12ῃ Ἰουλίου 2004
Πρός
Τήν Ἐξοχωτάτην
κ. Μαριέτταν Γιαννάκου,
Ὑπουργόν Ἐθνικῆς Παιδείας
καί Θρησκευμάτων.
Ἐνταῦθα.
Ἐξοχωτάτη κ. Ὑπουργέ,
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς ἀδιαπτώτου ποιμαντικῆς μερίμνης Αὐτῆς διεξῆλθεν ἐν τῇ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς τῆς 28ης παρελθόντος μηνός Ἰουνίου ἐ.ἔ., τό θέμα τῆς καταργήσεως τοῦ Ν. 1672/39 περί προσηλυτισμοῦ, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ὡς μή ὤφελε ὑποβληθείσης σχετικῆς ἐπερωτήσεως εἰς τήν Βουλήν τῶν Ἑλλήνων ὑπό τῆς κ. Μαρίας Δαμανάκη καί ἀπεφάσισεν ἵνα γνωρίσῃ ὑμῖν τά ὡς κάτωθι:
Καίτοι τό ζήτημα τοῦ ποινικῶς κολαζομένου προσηλυτισμοῦ (ἄρθρον 4 Ν. 1363/1938 ὅπως τροποποιήθηκε μέ τό ἄρθρον 1 Α.Ν. 1672/1939) ἔχει ἤδη κριθῆ ἀμετακλήτως τόσον ὑπό τῶν ἑλληνικῶν δικαστηρίων (Ἀρείου Πάγου καί Συμβουλίου τῆς 'Επικρατείας) ὅσον καί ὑπό τοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης (ἐφ' ἑξῆς ΔΑΔ-ΣΕ), ἐν τούτοις οἱ διάφοροι παράγοντες τό ἐπαναφέρουν πρός συζήτησιν ἐλπίζοντες ὅτι διά τῆς συνεχοῦς ἐπαναφορᾶς του θά ἐπιτύχουν τελικῶς τήν κατάργησιν τῶν ὡς ἄνω νόμων, οἱ ὁποῖοι κατά τάς ἀπόψεις των εἶναι ἀντίθετοι πρός τάς διατάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος καί τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης τοῦ 1950, αἱ ὁποῖαι κατοχυρώνουν τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν.
Ἤδη ὁ κ. Συνήγορος τοῦ Πολίτη μέ τήν ἐτησίαν ἔκθεσιν τοῦ ἔτους 2003 προτείνει πρός τά Ὑπουργεῖα Δικαιοσύνης καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων τήν "ἐπανεξέτασιν τοῦ ζητήματος τοῦ κατά πόσον πληροῖ τάς συνταγματικάς προϋποθέσεις σαφηνείας ἡ περί προσηλυτισμοῦ ποινική διάταξις", ἡ δέ λεγομένη " Ἐθνική Ἐπιτροπή γιά τά δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου ", μέ τήν ἀπό 1.3.2001 πρότασίν της, προτείνει τήν κατάργησιν τοῦ Νόμου. Ὁ βοηθός τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη κ. Ἀνδρέας Τάκος μέ τό ἀπό Μαΐου 2004 πόρισμά του ὑποστηρίζει ὅτι: " Ἡ κατ' ἐπανάληψιν ἐμφανιζομένη διοικητική πρακτική παρερμηνείας τῆς συγκεκριμένης διατάξεως ἐνισχύει τήν πρότασιν καταργήσεώς της, τήν ὁποίαν ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη (Ἐτησία Ἔκθεσις 2003) ἔχει ἤδη ἀπευθύνει εἰς τά Ὑπουργεῖα Δικαιοσύνης καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων".
Τόσον ὅμως ἡ 'Ετησία Ἔκθεσις τοῦ ἔτους 2003 τοῦ κ. Συνηγόρου τοῦ Πολίτη, ὅσον καί τό πόρισμα τοῦ βοηθοῦ Συνηγόρου ἀποσιωποῦν τό γεγονός ὅτι, καί ἐάν εἰσέτι ὑπῆρχε μία ἀσάφεια εἰς τήν διατύπωσιν τῆς ὡς ἄνω ποινικῆς διατάξεως, ἡ ἀσάφεια αὕτη ἔχει ἤδη ἀρθῆ, ὄχι μόνον ἐν τῇ θεωρίᾳ τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου ὅσον καί διά τῆς νομολογίας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου καθώς καί κυρίως διά τῆς νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης . Ἐπίσης ἡ ὡς ἄνω λεγομένη " Ἐθνική Ἐπιτροπή γιά τά δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου " ἀποσιωπᾶ τό γεγονός ὅτι τό Δικαστήριον τοῦ Στρασβούργου ἔκρινεν ὅτι ὁ Ἑλληνικός Νόμος περί προσηλυτισμοῦ δέν ἀντιβαίνει εἰς τήν σύμβασιν τῆς Ρώμης.
Ἐν ὄψει τοῦ γεγονότος τούτου εἶναι τοὐλάχιστον ἀπαράδεκτον νά συζητῶμεν περί ἐπανεξετάσεως τοῦ ζητήματος ἤ περί καταργήσεως τοῦ νόμου περί προσηλυτισμοῦ. Ἐάν εἷς νόμος εἶναι ἀσαφής ἤ δέν ἑρμηνεύεται ὀρθῶς ὑπό τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν ἡ λύσις εἶναι ἡ ὀρθή διαφώτισις τῶν ἀρχῶν αὐτῶν καί ὄχι ἡ κατάργησις τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος διά νά θεσπισθῇ ὑπό τῆς Πολιτείας σημαίνει ὅτι ἐξυπηρετεῖ κοινωνικήν τινα ἀνάγκην. Αὐτό ἀκριβῶς ἐδέχθη καί τό ΔΑΔ-ΣΕ μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 3/1992/348/421/25.5.93 ἀπόφασίν του ἐπί τῆς ὑποθέσεως Κοκκινάκη καί μέ τήν μεταγενεστέραν ἀπόφασιν ὑπ' ἀριθμ. 140/1996/759/958-960 τῆς 24ης Φεβρουαρίου 1998 ἐπί τῆς ὑποθέσεως Λαρίση καί λοιπῶν. Διά τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν τό ὡς εἴρηται Δικαστήριον ἐδέχθη ὅτι ὁ ἑλληνικός νόμος ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τόν προσηλυτισμόν καί τόν καθιστᾶ ποινικόν ἀδίκημα οὐδόλως παραβιάζει τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης, ὑπό τόν ὅρον ὅτι εἰς κάθε περίπτωσιν καταδίκης τό ποινικόν δικαστήριον πρέπει νά αἰτιολογῇ εἰδικῶς τήν ἀπόφασίν του διά νά εἶναι δυνατός ὁ ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου καί τοῦ ΔΑΔ-ΣΕ ἔλεγχος τῆς ὀρθῆς ἐφαρμογῆς τοῦ συγκεκριμένου νόμου. Εἰς τήν περίπτωσιν Κοκκινάκη ἡ Ἑλλάς κατεδικάσθη ὄχι διότι ὁ νόμος περί προσηλυτισμοῦ παραβιάζει τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης, ἀλλά διότι τό ποινικόν δικαστήριον τό ὁποῖον εἶχε καταδικάσει τόν κ. Κοκκινάκην, δέν εἶχεν αἰτιολογήσει τήν ἀπόφασίν του συμφώνως μέ τόν νόμον, ὁ ὁποῖος εἶναι σύμφωνος μέ τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης, διότι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἀπαγορεύει δέν εἶναι ἡ διάδοσις τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἀλλά ὁ κακόπιστος, ἀνέντιμος καί ἀνήθικος προσηλυτισμός.
Ἄλλωστε εἰς πλείστας ὅσας χώρας ἀπαγορεύεται ὁ ἀνάρμοστος προσηλυτισμός (βλ. τήν ἐπισυναπτόμενην μελέτην τοῦ κ. Γ. Κρίππα ὑπό τόν τίτλον " Τό παράνομον τοῦ προσηλυτισμοῦ κατά τήν νομοθεσίαν καί νομολογίαν τῶν Εὐρωπαϊκῶν Χωρῶν καί τῶν Η.Π.Α.").
Πάντα ταῦτα τόσον ὁ κ. Συνήγορος τοῦ Πολίτη, ὅσον καί ὁ κ. Βοηθός τοῦ Συνηγόρου τά ἀποσιωποῦν, οὐχί βεβαίως διότι τά ἀγνοοῦν ἀφοῦ πάντα ταῦτα εἶναι εὐρέως γνωστά, ἀλλά διότι διαφωνοῦν πρός τάς ἀποφάσεις τοῦ ΔΑΔ-ΣΕ.. Χαρακτηριστικῶς ἀναφέρομεν ὅτι διά τῆς Ἐτησίας Ἐκθέσεως τοῦ ἔτους 2001 ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη ἀποσιωπᾶ τό γεγονός ὅτι τό Δικαστήριον τοῦ Στρασβούργου ἐπεκύρωσε τήν καταδίκην τινῶν ἐκ τῶν καταδικασθέντων εἰς τήν ὑπόθεσιν Λαρίση κ.λπ., διότι τήν ἐθεώρησεν ᾐτιολογημένην. (βλ. περί πάντων τούτων τάς ἐπισυναπτομένας μελέτας τοῦ κ. Ἀναστασίου Ν. Μαρίνου, Ἐπιτίμου Ἀντιπροέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, αἱ ὁποῖαι μνημονεύονται ἀνωτ. ἐν ὑποσημειώσει 1).
Ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος ἡ Βουλευτής τοῦ ΠΑΣΟΚ κ. Δαμανάκη, λαβοῦσα ἀφορμήν ἐκ τῆς προτάσεως τοῦ κ. Συνηγόρου τοῦ Πολίτη, κατέθεσεν εἰς τήν Βουλήν ἐρώτησιν διά τῆς ὁποίας ζητεῖ ἀπό τήν Κυβέρνησιν ὅπως προχωρήσῃ εἰς τήν κατάργησιν τοῦ νόμου, διά τήν ὁποίαν ὑπάρχει καί εἰσήγησις τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη (βλ. ἐφημ. Ἀδέσμευτος τοῦ Ρίζου τῆς 12/6/2004 σελ. 7).
Εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ κ. Δαμανάκη δέν γνωρίζει τό συγκεκριμένον ζήτημα εἰς ὅλας του τάς διαστάσεις διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, θά εἶχε τήν εὐαισθησίαν ὅπως μή καταθέσῃ τήν ἐν λόγῳ ἐρώτησιν.
Ταῦτα γνωρίζοντες ὑμῖν πρός ὑμετέραν ἐνημέρωσιν, παρακαλοῦμεν διά τά καθ' ὑμᾶς καί ἐπικαλούμενοι ἐπί τήν ὑμετέραν Ἐξοχότητα πλουσίαν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τό ἄπειρον Αὐτοῦ ἔλεος, διατελοῦμεν μετ' εὐχῶν διαπύρων.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
+Ἀρχιμ.Χρυσόστομος Σκλήφας