Σε άρθρο του κ. Παναγιώτη Μπούμη, Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημοσιεύτηκε στη romfea.gr και που τιτλοφορείται ‘’Θετικά αποτελέσματα – βήματα της Πανορθοδόξου Συνόδου’’, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής, σχετικά με την αιρετική προσθήκη του filioque : «Η ολοκλήρωση και η τελική συμφωνία επ’ αυτού, νομίζουμε, είναι ευχερής και δυνατή εφ’ όσον ως επιστήμονες α) ακολουθήσομε τους κανόνες της γραμματικής των δύο βασικών γλωσσών Ελληνικής και Λατινικής, και β) διορθώσουμε τα μεταφραστικά λάθη στα σχετικά κείμενα της Αγίας Γραφής και του λατινικού Συμβόλου της Πίστεως». Επ’ αυτού κάνει σχετικό σχολιασμό των ρημάτων ‘’εκπορεύεσθαι και procedere’’.
Δεν μπορεί να παρουσιάζεται η αιρετική προσθήκη του Filioque, σαν αποτέλεσμα μεταφραστικού λάθους ή σαν λεκτική παρεξήγηση, ούτε φυσικά μπορεί κάποιος να παρουσιάσει την κακόδοξη προσθήκη σαν ‘’αδυναμία’’ της λατινικής γλώσσας να αποδώσει τον ρηματικό τύπο ‘’εκπορεύεται’’. Οι θεολογικές τοποθετήσεις των παπικών στο θέμα τούτο της αιρετικής προσθήκης του Filioque, καταδεικνύουν σαφώς ότι πρόκειται για θεολογική κακοδοξία και όχι λεκτική παρερμηνεία ή γλωσσική ‘’αδυναμία’’. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ομιλώντας περί του Αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού αναφέρει : «του εξ Ιταλών μεν έλκοντος το γένος, καταγνόντος δε της εκείνων κακοδοξίας και τη καθ’ ημάς Ορθοδόξω προσχωρήσαντος Εκκλησίας» (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά – Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,2).
Αν προστρέξει κανείς στην «Κατήχηση της καθολικής εκκλησίας» (Catechismo della Chiesa Cattolica) των Παπικών (Αρθρο 1, Εδάφια 245-248), θα διαπιστώσει την Παπική εμμονή στην αιρετική προσθήκη του Filioque, με την ανυπόστατη αναφορά ότι ‘’το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς την προσθήκη αυτή ανήκε στην Ανατολική όπως αναφέρει Παράδοση’’.
Αυτό καταρρίπτεται και από την Εκκλησιαστική Ιστορία. Τόσους αιώνες δεν είναι το Σύμβολο της Πίστεως που είχε θεσπίσει η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, που απαγγελόταν σε Ανατολή και Δύση, χωρίς την αιρετική προσθήκη; Η Εκκλησία είχε πάντοτε το Σύμβολο της Πίστεως που απαγγέλλομε εμείς οι Ορθόδοξοι. Αν ήταν γλωσσική παρερμηνεία και όχι θεολογική δογματική θέση, το πρόβλημα θα ελύετο για τους Έλληνες Παπικούς, των οποίων η μητρική γλώσσα είναι η ελληνική, και δεν θα απάγγελλαν το Σύμβολο της Πίστεως με την αιρετική προσθήκη του Filioque.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός της ύπαρξης Παπών ελληνικής καταγωγής, όπως του Πάπα Κλείτου (76-88), του Πάπα Ευάρεστου (97-105), του Πάπα Υγίνου (136-141), του Πάπα Ελευθέριου ή Ελεύθερου (175-189), του Πάπα Σίξτου (257-258), του Πάπα Ζώσιμου (417-418), του Πάπα Θεόδωρου Α΄ (γεννηθέντος στα Ιεροσόλυμα από Έλληνες γονείς) (642-649), του Πάπα Ιωάννη Στ΄ (687-705), αλλά και Παπών Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας. Το γεγονός αυτό δεν αφήνει περιθώρια γλωσσικών παρερμηνειών.
Η κύρια αιτία που έχουν αποκοπεί οι Παπικοί από την Εκκλησία ήταν η αιρετική προσθήκη του Filioque. Αυτό έγινε αιτία να θέσουν εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει το εξής : «το των Λατίνων φρόνημα, δι’ ο των της καθ’ ημάς Εκκλησίας απελήλανται περιβόλων» (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά – Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,1).
Ο λίβελλος τον οποίο κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος στις 15 Ιουλίου 1054, ως απεσταλμένος του Πάπα, το δογματικό αυτό θέμα του Filioque ανέφερε ως αιτία. Στον λίβελλο των Παπικών κατηγορούντο οι Ορθόδοξοι ως Πνευματομάχοι και Θεομάχοι, καθότι απόκοψαν από το σύμβολο της Πίστεως την αιρετική προσθήκη «και εκ του Υιού», που είχε θεσπίσει τάχα η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος.
«Η αίρεσις του Filioque», σημείωνει ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης «έχει τας συνεπείας της εις την εκκλησιαστικήν και την προσωπικήν ζωήν, αι οποίαι γίνονται επίσης ανθρωποκεντρικαί», και ότι «οι παρεκκλίσεις από την πίστιν δεν αλλοιώνουν την Θεολογίαν μόνο της Εκκλησίας, αλλά και διαστρέφουν και αυτήν την πνευματικήν και εκκλησιαστικήν ζωήν» (’Ορθοδοξία και Παπισμός). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν και την προέκταση της αιρετικής αυτής προσθήκης.
Η αναφορά επίσης σε ‘’λατινικό Σύμβολο της Πίστεως’’, δημιουργεί σε αρκετούς την εντύπωση της διαχρονικότητας. Η Εκκλησία είχε πάντοτε το Σύμβολο της Πίστεως που απαγγέλλομε εμείς οι Ορθόδοξοι. Ο Πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012 μ.Χ.) έβαλε την αυθαίρετη προσθήκη του filioque, ενώ προηγουμένως ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816 μ.Χ.) Ορθοδόξως την πολέμησε. «Ο μεν γαρ Πατήρ αναίτιος και αγέννητος· ου γαρ εκ τινος, εξ εαυτού γαρ το είναι έχει. Ο δε Υιός εκ του Πατρός γεννητώς. Το δε Πνεύμα το Άγιον και αυτό μεν εκ του Πατρός, αλλ’ ου γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς», αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
«Η και ‘’εκ του Υιού’’ εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος εισάγει την διαρχίαν ή τον ημισαβελλιανισμόν εις την Αγίαν Τριάδα, υποτιμά το Άγιον Πνεύμα και παραποιεί όλην την Τριαδολογίαν» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (’Ορθοδοξία και Παπισμός). Αλλού σημειώνει στο ίδιο σύγγραμμα : «Δια του Filioque η Δύσις προσεπάθησε να κατανοήσει ‘’λογικώς’’ το μυστήριον της Αγίας Τριάδος καταργούσα την αντινομίαν του Τριαδικού μυστηρίου και δεικνύουσα τον ανθρωποκεντρικόν χαρακτήρα της θεολογίας της». Η αιρετική προσθήκη του filioque αποτελεί μεγάλη κακοδοξία.
Πηγή: Ακτίνες