Ενα μικρό μέρος του μεγάλου, αλλά εξαιρετικά γραμμένου, «οδοιπορικού - προσκυνήματος» του Βασίλη Λιόγκαρη δημοσιεύουμε σήμερα, με την ελπίδα πως κάποια άλλη στιγμή θα συνεχίσουμε και θα τον ακολουθήσουμε βήμα βήμα...
«Σαν βγεις στο πηγεμό για το Αγιον Ορος να σταθείς με σεβασμό και πίστη. Θολωμένο μην έχεις το μυαλό από έγνοιες μαυλιστικές κι απόκοσμες παραπλανητικές σκέψεις. Μη σταθείς κριτικά και επικριτικά με μάτι αυστηρού δικαστή, ζητώντας λεία τελειότητα σ' έναν κόσμο τεθλασμένο.
Μην παρασυρθείς από ευτελείς παραφωνίες και παρατυπίες να βγάλεις συμπεράσματα από ήθη και συνήθειες αιώνιες που μπορείς να συνταντήσεις.
Σώμα εξασκημένο και νου καθαρό, εξαγνισμένο να 'χεις!
Εχεις να διαβείς κακοτράχαλα χιλιοχρονίτικα μονοπάτια, έχεις να δεις πράγματα ανίδωτα, έχεις να θαμάσεις.
Να 'χεις την καρδιά αγνή να μπορέσει να χωρέσει όλονε τούτο το θαμασμό.
Την ψυχή καθαρή κι αμόλευτη τη σκέψη, να μπορέσεις να δεχτείς το θείο μήνυμα και να νιώσεις την αξιοσύνη του τόπου. Των προσώπων. Των πραγμάτων. Να προσκυνήσεις.
Αλλιώς ο κόπος άδικος. Θα πεις πως πέρασα από ένα μέρος που η φύση έχει προικίσει με άπειρες ομορφιές. Και τι μ' αυτό;
Η φύση αστείρευτη πηγή απλόχερα προσφέρει τις ομορφιές της και σ' άλλους τόπους.
Τι είναι αυτό που δίνει ιδιαιτερότητα στο Αγιον Ορος; Τι είναι τούτο που το κάνει ξεχωριστό;
Πρέπει να πας και να ξαναπάς. Πρέπει μονοπάτι το μονοπάτι να γυρίσεις. Πρέπει ν' ανηφορίσεις και να κατεβείς, να κοψομεσιαστείς. Ν' αγκομαχήσεις από κούραση ή κομμένη ανάσα για λιοπύρι απάνθρωπο βασανιστικό συναντήσεις για ψιλόβροχο, για καταχνιά.
Πρέπει με τις ώρες να σταθείς στην Παναγιά τη Γλυκοφιλούσα. Την Παναγιά την Τριχερούσα. Το Αξιον Εστί. Την Παναγία την Πορταΐτισσα, να γίνει μετάγγιση γνώσης και πίστης. Κι άμα τα καταφέρεις όλα αυτά, κι άμα θηκέψεις τα υπάρχοντά σου σε έγνοιες αποκοιμισμένες. Φυλακίσεις παράταιρες αισθήσεις, και άμα, είσαι έτοιμος να κινήσεις τη μεγάλη πορεία. Πρόσεξε να συλλάβεις τη σημασία, τη μεγαλοσύνη, τη μακαριότητα. Κι αν νιώσεις «εν ειρήνη», έκανες το πρώτο βήμα. Κι είναι βήμα σταθερό προσαρμογής στον τόπο, το χρόνο, τον καιρό.
- Η Ουρανούπολη είναι το τέλος ενός κόσμου και η αρχή ενός άλλου.
Ο πύργος του Προσφυρίου πανύψηλος επιβλητικός φάρος και μπούσουλας από στεριά και θάλασσα. Εφτάπατος Στοιχειωμένος θαρρείς από φαντάσματα κι αγριοπούλια. Μια γριά Φραντζέζα λένε πως τον κατοικεί. Τετράριχτη πλακοντυμένη σκέπη. Ξύλινα μπαλκόνια ζυγιάζουνε ήχους, κρωγμές και ζάλη. Ζεματίστρες παράταιρες, χρόνια πολλά στην άκρη της θάλασσας μετράει κύματα και ξαγναντεύει τα καΐκια με τους μοναχούς στο μακρινό ταξίδι.
Να βιαστείς, γιατί το καΐκι έχει την ώρα του.
Ξέχασε πως πέρασες τον Χολομώντα, την Αρναία, τα Στάγειρα, τη Στρατονίκη, την Ιερισσό και δες τι ξανοίγεται μπροστά σου. Είσαι επισκέπτης και προσκυνητής μην το λησμονήσεις. Η προετοιμασία του μπάρκο τυπική απέριττη. Χρόνια και χρόνια το ίδιο δρομολόγι και να μπροστά θάλασσα αρυτίδωτη. Θάλασσα πράσινο γαλανό γυαλί. Καθρεφτίζονται νεράιδες πανέμορφες και γοργόνες και μόνο ο αχός της μηχανής που συνοδεύει.
Ακρογιαλιές σε επίμονη ίσα γραμμή. Και βράχοι κάτασπροι παιδεμένοι από χειμωνιάτικη αντάρα. Αντιφεγγίζονται γραμμές και σχήματα και χρώματα σωρό. Ολα τα πράσινα σωρό. Κι αρμενίζει γιαλό γιαλό. Φαίνονται οι κόκκινες κεραμιδοσκεπαστές σκεπές και οι γκρίζες σχιστόπλακες. Η χερσόνησος του Αθω στο νοτιά τραβά μέχρι που παίρνει το μάτι κι ακόμα παραπέρα. Τα πρώτα χτίσματα. Μισογκρέμισα. Χαμένα στο χρόνο. Ενας τρούλος λιγνός σαν κυπαρίσσι. Κι άλλος τρούλος. Το ίδιο λιγνός. Σύριζα ο αρσανάς. Κάτασπρος γιαλός. Κάτασπρο ξεθωριασμένο βότσαλο. Ξαπλωμένοι δυο κορμοί. Το δάσος πράσινο βαθύ. Δυο ρουφηξιές τσιγάρου δρόμος. Από δω και πέρα θα μνημονεύει στο χρόνο παμπάλαια κελιά σε μια ανελέητη επανάληψη. Σε προετοιμάζουνε να δεχτείς ή μάλλον να γνωρίσεις το μοναχικό βίο. Κι άσε τον εαυτό σου να περιπλανηθεί στη μοναξιά που διάλεξε για να λευτερωθεί. Ετσι είναι. Και μετά άλλος αρσανάς. Τρία κυπαρίσσια πανύψηλα. Κι ύστερα λιόφυτα αμπέλια.
Και να που δέχεσαι την επιρροή. Και να που η προσαρμογή σου είναι θέμα χρόνου».
Η ασκητική φυσιογνωμία του γέροντα που συνταξιδεύεις σου φάνηκε μακρινή. Ετσι απόκοσμη πελεκημένη από το χρόνο. Αυλακωμένη απ' τη στέρηση, παιδεμένη από συννεφιά. Και σαν πλησίασες χάθηκε η συννεφιά κι έλαμψε ήλιος φωτεινός ανάμεσα σε κάτασπρα γένια και μαλλιά. Σ' ένα ταγάρι στον ώμο κρεμασμένο τα υπάρχοντά του. Ετσι πράος, έτσι γαλήνιος, έτσι ξεχασμένος. Ολος προθυμία να σε φωτίσει με τη γνώση και την πείρα του.
- Τι είναι γέροντα Θεός;». Μετράει το κομποσκοίνι.
«Αυτό που κρύβεις στην ψυχή σου παιδί μου. Είτε μικρό είναι είτε μεγάλο».
Φορά καλογέρικο σκουφί χοντροπλεγμένο. Κεντημένος κόκκινος σταυρός.
Ακλάδευτο περβόλι. Το περβόλι της Παναγιάς.
Πολιτεία θεοκρατούμενη. Θεόχτιστος θεσμός η μοναχική ζωή. Από την απόγνωση στην ελπίδα. Κι ύστερα η αναζήτηση, η έρευνα, το πάθος και η συνήθεια.
Κορόνα του η Παναγιά. Η Πλατυτέρα των Ουρανών. Σημάδι χιλιόχρονης ζωής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ζωή πολυκύμαντη σαν όλες τις μεγάλες ζωές της Ιστορίας. Ιστορία του Ορους. Η ιστορία του ορθόδοξου μοναχισμού. Αλλόκοτη πολιτεία. Θες βυζαντινή πέστη. Θες μεσαιωνική έτσι ατόφια και αναλλοίωτη. Κάστρα τα μοναστήρια. Χωριά οι σκήτες. Σε κάθε ακρογιάλι, σε κάθε ξέφωτο, σε κάθε φαράγγι σκορπισμένα.
Ηρθε, πέρασε ο χρόνος και δεν πείραξε τίποτα. Λίγνεψε η θάλασσα να πιάσει κάβο το καΐκι.
«Η Μονή Δοχειαρίου. Ψιθυρίζει ο σεβάσμιος γέροντας». Ιδρύθηκε από τον Ευθύμιο Δοχειάρη προς τιμήν του Αγ. Νικολάου. Οπου τιμή και εξουσία κατέχει η θαυματουργός εικόνα της Θεοτόκου - Παναγιά η Γοργοϋπήκοος. Θόλοι μολυβοσκέπαστοι. Πύργος πανύψηλος εξουσιαστής. Το κυπαρίσσι πανάρχαιο, ακόμα πιο ψηλό. Οι ξαματίστρες φθαρμένες, η απλωταριά ξύλινη, πλακοστρωμένος ανήφορος οδηγεί στην πύλη του μοναστηριού.
Ο αρχοντάρης, η ψυχή του μοναστηριού, του κάθε μοναστηριού ένα πλατύ χαμόγελο να σε καλωσορίσει. Να σε φιλέψει λουκούμι και ρακί να σου απαλύνει την κούραση.