Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
19 Δεκεμβρίου 2024

dikaiosynh 01


Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων δι’ ἀποφάσεώς του ἐκδοθείσης τήν 16 Ἰουνίου 2015, (προσφυγή Νο 74758/11) καταδικάζει τήν Ἑλλάδα γιά παράβαση τοῦ ἄρθρου 8 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τό ὁποῖο (ἄρθρον 8) προστατεύει τό δικαίωμα ἐπί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου καί τό ἀπαραβίαστον αὐτοῦ.

Ἡ ὑπόθεση ἀφοροῦσε ἔγγαμο ζεῦγος, τό ὁποῖο ἀπέκτησε δύο τέκνα δίδυμα. Ἐν συνεχεία ἡ μητέρα προσεχώρησε σέ κάποια αἵρεση καί ἐπηρέαζε ἐκ τούτου τόν ψυχικό κόσμο τῶν τέκνων. Μάλιστα ὅταν τά παιδιά βαπτίστηκαν, ἡ μητέρα ἀπαίτησε εἰς τό ἕνα τῶν παιδιῶν αὐτῶν νά δοθεῖ πρόσθετο ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς αἱρέσεως, καί ἀπηγόρευσε στούς συγγενεῖς καί γνωστούς νά ἀποκαλοῦν τό παιδί μέ τό ἀρχικό ὄνομά του. Ἔφθασε δέ νά πλαστογραφήσει τή ληξιαρχική πράξη βαπτίσεως κατόπιν προτροπῆς τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἱρέσεως. Ἐκ τούτου οἱ συζυγικές σχέσεις ἐχειροτέρευσαν, ὁπότε ὁ γάμος κατέληξε σέ διάσταση.

Τά δικαστήρια στά ὁποῖα κατέφυγε ὁ πατέρας, ἀνέθεσαν τήν ἐπιμέλεια τῶν τέκνων στή μητέρα, γιά τό λόγο ὅτι ὁ πατέρας ἐργάζεται καί λείπει ἀπό τό σπίτι ἐπί 8 ὧρες τήν ἡμέρα, οἱ δέ θρησκευτικές πεποιθήσεις τῆς μητέρας δέν ἐπηρέαζαν τήν κατάσταση τῶν παιδιῶν. Καί τοῦτο, παρ’ ὅτι οἱ παιδοψυχίατροι εἶχαν ἄλλη ἄποψη καί παρ’ ὅτι τά παιδιά δέν ἀποκαλοῦσαν πατέρα τόν πατέρα τους, ἀλλά μέ τό ὄνομά του καί τόν θεωροῦσαν «βρώμικο» καί «ἄτομο κακῶν αἰσθημάτων», ἡ δέ μητέρα τά εἶχε στρέψει ἐναντίον τοῦ πατέρα. Ἡ ὑπόθεση δέν ἐτακτοποιήθη, ὁ δέ πατέρας προσφυγών καί στόν Εἰσαγγελέα τοῦ Ἀρείου Πάγου καί στόν Συνήγορο τοῦ Πολίτου δέν πέτυχε τίποτε, ἐνῶ τά τέκνα δέν βρέθηκαν στό σπίτι τους.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ὁ πατέρας προσέφυγε στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί ζήτησε τήν καταδίκη τῆς Ἑλλάδος γιά παράβαση τοῦ ἄρθρου 8 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τό Δικαστήριο αὐτό ἔκανε δεκτή τήν προσφυγή του καί κατεδίκασε τήν Ἑλλαδα γιά παράβαση τῆς διατάξεως αὐτῆς, δεχθέν ὅλα τά ὡς ἄνω ἐπιχειρήματα τοῦ προσφεύγοντος πατρός καί κυρίως διότι οἱ ἁρμόδιες ἑλληνικές ἀρχές δέν ἔπραξαν τό καθῆκον τους γιά τή δίκαιη ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματος τοῦ προσφεύγοντος νά ἀποκαταστήσει τήν ἐπαφή του καί τήν ἐπανένωσή του μέ τά τέκνα του καί νά ἀποτρέψει τήν ἀποπροσωποποίηση τῶν τέκνων, λόγω τῆς συμμετοχῆς τῆς μητέρας σέ αἵρεση.

Περιοδικό «διάλογος»

Αύγουστος -Σεπτέμβριος 2016, τεύχος 85

Για να γίνετε συνδρομητές στο Περιοδικό "ΔΙΑΛΟΓΟΣ" παρακαλούμε καλέστε στο 2106396665

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

gewrgios kripas 01


Το φαινόμενον των αιρέσεων και των παραθρησκειών δεν είναι μόνον φαινόμενον θρησκευτικόν. Είναι και φαινόμενον κοινωνικόν με επιπτώσεις επίσης κοινωνικάς αρνητικάς και επικινδύνους ενίοτε. Το φαινόμενον τούτον δεν έχει μόνον μελετηθεί από θεολογικής - θρησκευτικής απόψεως, αλλά και από απόψεως νομικής - συνταγματικής αλλά και κοινωνικής, ψυχολογικής και ψυχοπαθολογικής. Άρα αποτελεί κοινωνικόν φαινόμενον πολυδιάστατον και πρέπει να ενδιαφέρη κάθε κράτος εις πολλούς τομείς.

Ήδη προσφάτως είχα την ευκαιρία να αναλύσω και αναπτύξω τας κοινωνικάς και ψυχοπαθολογικάς επιπτώσεις του φαινομένου τούτου «Κρίππα, Νεοφανείς αιρέσεις και θρησκευτικός φονταμενταλισμός στην Ευρώπη, «ΕΘΝΟΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ», έκδοσις Βουλής των Ελλήνων - Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, 2006 σελ. 207 επ.), όπου και ο αναγνώστης παραπέμπεται. Εντελώς περιληπτικώς επισημαίνω, ότι η διεθνής βιβλιογραφία επί του θέματος θεωρεί τας αιρέσεις ως οργανώσεις χαρακτήρος ολοκληρωτικού, παραπλανητικός, επικινδύνους διά την ζωήν και την υγείαν των οπαδών των και ως πρόσχημα διά την ανάπτυξιν άλλων δραστηριοτήτων, ιδία εμπορικών. Δι’ αυτόν τον λόγον πολλοί αλλοδαποί συγγραφείς αποκαλούν τας δραστηριότητας των αιρέσεων ως «religiobusiness». Ιδιαιτέρως υποστηρίζουν τούτο οι Ελβετοί πανεπιστημιακοί καθηγηταί Belanger, Montini και Pasquier («Vos droits face aux derives sectaries», 2001) κατόπιν επιστημονικών ερευνών, τας οποίας διενήργησαν. Υποστηρίζουν δε περαιτέρω, ότι διά να επιτύχουν τας δραστηριότητάς των αυτάς αι αιρέσεις, χρησιμοποιούν επί των οπαδών των μεθόδους διανοητικού επηρεασμού και διανοητικού χειρισμού (manipulation mentale). Μάλιστα ο Γάλλος ερευνητής Max Bouderlique έχει εκδώσει και ειδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον αυτόν (Max Bouderlique, Sectes - les manipulations mentales, 1990), όπου και αναλύει διά μακρών τας μεθόδους που χρησιμοποιούν αι αιρέσεις προς ψυχολογικήν αποδιοργάνωσιν και διανοητικόν επηρεασμόν των οπαδών των, με αποτέλεσμα η αποδιοργάνωσις αύτη της προσωπικότητος, να τους καθιστά άβουλα όντα, επεξηγεί δε περαιτέρω, ότι αι αιρέσεις χρησιμοποιούν γλώσσαν «ψευδοσυμβολικήν», η οποία πλην της αποδιοργανώσεως της προσωπικότητος δημουργεί ψυχώσεις, άγχος και ντελίριον και επεξηγεί επιστημονικώς από απόψεως ψυχιατρικής, πως όλα αυτά έχουν διαπιστωθεί και τεκμηριωθεί, τας μεθόδους δε ταύτας τας υπό των αιρέσεων χρησιμοποιουμένας τας ονομάζει «υστεροπαρανοϊκας», αι οποίαι καταλήγουν εις καταστροφήν ψυχών (λεπτομερώς περί τούτου ιδέ εις πραναφερομένην μελέτην μου). Τα ως άνω δεδομένα (δηλ. οι εκ των αιρέσεων κίνδυνοι διά την κοινωνίαν) έχουν ήδη επισημανθεί και επισήμως και μάλιστα επί πανευρωπαϊκού επιπέδου δι’ ειδικών εγκύρων πράξεων. Εντελώς περιληπτικώς επικαλούμεθα την έκθεσιν Ν° 6535/29.11,1991 της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, την υπ’ αριθ. 1178/1992 Σύστασιν του Συμβουλίου της Ευρώπης, την υπ’ αριθ. 1412/1999 ομοίαν Σύστασιν επίσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και το από 29.2.1996 Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και το υπ’ αριθ. Α4/0034/98 όμοιον Ψήφισμα επίσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Διά των εν λόγω Πράξεων καλούνται τα ευρωπαϊκά κράτη, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων, προστασίας των πολιτών εξ αυτών και να προβούν εις ειδικωτέρας μελέτας του παρόντος φαινομένου τα κοινοβούλια των Ευρωπαϊκών κρατών, τέλος η 25η Σύνοδος των Ευρωπαίων Υπουργών επί θεμάτων οικογενείας απεφάσισε την ίδρυσιν «Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τεκμηριώσεως Αιρέσεων», η οποία θα εδρεύει εις Βιέννην και θα έχει ως σκοπόν την αντιμετώπισιν των αιρέσεων και παραθρησκευτικών οργανώσεων, αι οποίαι εμφανίζονται υπό μορφήν συγκεκαλυμμένην και σκοτεινήν. Η υπηρεσία αύτη θα έχει επίσης ως έργον, το να συμβάλει εις την καταστολήν των δραστηριοτήτων, αι οποίαι υπό μανδύαν θρησκευτικών οργανώσεων οδηγούν ανθρώπους εις ψυχικήν εξάρτησιν και υλικήν εκμετάλλευσιν (λεπτομερώς περί του περιεχομένου των εν λόγω συστάσεων και ψηφισμάτων ιδέ μελέτας μου «Η αντιμετώπιση του επικινδύνου των αφέσεων υπό των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Συμβουλίου της Ευρώπης» εις τόμον Εκπαιδευτικό Σεμινάριο Καταστροφικές Λατρείες, Νομικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, οικονομικά προβλήματα και η αντιμετώπισή τους, εκδ. Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημ. Τάξεως Κύπρου και Π.Ε.Γ. 2001 σελ. 143 επ. και «Η αντιμετώπισις του επικινδύνου των αιρέσεων υπό των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών των ευρωπαϊκών χωρών» αυτόθι σελ. 157 επ.). Υπενθυμίζομεν, ότι συμμορφούμενα προς τας προαναφερομένας διεθνείς πράξεις τα κοινοβούλια των χωρών Γερμανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ισπανίας προέβησαν εις την μελέτην του φαινομένου της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων και συνέταξαν ειδικάς εκθέσεις. Επισημαίνω επ’ ευκαιρία, ότι η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας καθ’ όν χρόνον επεξειργάζετο το παρόν θέμα επί σκοπώ συντάξεως της εκθέσεώς της περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, είχε καλέσει και τον συγγραφέα της ανά χείρας μελέτης και του είχε ζητήσει να ομιλήσει ενώπιον των Γερμανών Βουλευτών περί των αιρέσεων και περί του προσηλυτισμού (η ομιλία του έχει περιληφθεί εις την έκθεσιν περί αιρέσεων της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής). Φυσικά ευχής έργον θα ήτο, εάν και το Ελληνικόν Κοινοβούλιον είχε προχωρήσει εις την σύνταξιν τοιαύτης εκθέσεως, ως έπραξαν τα κοινοβούλια των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Δι’ αυτού του τρόπου και η κυβέρνησις και η Βουλή και αι λοιπαί κρατικαί υπηρεσίαι θα διηυκολύνοντο, να πράξουν ό,τι δει διά την αντιμετώπισιν του φαινομένου τούτου. Ας μην λησμονάται εξ άλλου, ότι εις την Ελλάδα ορισμένη αίρεσις (σατανισταί) έφθασαν μέχρι διαπράξεως ανθρωποκτονίας. Επομένως το παρόν θέμα και διά την Ελλάδα είναι περισσότερον σοβαρόν, από ό,τι φαίνεται.

Αλλά αρκετά ευρωπαϊκά κράτη δεν αρκέσθησαν εις το να συντάξουν έκθεσιν περί των αιρέσεων τα κοινοβούλιά των. Επροχώρησαν και εις την ίδρυσιν ειδικών κρατικών υπηρεσιών, εις τας οποίας ανέθεσαν το έργον παρακολουθήσεως των αιρέσεων, προειδοποιήσεως του κοινού εκ των εξ αυτών κινδύνων και λήψεως μέτρων προστασίας της κοινωνίας εκ της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων. Τοιαύτας υπηρεσίας έχουν ιδρύσει τα κράτη Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία Αυστρία, Ελβετία.

Εν όψει δε του δεδομένου ότι εις την Ελλάδα ουδέποτε ανελήφθη μία τοιαύτη προσπάθεια (κρατικής προστασίας της κοινωνίας εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων) και προς επισήμανσιν της ανάγκης, ότι τοιούτον τι θα έπρεπε ανυπερθέτως να προωθηθή και μάλιστα το συντομώτερον, αξίζει να υπεισέλθωμεν δι’ ολίγον εις τα ισχύοντα και τεθεσπισμένα εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκός χώρας, ώστε το παρόν θέμα να ευαισθητοποιήση τους αρμοδίους εις τον απαιτούμενον βαθμόν. Ιδού λοιπόν πως και εις ποίον βαθμόν τα κυριώτερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ήδη ευαισθητοποιηθή επί του προκειμένου και τι έχουν πράξει:

- ΓΑΛΛΙΑ: Εν έτει 1996 ιδρύεται το πρώτον κρατική υπηρεσία υπό τον τίτλον «Διυπουργικόν Παρατηρητήριον επί των Αιρέσεων» (Προεδρικόν Διάταγμα 96- 386/9/5/1996) μετεξελιχθείσα και μετονομασθείσα μεταγενεστέρως εις «Διυπουργικήν Αποστολήν κατά των Αιρέσεων» (Προεδρικόν Διάταγμα 98-890/7- 10/1998) με κεντρικήν διοίκησιν και περιφερειακός υπηρεσίας καθ’ άπασαν την έκτασιν της Γαλλίας. Η εν λόγω κρατική υπηρεσία έχει ως έργον να μελετά το φαινόμενον των αιρέσεων, να συλλέγη πάσαν σχετικήν πληροφορίαν και να ενημερώνη τας λοιπάς κρατικάς υπηρεσίας περί των μέτρων, τα οποία πρέπει να λαμβάνουν εκάστοτε προς προστασίαν του κοινού εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων. Περαιτέρω να ενημερώνη την Αστυνομίαν επί των όσων θα πρέπει να πράξη, να πληροφορή το κοινόν περί των εκ των εκ των αιρέσεων προερχομένων κινδύνων, να συντάσση μελέτας επί του θέματος τούτου και γενικώς να λαμβάνει παν μέτρον ευθαισθητοποιήσεως του κοινού και του κράτους επί του προκειμένου. Οίκοθεν νοείται ότι (ως θα ανέμενέ τις), αι παντοειδείς αιρέσεις και οι ποικίλλοι υποστηρικταί των ανά την χώραν (περί των οποίων και εις την Ελλάδα έχομεν πικράν πείραν) εξιφούλκισαν αγρίως κατά της υπηρεσίας αυτής και προέβαλον τους συνήθεις ισχυρισμούς των (ότι δήθεν η υπηρεσία αυτή δεν είναι δημοκρατική αλλά φασιστική, ότι ο επικεφαλής της ήταν φασίστας καίτοι υπήρξεν Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας κ.λ.π.). Η γαλλική κυβέρνησις όμως ουδέποτε έτεινεν ευήκοον ους προς τους εν προκειμένω «οψίμους δημοκράτας» και τους ηγνόησε παντελώς. Μάλιστα προέβη και εις περαιτέρω ενεργείας πολύ mo προωθημένας. Ούτω π.χ. ο Γάλλος Υπουργός Νεότητος και Αθλητισμού διά της από 21.4.1999 εγκυκλίου του εντέλλεται προς όλας τας δημοσίας υπηρεσίας, να επαγρυπνούν επί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, να συλλέγουν σχετικάς πληροφορίας, να ειδοποιούν τας άλλας αρμοδίας υπηρεσίας και τον Εισαγγελέα κ.ο.κ. Ο ίδιος Υπουργός διά νεωτέρας εγκυκλίου του ζητεί από τους Νομάρχας να ορίσουν υπεύθυνον επί των αιρέσεων εις την περιοχήν των. Αξίζει δεν να επισημάνωμεν, ότι και ο Γάλλος Υπουργός Δικαιοσύνης διά των από 5.3.1996 και 1.12.1998 εγκυκλίων του απευθύνεται προς τους Εισαγγελείς της Γαλλίας και τους ζητεί να ασκούν ποινικάς διώξεις εναντίον των παρανομούντων στελεχών των αιρέσεων.

Περαιτέρω πρέπει να επισημάνωμεν, ότι εις την Γαλλίαν έχει τεθή εν ισχύϊ ο νόμος 2001-504 της 12.6.2001, ο οποίος θεσπίζει ποινικάς κυρώσεις λίαν αυστηράς επί παρανόμων δραστηριοτήτων των αιρέσεων, επιβάλλει δε και την διάλυσιν των οργανώσεων αυτών, εφ’ όσον αποδειχθούν ασκούσαι παράνομον δραστηριότητα, (περί του περιεχομένου και της εννοίας του νόμου τούτου ίδετε Dorsner-Dolivet, «La loi Ν’ 2001-504 relative aux sects» εις περιοδοικόν La semaine Juridique, 28.11.2001  σελ. 2181).

Υπ’ όψιν ότι κατά του νόμου τούτου ησκήθη προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπό της αιρέσεως των σαηεντολόγων, πλην όμως απερρίφθη (περί τούτου ίδετε Ν. Guillet «Liberte de religion et mouvements a caractere sectaire», 2003 σελ. 178)

Ως δε αναφέρομεν ανωτέρω, η Γαλλική Εθνοσυνέλευσις την 31.1.2001 εξέδωσε έκθεσιν επί της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων υπό τον τίτλον «Rapport au nom de la Commission d' Enquete sur les Sectes». Εις την εν λόγω έκθεσιν επισημαίνονται το επικίνδυνον της δράσεως των αιρέσεων και οι διά την κοινωνίαν κίνδύνοι. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι η εν λόγω έκθεσις μεταξύ άλλων επισημαίνει, ότι η τακτική των αιρέσεων είναι δυνατόν, να οδηγήση εις μίαν «κατάστασιν προωθημένης παθολογικής ασθενείας» (επί λέξει «un etat d' asthenie pathologique avancee»).

Αλλά και η νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων καθώς και η πρακτική των δημοσίων υπηρεσιών ηκολούθησε την ιδίαν γραμμήν. Επισημαίνομεν ορισμένας περιπτώσεις λίαν χαρακτηριστικός:

1)   Η πανεπιστημιακή καθηγήτρια Caroline Leclerc εις την μελέτην της «La statut d' association cultuelle et le sectes» εις Revue Franchise du Droit Administratif 2005 σελ. 565 επ.) αναφέρει, ότι εις την Γαλλίαν καμμία αίρεσις δεν έχει αναγνωρισθή ποτέ ως θρησκεία. Από τας δημοσίας υπηρεσίας αναγνωρίζονται μόνον αι παραδοσιακαί θρησκείαι, αι δε αιρέσεις το γνωρίζουν αυτό και δεν ζητούν αναγνώρισιν (επί λέξει «aucuns secte n' a ' a ce jour pu acceder au statut de congregation religieuse. La volonte des pouvoirs publics est en effet de reconnaitre ce statut qu' a des religions traditionnelles. Cette position est parfaitement connue des sectes, qui de ce fait ne sollicitent guere la reconnaissance»). Η ιδία συγγραφεύς αναφέρει (αυτόθι σελ. 575), ότι ήδη υπάρχουν αποφάσεις που διατάσσουν την διάλυση οργανώσεων αιρετικών όπως η ένωσις «Διανοητική» (διελύθη το 1982), η αίρεσις «Παιδιά του Θεού» (διελύθη το 1978) κ.ο.κ.

2)   Το γαλλικόν Συμβούλιον Επικραστείας διά της από 1.2.1985 αποφάσεώς του (περιοδικόν Revue du Droit Public, 1985 σελ. 483 επ. και εις ελληνικήν μετάφρασιν εις περιοδικόν ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΕΛ. 496 επ.) δεν αναγνώρισε ως θρησκείαν τους μάρτυρες του ιεχωβά..

3)   Το γαλλικόν Συμβούλιον Επικρατείας διά της από 18.5.2005 αποφάσεώς του (περιοδικόν Actualite Juridique Droit Administratif, 2005 σελ. 1506 επ.) δέχεται, ότι ο Γενικός Εισαγγελεύς έχει κάθε δικαίωμα να διαβιβάζει εις τους υπ’ αυτόν Εισαγγελείς κατάλογον των εν Γαλλία υφισταμένων αιρέσεων.

4)   Το Εφετείον της Λυών διά της από 28.7.1997 αποφάσεώς του (περιοδικόν La Semaine Juridique, 18.2.1998 σελ. 337 επ.) δέχεται μεταξύ άλλων, ότι εάν μία θρησκεία προβαίνη εις πρακτικήν απατηλήν εκ μέρους μελών της, τα δικαστήρια πρέπει, να επεμβαίνουν. Της εν λόγω αποφάσεώς ακολουθεί σχόλιον της Marie- Reine Renard (δικηγόρου, διδάκτορος νομικής), εις το οποίον αναφέρει, ότι αι αιρέσεις «κατευθύνουν διανοητικώς τα άτομα, διαλύουν οικογενείας, δεν σέβονται τον νόμον», εν συνεχεία υπενθυμίζει σωρείαν τραγικών περιπτώσεων αιρέσεων, που ωδήγησαν τους οπαδούς των εις ομαδικάς αυτοκτονίας και ζητεί την νομοθέτησιν ενός νέου εγκλήματος ήτοι του εγκλήματος της αιρέσεως (delit de secte), ήτοι του εγκλήματος της διανοτικής κατευθύνσεως/επηρεασμού των οπαδών των αιρέσεων, η οποία οδηγεί εις νοητικήν αποσταθεροποίησιν (destabilisation mentale). Προσθέτει δε ότι αιρέσεις υπό αυτήν την μορφήν ταυτίζονται προς τας ομάδας, αι οποίαι αναπτύσσουν δραστηριότητα διαταράσσουσαν την δημοσίαν τάξιν και είναι φύσεως εγκληματικής (επί λέξει «La notion de secte, dans cette acceptation, devient synonyme de groupement dont les activitis troublent I' ordre public et sont de nature d0lictuelle»). Καταλήγει δε εις μνείαν αποφάσεων του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας, αι οποίαι απέρριψαν αίτημα ορισμένων αιρέσεων, να αναγνωρισθούν ως θρησκείαι.

Τα ίδια ως άνω δέχεται και η νομική βιβλιογραφία εν Γαλλία, η οποία είναι ανεξάντλητος και θα μακρυγορούσαμε ανεπιτρέπτως, εάν την παρεθέταμε εν τω συνόλω της. Αρκούμεθα επομένως, να μνημονεύσωμεν το ad hoc εν προκειμένω σύγγραμμα περί του νομικού καθεστώτος των αιρέσεων , ήτοι το ογκώδες έργον του Nicolas Guillet «Liberte de religion et mouvements a caractere sectaire», 2003, το οποίον θεωρείται ως το εγκυρώτερον επί του υπ’ όψιν θέματος Το έν λόγω σύγγραμμα προλογίζεται υπό της πανεπιστημιακής καθηγητρίας και εξπαίρ επί θεμάτων θρησκευτικής ελευθερίας Genevieve Koubi και αποτελεί έκδοσιν της Βιβλιοθήκης Δημοσίου Δικαίου, η οποία διευθύνεται υπό του καθηγητού του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Yves Gaudemet και η οποία έχει ιδρυθή υπό του Marcel Waline ενός των διαπρεπεστέρων Γάλλων νομοδιδασκάλων, εξεδόθη δε δαπάναις του Κέντρου Μελετών και Ερευνών Δημοσίου Δικαίου. Πρόκειται δηλ. περί του πλέον εγκύρου συγγράμαματος επί του προκειμένου. Εκ του έργου τούτου επισημαίνομεν, εντελώς συνοπτικώς, τα εξής κρίσιμα σημεία:                

Α) Αι αιρέσεις αναπτύσσουν δραστηριότητας επικινδύνους (και αξιοποίνους) διά την σωματικήν και ψυχικήν υγείαν και διά την ζωήν των οπαδών των και λοιπών ατόμων και συνιστούν απειλήν διά την κοινωνίαν, επικαλείται δε προς τούτο και σωρείαν δικαστικών αποφάσεων που το διαπιστώνουν (σελ. 112 επ.). Β) Εις την σελ. 152 περιλαμβάνει κεφάλαιον υπό τον τίτλον «Η περίπτωσις των σατανικών αιρέσεων» (le cas des sectes sataniques) και διευκρινίζει, ότι πρόκειται περί αιρέσεων, αι οποίαι εισάγουν εις τας ψυχάς των οπαδών των τον σατανά. Γ) Εις την σελ. 212 επ. αναλύει λεπτομερώς, το πώς καταντούν οι οπαδοί των αιρέσεων και επισημαίνει, ότι τα άτομα αυτά υφίστανται αχρήστευσιν της λογικής και κριτικής των σκέψεως και καταντούν απολύτως εξηρτημένα άτομα. Εις δε την κατάστασιν αυτήν περιέρχονται κατόπιν εντέχνου προσηλυτιστικής τακτικής εκ μέρους των αιρέσεων διά λόγων και δι’ εντύπων. Προσθέτει δε, ότι ως εξηκριβώθη, οι προσηλυτισταί των αιρέσεων δεν έχουν πανεπιστημιακόν δίπλωμα φιλοσοφίας, θεολογίας κ.λ.π. (διά να δύνανται να αναπτύσσουν τοιαύτα θέματα εγκύρως), εις δε τας σελ. 296 και 440 αναφέρει, ότι οι εν λόγω προσηλυτισταί των αιρέσεων επιχειρούν, να προσηλυτίσουν ακόμη και μαθητάς σχολείων. Επίσης προσθέτει (σελ. 296), ότι τούτο διεπιστώθη και υπό της προαναφερομένης κρατικής υπηρεσίας επαγρυπνήσεως επί των αιρέσεων. Δ)  Τέλος εξειδικεύει την αξιόποινον δραστηριότητα των αιρέσεων επισημαίνων, ότι αύται μεταξύ άλλων ασκούν παράνομον ιατρικήν (σελ. 343 επ.), διαπράττουν απάτας και εξαναγκασμούς εις απαλλοτριώσεις περιουσιών υπέρ των αιρέσεων (σελ. 358 και 360 επ.), προβαίνουν εις σαδομαζοχισμούς (σελ. 365) κ.ο.κ.

Αξίζει επίσης να μνημονεύσωμεν και το σύγγραμμα του διαπρεπούς Γάλλου πανεπιστημιακού David Epailly υπό τον τίτλον «Les sects et le Droit Familial» (εκδ. 2000), το οποίον ασχολείται με εξειδικευμένον επί των αιρέσεων θέμα, ήτοι την επίδρασιν των αιρέσεων επί της οικογενείας. Ο εν λόγω συγγραφεύς αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι: α) Την 14.4.1992 το γαλλικόν Συμβούλιον Επικρατείας δεν έδωσε έγκρισιν εις ζεύγος οπαδών των μαρτύρων του ιεχωβά, να υιοθετήσουν τέκνον, διότι τους εθεώρησε επικινδύνους δι’ αυτό (το εν λόγω σύγγραμμα παραθέτει το όλον κείμενον της αποφάσεώς του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας). Επίσης αναφέρει περαιτέρω (σελ. 29 επ.) μεταξύ άλλων, ότι ορισμένη αίρεσις διδάσκει, ότι οι γονείς αποτελούν «κακόν» εις βάρος του Θεού και δεν πρέπει, να υποτασσόμεθα εις αυτούς, επίσης ότι ορισμέναι αιρέσεις οδηγούν εις καταστροφήν χωρίς ο οπαδός των, να το γνωρίζη (και κατά τούτο διαφέρει από τον ναρκομανή, ο οποίος γνωρίζει, ότι διά του πάθους του βαδίζει εις την καταστροφήν). Προτείνει δε προς τούτο, ότι το κράτος πρέπει, να επεμβαίνει κατασταλτικώς εν προκειμένω, διότι δεν αναγνωρίζεται «δικαίωμα αυτοκαταστροφής». Ωσαύτως αναφέρει, ότι η οικογένεια κινδυνεύει περισσότερον, οπότε ο δικαστής επί τοιούτων υποθέσεων πρέπει, να εξαντλή την αυστηρότητά του. Το ίδιο πρέπει να πράττη, όταν επιδιώκεται ο προσεταιρισμός ανηλίκου εις αίρεσιν, ιδία, όταν υπαίτιοι είναι οι γονείς του, μνημονεύει δε και σειράν δικαστικών αποφάσεων, αι οποίαι έπραξαν ούτω και μάλιστα κατ’ επανάληψιν εθεώρησαν ως λόγον διαζυγίου την προσχώρησιν του ενός των συζύγων εις αίρεσιν.

Κατ’ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω (λίαν συνοπτικώς και επιλεκτικώς αναφερομένων λόγω ελλείψεως χώρου), διαπιστούται ότι εις την Γαλλίαν οι εκ των αιρέσεων κίνδυνοι διά την κοινωνίαν έχουν ήδη επισημανθή, μελετηθή και αντιμετωπισθή και μάλιστα εγκύρως και επισήμως, αι δε εν προκειμένω κρατικαί ενέργειαι ευρίσκονται εις πλήρη ανάπτυξιν και δράσιν. Μεταξύ δε της εν λόγω δράσεως περιλαμβάνεται και κρατική χρηματοδότησις ιδιωτικών οργανώσεων, που έχουν ως σκοπόν την προστασίαν της κοινωνίας, των νέων, των οικογενειών κ.λ.π., εκ της επικινδύνου δραστηριότητος των αιρέσεων.

- ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Εις την Γερμανίαν έχουν ιδρυθεί εις τας αποκεντρωμένας περιοχάς της (κρατίδια) κρατικαί υπηρεσίαι ανάλογοι προς την της Γαλλάς, αι οποίαι έχουν ως έργον την μελέτην και αντιμετώπισιν της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων και παραθρησκειών και την πληροφόρησιν του κοινού επί του προκειμένου. Μεταξύ άλλων αι εν λόγω υπηρεσίαι συχνάκις εκδίδουν «προειδοποιήσεις» (αι οποίαι φέρουν τον τίτλον «Wamung») και απευθύνονται προς το κοινόν, το οποίον και πληροφορούν περί της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων. Εννοείται, ότι αι αιρέσεις αντέδρασαν εντόνως εναντίον των εν λόγω προειδοποιήσεων των κρατικών υπηρεσιών και κατ’ επανάληψιν προσέφυγαν εις τα δικαστήρια με αίτημα την ακύρωσιν των πράξεων αυτών και τον χαρακτηρισμόν των ως παρανόμων, πλην όμως αι προσφυγαί των απερρίφθησαν.

Αι ως άνω κρατικαί υπηρεσίαι παρακολουθήσεως της δράσεως των αιρέσεων ιδρύθησαν διά τοπικών νόμων (ανάλυσιν των εν λόγω νόμων ιδέ εις Hellmut Baumler, «Dokumentationsstelle fur Sekten und sektenahnlichen Vereinigungen in Schleswig-Holtstein», εις περιοδικόν Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht 2000 σε. 462).

Περαιτέρω (ως αναφέρομεν ανωτέρω) και η γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή την 9.9.1998 κατήρτισε έκθεσιν περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, η οποία εδημοσιεύθη την 9.9.1998 (υπό τον τίτλον «Endbericht der Enquete Kommission Sogenannten Seken und Psychogruppen»). Υπ’ όψιν ότι η εν λόγω έκθεσις προτείνει ήδη την ίδρυσιν των ως άνω κρατικών υπηρεσιών μελέτης της δράσεως των αιρέσεων και προστασίας των πολιτών εξ αυτής (σελίς 61 επ. της εκθέσεως). Προσθέτει δε ότι η ίδρυσις των ως άνω υπηρεσιών αποτελεί συνταγματικήν επιταγήν διά το γερμανικόν κράτος. Η εν λόγω έκθεσις επισημαίνει περαιτέρω, ότι η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Διοικητικού Δικαστηρίου (Bundesverwaltungsgericht, δημοσιευομένη εις την συλλογήν Entscheidungen des Bundesverwaltungsgerichts, τόμος 90 σελ. 112 επ.) αναφέρει, ότι το κράτος οφείλει, να χρηματοδοτή ιδιωτικάς πρωτοβουλίας επί σκοπώ προστασίας της κοινωνίας από της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων και προτείνει την θέσπισιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δι’ έκδοσιν νομοθετικής διατάξεως, η οποία θα επιτρέπει εις τας κρατικάς υπηρεσίας την εν λόγω χρηματοδότησιν.

Περαιτέρω επισημαίνομεν, ότι η νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων έχει λάβει σαφώς αρνητικήν και καταδικαστικήν θέσιν έναντι των αιρέσεων και παραθρησκειών. Επισημαίνομεν κατωτέρω ορισμένας δικαστικάς αποφάσεις λίαν χαρακτηριστιάς εν προκειμένω:

1)    Ως αναφέρομεν ανωτέρω εναντίον των κρατικών «προειδοποιήσεων» περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων αι αιρέσεις προσέφυγον εις τα δικαστήρια και εζήτησαν την ακύρωσίν των και την απαγόρευσιν εις το κράτος, να εκδίδη τοιαύτας προειδοποιήσεις. Τα γερμανικά δικαστήρια όμως απέρριψαν τας πρόσφυγάς αυτάς και ενομιμοποίησαν κατόπιν τούτου τας τοιαύτας προειδοποιήσεις. Συγκεκριμένος αι εν λόγω προσφυγαί των αιρέσεων απερρίφθησαν υπό των εξής δικαστικών αποφάσεων:                

Α) Απόφαση της 23.3.1989 του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Kirche = Entscheidungen fur Kirchensachen, , 27 σελ. 145 επ.). Β) Απόφασις της 15.8.1989 του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Kirche 27 σελ.. 1). Γ)  Απόφασις της 22.5.1990 του Διοικητικού Εφετείου Βορείας Ρηνανίας- Βεστφαλίας (Kirce 28 σελ. 107 επ.). Τα ίδια δέχεται το εν λόγω δικαστήριον διά της από 25.8.1995 αποφάσεώς του (Kirche 33 σελ. 313 επ.) Δ)  Απόφασις της 15.5.1996 του Διοικητικού Εφετείου Μύνστερ (Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht, 1996 σελ. 3355). Τα ίδια έχει δεχθεί το εν λόγω Δικαστήριον διά της από 11.3.1996 απφάσεώς του (Neue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2115). Εις το ίδιον περιοδικόν δημοσιεύεται ωσαύτως ομοία απόφασις του Διοικητικού Εφετείου Μανχαϊμ (σελ. 2116). Ε)  Απόφασις της 24.3.1995 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βερολίνου (Kirche 27 σελ. 128 επ.). ΣΤ) Απόφασις της 11.12.1990 του Διοικητικού Εφετείου Βερολίνου (Neue Zeitschrift fiir Verwaltungsrecht, 1991 σελ. 798). Είναι χαρακτηριστικόν, ότι η τελευταία αύτη απόφασις δέχεται περαιτέρω, ότι αι ως άνω κρατικαί προειδοποιήσεις είναι απολύτως συνταγματικαί, ιδία όταν περιέχουν απόψεις ψυχιάτρων περί του ότι η συμμετοχή εις ορισμένην αίρεσιν συνεπάγεται ψυχοπαθαλογικά φαινόμενα . Ζ)   Απόφασις της 23.5.1989 του Ομσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Neue Juristische Wochenschrift 1989 σελ. 2272 επ.)

2)  Η από 24.10.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht, 2006 σελ. 217 και Die Offentliche Verwaltung 2007 σελ. 02) δέχεται ως συνταγματικώς επιτρεπτήν την απαγόρευσιν εισόδου εις Γερμανίαν του αρχηγού της αιρέσεως «Κίνησις Μουν» διά λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως. Τα ίδια δέχεται (απαγόρευσις ταξιδιού) και η από 25.1.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht 2006 σελ. 217). Επίσης τα ίδια δέχεται και η από 7.6.2002 απόφασις του Διοικητικού Εφετείου Κομπλέντς (Kirche und Recht 202 σελ. 226). Ωσαύτως τα ίδια δέχεται και η από 10.7.2001 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht 2001 σελ. 1396)

3)     Η από 7.3.2006 απόφασις του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Neue Justitz 2006 σελ. 264) δέχεται, ότι δεν είναι δυνατόν άπασαι αι θρησκείαι να τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους.

4)     Η από 25.1.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht 2006 σελ. 84) επικυρώνει απόφασιν των γερμανικών αρχών, διά της οποίας διατάσσεται η διάλυσις της αιρέσεως «Hizb-ut-Tahrir» διά λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως.

5)     Η από 26.2.2002 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Juristenzeitung 2003 σελ. 310 επ.) δέχεται, ότι δεν απαγορεύονται σκληραί εκφράσεις δημοσία κατά των αιρέσεων.

6)     Η από 26.3.2001 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Deutsche Verwaltungsblatt 2001 σελ. 984 επ.) αναφέρει, ότι το κράτος υποχρεούται να προστατεύη τον λαόν από της επικινδύνου και παραπλανητικής δράσεως των αιρέσεων.

7)     Η από 9.12.1999 απόφασις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βερολίνου (Kirche und Recht 2000 σελ. 250) δέχεαι, ότι η αίρεσις «Universelles Leben» δεν αποτελεί θρησκευτικήν οργάνωσιν ανεγνωρσμένην και επομένως οι οπαδοί της δεν δύνανται να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων.

8)    Η από 25.3.1998 απόφασις του Εφετείου Ζααρμπρύκεν (Archiv fur Katholisches Kirchenrecht, 1998 τομ. 167 σελ. 241 επ.) απαλλάσσει πάσης κατηγορίας εντεταλμένον επί των αιρέσεων της ευαγγελικής εκκλησίας, ο οποίος ήσκησε σκληράν κριτικήν κατά των αιρέσεων και αποφαίνεται, ότι η τυχόν απαγόρευσις τοιαύτης (σκληράς) κριτικής θα προσέκρουε εις το Σύνταγμα. Τα ίδια ακριβώς δέχεται και η από 28.3.1995 απόφασις του Εφετείου Βρέμης (Kirche 27 σελ. 139 επ.).

9)    Η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Archiv fur Katholisches Recht 1992 σελ. 209 επ.) δεν αναγνωρίζει ως θησκευτικήν οργάνωσιν ένωσιν ασκούσαν δραστηριότητα εμπορικήν.

10) Η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Deutsches Verwaltungsblatt 1992 σελ. 1038 επ.) δέχεται, ότι μία οργάνωσις δεν επιτρέπεται να χαρακτηρισθή ως θρησκεία, εάν ασκεί οικονομικάς δραστηριότητας και χρησιμοποιεί την θρησκείαν ως μανδύαν.

11) Η από 25.8.1994 απόφασις του Εφετείου Φρανκφούρτης (Neue Juristische Wochenschrift 1995 σελ. 878 επ.) δεν αναγνωρίζει δικαίωμα οπαδών των αιρέσεων, να μην κινηματογραφηθούν ή να παρεμποδίζουν την τηλεοπτικήν λήψιν και την τηλεοπτικήν μετάδοσιν της ταινίας που τους εμφανίζει.

12) Τέλος οι εξής αποφάσεις απορρίπτουν προσφυγή αιρέσεων, να διαγραφούν από τον κατάλογο των επικινδύνων αιρέσεων: α) Αποφ. της 25.8.1995 του Διοικητικού Εφετείου Μϋνστερ (Νeue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2114 επ.), β) Αποφ. της 22.8.1995 Διοικητικού Εφετείου Μύνστερ (Neue Juristische Wochenschrift, 1996 σελ. 2115). Γ) Αποφ. της 11.3.1996 του Διοικητικού Εφετείου Μανχάϊμ (Neue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2116)

-  ΑΥΣΤΡΙΑ: Την 20.81998 εις την χώραν αυτήν ετέθη εν ισχύϊ ο νέος νόμος Ν° 150, ο οποίος ιδρύει κρατικήν υπηρεσίαν προστασίας του κοινού εκ των αιρέσεων (Bundesgesetz uber die Einrichtung eine Dokumentation -und Informationsstelle fur Sektenfragen). Όπως ορίζει η παράγραφος 1, σκοπός του εν λόγω νόμου είναι η μελέτη και τεκμηρίωσις της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων.

-  ΒΕΛΓΙΟΝ: Το κοινοβούλιον του Βελγίου προχώρησε εις την κατάρτισιν εκθέσεως περί των αιρέσεων τον Απρίλιον του έτους 1997. Υπ’ όψιν ότι η νομοθεσία του Βελγίου απαγορεύει ρητώς τον προσηλυτισμόν (άρθρον 142 του βελγικού Ποινικού Κώδικος)

-  ΑΓΓΛΙΑ: Εις Αγγίαν έχει ιδρυθή ειδική κρατική υπηρεσία προστασίας του κοινού εκ των αιρέσεων (υπό τον τίτλον ANS), στελεχούται δε υπό πανεπιστημιακών καθηγητών και έχει ως έργον, να ενημερώνη τας δημοσίας υπηρεσίας επί των αιρέσεων. Εναντίον δε των αιρέσεων έχει λάβει επισήμως θέσιν και η αγγλική κυβέρνησις. Προς τούτο επισημαίνομεν δημοσίευμα της εφημερίδος «Mail on Sunday» της 19.10.1996 κατά το οποίον ο τότε Άγγλος Υπουργός Εσωτερικών δηλώνει, ότι το Υπουργείον Εσωτερικών δεν είναι ουδέτερον έναντι των αιρέσεων και δηλώνει επί λέξει «είμαστε κατά των αιρέσεων», προσθέτει δε, ότι ο πραγματικός σκοπός των αιρέσεων δεν είναι η θρησκεία, αλλά το σεξ και η απόκτησις ισχύος, πράγμα το οποίον αι αιρέσεις αποκρύπτουν, διά να δύνανται να στρατολογούν μέλη των ευχερέστερον και να τα οδηγούν εις καταχρήσεις.

- ΕΛΒΕΤΙΑ: Εις την χώραν αυτήν το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως του Καντονιού της Γενεύης τον Φεβρουάριον του έτους 1997 εξέδωσε μίαν ανακοίνωσιν συνταχθείσαν υπό επιτροπής ειδικών, διά της οποίας πληροφορείται το κοινόν, ότι αι αιρέσεις αναπτύσσουν δράσιν παράνομον. Υπ’ όψιν, ότι τα δικαστήρια ης Ελβετίας έχουν εκδώσει αποφάσεις καταδικαζούσας τον προσηλυτισμόν

- ΙΣΠΑΝΙΑ: Το έτος 1989 το ισπανικόν Κοινοβούλιον συνέταξε έκθεσιν περί αιρέσεων, διά της οποίας ζητεί από την κυβέρνησιν, να υπαγάγη τας αιρέσεις υπό εποπτείαν και έλεγχον.

Ως λοιπόν προκύπτει εκ των ως άνω στοιχείων (λίαν συνοπτικώς παρατιθεμένων) τα κυριώτερα ευρωπαϊκά κράτη ήδη έχουν κινητοποιηθή και έχουν επισημάνει τους εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων κινδύνους διά την κοινωνίαν και έχουν λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς προστασίαν του κοινού εκ τούτων. Μάλιστα αι αντίστοιχοι κρατικαί υπηρεσίαι προχωρούν εις λήψιν μέτρων λίαν «προωθημένων», θα ελέγαμε, και λίαν «τολμηρών», χωρίς να κάμπτωνται εκ των διαμαρτυριών των εκπροσώπων της λεγομένης «προοδευτικής κουλτούρας» ή της «στρατευμένης αθεΐας», οι οποίοι διατείνονται, ότι τα μέτρα αυτά είναι «φασιστικά». Αλλά και η δικαιοσύνη των εν λόγω κρατών ίσταται εις το ύψος της και έχει εκδώσει και εκείνη τας ενδεικνυομένας αποφάσεις της επί του προκειμένου

Περαιτέρω θεωρούμεν χρήσιμον, να αναφερθώμεν εις το κυριώτερον όπλον (ή μέθοδον), το οποίον χρησιμοποιούν αι αιρέσεις προς άγραν οπαδών. Εννοούμεν τον αθέμιτον προσηλυτισμόν. Το θέμα τούτο έχει, ως γνωστόν, δημιουργήσει τεράστια προβλήματα εις την κοινωνίαν και όλα τα κράτη έχουν ευαισθητοποιηθή επί του προκειμένου εις ικανήν έκτασιν. Επί του σημείου τούτου θα είχαμε, να παρατηρήσουμε τα κάτωθι:

Είναι γνωστόν, ότι ορισμέναι αιρέσεις ασκούν προσηλυτισμόν και μάλιστα αθέμιτον, επιτυγχάνουν δε δι’ αυτού, να παρασύρουν αθώους, αφελείς κ.λ.π.. Και είναι επίσης γνωστόν, ότι κάποιοι εν Ελλάδι (εκπρόσωποι της λεγομένης προοδευτικής κουλτούρας ή της στρατευμένης αθεΐας) κόπτονται εναντίον της απαγορεύσεως του προσηλυτισμού, ισχυριζόμενοι, ότι ο προσηλυτισμός τιμωρείται μόνον εις την Ελλάδα και πουθενά αλλού.

Η άποψις αυτή είναι εντελώς ανακριβής. Ο προσηλυτισμός τιμωρείται εις τα κράτη της Ευρώπης και επίσης εις τας Η.Π.Α.

Αι σχετικαί δικαστικαί αποφάσεις εν περιλήψει περιλαμβάνονται εις μελέτην μου υπό τον τίτλον «Το παράνομον του προσηλυτισμού κατά την νομοθεσίαν και την νομολογίαν των ευρωπαϊκών χωρών και των Η.Π.Α.» (δημοσιεύεται εις τον τόμον «Α' Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη Καταστροφικές Αιρέσεις και Ψυχοομάδες», Λεμεσσός 2000 σελ. 35 επ., έχει δε εκδοθεί και εις γλώσσαν γαλλικήν ως μονογραφία). Επίσης υπάρχουν και δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αι οποίαι δέχονται, ότι η ελληνική διάταξις που τιμωρεί ποινικώς τον προσηλυτισμόν δεν αντίκειται εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Εξ αυτών η μεν πρώτη (της 25.5.1993, υπόθεσις Κοκκινάκης κατά Ελλάδος) θεωρεί μεν την εν λόγω ελληνικήν διάταξιν ως σύμφωνον προς την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν και καταδικάζει δε την Ελλάδα μόνον διά λόγους δικονομικούς, ήτοι διότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν παρέθεσαν αιτιολογίαν και αντ’ αυτής αντέγραψαν τον νόμο. Η δευτέρα (της 24.2.1998, υπόθεσις Λαρίσης και άλλοι κατά Ελλάδος), επικυρώνει τρεις καταδίκας επί προσηλυτισμώ επιβληθείσας υπό ελληνικών δικαστηρίων.

Πρέπει όμως να παρατηρηθή, ότι η δευτέρα των εν λόγω αποφάσεων ακριβώς επειδή επικυρώνει και θεωρεί ως νομίμους τρεις καταδίκας επί προσηλυτισμό) επιβληθείσας εν Ελλάδι παραμένει εντελώς άγνωστος εκ την Ελλάδα και δεν την γνωρίζει κανείς. Δηλ. προκύπτει, ότι κάποια «αόρατος χειρ» φροντίζει, να την αποκρύπτει.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι Έλληνες που δεν γνωρίζουν τα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν έχουν μέχρι σήμερον πληροφορηθή, περί του ότι αι καταδίκαι επί προσηλυτισμό, που επιβάλλονται εις την Ελλάδα, επικυρούνται και υπό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Υπ’ όψιν ότι το Δικαστήριον τούτο έχει καταδικάσει δι’ άσκησιν αθεμίτου προσηλυτισμού και το κράτος της Δανίας (απόφασις της 7.12.1976, υπόθεσις Kjeldsen, Musk Madsen και Pedersen κατά Δανίας). Πρόκειται περί της εξής υποθέσεως: Κάποτε η κυβέρνησις της Δανίας απεφάσισε να εισαγάγη εις τα δημόσια σχολεία το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής. Ο Σύλλογος των Χριστιανών Γονέων Δανίας διεμαρτυρήθη και εζήτησε την κατάργησιν του μαθήματος αυτού επί των λόγω, ότι εφ’ όσον τα μέλη του ανήκουν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν, η οποία διδάσκει, ότι δεν επιτρέπονται αι προγαμιαίαι σεξουαλικαί σχέσεις, δεν είναι δυνατόν το δανικόν κράτος να εισαγάγη εις τα δημόσια σχολεία μαθήματα διδάσκοντα θέσεις, τας οποίας η θρησκεία των αποδοκιμάζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπον επομένως το δανικόν κράτος διενεργεί προσηλυτισμών εις βάρος των Χριστιανών μαθητών (τους διδάσκει κάτι, το οποίον η θρησκεία των αποδοκιμάζει). Ο εν λόγω σύλλογος προσέφυγε εις τα δικαστήρια της Δανίας, αλλά αι προσφυγαί του απερρίφθησαν. Κατόπιν τούτου προσέφυγεν εις το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλούμενος τα ως άνω επιχειρήματα, τα οποία το εν λόγω Δικαστήριον έκανε αποδεκτά και κατεδίκασε την Δανίαν διά διενέργειαν αθεμίτου προσηλυτισμού (αγγλιστί «improper proselytism», γαλλιστί «proselytisme intempestif»).

Βλέπομεν λοιπόν, ότι το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχεται ευθέως, απροκαλύπτως και ευθαρσώς, ότι ο αθέμιτος προσηλυτισμός απαγορεύεται και δεν καλύπτεται υπό της Ευρωπαϊκής Συιιβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπογραμμίζομεν το δεδομένον τούτο, διότι εις την χώραν μας υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρησις επί του παρόντος θέματος και διαχέεται (προωθείται κ.λ.π.,) συχνάκις η ιδέα, ότι η ελληνική διάταξις, η οποία τιμωρεί τον αθέμιτον προσηλυτισμόν (άρθρον 4 του Ν. 1363/38 ως ετροποποιήθη) αντίκειται εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως και ότι το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταδικάσει την Ελλάδα, διότι τιμωρεί τον προσηλυτισμόν, ενώ η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Μάλιστα υπάρχει και σύγγραμμα καθηγητού Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου, το οποίον ισχυρίζεται, ότι η ελληνική διάταξις περί προσηλυτισμού αντίκειται εις το Σύνταγμα, ενώ τον προηλυτισμόν ΤΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΡΗΤΩΣ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 13 ΠΑΡ. 2. Δηλ. η παραπληροφόρησις έχει φθάσει εις απαράδεκτον σημείον. Μάλιστα κάποιοι (και μάλιστα νομομαθείς) ζητούν και την κατάργησιν της διατάξεως του ελληνικού νόμου, η οποία τιμωρεί τον προσηλυτισμόν αποσιωπώντες, ότι τυχόν κατάργησις του νόμου αυτού θα ήταν αντισυνταγματική, αφού θα αχρήστευε συγκεκριμένην διάταξιν του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει τον προσηλυτισμόν (άρθρον 13 παρ. 2 του Συντάγματος)

Επομένως παρά τα όσα λέγονται και θρυλούνται, αι αιρέσεις, εφ’ όσον διενεργούν προσηλυτισμόν, κινούνται παρανόμως παντού και εν Ελλάδι και εις το εξωτερικόν και μάλιστα κατά την νομολογίαν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Επεσημάναμεν ανωτέρω ορισμένα εκ των προβλημάτων, τα οποία δημιουργούνται εκ της εκνόμου δράσεως ορισμένων αιρέσεων, ως και το ότι τα λοιπά κράτη έχουν ευαισθητοποιηθεί εν προκειμένω και μάλιστα εις έντονον βαθμόν και ήρχισαν να λαμβάνουν προστατευτικά μέτρα υπέρ των θιγομένων πολιτών. Περαίνοντες εκφράζομεν την ελπίδα, να ίδωμεν ανάλογον ευαισθητοποίησιν και της ελληνικής κυβερνήσεως, καθ’ όσον τα εκ των αιρέσεων προβλήματα εις την Ελλάδα ουδόλως είναι ήσσονος σημασίας ή ήσσονος σοβαρότητος εν σχέσει προς τα των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών (ας μην λησμονώμεν, ότι είχομεν εις την χώραν μας μέχρι και διάπραξιν ανθρωποκτονίας εν ονόματι των «πιστεύω» ορισμένης αιρέσεως).

 

Πηγή: (ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ Ι.Μ.ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΩΡΩΠΟΥ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Η ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ

κ. Θεοδώρου Κ. Ασπρογέρακα Γρίβα*


      Σεβασμιότατε Άγιε Πρόεδρε, Σεβασμιότατοι, Πανοσιολογιώτατοι, Αιδεσιμότατοι και Αιδεσιμολογιώτατοι Πατέρες, αξιότιμες κυρίες και κύριοι!

Έρχεται, δυστυχώς, μία στιγμή που ο μόνος τρόπος αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως μίας αιρέσεως ή μίας νεοφανούς αιρέσεως, όπως το θέμα του συνεδρίου μας, μπορεί να γίνει μόνον με την προσφυγή στη δικαστική εξουσία. Και αυτό όχι γιατί το επιλέγει τις περισσότερες φορές η Εκκλησία μας, αλλά επειδή αυτή είναι η επιλογή πολλές φορές των αιρετικών κατά της Εκκλησίας. Δύο είναι οι βασικοί τομείς, στους οποίους οι υποθέσεις οδηγούνται στην ενώπιον των δικαστηρίων εκτίμηση. Ο πρώτος μεγάλος τομέας που άφορα τις αιρέσεις είναι οι Ευκτήριοι Οίκοι τους. Οι Ευκτήριοι Οίκοι και ενίοτε, σπανιότερα βέβαια, πολύ σπανίως, οι ναοί τους. Δεύτερος μεγάλος τομεύς, στον οποίο υπάρχει η δικαστηριακή ενασχόληση είναι τα θέματα του προσηλυτισμού, εκεί είναι ακόμη πιο περίπλοκο το ζήτημα.

Να δούμε όμως το πρώτο θέμα, των ευκτήριων Οίκων. Πρώτα από όλα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς στην Ελλάδα, η ίδρυση ευκτήριου Οίκου από μια ομάδα, η οποία είτε επικαλείται η ίδια ότι είναι θρησκευτική, είτε της έχει αναγνωριστεί ο θρησκευτικός της χαρακτήρας, αποτελεί νομικά, πλήρη κατοχύρωση του θρησκευτικού της χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει, διότι από την στιγμή εκείνη που έχει δικαιωθεί την άδεια ιδρύσεως του ευκτήριου Οίκου, σημαίνει ότι πληρούνται όλες οι υπό του νόμου τασσόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή ότι αποτελεί ανεγνωρισμένη, εγνωσμένη κατά την νομική ορολογία θρησκεία, ότι έχει ικανό αριθμό οπαδών, ότι δεν ασκεί προσηλυτισμό, ότι δεν διαπράττει παράνομες πράξεις και επιπλέον ότι πληρεί και όλες τις μερικότερες λεπτομέρειες και προϋποθέσεις που τίθενται. Είναι λοιπόν πρωταρχικός σκοπός, βασικός στόχος όλων των αιρέσεων και των λοιπών θρησκευτικών μειονοτήτων, να μπορέσουν να λάβουν υπό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο είναι καθ' ύλη αρμόδιο για την έκδοση των αδειών αυτών, την άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτήριου Οίκου. Σε περίπτωση δε που η άδεια αυτή χορηγηθεί, ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας κατά της αδείας αυτής, ο μόνος τρόπος δηλαδή έλεγχου της νομιμότητος της αιρέσεως η οποία εξέλαβε την τοιαύτη άδεια είναι ο δικαστηριακός.

      Έχει προκύψει λοιπόν το τελευταίο διάστημα και δυστυχώς βλέπουμε ότι το πρόβλημα αυτό ολοένα και αυξάνεται, το θέμα των λεγομένων «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά». Μάλιστα ήδη κάποιες Μητροπόλεις το αντιμετωπίζουν σε πολύ έντονο βαθμό και ειλικρινώς φοβούμαι ότι και πολλές άλλες εντός των προσεχών μηνών θα το αντιμετωπίσουν! Και ίσως να σάς φαίνεται περίεργο ότι στο πλαίσιο των νεοφανών αιρέσεων αναφέρουμε τους "Μάρτυρες του Ιεχωβά" την στιγμή που είναι μία αίρεση, η οποία είναι γνωστή, για πάρα πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως με την συγκεκριμένη μορφή της, δηλαδή ως «"Χριστιανοί" Μάρτυρες του Ιεχωβά», η αίρεση αυτή παρουσιάζεται για πρώτη φορά μόλις τα τελευταία χρόνια και αυτή η διαφορά πρέπει να καταστεί απολύτως σαφής για την αντιμετώπιση τους, όχι πλέον ως "Μαρτύρων του Ιεχωβά", αλλά ως "Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά"! Ήδη, όλα τους τα σωματεία, όλες τους οι οργανώσεις, περισσότερο στην "Ελλάδα και θα σάς εξηγήσω για ποιο λόγο λιγότερο στο εξωτερικό, προσδίδουν στους εαυτούς τους τον τίτλο του Χριστιανού. Προσπαθούν λοιπόν να τύχουν της αναγνωρίσεως τους ως "γνωστής χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας" με άδεια της επισήμου κρατικής αρχής, δηλαδή του Υπουργείου Παιδείας, με την έκδοση πράξεων ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτήριων Οίκων που θα αποδέχονται αυτήν ακριβώς την ιδιότητα τους, ώστε μέσω των αδειών αυτών να κατοχυρωθούν ως Χριστιανοί. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι χριστιανοί, γι' αυτό με ασφάλεια μπορούμε πλέον να μιλούμε και να τους αναφέρουμε ως νεοφανή αίρεση, εφόσον παρουσιάζονται για πρώτη φορά με την συγκεκριμένη μορφή.

Το εν λόγω φαινόμενο παρουσιάστηκε και παλαιότερα, όταν οι συγκεκριμένες ομάδες για πρώτη φορά το 1975 ζήτησαν την αναγνώριση τους ως Χριστιανών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η υπόθεση κατέληξε τότε μετά από προσφυγές Μητροπόλεων σε δικαστηριακή κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση για πρώτη φορά δικαστικής αποφάσεως επί τέτοιου θέματος στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη απόφαση προήλθε εκ του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1975 και με αυτήν το Συμβούλιο της Επικρατείας οριοθέτησε νομικά την έννοια του Χριστιανού. Εδέχθη λοιπόν το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" δεν αποδέχονται την θεότητα του Ιησού Χριστού, δηλαδή κατ' ουσία δέχθηκε ότι δεν τυγχάνουν Χριστιανοί, αφού χαρακτηριστικό στοιχείο του Χριστιανού είναι η πίστη του ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.

Το θέμα λοιπόν έληξε το 1975 και ουδέποτε ζήτησαν, εκ των υστέρων, την αναγνώριση αυτή των δήθεν Χριστιανών από τα Ελληνικά δικαστήρια. Την ζήτησαν όμως από τα ξένα δικαστήρια και από τις ξένες αρχές, όπου πουθενά, πουθενά, και σε καμμία απολύτως περίπτωση και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όλοι, για να μπορούμε να αποκρούομε την προπαγάνδα τους δεν αναγνωρίστηκαν ως Χριστιανοί, ποτέ!!! Μάλιστα προσέφυγαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά δύο αποφάσεων του Αρείου Πάγου (υπόθεση Κοκκινάκη και υπόθεση Μανουσάκη). Οι αποφάσεις όμως αυτές επίσης δεν τους ανεγνώρισαν ως Χριστιανούς.

       Όμως, τα δύο τελευταία χρόνια, παρατηρούμε ότι αρκετές αποφάσεις ιδρύσεως ευκτήριων Οίκων, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το Υπουργείο Παιδείας, αποδέχονται τον απατηλό αυτό τίτλο και περιέργως τους χαρακτηρίζουν και τους απονέμουν το δικαίωμα να λειτουργούν τους Ευκτήριους Οίκους τους, ως «Χριστιανοί» και ως χριστιανικές ομάδες. Το πρώτο περιστατικό συνέβη στην αρμοδιότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου, η οποία μάλιστα το αντιμετώπισε άμεσα και αυτό το τονίζω όλως ιδιαιτέρως, διότι είναι προς τιμή της. Αμέσως, δηλαδή μόλις πληροφορήθηκε την ίδρυση του ευκτήριου Οίκου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κυρός Σπυρίδων ήσκησε αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησε την ακύρωση της αδείας αυτής ή αλλιώς την απαλοιφή του ονόματος «Χριστιανοί» από αυτήν. Βρήκε όμως αντίθετη, η Ιερά Μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου, την Πολιτειακή Εξουσία, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία των δικών αυτών, αρνήθηκε το Υπουργείο επισήμως, να χορηγήσει αντίγραφο της αδείας στην Ιερά Μητρόπολη Ζιχνών, άγνωστο γιατί, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί η Ιερά Μητρόπολη και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης να απευθυνθούν στην Εισαγγελική αρχή και μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέως να υποχρεώσουν τον Υπουργό να χορηγήσει το αντίγραφο της αδείας του ευκτήριου Οίκου. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι προ της εγκρίσεως της αδείας του ευκτήριου Οίκου είχε βεβαίως ερωτηθεί ο Μητροπολίτης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αλλά όταν αυτή χορηγήθηκε θεώρησε περιέργως το Υπουργείο ότι πλέον αποτελούσε ευαίσθητο δεδομένο(!) και αρνήθηκε την χορήγηση του αντιγράφου της. Βεβαίως μετά από την σύμπραξη του Εισαγγελέως και πλέον με την απειλή της διαπράξεως παραβάσεως καθήκοντος και απείθειας σε περίπτωση που δεν παρεδίδετο στον Μητροπολίτη άμεσα αντίγραφο της αδείας, το Υπουργείο εξαναγκάσθηκε και έδωσε το αντίγραφο της αδείας και κατ' αυτής προσφύγαμε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η συγκεκριμένη υπόθεση εκδικάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν έχει εκδοθεί ακόμα απόφαση, την αναμένουμε με πολύ μεγάλη προσμονή, διότι είναι ή πρώτη φορά που κλήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, να αποφανθεί γι' αυτό το σημαντικό θέμα1. Το ίδιο συνέβη προσφάτως και στην Ιερά Μητρόπολη Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους, όπου σε περιοχή αμιγώς Ελληνορθόδοξη, σε περιοχή δηλαδή που ούτε κατ' υπόθεση, δεν πληρούται η προϋπόθεση του νόμου να υπάρχει ικανός αριθμός πιστών του δόγματος, υπέρ του οποίου ζητείται ή χορήγηση της αδείας λειτουργίας ευκτήριου Οίκου, έξαφνα ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε μία καινούργια άδεια, με την οποία αναγνωρίζει σε μία μικρή ομάδα "Μαρτύρων του Ιεχωβά" το δικαίωμα να λειτουργούν ευκτήριο Οίκο εντός των ορίων της Ιεράς Μητροπόλεως, υπό την επωνυμία μάλιστα και την ιδιότητα των «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά». Και αυτή η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων με αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους κ. κ. Νικόδημος ενώπιον του ΣτΕ. , δεν έχει όμως ακόμα εκδικασθεί2.

Θα ήθελα λοιπόν να επιστήσω όλως ιδιαιτέρως την προσοχή όλων υμών σε αυτό το καλά μελετημένο και προσχεδιασμένο πλάνο που με την γνώση και την ανοχή της Πολιτειακής Εξουσίας, ακολουθούν οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" προκειμένου να μπορέσουν να αναγνωρισθούν επισήμως ως Χριστιανοί.

Που όμως αποσκοπεί η συγκεκριμένη προσπάθεια; Για ποιόν λόγο θα ήθελε άραγε κάποιος, ο οποίος δεν έχει μια ιδιότητα, να προσδώσει στον εαυτό του αυτή την ιδιότητα; Για ποιόν λόγο άραγε θα ήθελε κάποιος που δεν πιστεύει στην Θεότητα του Ιησού να επονομάζεται Χριστιανός; Γιατί δηλαδή θα ήθελε κάποιος να προσδώσει στον εαυτό του μία απατηλή ιδιότητα με πλήρη μάλιστα γνώση της απάτης αυτής;Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: Για να ασκεί προσηλυτισμό πιο εύκολα. Για να μπορεί δηλαδή να διεισδύει στο ποίμνιο το ορθόδοξο και να το προσεγγίζει με τρόπο ευκολότερο. Διότι, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι στην Ελλάδα ο προσηλυτισμός που γίνεται, έχει ως αποδέκτες μόνο τους Χριστιανούς Ορθόδοξους. Ουδέποτε είχαμε περιστατικά προσηλυτισμού οπαδών των υπολοίπων θρησκειών ή δογμάτων. Κανείς Εβραίος ή Μουσουλμάνος ή "Μάρτυρας του Ιεχωβά" δεν προσηλυτίστηκε στην Ορθοδοξία. Μόνον το αντίθετο συμβαίνει. Ο σκοπός λοιπόν, ενδεχομένως μάλιστα ο μοναδικός αυτή τη στιγμή, των «"Χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά», είναι να μπορέσουν να ασκήσουν προσηλυτισμό, μέσω πλέον της παραπλανητικής ιδιότητας τους των δήθεν «Χριστιανών». Υπ' όψιν μάλιστα ότι η υπ' αριθμόν 87/86 απόφαση του Πρωτοδικείου Ηρακλείου που διατάσσει την διάλυση της τοπικής οργανώσεως των "Μαρτύρων του Ιεχωβά", δέχεται ότι αυτοί χρησιμοποιούν τον τίτλο «Χριστιανοί» για λόγους απατηλούς και παραπλανητικούς.

Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει επαγρύπνηση σε αυτό το θέμα. Είμαι βέβαιος, και αυτό λένε και οι πληροφορίες μας από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ότι παρόμοιες άδειες θα χορηγηθούν και στο μέλλον. Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί, διότι η επίσημη αναγνώριση τους από το Υπουργείο Παιδείας ως Χριστιανών οπωσδήποτε θα δημιουργήσει στο τέλος ένα δεδικασμένο το οποίο δεν θα μπορεί να ανατραπεί ακόμη και υπό των δικαστηρίων.

Αυτά δυστυχώς συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα και αυτό θα πρέπει μάλιστα να τονισθεί όλως ιδιαιτέρως, διότι οι "Μάρτυρες του Ιεχωβά" στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης δεν έχουν αναγνωρισθεί όχι ως Χριστιανική θρησκεία (πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν;), αλλά ούτε καν ως θρησκεία. Όταν λοιπόν οι ίδιοι οι «"Χριστιανοί" Μάρτυρες του Ιεχωβά» λένε ότι αποτελούν "γνωστή θρησκεία" ψεύδονται και το γνωρίζουν ότι ψεύδονται, κι ο μοναδικός σκοπός τους και πάλι είναι να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να προχωρήσουν σε προσηλυτισμό με απατηλά μέσα και ανύπαρκτες ιδιότητες. Δεν θα επεκταθώ πολύ στα παραδείγματα και τις πρακτικές των υπολοίπων χωρών, θα σάς πω μόνον ότι στις υπόλοιπες χώρες, όχι μόνον δεν έχουν αναγνωρισθεί ως Χριστιανοί, όπως ανέφερα νωρίτερα, δεν έχουν αναγνωρισθεί όμως ούτε καν ως θρησκεία. Μάλιστα, στην Γαλλία, με ειδική απόφαση του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 15ης 2 1985, θεωρούνται απλώς ως μία εμπορική οργάνωση. Μόνον εμπορική οργάνωση! Ούτε θρησκεία, ούτε αίρεση, ούτε δόγμα. Και φυσικά ούτε λόγος για χριστιανική θρησκεία. Παραπονέθηκαν μάλιστα κατά των αποφάσεων αυτών δικαστικώς και έχασαν πανηγυρικώς.

Στην Γαλλία θεωρούνται επίσης και ως επικίνδυνη εμπορική οργάνωση η οποία τελεί υπό την άμεση επίβλεψη του Γαλλικού δημοσίου το οποίο προχώρησε και σε απαγόρευση κυκλοφορίας του έντυπου τους «Σκοπιά». Αυτό δηλαδή το περιοδικό που διανέμεται ελευθέρως στην Ελλάδα, στην Γαλλία απαγορεύεται. Και στην Γερμανία και στην Ιταλία επίσης ουδέποτε κατάφεραν να αναγνωρισθούν ως θρησκεία. Και το πιο ενδιαφέρον απ' όλα, και θα κλείσω το θέμα των ευκτήριων Οίκων των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" με αυτό, είναι ότι κατά της αποφάσεως της Γαλλίας να εξακολουθεί να μην τους θεωρεί ούτε καν θρησκευτική οργάνωση, προσέφυγαν ενώπιον του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με την προσφυγή τους ισχυρίσθηκαν αυτά που ισχυρίζονται πάντοτε, δηλ. ότι δήθεν παραβιάζονται τα δικαιώματα τους σε σχέση με την θρησκευτική τους ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης, του αυτοπροσδιορισμού τους, δηλαδή τα γνωστά επιχειρήματα τα όποια κάθε αίρεση χρησιμοποιεί προκειμένου να προσδώσει στον εαυτό της τις ιδιότητες αυτές, τις οποίες στην πραγματικότητα δεν έχει. Επί της προσφυγής αυτής των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" εξεδόθη λοιπόν την προηγουμένη εβδομάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ή οποία απέρριψε την προσφυγή στο σύνολο της, κρίνοντας την ως απολύτως απαράδεκτη Δεν έκανε δηλαδή δεκτό απολύτως κανένα από τα επιχειρήματα τους! Και αυτή είναι μία απόφαση που θα βοηθήσει και ημάς πολύ στο έργο μας διότι θα την θέσουμε υπ' όψιν και των Ελληνικών Δικαστηρίων κατά το μέρος που προέρχεται από το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

    Μία δεύτερη ομάδα, η οποία παρουσιάστηκε τα δύο τελευταία χρόνια και η οποία επίσης προσπαθεί δια της πλαγίας οδού, δηλαδή δια της διοικητικής αναγνωρίσεως της υπό του Δημοσίου, να θεωρηθεί ως θρησκευτική, είναι οι «Σαϊεντολόγοι». Η δράση των οποίων είμεθα βέβαιοι ότι θα αυξηθεί ραγδαία τον επόμενο καιρό. Και τούτο διότι είναι μία ομάς δεν χρησιμοποιώ τον όρο θρησκευτική ομάς και θα σας εξηγήσω αργότερα γιατί η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο τμήμα του λαού. Ζήτησαν λοιπόν οι Σαϊεντολόγοι να τους αναγνωρισθεί ότι αποτελούν θρησκεία, και να τους χορηγηθεί υπό του Υπουργείου Θρησκευμάτων άδεια λειτουργίας ευκτήριου Οίκου. Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ή αίτηση τους αυτή απερρίφθη υπό του Υπουργείου, με αποτέλεσμα να προσφύγουν εκείνοι πλέον στην Δικαστική Εξουσία και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Οι Σαϊεντολόγοιλοιπόν παραπονέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσφάτως με τα γνωστά επιχειρήματα που σας ανέφερα και παραπάνω, ότι δηλαδή εφόσον οι ίδιοι θέλουν να λένε ότι είναι θρησκεία δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τους απαγορεύσει κ. λ. π. Ότι εφόσον οι ίδιοι θέλουν να προσδιορίζονται ως "εκκλησία της Σαϊεντολογίας" κανείς δεν μπορεί να το κρίνει αυτό το πράγμα και ότι άρα παρανόμως το Υπουργείο απέρριψε την αίτηση τους. Ότι εφόσον οι ίδιοι θέλουν να λένε ότι το δόγμα τους είναι αυτό το συγκεκριμένο, θα έπρεπε το αίτημα τους αυτό να γίνει σεβαστό υπό του Ελληνικού Δημοσίου και όχι να απορριφθεί. Και με την συλλογιστική αυτή προσέφυγαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ζητούν να υποχρεωθεί πλέον το Δημόσιο να τους αναγνωρίσει ως "εκκλησία" και να τους χορηγήσει τα δικαιώματα μιας ανεγνωρισμένης θρησκείας στην Ελλάδα.

   Εδώ όμως θα πρέπει να σημειωθούν και να τονιστούν όλως ιδιαιτέρως τα εξής:

     Οι Σαϊεντολόγοι, μπορεί να παρουσιάζονται για πρώτη φορά ως "εκκλησία", είναι όμως παλαιοί γνώριμοι και της Εκκλησίας και των Δικαστικών αρχών. Θυμόμαστε όλοι την παλαιότερη μορφή τους, στην προηγούμενη μορφή των Σαϊεντολόγων στην Ελλάδα, το περιβόητο Κέντρο της Εφηρμοσμένης Ψυχολογίας, το γνωστό σε όλους ΚΕΦΕ, το οποίο λειτουργούσε στην Αθήνα επί της οδού Πατησίων και το οποίο μετά από έρευνα των Εισαγγελικών αρχών που έλαβε χώρα αυτεπαγγέλτως, βρέθηκαν, όχι μυστικά αρχεία ή ευαίσθητα αρχεία για τα οποία πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία, αλλά βρέθηκαν κανονικά, τακτικά αρχεία παρακολουθήσεων και εμπιστευτικών πληροφοριών. Αρχεία για τις κινήσεις του στρατού, αρχεία για τον τρόπο δομής της Αστυνομίας, αρχεία για την δομή της Εκκλησίας, αρχεία συγκεκριμένα για ιερατικούς αρχηγούς, για τον Μακαριώτατο, για διαφόρους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες. Όλα αυτά μάλιστα αναφέρονται εξαντλητικά στην έκθεση κατασχέσεως που συνέταξε ο αρμόδιος Εισαγγελέας.

Η υπόθεση αυτή οδηγήθηκε βεβαίως ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων, όπου και κατεδικάσθησαν για τα εγκλήματα αυτά. Επίσης οδηγήθηκε η συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον και των Αστικών Δικαστηρίων, με απόφαση των οποίων διατάχθηκε η οριστική διάλυση του συγκεκριμένου παρανόμου σωματείου. Αλλάζοντας λοιπόν τώρα μορφή, οι ίδιοι άνθρωποι, μη ονομαζόμενοι πλέον ως Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας, αλλά ονομαζόμενοι ως "Εκκλησία της Σαϊεντολογίας", εζήτησαν αυτή την άδεια που το Ελληνικό Δημόσιο δεν τους χορήγησε.

Στη δίκη αυτή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει παρέμεβει, για να εκθέσει όλα αυτά τα επιχειρήματα, τόσο η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όσο και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. κ. Χριστόδουλος. Και η δίκη αυτή μετά από διάφορες αναβολές στις οποίες συμμετέχει επισήμως πλέον και η Εκκλησία, έχει προσδιορισθεί για να δικαστεί στις 6/12/2002, δεν έχει δηλαδή δικαστεί ακόμα και βεβαίως αναμένεται η εκδίκαση της με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, πολύ δε περισσότερο την στιγμή που λόγω της μεγάλης της σπουδαιότητας έχει καθορισθεί να εκδικασθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας**.

Ένα αντίστοιχο θέμα δημιουργήθηκε και με τους Βουδδιστές, το οποίο είναι αρκετά γνωστό. Δηλαδή, προ ολίγου χρονικού διαστήματος, προ δέκα περίπου μηνών, οδηγήθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπόθεση της ποινικής καταδίκης των Βουδδιστών στην Θεσσαλονίκη, οι οποίοι λειτουργούσαν ευκτήριο Οίκο χωρίς άδεια και γι' αυτό τον λόγο καταδικάστηκαν και πρωτοβαθμίως και δευτεροβαθμίως από τα αρμόδια Ποινικά Δικαστήρια. Εν συνεχεία όμως ζήτησαν την αναίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως και έγινε δεκτή η αναίρεση τους με αποτέλεσμα να δικαστεί η υπόθεση εκ νέου. Εν προκειμένω θα πρέπει να τονιστούν τα εξής, ώστε να μπορεί να αποκρουσθεί η προπαγάνδα η οποία γίνεται από τις διάφορες αιρέσεις: Οι Βουδιστές ισχυρίστηκαν ενώπιον του Αρείου Πάγου ότι δήθεν κακώς διώκονται, ότι οι διατάξεις που τους επιβάλλουν να έχουν κρατική άδεια για να μπορούν να λειτουργούν ευκτήριο Οίκο είναι δήθεν παράνομες και αντισυνταγματικές, ότι υποκινούνται από την Εκκλησία την 'Ορθόδοξη και πρέπει για όλους αυτούς τους λόγους να αναιρεθεί η απόφαση. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών τους αυτών και πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό γιατί πολύ συχνά λένε παραπλανητικά ότι δήθεν κέρδισαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Στην πραγματικότητα όμως δεν κέρδισαν τίποτα, αναιρέθηκε μεν ή απόφαση, άλλα για έναν εντελώς άλλο λόγο, ότι δεν είχε πλήρη αιτιολογία. Και βεβαίως και πάλι έχουν καταδικαστεί, απ΄ ό,τι πληροφορούμαι, σε άλλη υπόθεση, από άλλο ανεξάρτητο Δικαστήριο. Ήδη μάλιστα με δεύτερη απόφαση του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν αποτελούν θρησκεία και το θέμα έκλεισε οριστικώς εις βάρος τους, δεν αποκλείεται όμως κάποια στιγμή να επανέλθουν και να ζητήσουν την έκδοση αδείας λειτουργίας ευκτήριου Οίκου.

Το τελευταίο φαινόμενο το οποίο συνδέεται με αίτηση λειτουργίας ευκτήριου Οίκου και προέρχεται το αίτημα από νεοφανή, και μάλιστα απ' ό,τι φαίνεται από την πλέον νεαρά ομάδα, η οποία επίσης δεν έχει αναγνωρισθεί ως θρησκευτική ακόμα και επιδιώκει την αναγνώριση της δι' αυτού του τρόπου, είναι από τους λεγόμενους «Αρχαιολάτρες», από τους ειδωλολάτρες, δηλαδή τους δωδεκαθεϊστές.

Αυτό αποτελεί ένα θέμα το οποίο απασχολεί πολύ την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ιερά Σύνοδο, που λόγω της σοβαρότητας του πολύ ορθώς ανασύστησε την Συνοδική Επιτροπή Αρχαιολατρίας. Δυστυχώς αυτό το πρόβλημα επίσης φαίνεται να μεγαλώνει, επεκτείνεται δε μέσα από συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές και έντυπα που προάγουν και εξυμνούν την ειδωλολατρία και τον δωδεκαθεϊσμό. Έχουμε λοιπόν τις νεοφανείς ειδωλολατρικές πλέον ομάδες, οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα εν είδη αναβιωσάσης αρχαιοελληνικής θρησκείας και οι οποίες παραπονούνται προς το Ελληνικό Δημόσιο, λέγουσες τι; Ότι εφόσον είμαστε θρησκεία δικαιούμεθα να λειτουργήσουμε τους ναούς μας!Και ποιοί είναι οι ναοί μας; Οι Δελφοί, ο ναός του Ποσειδώνα, ο ναός του Διός, η Ολυμπία και άλλοι αρχαίοι ναοί. Ως επιχείρημα μάλιστα προβάλλουν το ότι εφόσον ασπάζονται αυτή την θρησκεία, επί το κράτος της οποίας είχαν ιδρυθεί οι συγκεκριμένοι ναοί, αποτελούν τους μόνους δικαιούχους των συγκεκριμένων ναών. Ήδη λοιπόν με το αίτημα αυτό έχουν προχωρήσει σε υποβολή επισήμου αιτήσεως προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ζητούν να τους εγκριθεί η λειτουργία ευκτήριων Οίκων. Μάλιστα έχουν ζητήσει κατ' αρχήν την ίδρυση ευκτήριου Οίκου στην περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου και ακόμη η αίτηση τους αυτή δεν έχει εξετασθεί. Αναμένουμε λοιπόν με ενδιαφέρον την απόφαση την οποία θα λάβει και εδώ το Υπουργείο Παιδείας για αυτούς. Δεν αποκλείεται βεβαίως με το ίδιο αίτημα να προβληθούν και στις περιφέρειες άλλων Μητροπόλεων και θα πρέπει πίσω από αυτό πλέον το δεδομένο να είμαστε σε επαγρύπνηση.

Συνοψίζοντας λοιπόν το θέμα των ευκτήριων Οίκων θέλω να τονίσω το ότι ο ευκτήριος Οίκος ως έννοια αμιγώς νομική έχει μία τεράστια δυναμική, διότι το θρήσκευμα, για το οποίο ιδρύεται ο ευκτήριος Οίκος αποκτά αναγνώριση πλήρη και αμάχητη. Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη απόφαση δεν προσβληθεί εμπρόθεσμα τότε η οργάνωση ή η αίρεση, η οποία τον λειτουργεί τελεί υπό την επίσημη κρατική αναγνώριση, απολαμβάνει δηλαδή ένα δικαίωμα, το οποίο δεν μπορεί εκ των υστέρων να ανακληθεί ή να συρρικνωθεί, γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να υπάρχει πολύ μεγάλη προσοχή στα θέματα των ιδρύσεων αυτών.

      Επίσης θα πρέπει έπ' ευκαιρία των παραπάνω να τονίσω ότι το θέμα των χριστιανών καιτης καπηλείας της λέξεως «Χριστιανός» από μη χριστιανικές ομάδεςείναι πάντοτε κάτι το οποίο πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, διότι οι περισσότερες ομάδες όπως προείπα θέλουν τον τίτλο «Χριστιανοί» όχι επειδή είναι, όχι επειδή θέλουν να γίνουν, αλλά μόνον για να μπορούν να διεισδύουν ευκολότερα στα ορθόδοξα στρώματα και να προσηλυτίζουν πιστούς ορθοδόξους. Λάβετε υπ' όψιν σας ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Σαϊεντολόγοι, οι οποιοι ούτε είναι ούτε και ζήτησαν να αναγνωριστούν ως χριστιανοί, χρησιμοποιούν παρ' όλα αυτά στα πολυτελή βιβλία, στα όποια περιγράφουν το δόγμα τους, τον χριστιανικό σταυρό, είτε στο εξώφυλλο είτε σε περίοπτη θέση. Προσπαθούν δηλαδή με αυτόν τον τρόπο πάλι να έρθουν πιο κοντά στον χριστιανικό κόσμο και στην ορθόδοξη Εκκλησία ώστε ενδεχομένως να διεισδύουν πιο εύκολα.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα το οποίο απασχολεί τα δικαστήρια και το οποίο δυστυχώς κάποια στιγμή δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλο τρόπο πλην της προσφυγής στην δικαστική αρχή είναι το θέμα του προσηλυτισμού. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται δύο ενδιαφέροντα και άκρως αντίθετα φαινόμενα: Το πρώτο φαινόμενο είναι να είμαστε η χώρα, στην οποία διενεργείται ο περισσότερος και εκτενέστερος προσηλυτισμός, από κάθε άλλη χώρα. Ο πιο δηλαδή ευρύς προσηλυτισμός και ο πιο ταχύτερα αυξανόμενος, αποδέκτες του οποίου πάντοτε είναι οι ορθόδοξοι, οι Χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτό είναι το ένα φαινόμενο, το δεύτερο είναι ότι είμαστε μια χώρα με πολύ περιορισμένες καταδίκες για προσηλυτισμό. Είμαστε η χώρα που τα θέματα για προσηλυτισμό φτάνουν στα δικαστήρια ελάχιστες φορές και σε αυτό υπάρχουν πολλοί λόγοι, οι οποίοι πρέπει να εξετασθούν και τους οποίους πρέπει να λάβουμε σοβαρότατα υπ' όψιν μας.

      Θα πρέπει κατ' αρχήν να τονιστεί όλως ιδιαιτέρως ότι ο προσηλυτισμός είναι ένα από τα πλέον βαρέα και απεχθή εγκλήματα, είναι από τα εγκλήματα εκείνα, στα οποία ο νομοθέτης προσδίδει στον υπαίτιο δόλο πλήρους απαξίας, δόλο σκοπού, δόλο ο οποίος κατευθύνεται στο να αλλοιώσει, στο να καταρρακώσει και να μεταβάλει το πλέον ιερό αίσθημα κάποιου, δηλαδή το θρησκευτικό του αίσθημα. Προσηλυτισμός γίνεται λοιπόν συνέχεια στην Ελλάδα και σε πολύ μεγάλη έκταση και από πάρα πολλές μειονοτικές θρησκευτικές οργανώσεις και αιρέσεις. Σας ανέφερα πριν ότι στην Γαλλία απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του έντυπου των "μαρτύρων του Ιεχωβά" «Η Σκοπιά». Στην Ελλάδα όμως πωλείται παντού, διανέμεται ελευθέρως. Έχουμε ομάδες «"χριστιανών" Μαρτύρων του Ιεχωβά», όπως θέλουν να λέγονται τώρα, οι οποίοι προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να αλλοιώσουν την θρησκευτική συνείδηση. Έχουμε άλλες ομάδες, οι οποίες ενεργούν συστηματικό προσηλυτισμό, οι οποίες πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα, οι οποίες τηλεφωνούν και λένε ότι είμαστε εμείς, οι οποίοι θέλουμε να έρθουμε κοντά σας, να σάς δείξουμε τα δόγματα μας και άλλα λοιπά. Αυτό οσάκις διενεργείται δια απατηλών μέσων συνιστά προσηλυτισμό.Όταν λοιπόν ο ετερόδοξος διενεργεί την προσέγγισή του προς το ποίμνιο το ορθόδοξο προφασιζόμενος, ισχυριζόμενος απατηλώς ότι δήθεν είναι χριστιανός ή με άλλα απατηλά μέσα και τρόπους, τότε διενεργεί προσηλυτισμό. Αυτή η συμπεριφορά είναι αξιόποινη και τιμωρητέα.

      Θα πρέπει να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη προπαγάνδα από την πλευρά των αιρέσεων για την έννοια του προσηλυτισμού. Με την προπαγάνδα αυτή επιδιώκουν να πείσουν ότι ο προσηλυτισμός δεν είναι παράνομος και ότι είναι θεμιτός. Έτσι όλοι έχουμε κατά καιρούς ακούσει τις ομάδες τις αντιχριστιανικές να ισχυρίζονται ότι δήθεν οι διατάξεις περί προσηλυτισμού είναι τάχα αντισυνταγματικές και παράνομες, καθώς και το ότι δήθεν το δικαίωμα του προσηλυτισμού είναι νόμιμο. Θα πρέπει λοιπόν στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι ο προσηλυτισμός όχι μόνον είναι εντελώς παράνομος, άλλα και ότι τούτο έχει κριθεί ειδικώς για την Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα μάλιστα, προ ετών υπήρξαν τρεις καταδίκες του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά Πεντηκοστιανών. Στην υπόθεση αυτή τρεις Πεντηκοστιανοί στρατιωτικοί χρησιμοποιώντας την ιδιότητα τους αυτή των αξιωματικών, επιχείρησαν να προσηλυτίσουν στο δόγμα τους κάποιους δοκίμους, οι οποίοι τους κατεμήνυσαν και τους κατεδίκασαν ποινικώς. Κατά των καταδικαστικών αυτών αποφάσεων προσέφυγαν οι Πεντηκοστιανοί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ισχυρίστηκαν όλα τα παραπάνω, ότι δήθεν ο προσηλυτισμός παρανόμως διώκεται, ότι η συμπεριφορά τους είναι νόμιμη και συνταγματικά κατοχυρωμένη κ.ο.κ. Όλα τα επιχειρήματα αυτά που προέβαλαν οι Πεντηκοστιανοί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μαζί δε και η προσφυγή τους απερρίφθησαν συνολικώς από το δικαστήριο, το οποίο είπε ότι διατάξεις περί προσηλυτισμού, οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα είναι απολύτως νόμιμες, είναι απολύτως εφαρμοστέες και ότι δικαίως κατεδικάσθηκαν υπό των Ελληνικών δικαστηρίων. Με τον τρόπο αυτό τα συγκεκριμένα απατηλά επιχειρήματα εξουδετερώθηκαν για πάντα, οι δε διατάξεις που απαγορεύουν τον προσηλυτισμό επικυρώθηκαν οριστικά.

     Βεβαίως όπως είπαν και οι προλαλήσαντες εμού σήμερα, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος προσεγγίσεως στα θύματα του προσηλυτισμού πάντα ήταν και εξακολουθεί να είναι ο ποιμαντικός. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, στις οποίες ο προσηλυτισμός γίνεται κατά τέτοιο βίαιο τρόπο, κατά τέτοιο τρόπο που καταρρακώνει τον άνθρωπο που γίνεται το θύμα και ο αποδέκτης του προσηλυτισμού, που σε αυτές τις περιπτώσεις η προσφυγή στην δικαστική οδό θα πρέπει να εξετάζεται σοβαρά ως κατάλληλη διέξοδος. Και εδώ θέλω να σημειώσω όλως ιδιαιτέρως το εξής: Υπάρχει η εσφαλμένη αίσθηση ότι αυτός που προσηλυτίζεται αν επιδιώξει να παραπονεθεί δικαστικώς κατά του προσηλυτιστού του, θα ταλαιπωρηθεί δικαστικώς, θα υποβληθεί στη βάσανο την δικαστηριακή επί πολλά έτη και γι' αυτό το λόγο ίσως είναι καλύτερα να σιωπήσει. Αυτό όμως δεν είναι αληθές, είναι εσφαλμένη προσέγγιση του ζητήματος.

Το αδίκημα του προσηλυτισμού εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και αν κάποιος αποφασίσει να μην προσφύγει στα δικαστήρια. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιλέξει μία απλή καταγραφή του φαινομένου στα βιβλία συμβάντων της Αστυνομίας και αυτό πολλές φορές μπορεί να προτιμάται ως λύση, δηλαδή η παρότρυνση αυτού που έχει υποστεί τον προσηλυτισμό να το δηλώσει απλά στα βιβλία της Αστυνομίας χωρίς να υποβάλει μήνυση σε περίπτωση που δεν θέλει την δικαστική εμπλοκή. Υπάρχει επίσης και η λύση της υποβολής αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως, δηλαδή της καταμηνύσεως από οποιονδήποτε τρίτο του γεγονότος αυτού στην Αστυνομία και από εκεί και πέρα η Αστυνομία θα επιληφθεί από μόνη της χωρίς την σύμπραξη αυτού ο οποίος υπέστη τον προσηλυτισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή ο προσηλυτισμός είναι έγκλημα, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Στην προπαγάνδα λοιπόν όλων των αιρετικών ομάδων, νεοφανών και μη στο ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποιες τους απαγορεύουν να διενεργούν προσηλυτισμό δια απατηλών μέσων, είναι δήθεν παράνομες ή αντισυνταγματικές ή αντίθετες προς τα δίκαια τα υπερισχύοντα με τις διεθνείς συνθήκες απαντούμε ότι τα θέματα αυτά εκρίθησαν υπέρ της Εκκλησίας και υπέρ του νόμου και δεν τίθενται εν αμφιβόλω. Ο προσηλυτισμός είναι αποτρόπαιος, παράνομος και αξιόποινος σε κάθε περίπτωση.

Ακολουθείται τώρα μια άλλη τακτική, υπό πολλών ομάδων,η τακτική των απειλώνσε αυτούς οι οποίοι θα τολμήσουν, κατά τα δικά τους λεγόμενα, να αμφισβητήσουν τα δόγματα τους. Πολλές λοιπόν νεοφανείς ομάδες και αιρέσεις αναφέρουν και το αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι θα υποβάλλουν μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να τους αμφισβητήσει. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς παροτρύνουν ειδικά τα μέλη τους να υποβάλουν τέτοιες μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να εκφράσει μια διαφορετική άποψη. Αυτοί λοιπόν οι οποίοι παραπονούνται για δήθεν παραβίαση της ελευθερίας του λόγου ή της θρησκευτικής ελευθερίας ή άλλων αγαθών, είναι αυτοί οι ίδιοι που στην διακήρυξη της πίστεως τους παροτρύνουν τα μέλη τους να υποβάλουν μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να εκφράσει κάποιον διαφορετικό λόγο από αυτόν τον οποίον οι ίδιοι εκφράζουν. Είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα του κατά πόσον ασπάζονται την ελευθερία του λόγου και της εκφράσεως.

     Τώρα το ερώτημα λοιπόν το οποίο γεννιέται αυτομάτως μετά από αυτήν την συλλογιστική είναι το εξής: Μπορούν οι απειλές αυτές περί μηνύσεων ή περί διώξεων να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για την διακήρυξη των δογμάτων των ορθών, για την ποιμαντική ενασχόληση της Εκκλησίας;Εδώ πλέον η απάντηση από νομικής απόψεως είναι ξεκάθαρα όχι! Διότι οι συγκεκριμένες απειλές ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι γίνονται με μοναδικό σκοπό τον εκφοβισμό, στερούνται πάσης νομικής αξίας, είναι εντελώς κενές και δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση ούτε καθ' υπόθεση μία τέτοια μήνυση να μπορεί να γίνει δεκτή εναντίον κάποιου, ο οποίος απλώς αντέταξε αντίθετο λόγο σε κάποιον άλλον, είτε είναι θρησκευτικός λόγος είτε είναι πολιτικός λόγος είτε είναι κοινωνικός είτε είναι για άλλα θέματα. Είναι λοιπόν μία απειλή η οποία μοναδικό στόχο έχει τον εκφοβισμό, την αποτροπή όλων μας στην αμφισβήτηση αυτών των λεγομένων τους. Από το σημείο όμως αυτό και πέρα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως αιτία που να μας κάνει να απόσχουμε από τις δραστηριότητες μας.

Εξάλλου μηνύσεις έχουν υποβληθεί κατά διαστήματα από διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις και από αρχηγούς αιρέσεων. Μηνύσεις έχουν κατά διαστήματα υποβληθεί κατά ιερέων, ενίοτε και Αρχιερέων και λαϊκών γι' αυτά τα θέματα και ουδέποτε οδήγησαν σε καταδίκη. Μάλιστα τις περισσότερες φορές οι υποβαλόντες την μήνυση αιρετικοί υπαναχώρησαν και οι μηνύσεις ανεκλήθησαν. Είχαμε μάλιστα ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πέρυσι όπου μία νεοφανής αιρετική, αρχηγός αιρέσεως, η κυρία Βάσω Ρίντεν εξέφρασε απόψεις οι οποίες είναι, τουλάχιστον για ένα κοινό νου εξοργιστικές.

 

 

* Ο κ. Θεόδωρος Ασπρογέρακας Γρίβας, είναι Δικηγόρος Παρ Αρείω Πάγω, αποτελεί τακτικό μέλος δύο Συνοδικών Επιτροπών της Ιερός Συνόδου (Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Αρχαιολατρίας) και μέλος της ΠΕ. Γ. και εξειδικεύεται στα θέματα της προασπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετωπίσεως των αιρέσεων έχοντας χειριστεί πολλές παρόμοιες υποθέσεις ενώπιον των Ελληνικών και Διεθνών Δικαστηρίων και Άρχων.

1. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την παρούσα ομιλία μέχρι την δημοσίευση της, εκδόθηκε από το ΣτΕ η υπ' αριθμόν 1411/2003 απόφαση του. Δια της αποφάσεως του αυτής το ΣτΕ απέχει από την έκδοση οριστικής κρίσεως και παραπέμπει λόγω εξαιρετικής σπουδαιότητος την υπόθεση ενώπιον της επαυξημένης, επταμελούς συνθέσεως του προς επανεκδίκαση στις 9-12-2003. Στην απόφαση αυτή ήχθη το ΣτΕ, όπως έξαλλου αναφέρεται διεξοδικώς σε αυτή, λόγω έντονων διαφωνιών των μελών της πενταμελούς συνθέσεως επί των κρινόμενων ζητημάτων, τα όποια επίσης χαρεκτηρίσθησαν ως εξαιρετικώς ουσιώδη λόγω της φύσεως τους (θρησκευτική ελευθερία, προσβολή της κρατούσης "Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας κ. λ. π. ). Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί όλως ιδιαιτέρως, ότι ως προς το κρίσιμο θέμα της επονομασίας των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" ως "Χριστιανών", ή πλειοψηφούσα γνώμη του τμήματος ετάχθη υπέρ των ισχυρισμών της Ι. Μητροπόλεως θεωρώντας αυτήν ως άκυρη για όσους λόγους αναφέρονται στην απόφαση, κυρίως δε επειδή δεν αντιπροσωπεύει γνωστή θρησκεία.
2. Συζητείται ενώπιον του Δ' Τμήματος του ΣτΕ στις 2712004.

** Εν προκειμένω θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την παρέμβαση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, εξεδόθη η Εισήγηση του Εισηγητού Δικαστού του ΣτΕ, η οποία με εκτενέστατα νομικά επιχειρήματα ζητούσε την απόρριψη των αιτήσεων των Σαϊεντολόγων. Ενόψει των γεγονότων αυτών οι Σαϊεντολόγοι υπαναχώρησαν και παραιτήθηκαν ολοσχερώς από τις αιτήσεις και τα επιχειρήματα τους και απέσυραν τα δικόγραφα τους, με αποτέλεσμα η άρνηση της Διοικήσεως να τους αναγνωρίσει ως θρησκεία να έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη. Υπό τις συνθήκες αυτές οι Σαϊεντολόγοι δεν δύνανται πλέον νομικά να θεωρηθούν "εκκλησία" ή θρησκεία.

 

Από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 34 2003

 

Δείτε το επισυναπτόμενο έγγραφο

Πρεσβ. Σωτήριος Αθανασούλιας,
Αιρέσεις και νομικός προβληματισμός για το μάθημα των Θρησκευτικών
πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον με πληροφορίες από Ακτίνες
Άρθρο από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 60, Ιαν. – Φεβρ. 2009

Γράφει ο Πρεσβύτερος Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας
6/9/2009

Όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας δρα ένα μεγάλο πλήθος αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, οι περισσότερες από τις οποίες δεν αναγνωρίζονται ως «γνωστές θρησκείες», αφού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, που θέτει το Σύνταγμα και η ελληνική νομοθεσία.

Οι ομάδες αυτές είναι γνωστές διεθνώς ως «σέκτες» («αιρετικές ομάδες» η «νέες θρησκευτικές κινήσεις» η «ομάδες θρησκευτικού η εσωτεριστικού η πνευματικού χαρακτήρα», κατά την ορολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Στη χώρα μας επιχειρούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, θέτοντας συνήθως ένα πλήθος νομικών προβλημάτων, για δήθεν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, για δήθεν αναχρονιστική νομοθεσία κ.λ.π. Θεωρούν ότι η ελληνική νομοθεσία είναι ασύμβατη με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ισχυρίζονται ότι η χώρα μας έχει δήθεν καταδικασθεί από διεθνή δικαστήρια για τη σχετική της νομοθεσία, παραποιώντας, μάλιστα, δικαστικές Αποφάσεις.

Ένα από τα θέματα, που βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο των σύγχρονων αιρέσεων, είναι το μάθημα των Θρησκευτικών. Οι ομάδες αυτές, προφανώς για να δημιουργήσουν εντυπώσεις και όχι για πραγματικούς λόγους, ισχυρίζονται ότι μέσω αυτού ασκείται προσηλυτισμός στα μέλη τους υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επειδή το μάθημα είναι, δήθεν, ομολογιακό και διδάσκεται με πρωτοβουλία της Εκκλησίας.........




Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι εντελώς διαφορετική. Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει σε καμιά περίπτωση ομολογιακό χαρακτήρα και δεν διδάσκεται, φυσικά, από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Διδάσκεται από την Ελληνική Πολιτεία, η οποία διαχειρίζεται γενικά το σύστημα της παιδείας στη χώρα μας.
Όταν η Εκκλησία καλείται να εκφράσει τη γνώμη της για κάποιο ζήτημα, η γνώμη αυτή έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Εκείνη που τελικά αποφασίζει, είναι η Πολιτεία, η οποία πολλές φορές δεν διαπνεέεται από ευνοϊκές διαθέσεις έναντι της Εκκλησίας και βλέπει με περισσότερη συμπάθεια τις «θρησκευτικές μειονότητες».
Οι καθηγητές των Θρησκευτικών δεν είναι απαραίτητα Ορθόδοξοι Χριστιανοί και κανείς δεν τους ρωτά για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όταν αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι και μουσουλμάνοι και μέλη διαφόρων αιρέσεων η θρησκειών η και άθεοι ακόμη.
Απόδειξη των παραπάνω είναι το κωμικοτραγικό φαινόμενο της ύπαρξης άθεων «θεολόγων»! στα σχολεία, οι οποίοι εκφράζουν ελεύθερα μέσα στις τάξεις τις αθεϊστικές τους πεποιθήσεις και τη ριζική διαφωνία τους με το περιεχόμενο του μαθήματος που διδάσκουν, όπως πολλές φορές καταγγέλλουν οι ίδιοι οι μαθητές.


Η ύλη του μαθήματος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην Ορθόδοξη πίστη. Παρέχει πληροφόρηση (ανάλογη, βέβαια, με τον πληθυσμό των θρησκευτικών ομάδων, που υπάρχουν στη χώρα μας) για όλες τις μεγάλες θρησκείες, αλλά και για τις σπουδαιότερες αιρετικές παραφυάδες τους.
Παρά ταύτα η συστηματική προπαγάνδα, που ασκείται από τις σύγχρονες αιρέσεις σε διάφορα επίπεδα, έχει πείσει την Πολιτεία να αποδεχθεί στην πράξη την άποψη των ομάδων αυτών, ότι μέσω των Θρησκευτικών η Πολιτεία δεν παρέχει αντικειμενική πληροφόρηση για τις θρησκείες, αλλά ασκεί εις βάρος τους προσηλυτισμό! Έτσι, με μια απλή δήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, ένας μαθητής άλλου δόγματος η θρησκείας μπορεί να απαλλαγεί από το μάθημα των Θρησκευτικών.


Η πρόσφατη απόπειρα του Υπουργείου Παιδείας να μεταβάλλει ουσιαστικά το μάθημα σε προαιρετικό, ήταν ένα βήμα προσέγγισης στις αντιλήψεις των αιρέσεων, τις οποίες και χαροποίησε ιδιαίτερα.
Ο λόγος είναι προφανής: Το περιεχομένου του μαθήματος αναφέρεται περισσότερο, όπως είναι φυσικό, στην Ορθόδοξη πίστη, δεδομένου, ότι αυτή ενδιαφέρει τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και εκπροσωπεί μια παράδοση είκοσι αιώνων Χριστιανισμού στον τόπο μας (την οποία, ως ιστορία του παρελθόντος μας τουλάχιστον, οφείλουμε όλοι να γνωρίζουμε, Ορθόδοξοι και μη).
Είναι προφανές ότι στόχος των αιρέσεων είναι η άγνοια εκ μέρους των Ορθοδόξων των βασικών στοιχείων της πίστης τους και η σταδιακή εξάλειψη κάθε στοιχείου της Παραδόσεώς μας από τη σύγχρονη κοινωνία, ενώ παράλληλα προσπαθούν να αποφύγουν και τη σύγκριση των δικών τους «παραδόσεων» με τη μακραίωνη Παράδοση της Ορθοδοξίας.


Η προπαγάνδα των αιρέσεων ασκείται στη χώρα μας με την υποστήριξη της λεγόμενης «προοδευτικής διανόησης», ενός περιορισμένου κύκλου ανθρώπων με έντονα εχθρικές διαθέσεις για την Εκκλησία.
Συνήθως γίνεται με τη χρήση ανέντιμων μέσων, όπως η ψευδολογία, η απάτη, η συκοφαντία, η λασπολογία κ.α. (Μια γενική εικόνα των μεθοδεύσεων των αιρέσεων στην Ελλάδα, των διασυνδέσεων και της εν γένει διαπλοκής τους παρέχει το αποκαλυπτικό βιβλίο του π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, Ναζισμός με άλλο πρόσωπο. Μεθοδεύσεις ολοκληρωτικών αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, Αθήναι 1996).
Έτσι, βλέπουμε να επαναλαμβάνονται συνεχώς οι ισχυρισμοί ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος που διατηρεί το μάθημα των Θρησκευτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα, ότι η κατάργηση του μαθήματος είναι απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λ.π. Πόσο αληθεύουν, όμως, οι παραπάνω ισχυρισμοί;

Το μάθημα των Θρησκευτικών στις ευρωπαϊκές χώρες

Πλήρη εικόνα της κατάστασης, που επικρατεί στην Ευρώπη σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών, μας παρέχει η ειδική μελέτη του κ. Γ. Κρίππα, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, με τίτλο Η συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των Θρησκευτικών παρ’ ημίν και εν τη αλλοδαπή, Αθήναι 2001.
Η εικόνα αυτή είναι εντελώς αντίθετη με ό,τι παρουσιάζουν οι αιρέσεις και οι «προοδευτικοί» στην Ελλάδα. Το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται με διάφορες μορφές σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη. Στα κράτη αυτά εδώ και 100 χρόνια δεν έχει εκδοθεί νόμος, που να καταργεί το μάθημα. Μόνο στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είχε καταργηθεί από τα αθεϊστικά καθεστώτα, τώρα, όμως, και εκεί επανέρχεται σταδιακά.
Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, στη Γερμανία, κατά το ισχύον Σύνταγμα (άρ. 7, παρ. 3) το μάθημα των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία «είναι τακτικό μάθημα, προστατευμένο από την κρατική εποπτεία, και γίνεται σύμφωνα με τις αρχές των θρησκευτικών κοινοτήτων». Η νομολογία δέχεται ότι οι βαθμοί πρέπει να αναγράφονται στο απολυτήριο η το ενδεικτικό, όπως των άλλων μαθημάτων, ενώ η ύλη του μαθήματος καθορίζεται σε συμφωνία με την κάθε «εκκλησία» (Προτεσταντική, Ρωμαιοκαθολική, Ορθόδοξη).
Στην Αγγλία το μάθημα είναι υποχρεωτικό, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό νόμο του 1944 και με τον νόμο περί σχολικής προσευχής του 1988. Στην Αυστρία το άρ. 14 πάρ. 10 του Συντάγματος προβλέπει ότι το μάθημα είναι υποχρεωτικό στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και δεν προβλέπεται απαλλαγή για κανέναν, εφόσον ανήκει σε ορισμένη «εκκλησία». Στις αίθουσες των σχολείων προβλέπεται η ανάρτηση του Σταυρού, χωρίς αυτό να θεωρείται παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας τρίτων.


Στο Βέλγιο το μάθημα είναι «κατηχητικό», δηλαδή διδάσκεται στα σχολεία από την «Καθολική Εκκλησία» και είναι υποχρεωτικό. Στην Ιταλία το Σύνταγμα (άρ. 8) προβλέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών δύο ώρες την εβδομάδα στα δημοτικά σχολεία και στα γυμνάσια και μια ώρα στα λύκεια.
Η ύλη των μαθημάτων καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και της «Καθολικής Εκκλησίας». Στην Ισπανία το μάθημα διδάσκεται στα σχολεία και κατοχυρώνεται ευθέως από το Σύνταγμα (άρ. 16). Στην Πορτογαλία ισχύει Κονκορδάτο, που έχει υπογράψει η χώρα με το Βατικανό (7/5/1940), και Νομ. Διάταγμα (407/89), το οποίο εισάγει το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Κατά το Κονκορδάτο (άρ. ΧΧΙ), η διδασκαλία στα δημόσια σχολεία πρέπει να καθοδηγείται από τις αρχές του Καθολικισμού.
Στην Ιρλανδία το μάθημα είναι «κατηχητικό», δηλαδή γίνεται με την εποπτεία της «Καθολικής Εκκλησίας», διδάσκεται από κληρικούς και είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές. Επίσης κάθε συνεδρίαση της Βουλής αρχίζει με προσευχή, και το ακαδημαϊκό και δικαστικό έτος κάθε χρόνο αρχίζει με τέλεση Θ. Λειτουργίας.
Στο Λουξεμβούργο το μάθημα, βάσει του Συντάγματος (άρ. 126), είναι υποχρεωτικό στα δημόσια σχολεία, διδάσκεται και από κληρικούς και την ύλη την καθορίζει η «εκκλησία». Στη Δανία, κατά το άρ. 4 του Συντάγματος, «η Ευαγγελική Λουθηρανή Εκκλησία είναι η Δανική Εθνική Εκκλησία και, ως τέτοια, υποστηρίζεται από το Κράτος».


Σε όλα τα σχολεία διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών ως υποχρεωτικό (Νόμ. 8/6/1966). Στη Σουηδία το μάθημα διδάσκεται ως ευρύτερη γνώση των θρησκειών, όμως, και εδώ την ύλη του καθορίζει η «εκκλησία» και όχι το κράτος.
Στα παραπάνω παραδείγματα ας προσθέσουμε και την ειδική περίπτωση της «άθεης» Γαλλίας. Κατά το Σύνταγμα της χώρας (αρ. 2), η Γαλλία είναι κράτος «λαϊκό». Από το 1880 απαγορευόταν στα δημόσια σχολεία κάθε αναφορά σε οποιαδήποτε θρησκεία. Προ λίγων ετών η σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν αποφάσισε να επαναφέρει, έπειτα από πολλά χρόνια, τα Θρησκευτικά στα δημόσια σχολεία, έστω και με τη μορφή του θρησκειολογικού μαθήματος.
Την ίδια περίπου εποχή (2002) ο τότε Υπουργός Παιδείας Λίκ Φερί δήλωνε ότι ήταν λάθος η αποκοπή των παιδιών από τη θρησκευτική τους ιστορία, γιατί, «είτε είναι κανείς θρήσκος είτε άθρησκος, ... δεν μπορεί να αντιληφθεί την πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική ζωή και παράδοση, αν δεν μάθει ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μιας χριστιανικής κυριαρχίας 15 αιώνων» (βλ. Γ. Παπαθανασόπουλου, Το μάθημα των Θρησκευτικών στις χώρες της Ευρώπης, εν «Ορθοδοξία και Ελληνισμός», ένθετο εφημ. «Ελεύθερος Τύπος», 24/11/2002).


Στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης το μάθημα επανέρχεται, όπως προαναφέραμε, μετά την κατάργησή του από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στη Ρωσία έχουν επανέλθει τα Θρησκευτικά στις περισσότερες περιοχές, αλλά δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί νομοθετικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν και καθηγητές για να διδάξουν τον πολύ μεγάλο αριθμό μαθητών. Στη Βουλγαρία επανήλθαν, το ίδιο στη Σερβία, στη Ρουμανία, στην Πολωνία και την Ουγγαρία.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι οι ισχυρισμοί των σύγχρονων αιρέσεων ότι στην Ευρώπη καταργείται το μάθημα των Θρησκευτικών είναι μόνο προπαγάνδα και απόπειρα παραπλάνησης. Η σύγχρονη Ευρώπη τουλάχιστον αναγνωρίζει την αξία του μαθήματος.
Η χώρα μας, καθώς φαίνεται, δεν την ανα γνωρίζει, κάνοντας βήματα προς την κατάργησή του, και στο θέμα αυτό, βέβαια, απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή πρακτική.

Οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η σταδιακή κατάργηση του μαθήματος είναι απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, οι «απαιτήσεις» της Ε.Ε. εκφράζονται πάντοτε με επίσημα κείμενα, με Αποφάσεις κοινοτικών οργάνων, γραπτές Οδηγίες κ.λ.π.
Τέτοιο κείμενο δεν έχουν να επιδείξουν όσοι εκφράζουν τους παραπάνω ισχυρισμούς, διότι απλούστατα τέτοιο κείμενο δεν υπάρχει. Άλλωστε, είναι αδύνατο να υπάρχει, αφού είναι αδιανόητο τα ευρωπαϊκά κράτη άλλα να αποφασίζουν το καθένα ξεχωριστά και άλλα να αποφασίζουν ως ένωση η συνασπισμός κρατών.
Το πρόβλημα των αιρέσεων έχει απασχολήσει την Ε.Ε. από πολλών ετών, με αποτέλεσμα να προέλθει μια σειρά επίσημων κειμένων, που αναφέρονται στο φαινόμενο. Αφορμή δόθηκε από παράνομες η εγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων αιρέσεων, που προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, όπως ομαδικές αυτοκτονίες, τρομοκρατικές ενέργειες, «κακομεταχείριση, σεξουαλική βία, εγκλεισμοί, σωματεμπόριο, ενθάρρυνση επιθετικής συμπεριφοράς ... προπαγάνδα ρατσιστικών ιδεολογιών, φορολογικές απάτες, μεταφορές κεφαλαίων, εμπόριο όπλων, διακίνηση ναρκωτικών ... παράνομη άσκηση της ιατρικής» κ.α. (βλ. Ψήφισμα του Ευρ. Κοινοβουλίου για τις σέκτες της 29/2/1996).
Η Ε.Ε. διαπιστώνει ότι οι αιρέσεις «αποτελούν φαινόμενο σε πλήρη άνθιση, υπό πολυποίκιλες μορφές, σ' ολόκληρο τον κόσμο» (αυτόθι), που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Πολύ σωστά επισημαίνει ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν πρέπει να θίγει τη θρησκευτική ελευθερία, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, απόλυτα σεβαστό στη χώρα μας, τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εκκλησία μας, ακουλουθώντας τους λόγους του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ακουλουθείν» (Μαρκ. 8,34) και «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι» (Αποκ. 3,20), σέβεται απόλυτα το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να πιστεύει ό,τι θέλει και να επιλέγει όποια θρησκεία θέλει, το δε Σύνταγμά μας ορίζει ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» (αρ. 13, παρ. 1).
Η Ε.Ε., όμως, υπό το βάρος των καταστάσεων, εξαναγκάζεται να κάνει λόγο ακόμη και για περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας, όπου απαιτείται: «Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι βάσει της Συνθήκης (της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), η ελευθερία της συνειδήσεως και της θρησκείας και ένας αριθμός άλλων ελευθεριών που εξασφαλίζονται από την Συνθήκη ΕΙΝΑΙ δυνατόν να περιορισθούν και ότι οι αρμόδιες εθνικές Αρχές έχουν διακριτική ευχέρεια επί του θέματος» (Συμπληρωματική Απάντηση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης στη Σύσταση 1178/1992).
Οι αιρέσεις, λοιπόν, δημιουργούν προβλήματα στην παγκόσμια κοινωνία, προβλήματα πολλά και μεγάλα. Για να αντιμετωπισθούν, απαιτείται ευρύτατη πληροφόρηση, και το προσφορότερο μέσο γι’ αυτήν είναι το σχολείο και το μάθημα των Θρησκευτικών.


Έτσι σε επίσημα κείμενα της Ε.Ε. αναφέρεται: «Εκπαιδευτικά, νομοθετικά και άλλα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τίθενται από ορισμένες δραστηριότητες αιρετικών ομάδων η νέων θρησκευτικών κινήσεων» (Σύσταση 1178/1992 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης).
«Το πρόγραμμα του συστήματος παροχής γενικής παιδείας πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένη και αντικειμενική πληροφόρηση επί των μεγάλων θρησκειών και επί των σπουδαιοτέρων αποκλίσεων από αυτές, επί των αρχών που προϋποθέτει η μελέτη της συγκρίσεως των θρησκειών» (αυτόθι).
«Η Συνέλευση επανέρχεται επί της αναγκαιότητος μιας εξειδικευμένης δράσεως πληροφορήσεως επί της ιστορίας και της φιλοσοφίας των μεγάλων ρευμάτων της σκέψεως και των θρησκειών, η οποία θα απέβλεπε κυρίως προς τους νέους στο πλαίσιο των σχολικών προγραμμάτων» (Σύσταση 1412/1999 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης).
Τα κράτη μέλη προτρέπονται «να προβλέψουν στα προγράμματα γενικής εκπαιδεύσεως πληροφόρηση επί της ιστορίας και της φιλοσοφίας των μεγάλων ρευμάτων της σκέψεως και των θρησκειών» και «να εφαρμόζουν χωρίς καμία παράλειψη τη νομοθεσία περί υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως και, εν περιπτώσει μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής να προκαλούν την παρέμβαση των αρμοδίων υπηρεσιών» (αυτόθι).
Τα παραπάνω προϋποθέτουν, βέβαια, την ενίσχυση και όχι την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και προς την κατεύθυνση αυτή προτρέπει η Ε.Ε.

Προς την ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος

Ζούμε σε μια εποχή με πολλαπλά προβλήματα, μια εποχή που χαρακτηρίζει η κατάρρευση των αξιών, η κρίση ταυτότητος, ο πνευματικός αποροσανατολισμός, η επέλαση της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης. Προς υπέρβασιν αυτής της κρίσης αρχίζει να συνειδοποιείται από πολλές πλευρές η αξία των θρησκευτικών αξιών για την ολοκλήρωση του ανθρώπου και την καλή λειτουργία της κοινωνίας. Στη χώρα μας οι αξίες αυτές εκπροσωπούνται από την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, στοιχεία διαχρονικά και αναλλοίωτα, με τα οποία επιβιώσαμε για είκοσι αιώνες και μάλιστα κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Είναι ανάγκη οι αξίες αυτές να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενεές και γι’ αυτό η ενίσχυση του μαθήματος των Θρησκευτικών προς την Ορθόδοξη κατεύθυνση είναι περισσότερο από άλλοτε απαραίτητη.
Παράλληλα ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου καθημερινά συναναστρεφόμεθα ανθρώπους διαφορετικών πολιτιστικών καταβολών και θρησκευτικών αντιλήψεων (οικονομικούς μετανάστες κ.λ.π.), τους οποίους οφείλουμε να κατανοήσουμε κι αυτοί να κατανοήσουν εμάς, ώστε να ενταχθούν σωστά στην ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν θα γίνει με την περιφρόνηση των βαθύτατα ριζωμένων στην ανθρώπινη συνείδηση θρησκευτικών στοιχείων του πολιτισμού τους.


Περισσότερο απαραίτητο είναι γι’ αυτούς, παράλληλα με τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις, να γνωρίζουν και τις θρησκευτικές αντιλήψεις της πλειοψηφίας των κατοίκων της χώρας στην οποία ζουν και εργάζονται.
Διαφορετικά ούτε προσέγγιση θα υπάρξει ούτε αλληλοκατανόηση και οι παραπάνω συνάνθρωποί μας θα εξαναγκασθούν να οργανωθούν σε κάστες (κλειστές ομάδες), με ευνόητες συνέπειες. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι είναι εσφαλμένη η απαλλαγή των ετεροδόξων από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Βέβαια το μάθημα, όπως γίνεται σήμερα, παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ίσως είναι αναγκαία μια ριζική αναμόρφωσή του, στη διδασκόμενη ύλη, στη μεθοδολογία διδασκαλίας, στην επιλογή και αξιολόγηση των διδασκόντων κλ.π.


Η Πολιτεία θα πρέπει να τα επιλύσει, αν θέλει να έχει υψηλού επιπέδου μάθημα και αν αναμένει απ’ αυτό θετικά αποτελέσματα. Για να το επιτύχει απαιτείται η ουσιαστική συμβολή της Εκκλησίας και η ειλικρινής συνεργασία μ’ αυτήν (καθώς και με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες, όπου συντρέχουν ειδικές συνθήκες), όπως άλλωστε διδάσκει η ευρωπαϊκή πρακτική και όπως συμβαίνει στα ανεπτυγμένα κράτη.
Αναρτήθηκε από ΘΕΟΛΟΓΟΣ στις 6.9.09

Ετικέτες ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜτΘ, ΒΙΒΛΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
 

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...