8.4 ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ
Γ’ ΜΕΡΟΣ – Η ΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η εξάπλωση των Βάλδιων στην γερμανόφωνη Κεντρική Ευρώπη παραμένει ένα ακαθόριστο ιστορικό γεγονός. Στα μέσα του ΙΓ’ αι. εμφανίζονται ισχυρές κοινότητες στην κοιλάδα του Δούναβη στην ΝΑ γωνιά της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Μέχρι τις αρχές του ΙΔ’ αι. οι κοινότητες εξαπλώνονται βορειότερα, στην Βοημία, την Μοραβία και φτάνουν μέχρι την Βαλτική θάλασσα. Τον ΙΕ' αι. εξασθενούν αισθητά, αλλά δεν εξαφανίζονται. Τον ΙΣΤ’ αι. οι κοινότητες της Βοημίας συμμετέχουν στο Τσέχικο αιρετικό κίνημα των Χουσιτών. Για την ερμηνεία του φαινομένου της ανόδου και της πτώσης των Βάλδιων, χρησιμοποιείται το μοντέλο της διαφωνίας με τον καθολικισμό[1]. Ωστόσο το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όπως θα δούμε. Μπορεί οι Βάλδιοι να μην εμφάνισαν ισχυρή διαφωνία θεολογικά, αλλά πρακτικά δεν είχαν λιγότερη αυτοσυνειδησία ή αποστασιοποίηση από τις άλλες αιρέσεις.
8.4.1 Οι πρώτες αναφορές
Οι ενδείξεις για την ύπαρξη Βάλδιων στις γερμανόφωνες χώρες κοντά στο τέλος του ΙΒ’ και αρχές του ΙΓ’ αι. είναι σχετικά σπάνιες και διάσπαρτες. Το 1199 ο επίσκοπος Metz έγραψε σε μια επιστολή του στον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ μια αναφορά για μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι διάβαζαν τις Γραφές και τα Moralia του αγίου Γρηγορίου Α’ πάπα Ρώμης (590-604) στην καθομιλουμένη. Ο Ιννοκέντιος απάντησε με συγκρατημένο τρόπο. Ενέκρινε τον ζήλο των πιστών για την ανάγνωση των Γραφών, αλλά προειδοποίησε να μην προβαίνουν σε ιδιωτικές συναντήσεις. Διέταξε τον επίσκοπο και στην συνέχεια τρεις Κιστερκιανούς να εξετάσουν την μετάφραση[2]. Μερικοί ηγούμενοι έκαψαν παρόμοιες μεταφράσεις την ίδια εποχή[3].
Από τον Καισάριο του Heisterbach μαθαίνουμε ότι ο ίδιος επίσκοπος αφόρισε τους αρχηγούς ενός κινήματος που είχε ως κύρια δράση το κήρυγμα. Η αντίδραση του κόσμου εναντίον του δεν του επέτρεψε να προβεί σε άλλες ενέργειες για την αντιμετώπιση των αιρετικών[4]. Το πιο πιθανό είναι ότι οι αιρετικοί των παραπάνω περιπτώσεων ήταν Βάλδιοι από την Languedoc[5]. Σε καμιά από τις δύο περιπτώσεις η αίρεση δεν ρίζωσε, ούτε δημιούργησε τοπικές σέκτες.
Στην καρδιά της Γερμανίας υπάρχουν επίσης σποραδικές αναφορές για την δράση Βάλδιων πριν το 1230. Σύμφωνα με το (χαμένο σήμερα) χρονικό του Daniel Specklin († 1589) από το Στρασσβούργο, στο αββαείο του St. Arbogast (μάλλον σε κάποιο επίσης χαμένο χρονικό) υπήρχε καταγεγραμμένο ένα περιστατικό, που αφορούσε μια ομάδα αιρετικών. Ο επιχώριος επίσκοπος μετά από εξέταση ανακάλυψε ότι είχαν τρεις αρχηγούς. Ο πρώτος έδρευε στο Μιλάνο, ο δεύτερος ήταν ιερέας στο Στρασβούργο και ο τρίτος κάπου στην Βοημία.
Η μαρτυρία του Specklin δεν είναι καθοριστική. Ως χρονογράφος του ΙΣΤ' αι. είχε κάθε λόγο να κάνει τους παρατηρημένους αναχρονισμούς και ήταν συνήθεια της εποχής του η «ανακάλυψη» ανύπαρκτων χειρογράφων για την επιβεβαίωση της θέσεως του καθενός. Πρώτοι διδάξαντες σ’ αυτό ήταν οι ίδιοι οι Παπικοί, οπότε οι αιρετικοί δεν είχαν και πολλούς ενδοιασμούς, εφόσον επρόκειτο με ένα πλαστό έγγραφο ν’ αναιρέσουν κάποιο άλλο εξίσου πλαστό[6].
Πηγή για τον Specklin ήταν οπωσδήποτε η επιστολή «Rescriptum». Στην επιστολή αυτή επιβεβαιώνεται έγκυρα η παρουσία Βάλδιων στην Γερμανία το 1218. Η φρασεολογία της (χρησιμοποιούνται οι όροι «αιρεσιάρχες», «Λεονιστές») δείχνει ότι οι αντιγραφείς της επιστολής ήταν παπικοί, και η αντιγραφή του κειμένου έγινε στα μέσα του ΙΓ' αι. Εξάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι αυτή την εποχή η παρουσία των Βάλδιων στην Γερμανία ήταν αρκετά εμφανής, ώστε να ανησυχήσει τις παπικές αρχές και να ξεκινήσουν την συλλογή πληροφοριών γι’ αυτούς.
Είναι σίγουρο ότι περί το 1230 υπήρχε έντονη δράση αιρετικών στην κεντρική Γερμανία, όχι μόνο Βάλδιων αλλά κυρίως Καθαρών. Πάλι οι πληροφορίες είναι λιγοστές, όσες εξάγονται από την επιστολή του πάπα Γρηγορίου Θ’ (1227-1241), την γνωστή ως «Vox in Rama»[7], και τα τότε χρονικά. Σύμφωνα με το κλίμα ανοχής που επικράτησε τότε στις σχέσεις πάπα-αυτοκράτορα επετράπη ο διορισμός ιεροεξεταστή και η ανάληψη καθηκόντων στη Γερμανία. Την θέση έλαβε ο διαβόητος για την σκληρότητά του Κορράδος του Marburg (1180-1233).
Ο Κορράδος ξεκίνησε την καριέρα του μια εικοσαετία νωρίτερα, ως απεσταλμένος το πάπα για να κηρύξει σταυροφορία και να μαζέψει σταυροφόρους στην αυτοκρατορία. Σύντομα κέρδισε την εμπιστοσύνη των τοπικών αρχών κι έφτασε να γίνει εξομολόγος της Ελισάβετ της Ουγγαρίας, συζύγου του Λουδοβίκου IV της Θουριγγίας (1217-1227). Διορίστηκε ιεροεξεταστής στις 11 Οκτωβρίου του 1231[8]. Στο έργο του συνεπικουρούνταν από δύο πρώην αιρετικούς, τον Tors και τον Johannes.
Ο Κορράδος θεωρούσε δεδομένη την ενοχή όσων έπεφταν στα χέρια του. Δυο επιλογές τους πρόσφερε, είτε να ομολογήσουν την ενοχή τους και να λάβουν ταπεινωτικές μόνο ποινές, όπως το ξύρισμα της κόμης, είτε να καούν στην πυρά. Κάποια στιγμή, όμως, υπερέβαλλε και κατηγόρησε για αίρεση τον Ερρίκο ΙΙ, κόμη της Sayn. Ο αρχιεπίσκοπος του Mainz, Siegfried III, τον συμβούλευσε να συγκρατήσει το ζήλο του και ν’ ανακαλέσει, αλλά ο Κορράδος αρνήθηκε. Λίγο καιρό αργότερα δολοφονήθηκε από κάποιους αιρετικούς κοντά στο Marburg, στις 30 Ιουλίου του 1233. Κατηγορήθηκε ο κόμης Ερρίκος και άλλοι αριστοκράτες, Την ανάκριση διενήργησε ο αρχιεπίσκοπος, και οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν αθώοι[9].
Οι Βάλδιοι δεν ονοματίζονται στις πηγές τις σχετικές με την δράση του Κορράδου. Κάποιοι από τους αιρετικούς που καταδικάστηκαν φέρουν, ωστόσο, ανάλογα χαρακτηριστικά. Προσπερνώντας τις γενικές παρατηρήσεις περί αντικληρικαλιστικών και αντιμυστηριακών πεποιθήσεων, κοινών σε πολλές αιρέσεις, μένει κανείς στις αναφορές για γερμανικές μεταφράσεις των Γραφών. Μια από τις πηγές αναφέρει ότι αιρετικοί έστελναν ετήσια εισφορά στο Μιλάνο, όπου κατοικοέδρευε ο αρχηγός τους[10]. Αν όντως επρόκειτο για Βάλδιους, φαίνεται ότι αυτοί σχετίζονταν με το τμήμα της Λομβαρδίας, όχι τους Λεονιστές.
8.4.2 Οι Βάλδιοι στην Αυστρία
Ο Ανώνυμος χρονογράφος του Passau δίνει το στίγμα της ταυτότητας των αιρετικών στις γερμανόφωνες περιοχές, μετά τα μέσα του ΙΓ’ αι. Αναφέρει, ότι εκεί που πριν υπήρχαν περί της εβδομήντα αιρέσεις, την εποχή του απέμειναν οι Καθαροί (αναφέρει τρεις κλάδους) και οι Βάλδιοι[11]. Ο ίδιος καταγράφει την παρουσία των Βάλδιων στην κοιλάδα του Δούναβη, μεταξύ Passau και Βιέννης[12]. Την εποχή αυτή ισχυρός πυρήνας εντοπίζεται στην Βοημία, την Μοραβία και επεκτείνεται βορειότερα στην Πομερανία και το Βρανδεμβούργο.
Ο πυρήνας αυτός αποδείχτηκε ο πιο ισχυρός στην διάρκεια του χρόνου και στις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης. Είναι άγνωστο το πώς διαδόθηκε η αίρεση στην περιοχή. Απ’ ότι φαίνεται σχετιζόταν επίσης με τον κλάδο της Λομβαρδίας. Υπάρχουν επίσης αναφορές για τις προσφορές των αιρετικών στους επισκόπους τους στο Μιλάνο[13].
Από τις πηγές προκύπτει ότι η αίρεση βρήκε υποστήριξη στον τοπικό πληθυσμό. Ο Ανώνυμος του Passau τονίζει το θέμα αυτό:
«Σε όλες τις πόλεις της Λομβαρδίας και την επαρχία της Προβηγκίας, και σε άλλα βασίλεια και χώρες, υπάρχουν πιο πολλές σχολές των αιρετικών, παρά των θεολόγων κι έχουν περισσότερους ακροατές· κάνουν δημόσιο διάλογο και καλούν τον κόσμο σε επίσημες λογομαχίες στους αγρούς και τις αγορές. Διδάσκουν σε οικίες και δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να τους σταματήσει, εξαιτίας της δύναμης και του πλήθους αυτών που τους υποστηρίζουν. Εγώ ο ίδιος παραβρέθηκα πολλές φορές στην ανάκριση και την εξέταση αιρετικών και υπολογίζεται ότι στην επαρχία του Passau υπάρχουν σαράντα εκκλησίες που έχουν μολυνθεί από την αίρεση. Και στην ενορία του Kemanaten μόνο υπάρχουν δέκα σχολές αιρετικών, και ο ιερέας αυτής της ενορίας δολοφονήθηκε από αυτούς, και κανένας δεν τιμωρήθηκε[14].»
Με βάση αυτή την πληροφορία καταρτίσθηκε μια λίστα των σαράντα εκκλησιών της Αυστρίας, που είχαν μολυνθεί από την αίρεση, περίπου το 1260. Από την λίστα αυτή έχουν σωθεί αρκετά αντίγραφα[15]. Σύμφωνα με αυτή την λίστα, αυξημένος αριθμός αιρετικών συγκεντρώσεων βρίσκονταν στην Άνω Αυστρία, ενώ αρκετές υπήρχαν και στα περίχωρα της Βιέννης. Σε αρκετές περιπτώσεις είχαν ιδρυθεί σχολές αιρετικών, όπως στις περιοχές Einzinspach, St. Peter an der Au, Steyr, Kammer και Kematen.
Η διάδοση της αίρεσης στην Αυστρία σε τέτοιο βαθμό την υπό εξέταση εποχή, επιβεβαιώνεται και από άλλη πηγή. Στις αρχές του ΙΔ’ αι. καταδικάστηκε στην Βιέννη ένας αρχηγός των αιρετικών με το όνομα Neumeister. Αυτός ομολόγησε ότι υπήρξε «επίσκοπός» τους για πάνω από σαράντα χρόνια και ότι υπήρχαν 80.000 Βάλδιοι στην Αυστρία και άπειροι στην Βοημία και Μοραβία[16].
Χαρακτηριστικό των Βάλδιων της Αυστρίας είναι η αγριότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους παπικούς. Εκτός από τον ιερέα που δολοφονήθηκε στο Kematen, σύμφωνα με τον Ανώνυμο, άλλη μια παρόμοια περίπτωση αναφέρεται και για έναν δολοφονημένο από τους αιρετικούς ιερέα στην Traunkreis[17]. Η εχθρότητα των αιρετικών, που σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις θύμιζε στάση[18], φαίνεται και στην παρακάτω περίπτωση:
«Η έβδομη αιτία (σσ. ο Ανώνυμος αναφέρει τις εφτά αιτίες που οδηγούσαν τους ανθρώπους στην αίρεση) είναι το μίσος που έχουν ενάντια στην Εκκλησία. Έχω ακούσει από το στόμα αιρετικών, ότι σκοπεύουν να υποβαθμίσουν τους ιερείς στην κατάσταση των σκαπανέων με το να τους αφαιρέσουν τις δεκάτες και την περιουσία τους, με την δύναμη και το πλήθος των πιστών και των υποστηρικτών τους. Όταν κάποιος αιρεσιάρχης επ’ ονόματι Hainricus, κάποιος κατασκευαστής γαντιών από την Thewin, οδηγήθηκε στην εκτέλεση, δήλωσε ενώπιον όλων:
› Καλά κάνετε και μας καταδικάζετε με αυτό τον τρόπο, διότι, αν δεν ήμασταν μειονότητα ανάμεσά σας, την θανατική ποινή που εφαρμόζετε σε μας, θα την εφαρμόζαμε εμείς στους ιερείς, στον κλήρο και τον λαό σας[19].»
Εδώ ο Hainricius αποκάλυψε τις πραγματικές προθέσεις των αιρετικών για την Εκκλησία· ξεκλήρισμα, αφαίρεση της εκκλησιαστικής περιουσίας με έμφαση στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, δολοφονίες ιερέων και πιστών. Τα σχέδια αυτά πραγματοποιήθηκαν σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι αιρετικοί προέβησαν σε ένοπλες εξεγέρσεις (Χουσίτες, επανάσταση των χωρικών υπό την καθοδήγηση του Thomas Müntzer), όπως και στις περιοχές όπου επικράτησε ο Προτεσταντισμός.
Ένας άλλος Βάλδιος από το Grafenschlag δήλωσε κατά παρόμοιο τρόπο, ότι αν είχε λίγο χρόνο ακόμα στην διάθεσή του θα είχε ισχυροποιήσει τόσο πολύ την αίρεση στην περιοχή που δρούσε, ώστε θα μπορούσε όχι μόνο να κηρύττει δημόσια, αλλά και να την επιβάλει με την βία[20]. Ο βίαιος χαρακτήρας της εξάπλωσης της αίρεσης, όσες φορές δεν μπόρεσε να εκφρασθεί έμπρακτα, περιοριζόταν σε ανάλογη μορφή κηρύγματος. Το προηγούμενο συναινετικό κήρυγμα είχε παραμερισθεί, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες και το πλήθος των υποστηρικτών. Το προσωπείο των αιρετικών είχε πέσει και τα πραγματικά αισθήματά τους εκφράζονταν ανοικτά. Το αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικαλιστικό περιεχόμενο του κηρύγματός τους είχε την ίδια φρασεολογία και επιχειρηματολογία με παρόμοια κηρύγματα των Καθαρών και άλλων αιρετικών. Για τον λόγο αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθεί εδώ.
Άξια μνείας είναι η αιτιολόγηση της αιρετικής αποστασιοποίησης από τον Ανώνυμο, διότι δείχνει τα αδιέξοδα, στα οποία είχε οδηγήσει τον κόσμο ο παπισμός. Μερικές παρατηρήσεις του είναι ενδεικτικές:
«Η έκτη αιτία είναι η ασέβεια την οποία επιδεικνύουν κάποιοι λειτουργοί της Εκκλησίας προς τα μυστήρια[21].»
«Η Εκκλησία φτιάχνει κανόνες για χάρη του εαυτού της και για να στηρίξει τις εκκλησιαστικές ελευθερίες. Οι εντολές του Χριστού είναι συγκεκριμένες, ενώ της Εκκλησίας δείχνουν να είναι ατέλειωτες[22].»
Στο σημείο αυτό ο Ανώνυμος αναφέρει ότι η διάσταση του παπισμού από την Ορθοδοξία ήταν απόδειξη των αιρετικών για την φαυλότητα του πρώτου:
«Η Εκκλησία της Ανατολής δεν δίνει σημασία στους κανόνες [της Εκκλησίας της Δύσης][23].»
Εν ολίγοις ο Ανώνυμος παραδέχεται ότι ο παπισμός ζητούσε τον σεβασμό των πιστών, χωρίς να μπορεί ο ίδιος να παρουσιάσει ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο.
Οι Βάλδιοι στηρίζονταν στην γνώση της Αγίας Γραφής για να κερδίσουν την προσοχή του ακροατηρίου τους. Ο Ανώνυμος αναφέρει ότι οι περισσότεροι γνώριζαν απ’ έξω την Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, βρίσκει λάθη στις μεταφράσεις τους καθώς δεν γνώριζαν το λατινικό κείμενο, αλλά δικές τους μεταφράσεις. Αρνητική εικόνα στο θέμα παρουσιάζει ο David του Augsburg. Ισχυρίζεται ότι οι Βάλδιοι απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη. Χρησιμοποιούσαν, όμως, όσα αποσπάσματα από τους Πατέρες μπορούσαν με αντιρρητικό σκοπό[24]:
«Δεν δέχονται την Παλαιά Διαθήκη λόγω πίστεως, αλλά μαθαίνουν μόνο συγκεκριμένα αποσπάσματα από αυτήν, με σκοπό να μας επιτίθενται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, λέγοντας ότι, όταν ήρθε το Ευαγγέλιο, τα παλιά περάσανε. Κατά παρόμοιο τρόπο επιλέγουν λόγια του αγ. Αυγουστίνου, του Ιερώνυμου, του Γρηγορίου, του Αμβροσίου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Ισιδώρου, και μικρά αποσπάσματα από τα βιβλία τους, με σκοπό ν’ αποδείξουν τις πλάνες τους και να μας αντικρούσουν. Πολύ εύκολα παραπλανούν τους αμόρφωτους, ντύνοντας το ανίερο δόγμα τους με εδάφια από τους αγίους· αποσιωπούν, όμως, εκείνα τα εδάφια από τους αγίους που τους εναντιώνονται και αναιρούν τα λάθη τους[25].»
Ο ίδιος συγγραφέας στιγματίζει την έπαρσή τους, καθώς επιδεικνύονταν και περνιούνταν για μορφωμένοι, επειδή συναναστρέφονταν με αγράμματους χωρικούς, απαγγέλλοντας αποσπάσματα του Ευαγγελίου στην καθομιλουμένη και προκαλώντας τον θαυμασμό ενός ακροατηρίου που δεν γνώριζε και επομένως δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τις πλάνες τους:
«Όλη η έπαρσή τους στηρίζεται στην απλότητα (σσ εννοεί την απλότητα των ακροατών τους)· διότι φαίνονται περισσότερο μορφωμένοι από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έμαθαν να απαγγέλλουν απέξω κάποια λόγια των Ευαγγελίων και των Επιστολών στην καθομιλουμένη. Για το λόγο αυτό θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους πιστούς μας, όχι μόνο τους λαϊκούς, αλλά και τους μορφωμένους· διότι είναι ανόητοι και δεν καταλαβαίνουν ότι ένα δωδεκάχρονο σχολιαρόπαιδο γνωρίζει περισσότερα από έναν εβδομηντάχρονο αιρετικό· διότι ο τελευταίος γνωρίζει μόνο όσα έχει μάθει απ’ έξω, ενώ ο πρώτος, έχοντας μάθει την γραμματική, μπορεί να διαβάσει χίλια λατινικά βιβλία, και ως ένα βαθμό να καταλάβει τη κυριολεκτική σημασία τους[26].»
Ο Ανώνυμος του Passau διαπίστωσε ότι ήταν η επίφαση της ευσέβειας που τους έκανε τόσο επικίνδυνους. Αυτό το έχουμε ξαναδεί. Εδώ πρέπει να συμπληρωθεί ότι για να διατηρηθεί η συγκεκριμένη επίφαση, ενάντια στα πραγματικά τους αισθήματα, χρησιμοποιούσαν κάποια κωδικοποιημένη ορολογία. Κάποιοι συγγραφείς είχαν παρατηρήσει τους κώδικες των Βάλδιων[27]. Χρησιμοποιούσαν συνθηματικές λέξεις για να μιλήσουν για την εκκλησία και τον κλήρο. Με αυτό τον συγκεκαλυμμένο τρόπο απέφευγαν τον εντοπισμό. Είχαν κωδικοποιημένους χαιρετισμούς. Όταν πήγαιναν σε μια συνάθροιση ρωτούσαν αν παραβρισκόταν κανένα «στραβόξυλο», εννοώντας κάποιον μη-Βάλδιο[28]. Εντέλει αυτή η κωδικοποιημένη συμπεριφορά, ενώ αρχικά σκόπευε στην συγκάλυψη, με το χρόνο μετατράπηκε σε αναγνωριστικό στοιχείο μεταξύ τους. Σε μεταγενέστερους αιώνες, παρόμοια συνθηματολογία ανέπτυξαν οι Γάλλοι Προτεστάντες (γλώσσα της Χαναάν[29]), οι Πουριτανοί, οι Γιανσενίτες και οι Μασόνοι.
8.4.3 Οι Βάλδιοι σε Βοημία και Μοραβία
Από την Αυστρία μεταδόθηκε η αίρεση στις εν λόγω περιοχές και μάλιστα σε τέτοια κλίμακα, ώστε μέχρι το 1330 είχε ιδρυθεί μόνιμο γραφείο της Ιεράς Εξέτασης, με έδρα την Πράγα. Το γραφείο αυτό διέθετε δικό του οικοδόμημα, βιβλιοθήκη και μεγάλη συλλογή αρχείων. Η πεμπτουσία της εμπειρίας των τοπικών ιεροεξεταστών καταγράφηκε σε εγχειρίδιο, το οποίο αποτελεί πηγή πληροφόρησης για τα εκεί τεκταινόμενα[30].
Στο Εγχειρίδιο αναφέρονται τα ονόματα των σημαντικότερων ιεροεξεταστών της περιόδου, των Colda von Colditz, Hartmann von Pilsen και του πιο δραστήριου Gallus von Neuhaus[31]. Κάποια διάσπαρτα αποσπάσματα από τα πρακτικά του τελευταίου βοηθούν να συμπληρωθούν τα κενά που αφήνει το Εγχειρίδιο, ειδικά όσον αφορά τις πεποιθήσεις των Βάλδιων της περιοχής[32].
Η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη Βάλδιων στην Βοημία και την Μοραβία, βγήκε από το στόμα του Neumeister, όπως είδαμε παραπάνω. Αυτός μίλησε για αμέτρητους Βάλδιους, αλλά σύγχρονοι υπολογισμοί μπορούν να προσεγγίσουν τον πραγματικό αριθμό. Υπολογίζεται, λοιπόν, ότι στο βασίλειο της Βοημίας στις αρχές του ΙΔ’ αι. υπήρχαν περί τις 100.000 γερμανόφωνοι κάτοικοι. Επίσης, εκτιμάται ότι η αίρεση ήταν διαδεδομένοι αποκλειστικά μεταξύ των Γερμανών της περιοχής[33]. Οπωσδήποτε δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί Βάλδιοι, όπως δεν ήταν και όλοι οι αιρετικοί στην περιοχή Βάλδιοι. Αναφέρεται για παράδειγμα, ένας άλλος αιρεσιάρχης με το όνομα Ricciardino της Pavia[34].
Στα πρακτικά του Gallus καταγράφονται 180 άτομα ύποπτα για αίρεση, εκ των οποίων οι 15 καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Δεδομένου ότι μόνο τμήμα του αρχείου του Gallus έχει διασωθεί, για το υπόλοιπο χαμένο τμήμα εκτιμάται ότι πρέπει να περιέχει ένα σύνολο 2600 ανακρίσεων με περίπου 200 εκτελέσεις. Τα νούμερα είναι υποθετικά, ωστόσο η αλήθεια δεν πρέπει να είναι πολύ διαφορετική. Η δράση του εν λόγω ιεροεξεταστή τοποθετείται στην εικοσαετία 1330-1350.
Οι Βάλδιοι της Βοημίας ήταν σε συνεχή επαφή με το τμήμα της κοιλάδας του Δούναβη. Εντοπίζονται στις πόλεις Budweis, Jareschau, Königgrätz, Namesz, Olesna (η οποία χωριζόταν σε γερμανικό και τσέχικο τμήμα), Prachactice, Wilhelmsdorf, Zahlenicz και Znojmo[35]. Εφόσον ήταν αστοί ασκούσαν και τα ανάλογα επαγγέλματα, με τους περισσότερους να είναι υφαντές ή κάτι παρεμφερές. Αναφέρεται ένας μεγαλοαστός, ο «πλούσιος» Ulrich στο Budweis, και ένας δικαστής στην Olesna, ο αδελφός του Dytlin[36].
Πραγματοποιούσαν μυστικές συναντήσεις σε κτίρια με αποκλειστική χρήση. Τέτοια κτίρια εντοπίστηκαν στο Budweis και Jareschau. Σε όσες πόλεις δεν διέθεταν παρόμοια κτίρια, οι συναντήσεις γίνονταν σε στοές, όπως στο Bernharcz[37]. Ένας μόδιστρος στο Budweis, ο Merthlin, διέθετε το κελλάρι του γι’ αυτό τον σκοπό[38]. Αυτό το μοντέλο δείχνει μια κλειστή μυστική αδελφότητα. Για την διατήρηση της μυστικότητας γίνονταν επιγαμίες μεταξύ των μελών, αποκλειστικά. Οι επιγαμίες αυτές, και οι συσχετισμοί που δημιουργούνταν επέτρεπαν στα μέλη να μετακομίζουν από μια πόλη σε μια άλλη, όταν στην πρώτη εμφανιζόταν ιεροεξεταστής. Παρόμοιο μοντέλο μυστικότητας βρίσκουμε μεταξύ των Λολλάρδων της ανατολικής Αγγλίας και του Chiltern Hills (NA Αγγλία)[39].
Στα αρχεία αναφέρονται και κατονομάζονται ξεκάθαρα πάστορες. Σώζονται τα ονόματα μερικών, όπως Albrecht, Gottfried, Johannes, Peter και Ulrich von Donaudorf[40]. Από αυτούς μόνο ένας ασκούσε τέχνη, ο Henzlin o κατασκευαστής μαχαιριών[41]. Ένας άλλος, ο Rudin, ήταν πανδοχέας και ανύπαντρος. Μπήκε στην σέκτα περί το 1295, έμεινε μαθητευόμενος επί δωδεκαετία και μετά έγινε πάστορας και μάλιστα ανήλθε στην αρχηγεία της σέκτας, λόγω του ότι ήταν ανύπαντρος[42].
Οι πάστορες ήταν συνήθως περιπλανώμενοι. Ταξίδευαν από πόλη σε πόλη, φιλοξενούνταν σε σπίτια πιστών και άκουγαν εξομολογήσεις, συνήθως την νύχτα. Κήρυτταν επίσης σε σπίτια πιστών. Λόγω του πλήθους του ακροατηρίου απαιτούνταν μεγάλες αίθουσες, οπότε οι ανάλογες συγκεντρώσεις γίνονταν στα σπίτι των πλέον ευκατάστατων, κάποιες φορές σε κελλάρια[43]. Η ομολογία του Heinrich, ενός σιδηρουργού από το Παλατινάτο, ο οποίος ζούσε περί το 1345 στο Jareschau, δείχνει την μυστικότητα αυτών των συναντήσεων, εξαιτίας του φόβου της ανακάλυψης:
«Τώρα δεν είναι όπως ήταν παλιά, διότι τώρα έρχονται με μυστικότητα και φεύγουν με μυστικότητα· δεν έχει σημασία πόσο στενός φίλος είναι κάποιος, δεν επιτρέπεται να γνωρίζει την άφιξη των εν λόγω εξομολόγων. Ως εκ τούτου, όταν έρχονται σε μια οικία ή φεύγουν από αυτή, το κάνουν με μυστικότητα και συγκάλυψη, και δεν επιτρέπουν σε κανένα να γνωρίζει από πού έρχονται ή πού πάνε. Έτσι, δεν γνωρίζω να σας πω τα σχετικά με την άφιξη ή την αναχώρησή τους[44].»
Πέραν της διδασκαλίας και της εξομολόγησης, οι πάστορες είχαν και άλλα καθήκοντα. Ένας Βάλδιος πάστορας, ο Albrecht, τέλεσε γάμο στο Hedreinsdorf, μεταξύ του Heynczlin Zaumer και της Elizabeth, οι οποίοι αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Olesna[45]. Ένας άλλος στο Neuhaus παραβρέθηκε στις τελευταίες στιγμές μιας άρρωστης γυναίκας από την σέκτα, αλλά δεν είναι εξακριβωμένο τι ακριβώς έκανε[46].
Το διάτρητο σημείο της όλης μυστικότητας ήταν η εκ πεποιθήσεως δυσκολία των Βάλδιων να ορκιστούν, όπως συνέβαινε και με τους Καθαρούς. Ένας έμπειρος ιεροεξεταστής, όπως ο Gallus, μπορούσε να φέρει με τρόπο την ανάκριση στο θέμα αυτό και να διακρίνει το ποιόν του ανακρινόμενου προσώπου, ακόμα και όταν ορκιζόταν συμβατικά. Σε κάποιες περιπτώσεις ο Gallus δείχνει να ευχαριστιέται την δυσφορία τους, όταν αναφέρονταν στο θέμα ή όταν τους πίεζε να δώσουν τον όρκο του μάρτυρα. Είχε διακρίνει, μάλιστα, και την απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ αποφεύγουν να πουν «treuen». Έξοχο παράδειγμα το παρακάτω απόσπασμα από την ανάκριση της Μαργαρίτας, της συζύγου του Hertlin, ενός ράφτη από το Budweis. Η Μαργαρίτα αρνήθηκε την εμπλοκή της στην αίρεση και ο ιεροεξεταστής την ρωτά αν προτίθεται να επιβεβαιώσει την αθωότητά της ένορκα:
› Μαργαρίτα: Θα ορκιστώ πρόθυμα, όπως μου πείτε.
› Ιεροεξεταστής: Δεν σε διατάζω να ορκιστείς, αλλά ρωτώ αν το επιθυμείς.
› Μαργαρίτα: Βεβαίως το επιθυμώ, αλλά δεν ξέρω το πώς.
› Ιεροεξεταστής: Ορκίσου όπως γνωρίζεις.
Το λεπτό σημείο στον παραπάνω διάλογο ήταν το ότι οι Βάλδιοι αιτιολογούσαν εξ ανάγκης τον όρκο, ως επανάληψη του τύπου που υποδείκνυε ο ανακριτής, και όχι δια της εκφοράς δικών τους λόγων. Έτσι πίστευαν ότι δεν ορκίζονταν πραγματικά. Αυτό ο Gallus το γνώριζε. Σ’ αυτήν την στιχομυθία, λοιπόν, παρακολουθούμε την προσπάθεια του Gallus να υποδείξει στην Μαργαρίτα πώς να ορκιστεί και την προσπάθεια της Μαργαρίτας να τον αναγκάσει να το κάνει. Ο Gallus αποφεύγει να την εξαναγκάσει, την στιγμή που η Μαργαρίτα, αφενός δηλώνει ότι επιθυμεί να ορκιστεί, αφετέρου δεν το κάνει, αλλά προσπαθεί να επαναλάβει λόγια του Gallus που εν τέλει δεν τα λέει. Μπορούμε να φανταστούμε ότι όσο ευχάριστο ήταν αυτό για τον Gallus, τόσο δυσάρεστο θα πρέπει να ήταν για την Μαργαρίτα, η οποία εμφανώς ήταν αιρετική. Αφού ο Gallus διαπίστωσε το αιρετικό υπόβαθρό της, της πρόσφερε μια μορφή όρκου και αυτή ορκίστηκε με φανερή δυσκολία. Ωστόσο, το θέμα δεν τελείωσε εκεί, διότι την πίεσε να ορκιστεί και σε άλλες περιπτώσεις· μια φορά όταν την ρώτησε για τις σχέσεις της με τον Κορράδο τον γουναρά, ο οποίος κάηκε στο Budweis. Η Μαργαρίτα είχε γνωριστεί μαζί του στην Πράγα. Ο Gallus της ζήτησε να ορκιστεί ότι δεν σχετίζονταν και αυτή απάντησε:
«Μα, πόσες φορές πρέπει να ορκιστώ; Δεν έχω ορκιστεί ήδη τρεις φορές[47];»
Η άρνηση να ορκισθούν δεν ήταν το μοναδικό χαρακτηριστικό που πρόδιδε τους Βάλδιους. Οι καταθέσεις των μαρτύρων δείχνουν ότι είχαν υιοθετήσει και ιδιαίτερο τρόπο συνομιλίας, όπως είχε συμβεί και με άλλες αδελφικές κοινότητες στις γερμανόφωνες περιοχές. Υποψίες εγέρθηκαν εναντίον των Heynczlin του πιλοπώλη, του Pezold του ζωγράφου και του Johlin του ράφτη, εξαιτίας του ιδιαίτερου «conversacio[48]» τους και του γενικού life style τους. Ο Gruczczo ο γουναράς τράβηξε τις υποψίες των γειτόνων του λόγω του κλειστού τρόπου ζωής του[49]. Οι Βάλδιοι στο Budweis, ενώ παραβρίσκονταν στις ακολουθίες των παπικών, αντί να κατασιγάσουν τις υποψίες εναντίον τους, τραβούσαν την προσοχή πάνω τους. Κατά την διάρκεια της παπικής λειτουργίας απέφευγαν να ατενίσουν την όστια και γυρνούσαν αλλού το βλέμμα τους. Κάποιος Herbord επεδείκνυε προκλητική αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά[50]. Παρατηρείται, λοιπόν, το εξής αντιφατικό· από τη μια τηρούσαν κάθε προφύλαξη στο να κρατήσουν μυστική την ύπαρξη και τις δραστηριότητες της αίρεσης και από την άλλη προδίδονταν από την κοινωνική συμπεριφορά τους.
Οι Βάλδιοι έκαναν παρόμοιες προσπάθειες με τους Καθαρούς να στήσουν συνομωσίες σιωπής. Ο Heynlin ο νεώτερος, δημοτικός σύμβουλος στο Budweis, συγκάλεσε το δημοτικό συμβούλιο και τους είπε:
«Κύριοι, πρέπει όλοι να μιλήσουμε με μία φωνή ενώπιον του ιεροεξεταστή και να του πούμε ότι δεν γνωρίζουμε κανέναν αιρετικό εδώ. Αν επιθυμείτε να το κάνουμε πείτε μου[51].»
Προφανώς, η συνομωσία σιωπής απέτυχε, εφόσον καταγράφηκε στα πρακτικά και γνωρίζουμε γι’ αυτήν. Οπωσδήποτε οι επιτυχημένες προσπάθειες δεν έφθασαν σ’ εμάς. Εδώ είναι και το αδύνατο σημείο της ιστορικής έρευνας επί του θέματος. Τα γεγονότα, τα οποία συγκαλύφθηκαν με επιτυχία, δεν καταχωρήθηκαν στις πηγές, ειδικά στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, οπότε δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν από τον ιστορικό. Στην έρευνα της αίρεσης και των μυστικών αδελφοτήτων που δημιουργήθηκαν σε αυτή και την επόμενη περίοδο, το πρόσκομμα είναι αξεπέραστο, καθώς υπάρχουν μεγάλα κενά και δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν μόνο με την χρήση των υπαρχουσών πηγών. Το ότι οι μυστικές εταιρείες οργανώθηκαν και έδρασαν με επιτυχία φαίνεται από το πόσα λίγα γνωρίζουμε σήμερα γι’ αυτές. Ο μελετητής της ιστορίας μπορεί να ενημερωθεί για την ύπαρξη ή την δραστηριότητά τους μόνο μέσα από κάποιο αποτυχημένο σχέδιο, το οποίο ήρθε στο φως, όπως για παράδειγμα η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Gallus του Neuhaus καθ’ οδόν προς το Iglau, από τους γιους του Hermann von Neuchof το 1338[52].
Έχοντας ως μόνα διαφωτιστικά στοιχεία στην διάθεσή μας τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, αναγκαστικά συναντούμε μπροστά μας αδιαπέραστο σκοτάδι, μετά τον τερματισμό της δράσης του Gallus. Οι σχέσεις των Γερμανών με τον πάπα βρίσκονταν τις περισσότερες φορές στο χειρότερο διπλωματικό επίπεδο και αυτό είχε ως αποτέλεσμα των τερματισμό της δράσης των απεσταλμένων του δεύτερου. Χωρίς ιεροεξεταστές δεν υπάρχουν στοιχεία. Μόνο κάποια διαλλείματα στην ένταση των σχέσεων των δύο έδωσαν χρόνο και ευκαιρία στους ανακριτές να ερευνήσουν τα θέματα τις αίρεσης και προσφέρουν στοιχεία σε μας. Οι έρευνες του Κορράδου του Marburg, του Gallus του Neuhaus και ελάχιστων ακόμη, διενεργήθηκαν κατά την διάρκεια αυτών των διαλειμμάτων.
Κάποιοι θέλουν να ερμηνεύουν την σιωπή των πηγών ως πάταξη της αίρεσης. Δεν είναι έτσι. Τα χρόνια μετά τον τερματισμό της δράσης των ιεροεξεταστών στην περιοχή το 1355, είναι οι δεκαετίες της πανούκλας. Η περιοχή κατακλύσθηκε από αίρεση, η οποία έφθασε μέχρι το πανεπιστήμιο της Πράγας. Οι δρόμοι και οι πλατείες γέμισαν αυτόκλητους κήρυκες και το 1420 έχουμε την γέννηση του κινήματος των Χουσσιτών. Το πιο δραστήριο και επαναστατικό τμήμα αυτών, οι Ταβορίτες εξαπλώθηκαν στις περιοχές των Βάλδιων. Πολύ ύποπτο για να είναι σύμπτωση και ακατανόητο αν υιοθετηθεί η άποψη ότι οι Βάλδιοι εξέλιπαν με την δράση του Gallus. Είναι λογικότερο να ειπωθεί ότι το νέο κίνημα βρήκε πρόσφορο το έδαφος και καλά προετοιμασμένο από την δράση των Βάλδιων, ώστε ο ευαγγελισμός μιας συναινετικής προς την αίρεση κοινωνίας να είναι ευκολότερος. Όπως θα δούμε στα σχετικά κεφάλαια ο Χουσσιτισμός προκάλεσε την αντίδραση των αρχών εξαιτίας της επαναστατικής του φύσης και όχι της αντιδραστικής προς τον παπισμό, αφήνοντας έτσι παράδειγμα προς αποφυγή στους Προτεστάντες.
* * * * * *
[1] Euan Cameron, Waldenses: Rejections of the Holy Churchin Medieval Europe, Oxford 2000, pp. 96-7.
[2] PL 214.695-9 & 793.
[3] Chronica Albrici Monachi Trium Fontium, ed. P. Scheffer- Boichorst, MGH SS 23.878. Αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, New York-London 1969, p. 729.
[4] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies…, p. 257-8.
[5] Το θέμα συζητιέται στα:
-H. Haupt, Waldenserthum und Inquisition im südöstlichen Deutschland bis zu Mitte des 14. Jahrhunderts, in Deutsche Zeitschrieft für Geschichtswissenschaft 1 (1889), ss. 285-6.
- H. Grundmann, Relidiöse Bewegungen im Mittelalter: Untersuchungen über die geschichtlichen Zusammenhange zwischen der Ketzerei, den Bettelorden und der religiöse Frauenbewegung im 12. und 13. Jarhundert und über die geschichtlichen Grundlagen der deutschen Mystik, 2nd ed. Hildesheim 1961, ss.97-100.
[6] Η πηγή αναλύεται στο H. Haupt, Waldenserthum…, ss. 320-2.
[7] MGH Epistolae Saeculi XIII Selectae 1, no 537 pp. 432-5.
[8] Για τον Κορράδο:
- R. Kieckhefer, Repression of Heresy in Medieval Germany, Liverpool 1979, pp. 14-5.
- M. Lambert, The Cathars, Oxford 1998, pp. 118-122.
[9] Πηγές:
- Gesta Trevorum Continuatio IV, ed. G. Waitz, MGH SS 24. 400-2.
- Chronica Albrici Monachi Trium Fontium, ed. P. Scheffer- Boichorst, MGH SS 23.931-2.
- Cronica S. Petri Erfordensis Moderna, ed. O. Holder-Egger, MGH SS 30.391.
[10] Annales Marbacenses, ed. R. Wimans, MGH SS 17.176.
[11] Ed. J. Gretser, in Maxima Bibliotheca Veterum Patrum vol. 13, p. 299: “De quarto nota, quod sectae haereticorum fuerunt plures quam lxx, quae omnes, per Dei gratiam deletae sunt, praeter sectas Manichaeorum, Arianorum, Runcariorum et Leonistarum, quae Alemanniam infecerunt”.
ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο Ανώνυμος του Passau είναι μια από τις κύριες πηγές για τν ιστορία των Βάλδιων, στον τόπο και χρόνο που αναφέρεται. Πρόκειται ουσιαστικά για το έργο του Rainerius Sacconi, Summa de Catharis et Pauperibus de Lugduno, στο οποίο έχει προστεθεί υλικό, που αφορούσε τους Βάλδιους της περιοχής. Την προσθήκη έκανε κάποιος Γερμανός ιεροεξεταστής πιθανότατα και αναφέρεται συνήθως ως ψευδο-Rainerius. Ο Jacob Gretser το εξέδωσε πρώτος στο όνομα του Rainerius και υπάρχει σε διάφορες εκδόσεις της Bibliotheca, εκτός από τον τόμο 13 (π.χ. υπάρχει και στην έκδοση της Λυών του 1677 στον τόμο 25.262-77.
Για τον Ανώνυμο και το έργο του:
- A. Patschovsky, Der Passauer Anonymus: Ein Sammelwerk über Ketzer, Juden, Antichrist aus der Mitte des 13. Jahrhunderts, in Schrieften der MGH, Deutsches Institut für Erforschung des Mittelalters, Band 22, Stuttgart 1968.
- W. Preger, Beiträge zur Geschichte des Waldensier im Mittelalter, in Abhandlungen der historischen Classe der königlich bayerischen Akademie der Wissenschaften 13 (1877), 184-86.
- Franz Unterkircher, “Pseudo-Reinerius” und “Passauer Anonymus”, in Mitteilungen des Instituts für österreichische Geschichtsforschung 63 (1955), 41-6.
Αγγλική μετάφραση, Edward Peters, Heresy and Authority in Medieval Europe: documents in translation, University of Pensylvania Press 1980, pp. 150-164.
[12] P. Segl, Ketzer in Österreich im 13. und beginnenden 14. Jahrhundrt, Quellen und Forschungen aus dem Gebiet der Geschichte, Neue Folge, Heft 5, Paderborn 1984.
[13] Ed. J. Gretser, in Maxima Bibliotheca Veterum Patrum vol. 13, p. 308.
[14] Edward Peters, Heresy…, 152.
[15] Αποσπάσματα στα:
- M. Nickson, The “Pseudo-Reinerius” Treatise, the Final Stage of a Thirteenth Century Work on Heresy from the Diocese of Passau, in Arcives d’ Histoire Doctrinale et Litteraire du Moyen-Age 34 (1967), 294-5, 308-9, 314.
- W. Preger, Beiträge zur Geschichte der Waldensier in Mittelalter, in Abhandlungen der historischen Classe königlich bayerischen Akademie der Wissenschaften 13 pt2 , 241-2.
[16] M. Nickson, The “Pseudo-Reinerius” Treatise…, p. 307.
[17] M. Nickson, The “Pseudo-Reinerius” Treatise…, p. 294.
[18] Euan Cameron, Waldenses…, 102.
[19] Edward Peters, Heresy…, 152.
[20] M. Nickson, The “Pseudo-Reinerius” Treatise…, p.308, 313.
[21] Edward Peters, Heresy…, 152.
[22] Edward Peters, Heresy…, 157.
[23] Ο.π.
[24] W. Preger, Tractat des David von Augsburg über die Waldesier, in Abhandlungen der historischen Classe königlich bayerischen Akademie der Wissenschaften 14 pt.2 (1879), p. 209.
[25] Αγγλική μετάφραση Ε. Peters, Heresy…, 149-150.
[26] Ε. Peters, Heresy…, p.150.
[27] W. Preger, Tractat des David von Augsburg…, p. 212.
[28] M. Nickson, The “Pseudo-Reinerius” Treatise…, p. 307.
[29] Παρμένο από το Ησ. 19.18: «Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσονται πέντε πόλεις ἐν τῇ Αἰγύπτῳ λαλοῦσαι τῇ γλώσσῃ τῇ Χαναανίτιδι …», για το οποίο σχολιάζει ο πρεσβυτεριανός σχολιαστής Matthew Henry (1662-1714): “They shall speak the language of Canaan, the holy language, the scripture-language· they shall not only understand it, but they shall use it· they shall introduce that language among them, and converse freely with the people of God, and not, as they use to do, by an interpreter. Converting grace, by changing the heart, changes the language”, An Exposition of the Old and New Testament, London 1827, vol. 2 p. 715.
Ο Καλβίνος εξελάμβανε την «Χαναανίτιδα γλώσσα», ως την ομολογία της αληθινής (κατ’ αυτόν) θρησκείας. Βλ. Joseph Alexander, Commentary on Isaiah, New York 1867, p. 356.
Ο Johannes Cocceius (Ολλανδός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Leiden, 1603-1669) θεωρούσε ότι η «Χαναανίτιδα γλώσσα» αφορούσε την μελέτη των Γραφών. Ο.π.
[30] Tο Εγχειρίδιο έχουν εκδοθεί από τον A. Patschovsky, Die Anfänge einer Ständingen Inquisition in Böhmen; Ein Prager Inquisitioner-Handbuch aus der ersten Hälfte des 14. Jahrhunderts, in Beiträge zur Geschichte und Quellenkunde des Mittelalters, Band 3 Berlin 1975 (το Εγχειρίδιο στις σσ 93-231, έκδ. του MS 311 της Herzog-August-Bibliothek). Βλ. επίσης του ιδίου, Quellen zur bömischen Inqusition im 14. Jarhundrt, MGH Quellen zur Geistesgeschicte des Mittelalters, Band 2 Weimar 1979, s. 115 ff.
[31] A. Patschovsky, Die Anfänge…, 15-29.
[32] Τα αποσπάσματα είναι διασκορπισμένα σε διάφορες βιβλιοθήκες· τέσσερα βρίσκονται στο Heiligenkreuz, ένα στο Gottweig και ένα ακόμη στ Brno. Συγκεντρωμένα στο A. Patschovsky, Quellen zur bömischen Inquisition, ss 11-18.
[33] A. Patschovsky, Quellen zur bömischen Inquisition, ss 21-2.
[34] A. Patschovsky, Die Anfänge…, ss. 30-46.
[35] A. Patschovsky, Quellen…, 181-2, 188 ff, 193ff, 201-2.
[36] O.π. 197-8.
[37] Ο. π. 197, 232, 238.
[38] Ο. π. 182-3.
[39] Βλ. σχ. J. A. F. Thompson, The Later Lollards 1414-1520, Oxford 1965 & N. P. Tanner, Heresy Trials in the Diocese of Norwich 1428-1431, Royal Historical Society Camden 4th series, vol 20 (London 1977).
[40] A. Patschovsky, Quellen…, 189, 192, 202, 210, 235, 238.
[41] A. Patschovsky, Quellen…, 212-3.
[42] A. Patschovsky, Quellen…, 250.
[43] A. Patschovsky, Quellen…, 234.
[44] A. Patschovsky, Quellen…, 211.
[45] A. Patschovsky, Quellen…, 191-2.
[46] A. Patschovsky, Quellen…, 235.
[47] A. Patschovsky, Quellen…, 233.
[48] Ο. π. 177-8.
[49] Ο.π. 182.
[50] Ο. π. 176.
[51] Ο. π. 176-7.
[52] Ο. π. 192-3.