπικής εκκλησίας δημιουργείται εξαιτίας του ίδιου γεγονότος η «διανοητική» ή «ακαδημαϊκή» αίρεση. Οι μορφωμένοι άνδρες αναγνωρίζουν μεν ότι η παπική εκκλησία σφάλλει, αλλά προσπαθούν να θεολογήσουν χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, οπότε προσπαθώντας να ξεφύγουν από την μια αίρεση πέφτουν σε άλλη.
Ο Walther von der Vogelweide (1170-1230), από τους σημαντικότερους λυρικούς του Μεσαίωνα αποδίδει με την πένα του μια παρόμοια κατάσταση:
«Ο έδρα του αγ. Πέτρου είναι κατειλημμένος σήμερα, όπως
ήταν κάποτε από την γητεία του Γερβέρτου˙
διότι εκείνος συνυπέγραψε μόνος την καταδίκη του στην κόλαση,
ενώ αυτός παίρνει μαζί του την Χριστιανοσύνη.
Γιατί αργούν οι τιμωρίες του Ουρανού;
Έως τίνος κατάκεισαι (Παρ. 6.9), Κύριε;
Το έργο σου εμποδίζεται και ο λόγος σου διαψεύδεται,
Ο θησαυροφύλακάς σου κλέβει τον πλούτο που συγκέντρωσες.
Οι λειτουργοί σου κλέβουν εδώ και σκοτώνουν εκεί,
και πάνω από το πρόβατό σου ο λύκος έχει το ρόλο του ποιμένα[64].»
Κλείνοντας να παραθέσουμε την άποψη που σχημάτισε ο ιεροεξεταστής[65], ύστερα από πλήθος ανακρίσεων, για τις αιτίες που οδήγησαν τον κόσμο στην αίρεση. Αναφέρει λοιπόν ως τέτοιες, την άσωτη ζωή του κλήρου[66], την άγνοια που τους οδηγεί στην διδασκαλία εσφαλμένων δογμάτων[67], την ασέβειά τους προς τα μυστήρια[68], και το μίσος του κόσμου προς τέτοιου είδους ποιμένες[69].
Η ένταση στα όρια της παπικής εκκλησίας αυξάνονταν συν τω χρόνω. Τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν κάποια στιγμή οι πάπες, δείχνουν με την σπασμωδικότητά και το προσωρινό του χαρακτήρα τους τον πανικό της εκκλησίας στο μεγάλο κύμα φυγής. Για παράδειγμα, η δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων, όπως οι Φραγκισκανοί, στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου, δείχνει, διά της αποδοχής των αιρετικών πρακτικών και κυρίως των μανιχαϊκών, όπως η επαιτεία, την διάθεση του πάπα να υποχωρήσει και να δεχθεί θεολογικά σφάλματα, αρκεί η οργανωτική δομή να παραμείνει στην δικαιοδοσία της Ρώμης. Μια απλή σύγκριση του Φραγκίσκου της Ασίζης με τον Βάλδο πείθει. Αργότερα, βέβαια, τα επαιτικά τάγματα έχασαν τον αρχικό σκοπό τους και προσαρμόστηκαν στις εκκλησιαστικές πρακτικές και εντολές της Ρώμης. Απέκτησαν πιο κοσμικό χαρακτήρα και σταμάτησαν να πείθουν. Η ροή του κόσμου προς τις αιρέσεις συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα την λήψη πιο δραστικών μέτρων, όπως η δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης και η μαζική φυσική εξόντωση των αιρετικών, με τις ευλογίες της Ρώμης.
[1] Βλ. σχετ. Βασίλειου Ψευτογκά, Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου (Εισαγωγή-Κείμενο-Σχόλια, εν Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 23 (1978), σ. 207 κ.ε.
[2] Γρηγορίου Παλαμά, Α’ Προς Βαρλαάμ, Περί δύο αρχών ή κατά ελληνικής παιδείας, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 443.
[3] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 60-61, vol.3 p.550.
[4] Λατινικό κείμενο ed. Erich Caspar, Das Register Gregors VII, στη σειρά MGH, Epistolae Selectae, Band 1 s. 201-8.
I. Quod Romana ecclesia a solo Domino sit fundata.
II. Quod solus Romanus pontifex iure dicatur universalis.
III. Quod ille solus posit deponere episcopos vel reconciliare.
IV. Quod legatus eius omnibus episcopis presit in concilio etiam inferioris gradus et adversus eos sententiam depositionis posit dare.
V. Quod absentes papa posit deponere.
VI. Quod cum excommunicatis ab illo inter cętera nec in eadem domo debemus manere.
VII. Quod illi soli licet pro temporis necessitate novas leges condere, novas plebes congregare, de canonica abbatiam facere et e contra, divitem episcopatum divider et inopes unire.
VIII. Quod solus posit uti imperialibus insigniis.
IX. Quod solius papę pedes omnes principles deosculentur.
X. Quod illius solius nomen in ecclesiis recitetur.
XI. Quod hoc unicum est nomen in mundo.
XII. Quod illi liceat imperatores deponere.
XIII. Quod illi liceat de sede ad sedem necessitate cogente episcopos transmutare.
XIV. Quod de omni ecclesia quonque voluerit clericum valeat ordinare.
XV. Quod ab illo ordinates alii ecclesię preesse potest, sed non militare; et quod ab aliquot episcopo non debet superiorem gradum accipere.
XVI. Quod nulla synodus absque precepto eius debet generalis vocari.
XVII. Quod nullum capitulum nullusque liber canonicus habeatur absque illus auctoritate.
XVIII. Quod sentential illius a nullo debeat retractari et ipse omnium solus retractare posit.
XIX. Quod a nemine ipse iudicari debeat.
XX. Quod nullus audeat condemnare apostolicam sedem apellantem.
XXI. Quod maiores causę cuiuscunque ecclesię ad eam referri debeant.
XXII Quod Romana ecclesia nunquam erravit nec imperpetuum scriptura testante errabit.
XXIII. Quod Romanus pontifex, si canonicę fuerit ordinates, meritis beati Petri indubitanter efficitur sanctus testante sancto Ennodio Papiensi episcopo ei multis sanctis patribus faventibus, sicut in decretis beati Symachi pape continetur.
XXIV. Quod illius precepto et licentia subiectis liceat accusare.
XXV. Quod absque synodali convent posit episcopow deponere et reconciliare.
XXVI. Quod catholicus non habeatur, qui non concordat Romanę ecclesię.
XXVII. Quod a fidelitate inquorum subiectos potest absolvere.
Αγγλική μετάφραση Ernst Henderson, Select Historical Documents of the Middle Ages, London 1903, pp. 366-7.
[5] Ad Anastasium imperatorem II, PL 56.633. Αγγλική μετάφραση J. Robinson, Readings in European History, London-Boston-New York 1904, vol. 1 p. 72.
[6] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.609.
[7] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, B.1 s. 264-5.
[8] David Nicolas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, 312-1500, ΜΙΕΤ 2007 (δ’ ανατύπ.) σελ. 276.
[9] Concilium Rotomagense anno 1049. c.2: “Ut illa perniciola consuctudo et inexplebilis avaritiae corruptela funditus eradicetur, qua multos perniciosa munera undemque collegiste audivimus, quibus principem regni et familiars ejus corrumpete valeant, ut ad episcopates honorem valeant pervenire. Quod nulla quidem humilitate, sed ambitiosa domination fiery non dubium est. Unde hanc pestem a finibus ecclesiae repellendam judicamus: ne gratiam sancti Spiritus, villis mercaturae compediis appretiabilem facere videamur” Mansi 19.752B.
[10] Εδουάρδος ο Ομολογητής, τελευταίος του Οίκου του Εσσεξ πριν την νορμανδική κατάκτηση, 1042-1066.
[11] Guibert de Nogent, De Vita sua III.2. Αγγλική μετάφραση Swinton Bland, The Autobiography of Guibert abbot of Nogent-Sous-Coucy, London-New York 1925, p.131.
[12] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXXVI, PL 205.122.
[13] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 9-10.
[14] Bernard, Epistola CCLXXVI, Ad eudem, post obitum episcope antissiodorensis. De irreligioso episcope Antissiodorensis testament, non sine fraude Stephani diaconi facto, monet Pontificem: illudque scandali causa irritari debere. PL 182.481.
[15] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum III.40:
«Juxta Susaciam, quae est civitas Diocesis Coloniensis, sacerdos quidam parochiam regit, Hegennairdus nomine, satis quidem in literature exercitatus, sed modicum timoratus. Ad hunc quidam ex parochianis suis venit tempore Quadragesimae, inter cetera confitens quod per illos sacros dies frena laxasset incontinentiae. Quem cum dure satis corripuisset sacerdos, dicens, sacrum illud tempus deputatum esse orationibus, ieiuniis, continentiae ceterisque operibus misericordiae, adiecit: Iniungo tibi pro satisfaction huius peccati, ut des mihi decem et octo denarius ad totidem missas decantandas ad diluendum culpam incontinentiae tuae. Ille vero dare spopondit. Quo recedente, et alio ad confessionem accedente, dum eum de statu suo interrogasset, et quia per totam Quadragesimam continens esset intellexisset, ait: Valde male fecisti, tempore tanto ab uxore tua te cohibendo. Prolem illa poterat de te concepisse, quam per tuam continentiam exclusisti. Territus homo, sicut mos est simplicibus, cum ab eo consilium quaereret pro tali delicto, respondit confessor: Tu mihi dabis decem et octo denarius, et ego totidem missis Deum pro te placebo. Et ipse promisit, quod certo tempore daret ei pecuniam. Post paucos dies nutu Dei contigit, ut illi duo hominess simul cum saccis singulis pergerent ad forum, et saccus equi unius ob dispendium viae caderet in lutum. Accurente alter out socium iuvaret, iratus ille clamavit: Diabolus remuneret nostrum sacerdotem, quia propter ipsum hunc tolero laborem. Sciscitante illo causam, rspondit: Egoei confessus sum meam incontinentiam, et ipse mihi huiusmodi iniunxit poenitentiam, unde nunc ante tempus compellor annonam meam vendere, et pecuniam postulatam deferre. Ad quod alter respondit: Quid est quod audio? Ego illi contrarium sum confessus, et tamen similli poena mulcatus. Scias me ob eandem necessitate modo ad forum venire. Certe male sacerdotati sumus. Intrantesque civitatem, accusaverunt illum apud Decanum et canonicos sancti Patrocli, magnam ei facientes confusionem. Ecce si aliquid timoris Dei esset in hoc sacerdote, nequaquam avaritatae suae consulens tam horrenda praesumsisset, maxime in confessione.»
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 160-1.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 179-180.
[16] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXVII, PL 205.100D-101A.
[17] Liber Extravagantium decretalium III titulus XVI capital VII: “Ad haec praesentibus literis tibi innotescat, quod clerici de mobilibus, quae per ecclesiam sunt adepti, de iure testari non possunt; viventes tamen et sui compotes moderate valent aliqua de bonis ipsis non ratione testament, sed eleemosynae intuit erogare in aegritudine etiam constitute”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 540.
[18] Mansi 10.628.
[19] PL 97.205.
[20] William Stubbs, Select Charters of English Constitutional Hisory, Clarendon Press, Oxford 1913, p. 189.
[21] -Liber Extravagantium decretalium III titulus XΧΧ capital V, ο. π. 557-8.
- Concilium domini Walteri Rotomagensis Archiepiscopi (1189) c.XXIII, Mansi 22.585.
- Concilium Wigorniensis (1240) c.XLV, Mansi 23.540
- Concilium Mertonense (1300), Mansi 25.6.
- Concilium apud Pennam Fidelem (1302) c. 7: “excommunicationis vinculo innodentur, et nisi satisfecerint,
ecclesiastica sepulture careant,et si excommunicati non fuerint nominatim”, Mansi 25.100, δηλαδή δεν
επιτρέπονταν να ταφούν σε εκκλησία.
[22] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola 6,34 Ad Gebuino Lugdunensi Archiepiscopo, B. 1 S. 448-9. Gregorii I, Homilia in evangelium I.4.4, PL 76.1092.
[23] Epist. 54 (1084) s. 132.
[24] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.15, Ad Petri Damiani : “Nam sicut scitis Gotefredus vivente Guidone dicto arciepiscopo Mediolanensi eandem ecclesiam, …, nunc quasi vilem ancillam presumpsit emere, sponsam videlicet Christi diabolo prostituere et a catholica fide temptans eam separare nisus est symoniacae heresies scelere maculare”. B.1 S.24.
[25] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.75 Ad duci Beatrici et eius filiae Mathildi, B.1 S.109.
[26] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.80, Ad Annitiensi clero et Populo, B.1 S.114.
[27] Scivias III.10.16: “Raptores etiam ecclesiarum sunt, et per avaritiam quaecunque possunt deglutiunt, atque cum officiis suis nos paupers et egenos facunt, ac se ipsos et nos contaminant” PL 197.1018.
[28] Arnulfus Mediolanensis, Liber Gestorum Recentium III.9: «A quibus, si salute a salvatore speratis, deinceps omnino cavete, nulla eorum venerantes official, quorum sacrificial idem est, ac si canina sint stercora eorumque Basylice iumentorum presepia», ed. Claudia Zey, MGH rerum Germanicarum 67, S.177. Παρομοιάζει τα μυστήρια των σιμωνιακών με τα κόπρανα του σκύλου.
- Concilium Gerundensis (1078) c. 11, Mansi 20.518-9: «Item statuerunt, ut si quae Ecclesiae per pecuniam essent consecratae, vel a simoniaco, a legitimo canonice consecrentur episcopo. Si qui etiam clerici pecuniam praebendo, vel a simoniaco sunt ordinate, eodem modo a catholico ordinentur episcopo. Non enim in his sit reiterario, sed ipsa consecration; quoniam nihil praecesserat, quod ratum haberi queat». Όσοι κληρικοί χειροτονήθηκαν από σιμωνιακό επίσκοπο έπρεπε να ξαναχειροτονηθούν από καθολικό.
[29] Bernoldi, Chronicon a.1073: “Cuius prudential, non solum in Italia set etiam in Teutonicis partibus, refrenata est sacerdotum incontinentia. Scilicet quod praedecessor eius in Italia prohibuit, hoc ipse in tota catholica aeclesia prohibere studuit”, MGH SS 5 s.430.
[30] Οι 17 σωζόμενες πραγματείες του είναι απολογητικά έργα υπέρ της παπικής πολιτικής. Τα De prohibendae sacerdotum incontinentiae και De damnation schismaticorum στρέφονται κατά του έγγαμου κλήρου και δικαιώνουν την συνοδική καταδίκη του, αντίστοιχα.
[31] Ottoni episcopi Frisingensis, Chronica Liber VI cap. XXXIV: “Denique non solum regem pro eiusmodi ad synodalis response crebro vocavit, sed et datis decretis clericorum a subdiaconatum et supra conubia in toto orbe Romano cohibuit…”, MGH rerum Germanicarum in usum scholarum 45 s. 303. Αγγλική μετάφραση Charles Mearow, The Two Cities, New York 2002.
[32] Gotifredi Viterbiensis, Pantheon XXXIX: “ Ipse itaque Gregorius papa ad simoniam extirpandam et clericum incontinentiam reprimendam intendens, imperatorem ipsum ad sinodalia pro huiusmodi frequenter vocavit” MGH SS 22 s.250.
[33] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola I.30, Ad Geboardo Salzburgensi episcopo, B.1 S.50.
[34] Concilium Romanorum (1074) c. V, Mansi 20.408.
[35] Chronicon Turonense : «Novo exemplo et inconsiderate prejudicio, necnon et contra sanctorum partum sententiam, qui scripserunt quod sacramentum altaris, baprismus, et crisma, nec bonorum dispensatorum meritis amplisicantur, nec malorum peccatis attenuantur; ex qua re tam grave scandalum in ecclesia oritur, quod antea sancta ecclesia nullius haeresis schismatic tam graviter est attrita», ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Monumentorum Amplissima Collectio V ( Paris 1729) 1007.
[36] E. Martene-U. Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Paris 1717, I col.218. Ο Θεοδώριχος αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον του πάπα Γρηγόριου. Epistola ad Goldastus, E. Martene-U. Durand, Thesaurus I col. 236.
[37] Epistola cujusdam adversus laicorum in presbyteros conjugates calumniam, E. Martene-U. Durand Thesaurus I col.230-1.
[38] Pauli, Vita Gregorii VII c. 96, ed. J. M. Watterich, Pontificum Romanorum Vitae, Leipzig 1862-2, B.1 S.530-1.
[39] c.3: «Presbyteris, diaconibus, vel subdiaconibus, concubinarum et uxorum contubernia penitus interdicimus, et aliarum mulierum cohabitationem, praeter quas synodus Nicaena per solas necessitudinum causas habitare permisit, videlicet mattrem, sororem, amitam, vel materteram, aut alias hujusmundi, de quibus nulla valeat juste suspicio oriri», Mansi 21.282.
c.21: «Presbyteris, diaconibus, subdiaconibus et monachis, concubinas habere, seu mattrimonia contrahere, penitus interdicimus; contrecta quonque mattimonia ab hujusmodi personis disjungi, et personas ad poenitentiam debere redigi, juxte sacrorum canonum dissinitionem, judicamus”, Mansi 21.286.
[40] c.VI: «Decernimus etiam ut ii, qui in ordine subdiaconus, et supra, uxores duxerint, aut concubinas habuerint, officio atque ecclesiastico beneficio careant. Cum enim ipsi templum Dei, vasa Domini, sacrarium Spiritus sancti debeant esse et dici: indignum est cos cubulibus et immunditiis deservire», Mansi 21.527.
cVII: «Ad haec praedecesiorum nostrorum Gregorii VII, Urbani et Paschalis Romanorum Pontificum vestigiis inhaerentes, praecipimus ut nulus Missas eorum audiat quos uxores vel concubinas habere cognoverit. Ut autem lex continentiae, et Deo placens munditia in ecclesiasticis personis et sacris ordinibus dilatetur statuimus quatenus episcope, presbyteri, diaconi subdiaconi, regulars canonici, et monachi atque converse professi, qui sanctum transgredientes propositum, uxores sibi copulare praesumeserint, separentur. Hujusmodi namque copulationem, quam contra ecclesiasticam regulam constat esse contractam, matrimonium non esse censemus. Qui etiam abinvicem separate pro tantis excessibus condignam poenitentiam agant», Mansi 21.527-8.
[41] Bernardi abbatis Clarae-Vallensis, Sermones in Cantica Canticorum LXVI.3: “Tolle de Ecclesia honorabile connubium et torum immaculatum (Hebr. XIII, 4); nonne reples cam concubinariis, incestuosis, seminifluis, mollibus, masculorum concubitoribus, et omni denique genere immundorum?” PL.183.1095A-B.
[42] Concilium Parisiense (1212) c.IV: “Inhibemus etiam districtius, ne clerici in sacris ordinibus constituri, etiami beneficiate non fuerint, in propiis domibus, vel in alienis, publice socarias habeant, unde scandalum oriatur” Mansi 22.820.
[43] Ex Chronica Augustensi Antiqua Excerptum: “Malitiam namque dierum labentium, quae cum tempore corrupit et mores, dante quam plurimis ex impuniate audacia simper in deteriora proclinem infrenis licentia libertatem, nonnulli clerici praecipiti lubricate voluptatis arbitio laxas comittentes habenas, post carnis suae concupiscentias abierunt et relegate poene penitus a conversatione vita sua clericalis mundicie, honestate, tenent etiam in conspectus populi concubinas, cum quibus impudice frontis irreverentiam iindvens foedas manus et foeditas, quas fordidis libidinosae coinquinationis foetibus immiserunt, non erubescunt in suum periculum et ruinam populi sacris ministeriis immisceri, a quibus ob publici concubinatus insaniam que nulla tergiversatine sceleris, vel secundum scita canonum, tam quoad se quam ad alios sunt suspendi, et ne quis talium Massam audire praesumat, arctius in eorum contemptum Canonicae actoritatis constitution interdicit. Per tales maxime nomen Dei Domini blasphematur in terries; per tales derogatur Sacramentis fidei orthodoxae cum vasa Domini pollutis eorum minibus prophantur; per tales ergo perdit religionem cathol. devotion reverentiae Christianae; per tales decipitur populous in divinis, et Ecclesiastica substantia dissipater. Hinc detrabitur verbo Dei, dum immundis labiis talium nunciatur; hinc haeretici mussitant et insultant; hinc Tyranni faciunt; hinc perfidy persequuntur; hinc grassantur audacious in Christi Patrimonio sacrilege exactores, a quibus, prob pudor, ob huiusmodi carnes putridas, quas disciplinalis mucro non resecat, sicut decet sincerum CAtholicae matris corpus in ostentum ducitur et contemptum”, ed. M. Freher, Rerum Germanicarum Scriptores (1717) T.1 546-7.
[44] Guillaume de Nagis, Chronicon 1299: “Ferricus Aurelianensis episcopus a quodam milite, cujus filiam virginem corruperat, ut dicitur, occisus est”, ed. H. Geraud, Paris 1843, t.1 p.309.
[45] H. C. Lea, History of sacerdotal crlibacy, London 1907, vol. 1 p. 416.
[46] Cornelii Zantfliet, Chronicon a.1272: “Hic Gregorius execrates mores et conversationem domini Henrici Leodiensis episcope, mellifluam ad eum direxit epistolam fatis prolixam, in quia ipsum acerbe reprehendit de gravibus excessibus, praesertim de deflorationibus virginum, stupris matronarum et incestibus monialium, exactionibus subditorum, spoliis ecclesiarum, locupleratione suorum filiorum naturalium, de simonia et aliis plurimis, quae sic incipit: Debet unusquique, cui dominicus grex committitur et cura imminent animarum, super gregem ipsum vigilias adversus neqitas spirituals observare; quam ob sui prolixitarem hin inserere ex proposito dimisi”, ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Amplissima Collectio, Paris 1729, t.V col.113C.
[47] Epistola Gregorii Papae X ad Henricum Leodiensem Episcopum, ed. Jean Hardouin, Acta Conciliorum et Epistolae Decretales, Paris 1714 ,t.VII cols. 665-670.
[48] Henri Estienne, L’ Introduction au traite de la conformite des Merveilles anciennes avec les moderns ou, Traite Preparatif a l’ Apologie pour Herodote, Paris 1607, 13.
[49] Matthaei Parisiensis, Chronica Majora a.1251: “Amici, magnam fecimus, postquam in hanc urbem venimus, utilitatem et elemosinam. Quando enim primo huc venimus, tria vel quator prostibula invenimus; sed nunc recentes solum relinquimus. Verum ipsum durat continuatum ab Orientali porta civitatis usque ad Occidentalem”, ed. H. R. Luard, The Chronicles and memorials of Great Britain and Ireland during the middle ages, London 1880, vol. V p. 237.
[50] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola VIII.21 Ad Herimanno Metensi episcopo: “Haec itaque divinae voluntatis institutionem, hoc firmamentum dispensationis ecclesiae, hoc privilegium beato Petro apostolorum principi caelest decreto principaliter traditum atque firmatum sancti patres cum magna veneration suscipientes atque servants sanctam Romanam ecclesiam tam in generalibus conciliis quam etiam in ceteris scriptis et gestis suis universalem matrem appellaverunt”, B.2 S.548-9.
[51] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.66, Ad Burchardo Halvestetensi episcopo, B.1 S.221-2.
[52] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.516.
[53] Λουκ. 22.32.
[54] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.31, Ad Heinrico glorioso regi, B.1. S. 167.5-15, Epistola III.18, Ad Symeoni Hyspanorum episcopo, B.1 S. 284.2-11, Epistola VIII.1, Ad Gregorio Tsamandos archiepiscopo, B.2 S. 513.7-14.
[55] Concilium Lemovicense II, Mansi 19.529.
[56] Concilium Avenionense ab Hugone Regiensi Archiepiscopo, c.1: Quia igitur propter ormidandam et puniendam negligentiam praelatorum, qui existents mercenarii potius quam pastores, se murum pro domo Israel non opponent, nec populis suae gubernationi commissis evagelizant evagelicam disciplinam, in his partibus diversae ac damnatissimae haereses pollularunt: praesentis comprobatione concilii duximus statuendum, ut in sua diocese quilibet episcopus frequentius et diligentius solito fidem praedicet orthodoxam; et cum expedierit, per alias honestas et discretas personas faciat praedicari”, Mansi 22.785.
[57] Xavier Millot, Histoire Littéraire des Troubadours, Paris 1802, t.II p.61.
[58] Concilium Romanense (1059) c.III: “Ut nullus missam adiat presbyteri, quem scit concubiam indubintarem habere, aut subintroductam mulierem”, Mansi 19.897D.
[59] Decretum I xxxii c.15 & Decretum I lxxxi.
[60] Liber Extravagantium decretalium III titulus ΙΙ capital Χ: “Clericus concubinarius in officiis vitandus non est, nisi sit notorious. – Quaesitum est de clericis in fornicationem prolepsis, si eorum sit officium, priusquam poenituerint, audiendum. Verum etsi quemlibet pro mortali peccato quoad se ipsum constet esse suspensum, non debet tamen in oficiis evitari, quia, quantum ad alios, etiam in casu proposito suspensus non est, nisi peccatum huiusmodi sit notorium per sententiam seu per confessionem factam in iure, aut per evidentiam rei, quae tergiversatione aliqua celari non possit”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 457.
[61] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum LIV: “Galfridus Peronensis prior Clarevalensis, electus in Tornacensem episcopum, cum a papa Eugenio, et abate suo sancto cogeretur onus episcopates subire, prostates iiin modum crucis ad pedes abbatis, et clericorum eum eligentium, ait: Monachus fugitives, si me ejicitis, esse potero, episcopus vero nunquam ero. Cui laboranti in extremis assidens qidam monachus, ejus amicissimus, factus custos aegrotanti, ait: Chare mi frater, quia nunc corpora separabirum, oro te ut in pace et salva voluntate Dei, si esse poterit, statum tuum post mortem mih reveles. Cui oranti post mortem ejus in oraculo secreto coram altari, apparuit ei in vision anima Galfridi dicens: Ecce, inquit, adsum Galfridus frater tuus. Cui ille: Mi chare, quomodo est tibi? Qui ait: Bene. Sed revelatum est mih a sancta Trinitate, quod si promotes fuissem in episcopum, procol dubio fuissem de numero reproborum” PL 205.168.
Petrus Blesensis, Epistola CCXL, PL 207.546.
[62] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum II.27: “Clericus quidam Parisiis ante paucos annos verbum terrible contra Episcopos locutus est, dicens: Omnia credere possum, sed non possum credere, quod unquam aliquis Episcopus Alemanniae posit salvari. NOVICIUS: Quare magis iudicavit Episcopos Alemanniae, quam Episcopos Gallisae, Angliae, Lombardiae vel Tusciae? MONACHUS: Quia pene omnes Episcopi Alemaniae utrumque habent gladium, spiritualem videlicet et materialem; et quia de sanguine iudicat et bella exercent, magis eos sollicitos esse oportet de stipendiis militum, quam de salute animarum sibi commissarum. Invenimus tamen ex Episcopis Coloniensibus, qui Pontifices simul fuerunt et Duces, aliquos fuisse sanctos, beatum videlicet Brunonem, sanctum Heribertum et sanctum Annonem. Occasione verbi iam dicti clerici, recordor et alterius cuiusdam verbi adhuc terribilius a quodam defunct contra Episcopos prolati”.
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 99.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 110-1.
[63] J. A. Smeller, Carmina Burana, Lateinischer und Deutsche Lieder und Gedichte, Breslau 1883, S.15.
[64] Walthers von der Vogelwide, Sämmtliche Gedichte, ed. Karl Gustav Pannier, Berlin 1876, s.118.
[65] Πρόκειται για Γερμανό ιεροεξεταστή, γνωστό ως «ιεροεξεταστή του Passau. Πρόσθεσε υλικό στο έργο του Rainerius Sacconi, που αφορά τους Βάλδιους, γι’ αυτό και το συμπλήρωμα καλείται Contra Waldenses.
[66] Reineri (pseudo-) Ordinis Praedicatorum, Contra Wldenses Haereticos c. III: “Quarta causa haeresum est scandalum de malo exemplo quorundam. Unde, cum quodam vident male vivere, dicunt: Sic Apostoli non vixerunt, nec nos, qui summimitatores Apostolorum”. ed. Maxima Bibliotheca Veterum Patrum XXV (Lugdunum 1677), 263.
[67] “Quinta causa est insufficentia doctrinae quorundam, qui praedicant quandoque frivola, quandoque falsa. Unde quidquid Ecclesiae Doctor docet, quod per textum novi Testamenti non probat, hoc totum pro fabulis habent contra Ecclesiam” ο.π.
[68] “Sexta causa est irreverentia, quam quidam ministry Ecclesiaee perhibent Sacramentorum” o.p.
[69] “Septima causa est odium, quod habent contra Ecclesiam”, ο.π.