Η δράση τού Παπισμού στις Ελληνικές χώρες στα 1600 - 1700 μ.Χ.
1. Προς τις εστίες της Ορθοδοξίας
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των Καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας. Ήταν αυτός που είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τους Καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, που συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ο Ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν Εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τους Χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ. λ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι Καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του Καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τους Μοναχούς του τάγματος του Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των Καθολικών, που καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του Καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς Μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες Καθολικών, που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται η Καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως Πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη η και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια Καθολικοί Επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ..
Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ο Λατίνος Πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του Καθολικισμού.
2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων
Πραγματικά η Καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αι, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον Καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, προ πάντων της Ανατολικής Εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το Καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τους λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, της Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.
Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς της Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, που επισημαίνουν τους τόπους και καθοδηγούν τους Μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μια ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μια ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τους πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαγιές κατέστρεφαν κάθε μέρα —εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων— πολύτιμα χειρόγραφα.
Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τους Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ο Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την Καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη που ν’ αποτελείται από αρχαία χειρόγραφα που να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της Ανατολικής Εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τους οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…».
Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ο μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».
Οι Έλληνες, κατά τους Καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τους ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τους άλλους Χριστιανούς της Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τους Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον της ρωμαϊκής Εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα— η γνωστή ερμηνεία της παρακμής του βυζαντινού κράτους.
Τώρα λοιπόν οι Ορθόδοξοι βρίσκονται σε μια συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία που γεννιέται η που κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τους σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τους σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, που υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση της μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων που μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μια ατελείωτη σειρά ανθρώπων, που εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τους Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι Χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο που δεν μπορούν να πάνε μαζί με τους άλλους Χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυο θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή που ευλογεί ο ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους που κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία που βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και Χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους Χριστιανούς: έτσι ο Θεός τους επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πως μπόρεσε να επιζήση ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, που θυμίζουν τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι Χριστιανοί (εννοεί βέβαια τους Ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τους αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μια καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές που τους παρουσιάζουν, αντί να τους εγκαρδιώνουν, τους εκθηλύνουν και τους κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πως όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των Ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα που γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις· πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τους εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο του ανταγωνιστή του· το ίδιο παρατηρείται με όλους τους παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα που γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τους αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου η γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα· σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία που έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τους ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τους οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής που είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»
Και έτσι, με την υποστήριξη του πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων η άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τους πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους —κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις που μας δίνουν.
Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι η βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, που ήταν στην υπηρεσία του Σελιχτάρ Αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα που είχαν όλα σχεδόν τυπωθή.
Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τους τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.
Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως η σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ο Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), που έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε· θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη· κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, που ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τους καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές που βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές που ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος που θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ο Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρη τις επιγραφές που τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ο χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή της αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρη αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου που έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και η Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα που θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μια πόλη που είχε κτιστή από τους προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τους σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση που προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τους Τούρκους να θαυμάζουν, τους Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τους Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος...». Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση των Ελλήνων, που δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ο ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τους Καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.
Β. Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΜΙΣΣΙΟΝΑΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
3. Η εγκατάσταση των Ιησουιτών στο Πέραν, στην Χίο και στο Άγιον Όρος
1. Την εξόρμηση του Καθολικισμού προς την καρδιά της Ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των Καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν τα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τους συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια —περιποιούμενοι πανωλοβλήτους— πεθαίνουν ο ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέση κανείς τον Mancinelli που ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αι. η Γαλλία —συγκεκριμένα ο Ερρίκος Δ’— εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίση την Πύλη, για να διατηρήση και διευρύνη τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τους αποπέμψουν, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνον αυτόν. Επίσης ο τότε οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.
Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μια ζωηρή εστία Καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «... Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ο Πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους». Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και Ορθόδοξοι Ιερωμένοι, ο κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ο γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός Πατριάρχης, ο μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ο λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τους σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.
Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής του ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης Εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
Η δράση των Ιησουϊτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των Καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των Χριστιανών σκλάβων, που βρίσκονται τις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες που είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπον εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τους δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τους κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.
Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες που ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων που απελευθερώνονταν ή που δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.
Οι Καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του Θεού με γραφικές λιτανείες μεσ’ από τους στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά—πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς Διαμαρτυρομένους ή Ορθοδόξους, που έμεναν μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τους δικούς των Ιερείς ή Μοναχούς.
2. Δεύτερος στόχος των Ιησουϊτών ήταν η Χίος, που ζωντανή ήταν ακόμη η φραγκική ανάμνηση με την Καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο (βλ. Πίν. ΧΙΧ, 1*), το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani (Πίν. ΧΥΙΙ, 1 και 2*), των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων που περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, που θυμίζει ιταλικό χώρο.
Η Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση των Ιησουϊτών. Το έδαφός της αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η φραγκοκρατία, που μόλις πρόσφατα είχε καταλυθή (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια που περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του Καθολικισμού.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι Ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή η ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τους οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί που ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλλονται στην Μεσσήνη στην Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο η στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου ως θερμοί κήρυκες του Καθολικισμού.
Το σχολείο της Χίου φαίνεται πως ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι Ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και ιταλικά.
Η κατάσταση όμως των Καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α’ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθή αχαλίνωτος ο βρασμός των Τούρκων εναντίον των Χριστιανών (ιδίως εναντίον των Καθολικών), να τους διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τους κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι Χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβη στους Χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε την θέση τους.
Τελικά πραΰνεται η οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες που είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 Καθολικοί που κατοικούσαν στο προάστειο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 Ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστειο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες «Βλέποντας (τους Καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες της Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής τους».
Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον Καθολικισμό, ώστε ο Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση της αποστολής Καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli, pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά η έγκριση δεν αργεί και έτσι ο στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο Καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι Ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.
Παράλληλα δρουν και μοναχές, Δομηνικανές, Φραγκισκανές κ. λ., που διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων.
Οι μισσιονάριοι της Χίου με τον ζήλο της πρώτης ορμής είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του Καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο Ορθόδοξος Επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, Δομηνικανοί, Ιησουίτες και Καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές που δεν κάνουν κήρυγμα κ. λ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.
Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των Ιησουϊτών που «έσυραν τους ήμισυ παπάδες και Χριστιανούς εις την γνώμην τως. . . ». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: να στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύω τις διάφορες αδελφότητες που διευκολύνουν πολύ το έργο των μισιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την Καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσηλύτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι Καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7.000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ο ιεραπόστολος Richard. Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4.000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, η μητρόπολη, ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των Καπουκίνων και μία των Ιησουϊτών. Πάντως αρκεί να διαβάση κανείς όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani για την Καθολική κοινότητα της Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, που είχαν αναπτύξει εκεί οι Καθολικοί μοναχοί.
Οι πρόοδοι αυτοί του Καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στην «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ο Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα ώστε ν’ απασχολή σοβαρά την Congregazione di propaganda η ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του Καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τους Ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι Ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι Ορθόδοξοι (ακόμη και Ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των Ιησουϊτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τους έβλεπαν σαν πράκτορες της μεγάλης προστάτριάς τους, της Γαλλίας. Έτσι ο στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυο - δυο στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους που φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η ακτινοβολία όμως το Καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί η Σικελία που ήταν επιφορτισμένη με την «mission» της Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί η αντίδραση που έβρισκαν οι Ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνη με το πέρασμα των χρόνων.
Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες το δυτικού δόγματος ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αι, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των Καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα η θέση της Καθολικής Εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.
3. Επιφανής στόχος των Ιησουϊτών είναι επίσης η ίδια η εστία της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ο γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628: «Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση της Εκκλησίας αυτής με την δυτική· κι’ αυτό γιατί τους Μοναχούς αυτούς τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι Επίσκοποι και ο πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πως αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως η Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους Μοναχούς αυτούς και τους συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».
Οι σχέσεις Ιησουϊτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αι, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των Ιησουϊτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των Ιησουϊτών Θεσσαλονίκης, όπου τους αποδέχονται φιλόξενα.
Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνη την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται η αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα.
Αποτέλεσμα: Η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθή εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Ιγνάτιος, που επισκέπτεται την Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των Καπουκίνων Peres Joseph και Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.
Έτσι την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, που είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κε.), είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυο χρόνια θεολογία. Πραγματικά ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21) μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην Πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα ο πρώην Πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια ότι θα προχωρήση στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβή στον θρόνο.
Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι που μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τους Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, που έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού που είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία· υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον δρόμο του Θεού.
Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες Μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούση τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.
Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μας δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, που συμπληρώνουν εκείνες που παραθέσαμε στον προηγούμενο τόμο για την εσωτερική οργάνωση του Άθω, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια που δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς που έγιναν Χριστιανοί, προς τους νέους που ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια που δεν τα κατονομάζει και τα αίτια της παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα που την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων· για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιας τυραννικής εξουσίας· για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας· για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στην Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια η για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας που δεν το εξαφάνισε η φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, που εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.
Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση Ιησουϊτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, Καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα η Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνη την προσέλευση Ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 - 1641 δυο Μοναχούς το Άθω, τον Βενιαμίν και Δημήτριο, καθώς και να διάκο από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.
Τα σχέδια όμως των Ιησουϊτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά ο Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση της Καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών από το Αγ. Όρους με τους Ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μια μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά η αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθή και ο τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.
Ο d’ Autry, θέλοντας να φανή ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του που έθετε την μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος ο d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τους Μοναχούς το Άθω — και προ πάντων της Λαύρας — να ιδρύση μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθή από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ο Pere Francois Richard, που έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.
Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή της Καθολικής Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή. Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει την σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου, του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657 - 1719) 1, οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών.
4. Η εγκατάσταση των Καπουκίνων στον Ελληνικό χώρο
Εκτός από τους Ιησουίτες, με την πρωτοβουλία του Pere Joseph de Paris εγκαθίστανται και Καπουκίνοι, στην Κωνσταντινούπολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακας στα 1637), στην Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρα (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ. λ., όπου ιδρύουν μοναστήρια (βλ. χάρτη). Οι Καπουκίνοι, που ας σημειωθή ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τους τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρα, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, Καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον Καθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι Καπουκίνοι είναι οι πρώτοι που εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, την διδασκαλία θηλέων. Οι Γάλλοι, ιδίως με τους Καπουκίνους, θέτουν τα θεμέλια της πολιτικής τους αίγλης και επιρροής στην Ανατολή. «Όλη η Καθολική νεολαία, που γεννιέται σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους, τονίζει ανήσυχος ο βάιλος Alv. Contarini στα 1640, ανατρέφεται και μορφώνεται από Γάλλους Καπουκίνους».
Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώση σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάση την ψυχή των νέων σύμφωνα με το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η κύρια ξένη γλώσσα που δίδασκαν ήταν η ιταλική, η γλώσσα όχι μόνο της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και του εμπορίου στην Ανατολή. Και στον 17 αι. ακόμη η γλώσσα αυτή εξακολουθούσε να είναι η πιο διαδεδομένη στην Ανατολή, υπόλειμμα της εμπορικής και πολιτικής δραστηριότητας της Βενετίας, Γένουας, Πίζας, καθώς και των μικρών ιταλικών κρατιδίων, που ιδρύθηκαν στις ελληνικές χώρες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Από τα μέσα όμως του 17 αι., με την βαθμιαία παρακμή των εμπορικών εκείνων δημοκρατιών και την παράλληλη εξάπλωση των Γάλλων και Άγγλων στην Ανατολή, αρχίζει να διαδίδεται η γαλλική γλώσσα.
Οι μισσιονάριοι αυτοί, όπως και οι Ιησουίτες, προσφέρουν ακόμη τις ιατρικές τους συμβουλές και γνώσεις με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση στους ταλαιπωρημένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, όπου οι αρρώστιες και οι επιδημίες βέβαια δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Γενικώς δεν είναι φανατικοί, επομένως δεν είναι αντιπαθείς, όπως οι Ιησουίτες. Ορισμένοι μάλιστα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητοί.
Γι’ αυτό ίσως η εγκατάσταση των Καπουκίνων προκαλεί την δυσφορία και δυσαρέσκεια των Ιησουιτών, με τους οποίους έρχονται και σε προστριβές και διενέξεις σε ορισμένους τόπους, εκδηλώσεις που τους εκθέτουν στα μάτια των Ελλήνων. Οι Γάλλοι βασιλείς, Ερρίκος Δ’ (1589-1610) και οι διάδοχοί του με τις Capitulations υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τόσο τους Ιησουίτες, όσο και τους Καπουκίνους, γιατί έτσι υποβοηθούν όχι μόνον την εξάπλωση του Καθολικισμού, αλλά και την ακτινοβολία του γαλλικού ονόματος. Αποτέλεσμα να στερεώνεται συνεχώς η θέση της Γαλλίας στην Ανατολή και ν’ αποκτά τις συμπάθειες των Χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ (1610 - 1643) παραγγέλλει στον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη και στους προξένους του στα μεγάλα κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τους προστατεύουν και να τους βοηθούν κάθε φορά που θ’ αντιμετώπιζαν δυσκολίες και θα είχαν την ανάγκη τους.
Ιδίως ο πρεσβευτής της Γαλλίας Philippe de Harlay, comte de Cesy, κατά το μακροχρόνιο διάστημα της παραμονής του στην Τουρκία (1619 - 1641) δείχθηκε θερμότατος υποστηρικτής των Καθολικών μισσιοναρίων, Ιησουϊτών, Καπουκίνων κ. λ. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την παπική αυλή, παρακολουθούσε άγρυπνα τις κινήσεις των Προτεσταντών και τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι αυτός κυρίως, που με τις συνεχείς μηχανορραφίες του προκάλεσε την πτώση του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, όπως θα έχουμε την ευκαιρία ν’ αναπτύξουμε αργότερα στο οικείο κεφάλαιο. Στην εγκατάσταση μάλιστα των Καπουκίνων, η συμπαράσταση και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Cesy είχαν εκδηλωθή τόσο θερμά, ώστε συχνά να προκαλούν την ευγνωμοσύνη του P. Joseph.
Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση των Καπουκίνων από τον Γάλλο πρεσβευτή αντανακλούσε ασφαλώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βασιλιά, χωρίς την βοήθεια του οποίου οι Καπουκίνοι θα ήταν να μεγάλο βάρος για την Propaganda Fide, όπως ομολογούσε ο P. Joseph. Ήταν και αυτός ακόμη ένας λόγος, για τον οποίο οι Ιησουίτες αντιδρούσαν στις ελληνικές χώρες.
Οι δυσκολίες που συναντούσαν οι Καπουκίνοι και ο ανταγωνισμός των Ιησουϊτών κούρασαν πολλούς και τους έκαναν να λιποψυχήσουν. Και εφόσον ζούσε ο P. Joseph, οι Καπουκίνοι, παρά τις αδυναμίες που παρουσίαζε το τάγμα τους, μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με τον θάνατό του όμως χάνουν να πολύτιμο στήριγμα και οργανωτικό πνεύμα. Έτσι οι Ιησουίτες με την σιδερένια πειθαρχία τους παραμένουν οι κύριοι στρατιώτες του Καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή. Είναι οι πιο πολλοί και οι πιο φανατικοί.
5. Γενικές παρατηρήσεις για την δράση των μισσιοναρίων
Οι μισσιονάριοι βρήκαν θερμούς προστάτες στην Ανατολή τους πειρατές της Μάλτας, δηλαδή τους Μοναχούς ιππότες του Αγ. Ιωάννου, που εξακολουθούσαν ακόμη να εμπνέωνται από τις ιδέες για ένα ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων και για την κραταίωση της Καθολικής πίστης. Η ευλαβική αυτή στάση των ιπποτών απέναντι των μισσιοναρίων έβρισκε μιμητές και μερικούς άλλους Καθολικούς πειρατές . Γι’ αυτούς, καθώς και για τους δυτικοευρωπαίους ναυτικούς και ταξιδιώτες, ήταν απερίγραπτα συγκινητικό να συναντούν στην μακρινή και ξένη γη δικούς των ανθρώπους και ν’ ακούουν τις γνώριμες από την τρυφερή τους ηλικία μελωδίες της θείας λειτουργίας. Ιδίως οι Γάλλοι πειρατές και στρατιωτικοί που έπαιρναν μέρος στο πλευρό των Βενετών κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κρήτη, καταδιωκόμεναι κάποτε, έβρισκαν άσυλο μέσα στις εκκλησίες και εκεί κρύβονταν ώσπου να περάση ό κίνδυνος. Μέσα στην ειρηνική και ειδυλλιακή συνήθως γωνιά των ερημητηρίων απολάμβαναν την γλυκιά ανάπαυση ύστερ’ από την τόσο ταραγμένη ζωή τους μέσα στην θάλασσα. Σπάνια βέβαια, αλλά συνέβαινε κάποτε, κάποιος από τους τυχοδιώκτες εκείνους ν’ αλλάζη την αρματωσιά του πολεμιστή με το ράσο του μοναχού.
Από το άλλο μέρος οι ιεραπόστολοι, ιδίως οι Γάλλοι, θαύμαζαν το πληθωρικό θάρρος και τους ηρωισμούς των σκληρόκαρδων εκείνων ανθρώπων, ήταν περήφανοι γι’ αυτούς — ιδίως όταν ήταν γόνοι ευγενών —και εγκωμίαζαν τα κατορθώματά τους. Τα αισθήματα λοιπόν φιλίας και αγάπης ιεραποστόλων και ιδίως Γάλλων πειρατών ήταν αμοιβαία έτσι που οι πρώτοι είχαν το θάρρος να συμβουλεύουν τους δεύτερους, όταν πια κουράζονταν από την μακροχρόνια θαλασσινή πορεία τους, «ν’ αρχίσουν στο εξής έναν άλλο δρόμο χωρίς ν’ αναπαυθούν και χωρίς να σταθούν, ώσπου να κατακτήσουν τον αιώνιο στέφανο. . . .Sic currite, ut comprehendatis» .
Το έργο τους όμως δεν ήταν εύκολο, δεν είχε ως το τέλος επιτυχίες. Μάλιστα επειδή ο προσηλυτισμός στην Τουρκία απαγορευόταν, συχνά εργάζονταν και στα κρυφά. Πολλές φορές πάλι ήταν αναγκασμένοι να το ξαναρχίσουν από την αρχή, γιατί στο δρόμο τους βρισκόταν ένας αγράμματος, αλλά φλογερός μοναχός από το Αγ. Όρος ή από την Ιερουσαλήμ που σκόρπιζε γαλήνη στις ψυχές των νησιωτών που κλονίζονταν ή τις αναστάτωνε και παρακινούσε σε αναβαπτισμό εκείνους που είχαν προσέλθει στον Καθολικισμό. Ένας σιωπηλός ανταγωνισμός συνεχιζόταν επί αιώνες.
Αν εξαιρέσουμε τους Μοναχούς αυτούς, ο εντόπιοι Ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τους μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τους επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τους ακούσουν η τους άφηναν, αλλά συχνά τους καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495 - 1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι) και να εξομολογούν. Έτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και Ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19 αι. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο του Θεού, ομολογεί ο Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τους επαναφέρουμε στην υποταγή της Αγίας Έδρας». Θα ανέχονταν άραγε οι δυτικοί παρόμοια κηρύγματα Ορθοδόξων στην Δύση: Γενικά οι Ιεραπόστολοι βρίσκουν θρησκευτική ανοχή στα νησιά, εκτός αν θίξουν τους κατοίκους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία που αφορούν το δόγμα η τους αγίους των, όπως π. χ. τα επεισόδια και η αναταραχή που προκάλεσε κατά τα μέσα του 17 αι. στις Κυκλάδες ο P. Franccois Rossiers της Σαντορίνης με τις επιθέσεις του εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά.
Οι Ιεραπόστολοι ενόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τους δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τους κατώτερους κληρικούς, να τους εξομολογούν, να τους κάνουν κηρύγματα και να τους διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».
Η φτώχεια των νησιωτών είναι πραγματικά ολοφάνερη, όπως άλλωστε έχουμε δει. Μόνο μέσα στην Σαντορίνη ζούσαν 500 άτομα, που περνούσαν δυο και τρεις μήνες, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους και τρέφονταν σαν τους ερημίτες με άγρια χόρτα, που φύτρωναν στους αγρούς ύστερ’ από τα πρωτοβρόχια (ραφανίδες, κάρδαμο, αγριοσέλινο κ. λ.). Και οι ιεραπόστολοι, ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι, για να τους βοηθήσουν. Η φτώχεια έσπρωχνε και τις γυναίκες στην εκπόρνευση. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι οι κλοπές και οι απάτες ήταν σχεδόν άγνωστες. Έκλυση ηθών από φτώχεια, αλλά και εγκληματικότητα παρατηρούμε μόνο στα πειρατοκρατούμενα νησιά.
Μολαταύτα η θρησκευτικότητα των νησιωτών κάνει εντύπωση. Οι ιεραπόστολοι θαυμάζουν την ευλάβειά τους, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη λατρεία που τρέφουν προς την Παναγία, την οποία εκδηλώνουν με τις εικόνες, με τα λόγια, με τις πράξεις τους, με τα ποικίλα γνωστά ως σήμερα ακόμη επίθετά της και γραπτά εγκώμια. Εντύπωση τους κάνουν επίσης οι νηστείες τους, οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι πολλές εκκλησίες (οι περισσότερες στο όνομα της Παναγίας) και τα παρεκκλήσια τους (μόνο στην Σαντορίνη πάνω από 50, που στις ημέρες των γιορτών μοίραζαν μερίδες φαγητού στους πολλούς φτωχούς η τουλάχιστον ψωμί και κρασί), οι δωρεές κτημάτων στις εκκλησίες κ. λ..
Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, που είχε συνυφάνει Καθολικούς και Ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα της Καθολικής Εκκλησίας, δεν αντιδρούν η δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την Ορθόδοξη Εκκλησία η και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π. χ. Έλληνες της Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στην γιορτή της Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν η υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τους δρόμους. Κανείς Ορθόδοξος δεν εργάζεται η δεν τολμά να εργαστή την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάση το αρτοφόριο από πάνω τους οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ που θα περάση η πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα τον Χριστό να τους θεραπεύση. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, που τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί Ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, όπως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξη. Η συστηματική διερεύνηση των αμοιβαίων σχέσεων αποτελεί ενδιαφέρον θέμα της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Εκτός από τις επιδράσεις της δυτικής Εκκλησίας στον αιγαιοπελαγιτικό χώρο, πρέπει να σημειωθή και η επιρροή των μεγάλων Καθολικών δυνάμεων της εποχής, της Βενετίας και ιδίως της Γαλλίας. Επειδή οι περισσότεροι μισσιονάριοι είναι γαλλικής καταγωγής, προβάλλουν μαζί με την παρεχόμενη παιδεία και το όνομα της Γαλλίας, καλλιεργούν τις συμπάθειες των Αιγαιοπελαγιτών, ιδίως των Κυκλαδιτών, προς την δύναμη αυτή και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της επιρροής της. Το γεγονός αυτό δεν μένει απαρατήρητο από τους Βενετούς που ενδιαφέρονται άμεσα για τον ζωτικόν αυτό χώρο. Έτσι ο βάιλος Giovanni Morosini στα 1680 εφιστούσε την προσοχή της βενετικής γερουσίας στο σημείο αυτό σημειώνοντας ότι οι Ιησουίτες και οι Καπουκίνοι «όλοι Γάλλοι. . . συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον στο καίριο σημείο της παιδείας κάνουν προσφιλές το όνομα της Γαλλίας στις ψυχές εκείνων των κατοίκων».
Παρά την δραστηριότητα και τον ζήλο που ανέπτυξαν οι Καθολικοί ιεραπόστολοι ως Ιερείς, ως διδάσκαλοι, γιατροί, κήρυκες, ως παρηγορητές των σκλάβων και παρά την ηθική και υλική ενίσχυσή τους από την Αγία Έδρα και από τους Φράγκους άρχοντες και από τους Γάλλους πειρατές, δεν εσημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην αποστολή τους· όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν, να μεγαλώσουν τα ποίμνια των πιστών, αλλά ούτε καν να συγκρατήσουν την διαρροή τους προς την Ορθοδοξία. Η κατάλυση μάλιστα της φραγκικής κυριαρχίας είχε επιδράσει αισθητά στην μείωση του αριθμού των Καθολικών. Όπου μάλιστα υπήρχαν λίγοι, όπως π. χ. στην Κέα, αυτοί αποσύρονται στα άλλα νησιά, όπου υπήρχε πυκνός πληθυσμός ομοδόξων. Ακόμη και μέσα στην Τήνο, που μόνη από τα νησιά το Αιγαίου έμεινε υπό την βενετική κυριαρχία, πολλοί Καθολικοί ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα και γίνονται πολλά συνοικέσια χωρίς την νόμιμη άδεια. Το σπουδαίο μάλιστα είναι, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καθολικός Επίσκοπος Περπινιάν γύρω στα 1614, ότι ανάμεσα στους Καθολικούς είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η μετάβασή τους στο ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν ατόπημα.
Ενώ η νέα κατάσταση μετά την τουρκική κατάκτηση δεν ευνοεί την επιβολή της φραγκικής μειονότητας, από το άλλο η φανατική αντίδραση της ορθόδοξης πλειοψηφίας και η κατά παράδοση διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου από τους Καθολικούς για λόγους εμπορικούς (αν εξαιρέση κανείς τους δυτικούς της Νάξου, Σύρας και Τήνου) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την βαθμιαία θρησκευτική αφομοίωση των Φράγκων η Ελλήνων Καθολικών. Στην περίπτωση αυτή οι μεικτοί γάμοι έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο. Εξακολουθεί λοιπόν και μετά την επιβολή των Τούρκων η βαθμιαία προσέλευση των δυτικών στην Ορθοδοξία, γεγονός που διαπιστώσαμε και κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.
Μια σιωπηλή πάλη διεξάγεται ανάμεσα στα δύο δόγματα, στο ανατολικό και στο δυτικό. Οι Ορθόδοξοι μπορεί να παρακολουθούν τις κοινές λειτουργίες, ν’ ακούουν τα κηρύγματα των μισσιοναρίων, να εξομολογούνται σ’ αυτούς, να θαυμάζουν την πολυμερή μόρφωσή τους και να τους εμπιστεύωνται τα παιδιά τους, αλλά δεν μετατοπίζονται εύκολα από το πάτριο έδαφος. Δεν τους συγκρατεί μόνο το ευαίσθητο θρησκευτικό συναίσθημα και η υποβλητική φωνή της παράδοσης, που την εκφράζουν οι αγράμματοι, αλλά θερμοί Ορθόδοξοι Ιερείς και μοναχοί. Είναι και οι παράλληλα εξελισσόμενοι πολιτικοί και οικονομικοί όροι, που ευνοούν την άνοδο και επικράτηση των Ορθοδόξων, που άλλωστε είναι και οι περισσότεροι. Οι πολλοί λοιπόν θ’ απορροφήσουν τους λίγους με τους μεικτούς γάμους, που μάταια αποδοκιμάζονται και αποκηρύσσονται και από τις δύο πλευρές. Έτσι συνεχίζονται ακατάπαυτα οι προσελεύσεις των δυτικών προς το ορθόδοξο δόγμα. Επομένως οι μισσιονάριοι είναι σαν ν’ αγωνίζωνται αντίθετα προς το ρεύμα και την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλες λοιπόν οι προσπάθειές τους και όλα τα μέτρα τους είναι φυσικό να ναυαγήσουν εμπρός στην νέα πραγματικότητα που προβάλλει.
Μολαταύτα δεν μπορεί κανείς να μη βυθιστή σε σκέψεις εμπρός στον ζήλο, στην καρτερικότητα και στην επιμονή των ιεραποστόλων αυτών, που άφησαν τα εγκόσμια, το Παρίσι τις άλλες πόλεις της Γαλλίας και Ιταλίας, και κατοίκησαν στα απομονωμένα νησιά του Αιγαίου για την πραγμάτωση ενός ιδανικού.
6. Οι μισσιονάριοι στις ελληνικές ακτές της Ευρώπης και της Ασίας
Η δραστηριότητα των μισσιοναρίων δεν περιορίζεται μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά εκτείνεται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Μονή Σινά, που συντηρεί στενές σχέσεις με τον πάπα, στην Αλεξάνδρεια κ. λ., καθώς και στο εσωτερικό της Βαλκανικής. Έτσι π.χ. στα 1581 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ στέλνει στον Λίβανο και στην Κύπρο δυο Μοναχούς που έχουν επιτυχίες. Επίσης από τις αρχές του 17 αι. Ιησουίτες μοναχοί επισκέπτονται, κατά καιρούς, διάφορες χώρες της Εγγύς Ανατολής, την Μιγγρελία στα 1614, την Κύπρο, την Σόφια και Φιλιππούπολη και σκέπτονται πολύ την εγκατάστασή τους στην Μ. Ασία . Πραγματικά στα 1624 εγκαθίστανται στην Σμύρνη. Εκεί βρίσκουν έδαφος ευνοϊκό και ανάμεσα στους ξένους εμπόρους, αλλά κυρίως ανάμεσα στους εντόπιους Έλληνες και εποίκους από τα νησιά του Αιγαίου, Χίο, Νάξο, Τήνο, Σαντορίνη, Πάρο κ. λ. Όλοι αυτοί, δυτικοί και Ορθόδοξοι, που είχαν εγκατασταθή στο μεγάλο αυτό λιμάνι της Μ. Ασίας (τα διάφορα άρθρα των διομολογήσεων εγγυόταν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων), εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στους μισσιοναρίους. Ακόμη και ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Ιάκωβος συνηγορεί στον βασιλιά της Γαλλίας να τους δοθούν καταλύματα και μέσα διατροφής.
Γενικά κατά τα μέσα του 17 αι. η Σμύρνη θεωρείται η μόνη πόλη της Τουρκίας, που η άσκηση της λατρείας των Χριστιανών, Ορθοδόξων και Καθολικών, γίνεται με την μεγαλύτερη ελευθερία, ώστε οι θρησκευτικές πομπές των Καθολικών να περνούν ήσυχα μέσα από τους δρόμους. Η ελευθερία έφθανε σε τέτοιο σημείο, ώστε μερικοί Ορθόδοξοι την Μεγάλη Πέμπτη κατά την περιφορά του Επιταφίου ν’ αυτομαστιγώνωνται ή να ξεσχίζουν τις σάρκες τους από τους ώμους ως την μέση τους τόσο άγρια, ώστε να τους πλημμυρίζουν τα αίματα. Η μεγάλη αυτή πόρτα της απέραντης και άγνωστης Ανατολής, προσφέρει στους μισσιοναρίους «ένα ευρύχωρο πεδίο, όπου έχει κανείς πολλές σοδειές», όπως γράφει αργότερα (αρχές 18 αι) παραστατικά ανώνυμος μισσιονάριος προς τον Pere Fleuriau.
Στα 1627 εγκαθίστανται και Καπουκίνοι στην Σμύρνη, οι οποίοι εξομολογούν τους Ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη την Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν τον θάνατο επάνω στην φωτιά.
Με τόλμη και θερμό ζήλο οι μισσιονάριοι αναλαμβάνουν επικίνδυνες ιεραποστολές μέσα από την Τραπεζούντα ως τα βάθη της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, Περσίας, της Μεσοποταμίας ή και σ’ αυτήν ακόμη την Αιθιοπία. Έτσι Ιησουίτες μοναχοί έχουν εγκατασταθή στην Μογγολία, στο Θιβέτ, στο Χαλέπι, στην Δαμασκό, μια αλυσίδα ζηλωτών του τάγματος αυτού, που δεν παραλείπουν να βρίσκωνται σε επαφή ο ένας με τον άλλο.
Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση ή ενίσχυση των Ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο.
Στο Ναύπλιο εγκαθίστανται στα 1640-2. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ανατολή de la Haye στέλνει εκεί τον Ιησουίτη Francois Blaiseau και τον Rene de la Saint-Cosme, για να εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες 500 Καθολικών σκλάβων, Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Γερμανών, Πολωνών, που δούλευαν στην γαλέρα του μπέη του Ναυπλίου και είχαν 20 - 30 χρόνια ν’ ακούσουν θεία λειτουργία ή να εξομολογηθούν. Εκεί μερικοί επίσης Καθολικοί κάτοικοι, που είχαν δεχθή την Ορθοδοξία, υπόσχονταν να ξαναγυρίσουν στους κόλπους του Καθολικισμού, αν είχαν μόνιμο Καθολικό ιερέα. Οι Ιησουίτες φιλοδοξούν να ιδρύσουν σταθμούς και σε ορισμένα άλλα σημεία της Πελοποννήσου. Στα 1642 βρίσκουμε επίσης στο Ναύπλιο εγκαταστημένους και Καπουκίνους, που περιέρχονται διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και κηρύττουν σ’ αυτές τον θείο λόγο. Ιδιαίτερα επισκέπτονται την Πάτρα, όπου έμεναν λίγοι Καθολικοί.
Τον Δεκέμβριο του 1641 ο Francois Blaiseau εμφανίζεται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη που το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Εκεί γίνεται δεκτός με πολλήν εκτίμηση από Έλληνες και Τούρκους, που θέλουν να τον κρατήσουν και του διευκολύνουν την εγκατάσταση. Οι νέοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα μαθηματικά που διδάσκει.
Οι Ιησουίτες δεν έμειναν πολύν καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως η έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, ή απουσία πολλών Καθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τους αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι Καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι το Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας της μονής των Καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου ως την επανάσταση του 1821. Είναι η μονή, όπου φιλοξενήθηκε ο λόρδος Βύρων κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα (1810-1811). Ο Francois Blaiseau λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα επισκέπτεται την Χαλκίδα. Εκεί οι Ιησουίτες έχουν να κάνουν πολλά για τους Έλληνες και Αλβανούς, και ιδίως για τους Ευρωπαίους σκλάβους των γαλερών, Γάλλους, Ιταλούς, Μαλτέζους, Πολωνούς κ. λ. «Quelle musique ce m’ est que le leurs fers» γράφει ο εκεί Ιησουίτης Francois Lucas.
Μολαταύτα οι αλλεπάλληλοι θάνατοι, πολλών Ιησουιτών λόγω του ανθυγιεινού κλίματος της εποχής εκείνης, όπως αναφέρεται, ανάγκασαν τους μισσιοναρίους αυτούς ν’ αναστείλουν το έργο τους και να το ασκούν μόνο σε υγιεινότερες εποχές του έτους. Στα μέσα του 17 αι. εκτελεί ολομόναχος τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο μεγάλο νησί ο Pere Francois Lucas με επιτυχία και ζητεί την συνδρομή και άλλων για ν’ ανταποκριθή στο παρηγορητικό του έργο. Σ’ αυτόν εξομολογούνται και Έλληνες ακόμη.
Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι Ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί στα 1706. Ψυχή της τελευταίας αυτής αποστολής είναι ο Pere Bracconier από την Champagne, ο οποίος είχε το δώρο να μαθαίνη γρήγορα ξένες γλώσσες και γενικά έγινε ο supereur όλων των αποστολών στις ελληνικές χώρες. Ο Bracconier· επισκέπτεται το Αγ. Όρος, την Καβάλα, την Θάσο, την Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη οι Ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν να βήμα και μέσα στο θρησκευτικόν αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, που πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους. Τον Bracconier διαδέχθηκε ο Pere Francois Tarillon.
Άρρηκτα συνδεδεμένες με το θρησκευτικό και εκπαιδευτικό έργο των Καθολικών ιεραποστολών είναι οι υπηρεσίες τους και στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι δογματικές διαφωνίες τους με τους προτεστάντες, με το Port - Royal η με τους Ζανσενιστές, θα τους κάνουν ν’ αναζητήσουν και να μελετήσουν τα έργα των θεολόγων της Ορθοδοξίας, να διευρύνουν τις θεολογικές και φιλοσοφικές τους γνώσεις και έτσι να διαποτίσουν το πετρωμένο πεδίο της θεολογικής επιστήμης και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα. Μέσα στην χώρα των κλασσικών αναμνήσεων είτε μόνοι τους είτε και με την παρακίνηση επίσημων προσώπων της πατρίδας τους ή και εταιρειών αναζητούν χειρόγραφα όχι μόνο των πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων συγγραφέων, μελετούν αντικείμενα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και έτσι συμβάλλουν και αυτοί κατά το μέρος τους όχι μόνο στην αναζωπύρωση της αρχαιολατρείας, αλλά και στην γένεση της βυζαντινολογίας. Έτσι οι πιο καλοί εργάτες του νέου αυτού φιλολογικού κλάδου θα γίνουν οι Δομηνικανοί και Ιησουίτες, που θα ετοιμάσουν ένα λαμπρό πεδίο με νέους πνευματικούς ορίζοντες.
Ακόμη η ανάγκη να μάθουν την γλώσσα των κατοίκων των ελληνικών χωρών, όπου πήγαιναν να διδάξουν, και μάλιστα την γλώσσα του λαού, τους έκανε να εγκύψουν στην μελέτη της δημοτικής και της γραμματικής. Οι Ιησουίτες προ πάντων μοναχοί, ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις της συνόδου του Trento, που παραγγέλλει την χρήση της γλώσσας του λαού, όταν έρχονται στις ελληνικές χώρες, για να μπορέσουν να γνωρίσουν καλά τον τόπο και τους ανθρώπους, για να μιλήσουν μαζί τους, να τους διδάξουν και να τους κάνουν το θρησκευτικό κήρυγμα στις εκκλησίες τους, ρίχνονται με ζήλο στην σπουδή της και μερικοί σημειώνουν εκπληκτικές προόδους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλοι πάλι μελετούν συστηματικά την γραμματική και το λεξιλόγιό της με την επιθυμία να διευκολύνουν τους σπουδαστές της, πρώτα πρώτα βέβαια τους ομοϊδεάτες τους Μοναχούς. Μέσ’ απ’ αυτές τις ανάγκες είδε το φως το πιο παλαιό ιταλοελληνικό λεξικό και η στοιχειώδης γραμματική το Ιησουίτη μοναχού Gerolamo Germano. Το βιβλίο του, παρά τις ατέλειές του, πρόσφερε υπηρεσίες στους Καθολικούς Μοναχούς που έφταναν στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθούν έπειτα και άλλες γραμματικές της δημοτικής, Ελλήνων και ξένων, που είτε δημοσιεύθηκαν είτε έμειναν ανέκδοτες. Αξίζει να μνημονευθή η γραμματική του Έλληνα Σίμωνος Πορτίου, που είναι Ουνίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Την γραμματική του αυτή την εκδίδει στα 1638 και την αφιερώνει στον πανίσχυρο καρδινάλιο Richelieu. Στην αφιέρωσή του (όπου του παρουσιάζει την αγνώριστη πια νέα Ελλάδα, πεσμένη ικετευτικά στα πόδια του) του εξομολογείται ανάμεσα στα άλλα και τον μεγάλο καϋμό των σκλαβωμένων: «Συμπάθησε, παρακαλώ σε, εξοχώτατε άρχοντα, την πολλά ζεστήν δούλεψιν και προσκύνησιν της Ελλάδας σου· κάμε μόνον ότι, ως καθώς εκείνη με την λάμψιν σου δοξασμένη απολαύει το κοινόν φως του ηλίου με τον τύπον, έτσι παραδοσμένη στα χέρια σου, κάμε να μεταστρέψη στην παλαιά της λαμπρότητα και ελευθερίαν».
Ορισμένοι Καθολικοί μοναχοί γράφουν μερικά έργα τους με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με τα λεγόμενα φραγκοχιώτικα, για να ευκολύνουν την ανάγνωση και την διάδοση των γραπτών τους. Πραγματικά το φραγκοχιώτικο αλφάβητο με την εύκολη ορθογραφία του προσείλκυσε τους Καθολικούς, ιδίως τους ξένους τους εγκαταστημένους στην Εγγύς Ανατολή, τους κοινώς ονομαζομένους φραγκολεβαντίνους, τους παρακίνησε στην σπουδή της ελληνικής και συνέβαλε στην διατήρηση και εξάπλωσή της ανάμεσά τους.
Πηγή: (Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας