«Πρώτα θα κοπεί το κεφάλι μου, παρά θα συμφωνήσω [με τη θανάτωση των αιρετικών]».
Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης προς τον Αυτοκράτορα (PG 99, 1485C)
Το κείμενο που ακολουθεί [1], επιστολή του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου προς το Μητροπολίτη της Εφέσου Θεόφιλο, κάπου μεταξύ των ετών 821 και 826 [2], παρουσιάζει περιεκτικώς και συνοπτικώς τη θέση της Εκκλησίας έναντι της προοπτικής της ποινικής θανατώσεως αιρετικών, με αφορμή τη δίωξη των Παυλικιανών, οι οποίοι εδώ ονομάζονται Μανιχαίοι, στις αρχές του θ΄ αιώνος, επί των Αυτοκρατόρων Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (811-813) και Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου (813-820)[3].
Στο κείμενο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής σαφείς και τεκμηριωμένες στη Γραφή και την ιερά Παράδοση θέσεις της ορθοδόξου εκκλησιαστικής κοινωνιολογίας: (α) απαγορεύεται στην Εκκλησία να διώκει και πολύ περισσότερο να θανατώνει αιρετικούς, που είναι μάλιστα και αρχή αμοιβαίων αιματοχυσιών, (β) περαιτέρω απαγορεύεται ακόμη και το να προσεύχεται η Εκκλησία εναντίον των αιρετικών - πράξη που οδηγεί στην κόλαση ως τεκμήριο μνησικακίας – αντιθέτως πρέπει να προσεύχεται υπέρ αυτών κατά το παράδειγμα του Χριστού, (γ) κατά την Αγία Γραφή επιτρέπεται να μισεί ο Χριστιανός αυτούς που μισούν το Θεό εκ προθέσεως, αλλά όχι να τους καταδιώκει ή φονεύει, (δ) η Εκκλησία προσεύχεται για τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου εκείνου που γίνεται για την προστασία των Χριστιανών από τις βιαιοπραγίες των επιτιθεμένων ξένων εθνών και τον επαινεί, (ε) η Εκκλησία – συμφώνως προς την Αγία Γραφή - αναγνωρίζει στην πολιτεία το δικαίωμα της θανατικής ποινής (και των αιρετικών) αν έχουν διαπράξει σημαντικά ποινικά εγκλήματα, αλλά (στ) η Εκκλησία για τα πνευματικά παραπτώματα (όπως είναι και η αίρεση) εφαρμόζει πνευματικά επιτίμια και όχι σωματικές τιμωρίες μέσω της πολιτείας.
Οι θέσεις αυτές του Οσίου Θεοδώρου, που επικαλούνται και αντικατοπτρίζουν όλη τη σχετική εκκλησιαστική Παράδοση, με αρκετές παραπομπές σε άλλους Αγίους, καταδεικνύουν για μια ακόμη φορά τη διαφορά της ορθοδόξου αντιμετωπίσως της ανθρωπίνης ελευθερίας έναντι της ευαγγελικής προσκλήσεως εκ μέρους του Χριστού· δεν υπάρχει εδώ καμμιά ιερο-εξεταστική δίωξη των αντιφρονούντων, κυνήγι μαγισσών, «νύκτα του αγίου Βαρθολομαίου» ή σταυροφοριακή «αγιοπρόβλητη» εκστρατεία εκκαθαρίσεως «απίστων»· δεν υπάρχουν βεβαίως ούτε εκατόμβες εκατομμυρίων θυμάτων, αντιρρησιών θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως από το ειδωλολατρικό ιερατείο τους πρώτους αιώνες μ.Χ. εναντίον των νομοταγών Χριστιανών και βέβαια πολύ περισσότερο, πέραν των πράξεων, δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει στην αληθή Ορθοδοξία νομιμοποίηση και θεσμοποίηση της χρήσεως βίας για θρησκευτικούς λόγους· τα κυριακά λόγια «εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν»[4] και «μήτι και υμείς θέλετε υπάγειν;»[5] αποτελούν σαφείς εν προκειμένω οδοδείκτες της Εκκλησίας.
Παρατρέχοντας όλη την υπόλοιπη σχετική εκκλησιαστική γραμματεία περιοριζόμαστε στη διαπίστωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο οποίος εν προκειμένω ερμηνεύει το πνεύμα των ιερών Κανόνων ως προς τη θεληματική προσέλευση στην Ορθοδοξία: «Και κατάλαβε εκ τούτου, ότι και οι αιρετικοί, και οι Λατίνοι, προσερχόμενοι τη ορθοδόξω ανατολική Εκκλησία, αυτοί από λόγου των πρέπει να ζητούν το να βαπτισθούν, και όχι να παρακινούνται εις τούτο από τους ορθοδόξους»[6].
Προς τον Θεόφιλο της Εφέσου
Πήρα στα χέρια μου το γράμμα που απέστειλε η ιερά σου κεφαλή στον αδελφό μας τον Αθανάσιο, και διαβάζοντάς το λυπήθηκα πολύ, πάτερ μου ιερώτατε, πρώτον μεν διότι σε μας τους ίδιους που ορθοτομούμε το λόγο της αληθείας, ενώ τώρα λυσσάει η αίρεση των εικονομάχων, γίνονται διαφωνίες και προστίθενται αναφυόμενα σχίσματα· δεύτερον δε, διότι αναγκάζομαι ο ελάχιστος να πραγματολογήσω κατ’ αντιπαράθεση - αλλ’ ας με συγχωρήσει η μεγαλειότης σου. Διότι ο λόγος γίνεται περί της αληθείας, από την οποία δεν υπάρχει τίποτε προτιμότερο η πιο αξιοσέβαστο.
Τί, λοιπόν, είναι αυτό που περιέχεται στο γράμμα, για το οποίο και λυπηθήκαμε; «Εμείς», λέγει, «δεν συμβουλεύσαμε ούτε να θανατώνονται οι Μανιχαίοι, ούτε να μη θανατώνονται. Αλλ’ αν το είχαμε επιτρέψει, θα κάναμε το μεγαλύτερο από τα καλύτερα». Τί λέγεις, Θεοφιλέστατε; Ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια, όταν είπε: «όχι, μήπως συλλέγοντας τα ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι· αφήστε τα να αναπτύσσονται μαζί μέχρι το θερισμό»[7]. Και συ λέγεις ότι είναι το μεγαλύτερο από τα καλύτερα το να επιτραπεί η εκρίζωση; Και για το ότι με τα ζιζάνια υπονοούσε τους αιρετικούς, τους τότε δηλαδή και τους μεταγενεστέρους, δηλαδή πάντες, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει ακριβώς αυτό με τα εξής:
«Γιατί, λοιπόν, ο Δεσπότης απαγορεύει, λέγοντας, μήπως ξερριζώσετε μαζί με αυτά και το σιτάρι; Το έλεγε αυτό απαγορεύοντας πολέμους και αίματα και σφαγές· δεν πρέπει δηλαδή να σκοτώνει κανείς αιρετικούς, διότι επρόκειτο να αρχίσει στην οικουμένη πόλεμος άσπονδος»[8]· και μετά από μερικά άλλα: «Τί άλλο εννοούσε, όταν έλεγε “μήπως ξερριζώσετε μαζί με αυτά το σιτάρι” παρά αυτό, ότι “αν πρόκειται να σηκώσετε όπλα και να κατασφάξετε αιρετικούς, αναπόφευκτα και πολλοί από τους αγίους θα σκοτωθούν μαζί”»[9], πράγμα που έγινε στα χρόνια μας· διότι πράγματι και αίματα και σφαγές γέμισαν την οικουμένη μας και πολλοί από τους αγίους ανεχώρησαν από τη ζωή μαζί τους· και ο λόγος του Κυρίου δεν διαψεύσθηκε, καθώς έχει γίνει παραδεκτό από πολλούς.
Αλλά τί λέμε ότι δεν επιτρέπεται να σκοτώνουμε αιρετικούς; Ούτε βέβαια να προσευχόμαστε εναντίον τους μας έχει επιτραπεί [10]· ας ακούσουμε πάλι τον Κύριο να λέγει προς τον άγιο Κάρπο, όπως μάς έχει παραδοθεί από τη φωνή του πανσόφου Διονυσίου: «Χτύπα εμένα, λοιπόν· διότι είμαι έτοιμος και πάλι να υποστώ πάθος για ανθρώπους που προσπαθούν να σωθούν, και θα μού ήταν αυτό αγαπητό, αν δεν επρόκειτο έτσι να αμαρτήσουν και άλλοι άνθρωποι. Ωστόσο, πρόσεξε αν σε συμφέρει να ανταλλάξεις την παραμονή κοντά στο Θεό και τους αγαθούς και φιλανθρώπους αγγέλους με την παραμονή στο λάκκο μαζί με τα φίδια»[11]. Βλέπεις, θεοσύνετε Πάτερ, τη θεία αγανάκτηση, επειδή προσευχόταν κατά των αιρετικών να πεθάνουν, και ότι αν επρόκειτο να παραμείνει με τέτοια διάθεση, θα έμελλε ο άγιος να καταδικασθεί; Να μη προσευχόμαστε, λοιπόν, εναντίον τους καθόλου, ως απέδειξεν η αλήθεια, αλλ’ αντιθέτως να προσευχόμαστε υπέρ αυτών, όπως ο ίδιος ο Κύριος μάς υπέδειξε στον καιρό του Πάθους, λέγοντας προς τον Πατέρα Του «Πάτερ, συγχώρησέ τους την αμαρτία αυτή, διότι δεν γνωρίζουν τί κάνουν»[12].
Ως προς δε το ότι η αγιωσύνη σου έχει, όπως λέγει, σύμφωνους στο πρόβλημα αυτό τους αγίους αυτούς, συγχώρησόν με, Πάτερ, αλλά δεν κατανοούμε καλώς τα λόγια των Πατέρων και εξ αιτίας τούτου, βρισκόμαστε να εισάγουμε πατρομαχία ή μάλλον θεομαχία. Διότι ο θεϊκός Κύριλλος σε όσα γράφει κατά του Ιουλιανού[13], προσήγαγε τη φράση σύμφωνα με αυτό που είχε νομοθετηθεί παλιά, αλλά χωρίς να χρησιμοποιεί την παλιά ως εφάμιλλη με τη νέα (μη γένοιτο!)· διότι δεν αγνοεί ούτε ότι όσα λέγει ο Νόμος τα λέγει για όσους υπόκεινται στο Νόμο [14], ούτε τη σύγκριση που κάνει ο Σωτήρ, στην οποία λέγει : «λέχθηκε στους αρχαίους τούτο, αλλ’ εγώ σάς λέγω εκείνο»[15]. Ώστε λοιπόν, καθώς λέγει ο θεοφάντωρ Διονύσιος προς κάποιο Δημόφιλο: «δεν θα αποδεχθούμε τις μη ζηλευτές παρορμήσεις σου, ακόμη κι αν μύριες φορές επικαλεσθείς τον Φινεές και τον Ηλία· στους μαθητές, που ήταν αμέτοχοι του πραέος και αγαθού Πνεύματος, δεν άρεσε που ο Ιησούς υπήκουε σ’ αυτά. Και ο θειότατος ιεροθέτης μάς λέγει ότι πρέπει με πραότητα να διδάσκουμε αυτούς που αντιτίθενται στη διδασκαλία του Θεού [16]· διότι πρέπει όσοι είναι σε άγνοια να διδάσκονται και όχι να τιμωρούνται»[17]. Ακούσαμε, λοιπόν, αγαπητέ, αυτά που έχει πεί και ο ιερός Παύλος[18], ο ήλιος της υφηλίου. Λέγει συνεπώς και ο θεοφόρος Ιγνάτιος: «Αυτούς λοιπόν που μισούν τον Θεόν πρέπει να τους μισούμε και να λυώνουμε κατά των εχθρών Του, όχι όμως να τους καταδιώκουμε ή να βιαιοπραγούμε, όπως τα έθνη που δεν γνωρίζουν το Θεό»[19]. Αν όμως δεν πρέπει να βιαιοπραγούμε, πολύ περισσότερο βέβαια απαγορεύεται να τους σκοτώνουμε.
Επειδή ακόμη και τον Άγιο Συμεών τον Θαυμαστορείτη συμπαρέλαβες, δέσποτα, στη συνηγορία σου, μη νομίζεις, ιερέ, ότι εκείνος μάχεται κατά του Χριστού ή κατά των ανωτέρων του διδασκάλων· αλλά τότε τί; Ο λόγος που τότε παρακάλεσε τον Βασιλέα, ήταν ότι ένα έθνος τραυμάτιζε το χριστιανικό γένος, δηλαδή για να μη νικώνται από τους Σαμαρείτες οι Χριστιανοί [20]. Και τούτο καλώς έχει, και τώρα δε αυτό το ίδιο παρακαλούμε, δηλαδή τους Σκύθες και τους Άραβες που θανατώνουν το λαό του Θεού, οι Βασιλείς να τους πολεμούν και να μη τους λυπούνται [21]. Άλλο αυτό, και άλλο εκείνο· το ένα αφορά στους εχθρούς, το άλλο στους αιρετικούς υπηκόους.
Και εκείνο βέβαια περί του Ιωάννου του Νηστευτού, του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, δεν μού φαίνεται αληθές, ότι δηλαδή επέτρεψε οι γητευτές να ανασκολοπισθούν, αλλά το παρεχώρησε· διότι κι εκείνοι φονείς είναι, και δεν πρέπει κανείς να εμποδίζει τους κυβερνήτες να ενεργούν αυτά που προβλέπουν οι ρωμαϊκοί νόμοι γι’ αυτούς, εφ’ όσον, ως λέγει, δεν φορούν χωρίς λόγο το ξίφος, αλλά είναι τιμωροί εκείνου που πράττει το κακό [22]. Όμως για εκείνους που απαγόρευσε ο Κύριος, δεν πρέπει κάποιος να το επιτρέπει. Δηλαδή επιτρέπεται οι άρχοντες των σωμάτων, εκείνους που συνελήφθησαν σε σωματικά παραπτώματα, να τους τιμωρούν, όχι όμως εκείνους που διέπραξαν ψυχικό παράπτωμα· αυτό ανήκει στους άρχοντες των ψυχών, των οποίων τα μέσα της τιμωρίας είναι οι αφορισμοί και τα λοιπά επιτίμια.
Έτσι λοιπόν, δέσποτα, νομίζουμε εμείς οι ευτελείς· και μάλιστα, για να μιλήσω ως άφρων, και με θάρρος είπαμε και στον Μακαριώτατό μας Πατριάρχη ότι «η Εκκλησία δεν αγωνίζεται με το ξίφος» (και συμφώνησε), αλλά και στους Βασιλείς [23] που διέπραξαν τη σφαγή, στον μεν πρώτο είπαμε ότι «του Θεού δεν τού άρεσε αυτή η θανάτωση», στο δε δεύτερο, που απαιτούσε τη συνηγορία για τη θανάτωση, είπαμε «πρώτα θα κοπεί το κεφάλι μου παρά θα συμφωνήσω με αυτό». Αυτά από εμάς τους αμαρτωλούς· εσείς δε, αγιώτατοι, αν διαβάσατε άλλο Ευαγγέλιο, το οποίο εμείς δεν γνωρίζουμε, ας είναι ευλογημένο· αν όμως όχι, προσέξτε τί αποφαίνεται ο Απόστολος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
1. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου πρὸς τὸ Θεόφιλον Ἐφέσου ἐκδίδεται ὑπὸ τὸν ἀριθμὸ Ἐπιστολῶν Βιβλίον β΄, ρνε΄ (47) ἢ [χλθ ΄] στὴν PG 99, 1481-1485 καὶ ὑπὸ τὸν ἀριθμὸ 455 στὴν ἔκδοση Φατούρου ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ.2, rec. Georgios Fatouros, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 31/2, ser. Berolinensis, ed. De Gruyter, Berolini-Novi Eboraci 1992, σελ. 644-647.
2. Κατὰ τὸ Γ. Φατοῦρο, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 1, rec. Georgios Fatouros, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 31/1, ser. Berolinensis, ed. De Gruyter, Berolini-Novi Eboraci 1992, σελ. 421.
3. Περὶ τούτου βλ. τὶς λεπτομερεῖς μελέτες, τὴ δική μας Γνωστικοὶ-Γνωστικισμός, μέρος Ε΄, Μεσαιωνικὸς Γνωστικισμός, 5.2 Παυλικιανοί, 5.2.α Ιστορικά, Μεσαιωνικός Γνωστικισμός: Παυλικιανοί (η γνωστική αίρεση και το εχθρικό κράτος που δημιούργησε εντός της Ρωμανίας) καὶ τοῦ Papyrus 52, Οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι, μέρος Β΄, Η Προτεσταντική υποκρισία και απαντήσεις σχετικά με τη θρησκεία, το κράτος και τις αιρέσεις στο Βυζάντιο, § 11, http://www.oodegr.com/oode/protestant/sykofanties/pavlikianoi_2.htm#11.
4. Ματθ. 16, 24, Μάρκ. 8, 34, Λουκ. 9, 23
5. Ἰω. 6, 66.67
6. Ἑρμηνεία στὸν 95ο Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἱκουμενικῆς Συνόδου, ὑποσημ. 4 ἐν Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηός, τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1886/4 , σελ. 250. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἄφηνε ἐλεύθερο τὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς μεταξὺ ἀποδοχῆς στὴν Ὀρθοδοξία διὰ Χρίσματος ἢ Βαπτίσματος, ἐφ' ὅσον τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι, κατὰ τὸν Ἅγιον Νικόδημον, «μίασμα»· ἁπλῶς, δεδομένου ὅτι ὁ μόνος ὀρθὸς τρόπος ἀποδοχῆς εἶναι τὸ Βάπτισμα, διευκρινίζει ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν πρέπει νὰ πιέζεται κανεὶς νὰ γίνει Ὀρθόδοξος, ἂν ἀφ' ἑαυτοῦ δὲν ἀναγνωρίσει τὴν ἀνωτερότητα καὶ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
7. Ματθ. 13, 29.30
8. Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 1· PG 58, 477.
9. Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 2· PG 58, 477. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος παρακάτω, ἀφοῦ ἐπισημάνει ὅτι ἡ ἀνοχὴ ἔναντι τῶν αἱρετικῶν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ στὴ μεταστροφή τους, ἐπεξηγεῖ γενικῶς τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτῶν: «Ἂν τοίνυν προλαβόντες αὐτοὺς ἐκριζώσητε, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι γίνεσθαι σίτῳ, οὓς ἐγχωρεῖ μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι βελτίους ἀναιροῦντες. Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς, καὶ ἐπιστομίζειν, καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν, καὶ τὰς συνόδους καὶ τὰς σπονδὰς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν».
10. Πρβλ. Ρωμ. 12, 14· «εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε».
11. Ἐπιστολὴ (η΄) Δημοφίλῳ θεραπευτῇ· περὶ ἰδιοπραγίας καὶ χρηστότητος 6, PG 3, 1100C.D.
12. Λουκ. 23, 34.
13. Ἐννοεῖ τὸ ἀναιρετικὸ τῆς προπαγάνδας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου σύγγραμμα ποὺ συνέταξε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μεταξὺ 433 καὶ 441 καὶ ἀφιέρωσε στὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ὅπου στὴν εἰσαγωγὴ ἐπαναλαμβάνει πρὸς τὸ Βασιλέα τὸ παλαιοδιαθηκικὸ χωρίο «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς Σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς Σου ἐξετηκόμην; Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι» (Ψαλμ. 138, 21). Στὴ συνάφεια αὐτὴ ὁ Ἅγιος Κύριλλος λέγει ὅτι καθὼς τεκμήριο τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Βασιλέα εἶναι ἡ ἀντίθεση πρὸς αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀγαποῦν, ἔτσι καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ εἶναι ἡ κατάρριψη τῶν κατ’ Αὐτοῦ συκοφαντιῶν· Προσφώνημα πρὸς τὸν εὐσεβέστατον καὶ φιλόχριστον Βασιλέα Θεοδόσιον PG 76, 505B.C· «Ὥσπερ γάρ τις τῆς εἰς ἡμᾶς εὐνοίας ἐναργῆ ποιεῖται τὴν ἔνδειξιν τῷ ἀντιτετάχθαι φιλεῖν τοῖς οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐκ πολλῆς ἄγαν ἐμβροντησίας οὐκ ἀγαπᾷν ἑλομένοις· οὕτω τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης τὸ γνήσιον ἐκφήνειεν ἂν τὸ τοῖς τὰ αὐτοῦ διαβεβληκόσιν ἀντιφέρεσθαι νεανικῶς».
14. Ρωμ. 3, 19
15. Ματθ. 5, 21-48
16. Β΄ Τιμ. 2, 24.25. Πρβλ. καὶ Ἑβρ. 5, 2
17. Ἐπιστολὴ (η΄) Δημοφίλῳ θεραπευτῇ· περὶ ἰδιοπραγίας καὶ χρηστότητος 5, PG 3, 1096C. Μάλιστα ἡ σχετικὴ φράση καταλήγει ὡς ἑξῆς· «διδάσκεσθαι γάρ, οὐ τιμωρεῖσθαι χρὴ τοὺς ἀγνοοῦντας, ὥσπερ καὶ τυφλοὺς οὐ κολάζομεν, ἀλλὰ καὶ χειραγωγοῦμεν».
18. Ἐννοεῖ τὸ ρητὸ τῆς παραπάνω σημειώσεως 16.
19. Πρὸς Φιλαδελφεῖς 3, PG 5, 821B (ἐκ τῆς ἀμφιβαλλομένης, θεωρουμένης παρέμβλητης [interpolata] ἐκδόσεως [version] τῶν ἐπιστολῶν, ποὺ ὅμως ὁ Ἅγιος Θεόδωρος χρησιμοποιοῦσε πάντοτε ὡς γνήσια) καὶ καταλήγει ὁ συγγραφεὺς τῆς Πρὸς Φιλαδελφεῖς: «... καθὼς τὰ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα τὸν Κύριον καὶ Θεόν· ἀλλ’ ἐχθροὺς μὲν ἡγεῖσθαι καὶ χωρίζεσθαι ἀπ’ αὐτῶν· νουθετεῖν δὲ αὐτούς, καὶ ἐπὶ μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι. Φιλάνθρωπος γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
20. Τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, τοῦ εἰς τὸ Θαυμαστὸν Ὄρος, ἐπιστολὴ πέμπτη πρὸς τὸν Βασιλέα Ἰουστῖνον τὸν Νέον PG 86b, 3216-3220.
21. Ἐννοοῦνται προφανῶς οἱ αἰτήσεις τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἱ. Ἀκολουθίες ὑπὲρ τῆς νίκης τοῦ Στρατοῦ, ὅπως σήμερα «ὑπὲρ εὐοδώσεως καὶ ἐνισχύσεως τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ» κ.τ.σ.
22. Ρωμ. 13, 1-4· «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω [...] ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν [...] οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν [...] ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι».
23. Προφανῶς ἐννοοῦνται οἱ λίγο πρότερον κρατοῦντες Αὐτοκράτορες Μιχαὴλ Α΄Ραγκαβὲ (811-813) καὶ ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820).
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου