Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες του Παπισμού, η οποία την διαφοροποιεί από την Μία Αγία καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, την ακαινοτόμητη Ορθοδοξία μας, είναι και ο τρόπος του Βαπτίσματος. Ήδη από τον 14ο αιώνα κατήργησε το από τον ίδιο τον Κύριο και τους αποστόλους παραδεδομένο τύπο βαπτίσματος, τουτέστι διά βυθίσεως στο νερό και το αντικατέστησεμε το διά ραντισμού ή επιχύσεως βάπτισμα. Αφορμή για τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας έδωσε άρθρο στο εν Αθήναις περιοδικό των Ιησουιτών «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» (τευχ. 1086, Μάρτιος–Απρίλιος 2014), του παπικού «ιερέα» κ. Θ. Κοντίδη, με τίτλο: «Βάπτισμα: Με βύθιση στο νερό ή επίχυση νερού στην κεφαλή;».Ο αρθρογράφος, Ιησουίτης «κληρικός», επιχειρεί να «θεμελιώσει» θεολογικά και εκκλησιολογικά τον καινοτόμο τρόπο με τον οποίο τελεί το Βάπτισμα ο Παπισμός, με σχολαστικού τύπου θεολογικούς συλλογισμούς, οι οποίοι όμως, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, δεν έχουν δυστυχώς κανένα έρεισμα ούτε στην αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική και Κανονική Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας των 10 πρώτων αιώνων, όπου ετηρείτο σε Ανατολή και Δύση ο εκ του Κυρίου και των αγίων αποστόλων παραδεδομένος τύπος του Βαπτίσματος.
Κατ’ αρχήν ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι «η Καινή Διαθήκη δεν περιέχει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο του βαπτίσματος». Είναι απορίας άξιον πώς διέφυγε στον αγαπητό κ. Κοντίδη, το πασίγνωστο χωρίο, το οποίο γνωρίζουν ακόμη και τα παιδιά του κατηχητικού: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ.28,19-20). Στο σπουδαιότατο αυτό χωρίο, το οποίο παραδόξως ουδόλως προσπαθεί να αναλύσει ο αρθρογράφος, προφανώς διότι δεν τον βοηθάει να βγάλει τα συμπεράσματα που θέλει, ο Κύριος δίδει σαφέστατες οδηγίες για τον τρόπο, με τον οποίο θα πρέπει να τελείται το βάπτισμα, τον οποίον μάλιστα ετήρησαν με σχολαστικότητα και ακρίβεια οι άγιοι Απόστολοι. Δεν περιορίστηκε δε μόνον στις παρά πάνω οδηγίες, αλλά επί πλέον με το ιδικό Του προσωπικό βάπτισμα στον Ιορδάνη ποταμό, μας εδίδαξε τον ορθό τρόπο του Βαπτίσματος, «υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού»(Α΄Πετρ.2,21),δηλαδή αφήνοντας σε μας, κατά τον απόστολο, τέλειο παράδειγμα προς μίμηση, για να βαδίσουμε ακριβώς πάνω στα χνάρια του. Όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής, ο Κύριος όταν βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη κατήλθε, δηλαδή βυθίστηκε στο νερό «και ευθύς ανέβη από του ύδατος» (Ματθ.3,16).
Στη συνέχεια προσπαθεί να αποδείξει ότι «η βύθιση δεν είναι η μοναδική σημασία του βαπτίζω»,αλλά ότι επίσης«μπορεί να σημαίνει ‘καθαρίζω’,ή ‘πλένομαι τελετουργικά’». Και επικαλείται το χωρίο: «ο δε Φαρισαίος ιδών εθαύμασεν, ότι ού πρώτον εβαπτίσθη προ του αρίστου» (Λουκ.11,38), για να αποδώσει τη σημασία του «εβαπτίσθη» σε «επλύθη».Το περιστατικό αυτό σαφώς αναφέρεται στους τελετουργικούς καθαρισμούς των Ιουδαίων, στους οποίους υποβάλλονταν, όταν επέστρεφαν από την αγορά στο σπίτι τους, βυθίζοντας, είτε ολόκληρο το σώμα τους, είτε τουλάχιστον τα χέρια και τα πόδια τους στο νερό προ του φαγητού, για να ξεπλύνουν έτσι κάθε μίασμα, που προέρχονταν από την επαφή τους με τους Εθνικούς. Ποία όμως σχέση μπορεί να έχουν οι τελετουργικοί καθαρισμοί των Ιουδαίων με το μυστήριο του χριστιανικού βαπτίσματος; Και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση το ρήμα βαπτίζω υποδηλώνει το πλύσιμο των χεριών και των ποδιών, αυτό καθόλου δεν σημαίνει, ότι ο τελετουργικός αυτός τύπος καθαρισμού των Ιουδαίων μπορεί να μεταφερθεί στον τελετουργικό τύπο του μυστηρίου του βαπτίσματος. Η άρνηση εξ άλλου του Κυρίου να συμμορφωθεί στους τελετουργικούς αυτούς καθαρισμούς, δείχνει ξεκάθαρα ότι όλοι αυτοί οι τελετουργικοί τύποι και οι παραδόσεις των ραβίνων δεν έχουν καμία σημασία στην πνευματική ζωή των πιστών και πρέπει να καταργηθούν. Και επομένως πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν στο μυστήριο του βαπτίσματος. Πέραν τούτου, όπως ορθότατα έχει παρατηρηθεί[1]σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες γίνεται λόγος περί του βαπτίσματος στην Καινή Διαθήκη, πάντοτε χρησιμοποιείται το ρήμα βαπτίζω, που σημαίνει βυθίζω εξ’ ολοκλήρου στο νερό, ώστε να καλυφτεί όλος ο βαπτιζόμενος και ουδέποτε το ρήμα επιχέω ή το ραντίζω,αν και τα δύο αυτά ρήματα είναι γνωστά και χρησιμοποιούνται υπό της Γραφής. Για παράδειγμα: «και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλεον και οίνον» (Λουκ.10,34). «Λαβών (ο Μωϋσής) το αίμα των μόσχων και τράγων … πάντα τον λαόν εράντισεν» (Εβρ. 9,19). «εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού» (Α΄Πετρ.1,2) κ.λ.π.
Ο απόστολος Παύλος θεολογών και εμβαθύνων στο μυστήριο του βαπτίσματος στην προς Ρωμαίους επιστολή του (6,3-6), βλέπει σ’ αυτό ένα σπουδαιότατο συμβολισμό:«Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα». Το νερό του βαπτίσματος συμβολίζει τον τάφο του Χριστού, η δε βύθιση του βαπτιζομένου μέσα σ’ αυτό συμβολίζει την ταφή, την νέκρωση του παλαιού ανθρώπου. Και η ανάδυσή του από το νερό, την ανάσταση και ανάδυση του νέου, του εν καινότητι ζωής περιπατούντος και μηκέτιδουλεύοντος τη αμαρτία ανθρώπου. Όπως δε ο Χριστός εξ’ όλοκλήρου ετάφη στο μνήμα και εκαλύφθηκε από τον λίθον, έτσι και ο πιστός εξ ολοκλήρου βυθίζεται στο νερό, ως εις άλλο υδάτινο μνήμα, για να συναναστηθεί με τον Χριστό. Όλος λοιπόν αυτός ο θεολογικός συμβολισμός, όλη αυτή η σπουδαιότατη θεολογική ερμηνεία του μυστηρίου καταστρέφεται και καταργείται με την αντικατάσταση του βαπτίσματος με ράντισμα ή με επίχυση. Σε άλλη επιστολή του ονομάζει το βάπτισμα «λουτρό παλιγγενεσίας»: «Αλλά κατά τον αυτού έλεον έσωσεν υμας διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος» (Τιτ.3,5). Η έννοια του λουτρού είναι συναφής προς την έννοια του βαπτίσματος, διότι όταν κανείς λούεται, βυθίζεται εξ ολοκλήρου στο νερό.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας ομιλεί περί μεταφορικής σημασίαςτου βαπτίσματος:«Πολλές σημασίες μπορούμε να βρούμε όταν το ρήμα ‘βαπτίζω’ χρησιμοποιείται μεταφορικά». Και αναφέρει για παράδειγμα το χωρίο: «Βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελεσθή» (Λουκ.12,50). Εδώ ο Κύριος ονομάζει το πάθος του βάπτισμα «διότι χύνοντας το αίμα του, κατά κάποιο τρόπο θα βαπτισθεί μέσα σ’ αυτό».[2]Και πράγματι ο Κύριος κατά το πάθος του βυθίστηκε μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος, ολόκληρο το σώμα του έγινε μια πληγή, μεταβλήθηκε σε μια μάζα από αίματα. Ωστόσο με το να ονομάζει έτσι το πάθος του, αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρεί το βάπτισμα του στον Ιορδάνη ποταμό , διά του οποίου μας έδωσε τον τύπον και το υπόδειγμα του χριστιανικού βαπτίσματος.
Στη συνέχεια ομιλεί για το βάπτισμα του αγίου Πνεύματος που έλαβαν οι απόστολοι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής: «υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω» (Πραξ.1,5).Στην Πεντηκοστή οι απόστολοι δεν βαπτίσθηκαν με νερό διότι δεν χρειάσθηκε. Βαπτίσθηκαν όμως με Πνεύμα άγιο. Όπως το σφουγγάρι όταν το βάλουμε στο νερό, διαποτίζεται εξ ολοκλήρου από το νερό, έτσι και οι απόστολοι διαποτίσθηκαν πέρα για πέρα από Πνεύμα άγιο. Η περίπτωση των αποστόλων αποτελεί μια μοναδική εξαίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας μας. Το ότι οι απόστολοι δεν βαπτίσθηκαν με νερό, αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρείται το βάπτισμα με βύθιση στο νερό, αφού οι ίδιοι οι απόστολοι το εφαρμόζουν, ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίζοντας τις 3000 ψυχές που πίστευσαν στο κήρυγμα του Πέτρου.
Παρά κάτω προσπαθεί , ανεπιτυχώς βέβαια, να συνδέσει την προφητεία του προφήτου Ιωήλ,«εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα», την οποία μνημονεύει ο απόστολος Πέτρος(Πραξ.2,17),με το δι’ επιχύσεως βάπτισμα. Η «έκχυσις» του αγίου Πνεύματος, για την οποία εδώ ομιλεί ο προφήτηςδεν σημαίνει, ούτε φυσικά δικαιώνει, το δι’ επιχύσεως βάπτισμα των Ρωμαιοκαθολικών, αλλά σημαίνει την πλουσιοπάροχη δωρεά του αγίου Πνεύματος, την οποία θα λάβουν οι απόστολοι αλλά και όσοι θα πιστεύσουν στο κήρυγμά τους. Εξ άλλου αναφερόμενος ο ίδιος ο Κύριος στην εκπλήρωση αυτής της προφητείας του προφήτου Ιωήλ, ονομάζει την «έκχυση» του προφήτου βάπτισμα: «παρήγγειλεν αυτοίς (ο Ιησούς) από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του Πατρός (δηλαδή την εκπλήρωση της προφητείας του προφήτου Ιωήλ), ην ηκούσατέ μου. Ότι Ιωάννης μεν εβάπτισενύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω» (Πραξ.1,4-5).Εάν οι απόστολοι κατανοούσαν κατά τέτοιο τρόπο τον προφήτη, όπως τον κατανοεί ο κ. Κοντίδης, τότε δεν εφάρμοζαν το διά βυθίσεως στο νερό βάπτισμα, αλλά το δι’ επιχύσεως.
Παρά κάτω επικαλείται κάποιες πρακτικές δυσκολίες για να δικαιώσει το δι’ επιχύσεως, ή ραντίσματος βάπτισμα: «Μετά το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου, τρείς χιλιάδες άνθρωποι βαπτίσθηκαν στην Ιερουσαλήμ (Πρ.2,41). Πρακτικά είναι αδύνατο να βυθισθούν τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Ιερουσαλήμ… Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να βαπτίσθηκαν είτε με επίχυση, είτε με ράντισμα». Τέτοιου είδους όμως ισχυρισμοί είναι αυθαίρετες υποθέσεις, που δεν έχουν κανένα βιβλικό έρεισμα. Το βιβλικό κείμενο ομιλεί σαφώς περί βαπτίσματος και όχι περί ραντίσματος, ή επιχύσεως. Εάν οι απόστολοι εφάρμοζαν άλλου είδους βάπτισμα, θα το έλεγε ο Λουκάς στις Πράξεις.
Η αδυναμία του κ.Κοντίδη να βρει βιβλικά ερείσματα τον οδηγεί στην επίκληση ορισμένων εξαιρέσεων, στις οποίες είναι αδύνατο το βάπτισμα όπως για παράδειγμα «ορισμένα άτομα σε ειδική ιατρική κατάσταση-οι κατάκοιτοι, οι τετραπληγικοί…», ή άλλες περιπτώσεις στις «οποίες η βύθιση μπορεί να είναι σχεδόν τελείως αδύνατη σε ορισμένες περιοχές της γης» προφανώς λόγω ελλείψεως ύδατος. Όλες αυτές όμως οι περιπτώσεις αποτελούν εξαιρέσεις, οι οποίες ασφαλώς δεν μπορούν και δεν πρέπει να ακυρώσουν τον κανόνα, το διά βυθίσεως βάπτισμα, και να μεταβληθούν οι εξαιρέσεις σε κανόνα. Σε όλες αυτές στις εξαιρέσεις προέβλεψε και ενομοθέτησε η Εκκλησία από αρχαιοτάτων χρόνων, τους όρους της οικονομίας, δηλαδή το δι’ επιχύσεως, ή ραντίσματος βάπτισμα. Το κατ’ οικονομίαν αυτό βάπτισμα μαρτυρείται στο βιβλίο της Διδαχής (τέλη του 1ου αιώνος μ.Χ.): «Περί δε του βαπτίσματος ούτω βαπτίσατε. Ταύτα πάντα προειπόντες, βαπτίσατε εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν ύδατι ζώντι. Εάν δε μη έχης ύδωρ ζων εις άλλο ύδωρ βάπτισον. Ει δεού δύνασαι εν ψυχρώ, εν θερμώ. Εάν δε αμφότερα μη έχης, έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις το όνομα τουΠατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».Η διατύπωση του κειμένου δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να υποθέσωμε ότι το δι’ επιχύσεως βάπτισμα αποτελούσε κανόνα και όχι εξαίρεση: «Εάν δε μη έχης… εί δε ου δύνασαι… εάν δε αμφότερα μη έχης…».
Παρά κάτω επικαλείται την μαρτυρία του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, ο οποίος αναφέρεται στις περιπτώσεις βαπτίσματος ασθενών δια ραντίσματος, ή δι’ επιχύσεως. Οι περιπτώσεις αυτές όμως αποτελούν εξαιρέσεις, όπως αναφέραμε παρά πάνω και δεν μπορούν να μεταβληθούν σε κανόνα. Επί πλέον ο οικουμενικός αυτός διδάσκαλος έγραψε περισπούδαστο σύγγραμμα για το Άγιο Βάπτισμα, στο οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο διά ραντίσματος βάπτισμα.Επικαλείται επίσης την μαρτυρία του αρχαίου εκκλησιαστικού συγγραφέα Τερτυλλιανού (3ος αιώνας), ο οποίος κάνει λόγο για βάπτισμα δια ραντισμού. Αποσιωπά όμως ότι ο Τερτυλλιανός δεν εκφράζει την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά όταν έγραφε το συγκεκριμένο έργο του είχε προσχωρήσει στην αίρεση του Μοντανισμού.
Στη συνέχειαεπικαλείται κάποιες «καλλιτεχνικές μαρτυρίες» από αναπαραστάσεις βαπτίσματος σε αρχαίες Εκκλησίες, σε κατακόμβες και σε βαπτιστήρια πρωτοχριστιανικών νεκροταφείων, οι οποίες «μαρτυρούν βάπτισμα με επίχυση». Κατ’ αρχήν εδώ ο συγγραφέας ομιλεί αόριστα χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένες περιπτώσεις αρχαίων Εκκλησιών, ή κατακομβών με συγκεκριμένα ονόματα καλλιτεχνών και χρονολόγηση των έργων των, πράγμα το οποίο μειώνει κατά πολύ την αξιοπιστία των λεγομένων του. Έπειτα οι αναπαραστάσεις αυτές με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αποτελέσουν την βάση για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία βιβλική μαρτυρία, (όπως αποδείξαμε με όσα αναφέραμε παρά πάνω), περί βαπτίσματος δι’ επιχύσεως ή ραντίσματος, τόσο στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους όσον και στους μεταγενέστερους. Ασφαλής βάσις για την Εκκλησία είναι τα θεόπνευστα βιβλικά κείμενα και οι μαρτυρίες των αγίων Πατέρων και όχι τα διάφορα πρόσωπα των καλλιτεχνών, τα οποία είναι δυνατόν πολλές φορές να χρησιμοποιούν την ελευθερία της καλλιτεχνικής τους έκφρασης, κατά τρόπο που δεν αποδίδει με πιστότητα και ακρίβεια την ζωή και την πράξη της Εκκλησίας. Εν πάση περιπτώσει οι αναπαραστάσεις αυτές,εάν υπάρχουν, καθόλου δεν συμφωνούν με τις ισχυρότατες αρχαιολογικές μαρτυρίες από τα αρχαία βαπτιστήρια. Τα βαπτιστήρια αυτά μαρτυρούν απολύτως και καταλυτικώς, ότι ο τρόπος του βαπτίσματος απ’ αρχής της ζωής της Εκλλησίας ήταν διά βυθίσεως στο νερό και όχι δι’ επιχύσεως, ή διά ραντίσματος. Γι’ αυτό άλλως τε ονομάστηκαν «βαπτιστήρια» και όχι «ραντιστήρια», ή «επιχυτήρια».
Τέλος ο συγγραφέας παραθέτει την μαρτυρία ενός πρωτοχριστιανικού βαπτιστηρίουτου 2ου αιώνος από μια Εκκλησία της Ναζαρέτ, το οποίο κατά τον συγγραφέα «ήταν υπερβολικά μικρό και στενό για να μπορεί να βυθισθεί άνθρωπος». Αφήνει έτσι στον αναγνώστη την ψευδή εντύπωση ότι στα αρχαία βαπτιστήρια το βάπτισμα γινόταν δι’ επιχύσεως ή ραντίσματος. Επειδή η εικόνα περί βαπτιστηρίων την οποία μας δίδει είναι παραπλανητική, παραθέτουμε στη συνέχεια ολίγα τινά περί βαπτιστηρίων, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα[3], τα οποία συνηγορούν απολύτως με όσα περί βαπτίσματος αναφέραμε παρά πάνω.
Τα αρχαία βαπτιστήρια, ονομαζόμενα στην Ανατολή και φωτιστήρια ή πηγές ιερών ναμάτων, στην δε Δύση baptisteria, ή titulibaptismales, εμφανίζονται ως αυτοτελή οικοδομήματα από τον 3ον αιώνα, κτισμένα συνήθως μέσα σε κατακόμβες, ή κοιμητήρια. Στους χρόνους των διωγμών ήταν απλά μεν ως προς την κατασκευή των, ευρύχωρα όμως ως προς το μέγεθος, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι «είχον ως πρότυπα τα ρωμαϊκα μαυσωλεία, τα οποία εχρησιμοποιούντο τότε προςενταφιασμόν των επισήμων Ρωμαίων, ως και τας Ρωμαϊκάςθέρμας».[4]Από του 4ου αιώνος, μετά την κατάπαυση των διωγμών, κτίζονται παραπλεύρως των ιερών ναών, επίσημα βαπτιστήρια, τα οποία ως προς το μέγεθος «ήσαν συνήθως ευρυχωρότατα, διά να δύνανται να βαπτίζονται εις αυτά συγχρόνως και εκατοντάδες ανθρώπων. Το τοιούτο εξαιρετικόν μέγεθος ερμηνεύεται εκ της επικρατήσεως του εθίμουτης ομαδικής βαπτίσεως καθ’ ορισμένας ημέρας του έτους και δη κατά τα Θεοφάνεια, το Μέγα Σάββατον και την Πεντηκοστήν».[5] Αρχαίο κείμενο, αναγόμενο στον 5ον αιώνα, ονομαζόμενο TestamentumDomini, μας δίδει τις εξής πληροφορίες σχετικά με τις διαστάσεις των βαπτιστηρίων: Το μήκος των ήταν «είκοσιν και ενός πήχεων, εις προεικόνισιν του πλήρους αριθμού των προφητών και πλάτος δώδεκα πήχεων, προς υποτύπωσιν των διά το κήρυγμα του ευαγγελίου καθορισθέντων».[6]Από την μαρτυρία αυτή «αποδεικνύεται ότι το εμβαδόν των βαπτιστηρίων της Συρίας υπερέβαινε τους 250 τετραγ. πήχεις».[7]
Με όσα παραθέσαμε παρά πάνω, σχετικά με το «βάπτισμα» των Παπικών, δεν φιλοδοξούμε να μεταστρέψουμε στην Ορθοδοξία τον αγαπητό κ. Κοντίδη. Όταν ένας άνθρωπος σκοτιστεί από την πλάνη και την πλάνη, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να έλθει εις επίγνωση της αληθείας. Τα παραθέσαμε για να δώσουμε την δυνατότητα στον πιστό λαό του Θεού, αφ’ ενός μεν να διακρίνει σαφέστερα, από μια άλλη σκοπιά τώρα, την πλάνη των παπικών και αφ’ ετέρου να στερεωθεί ακόμη περισσότερο στην φιλτάτη μας Ορθοδοξία.
Εν Πειραιεί τη 28η Απριλίου 2014
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ο υπεύθυνος
Αρχ. π. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος Θεολόγος
[1] Δημητρίου Κόκορη, Παπικές πλάνες, σύντομος έλεγχος και ανασκευή, Αθήναι 1996, σελ.51
[2] Στέργιου Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου, Ερμηνεία στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, Τομ. Β΄, σελ.235.
[3] Βλ. Θ.Η.Ε., Εκδ. Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1963, Τομ. 3, σελ. 603-604.
[4] Ο.π. σελ. 603.
[5] Ο.π. σελ. 603.
[6] Ο.π. σελ. 604.
[7] Ο.π. σελ. 604.
Πηγή: http://katanixis.blogspot.gr/2014/04/blog-post_28.html