Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών και η περί των χριστιανών αλληλογραφία του Πλινίου μετά του αυτοκράτορος Τραϊανού
(σημ. Διαφωτιστικά στοιχεία για την ανακριτικη και τήν δικονομία των Ρωμαίων ειδωλολατρών κατά των Χριστιανών)
Αγουρίδη Σάββα, Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 3-9
Το 112 μ.Χ. ο Ρωμαίος διοικητής της Βιθυνίας Πλίνιος εις επιστολήν του προς τον Ρωμαίον αυτοκράτορα Τραϊανόν αναφέρει περί της εκρήξεως διωγμού κατά των χριστιανών εν τη επαρχία του, η οποία κατά τους χρόνους εκείνους περιελάμβανε πολυανθρώπους και ευημερούσας πόλεις. Εις τα ερωτήματα της αναφοράς του διοικητού απήντησεν ο αυτοκράτωρ δι ' επιστολής του (1). Προς ευκολίαν του αναγνώστου παραθέτομεν εν συνεχεία τα κείμενα (2). «Αποτελεί κανόνα, κύριε, τον οποίον απαρεγκλίτως τηρώ, να απευθύνωμαι προς υμάς οσάκις έχω αμφιβολίαν τινά · διότι ποίος άλλος είναι ικανώτερος να δώση απάντησιν εις τας απορίας μου, ή να πληροφόρηση την άγνοιάν μου; Επειδή ουδέποτε παρέστην εις δίκην αφορώσαν εις τους ομολογούντας τον χριστιανισμόν, αγνοώ όχι μόνον την φύσιν των εγκλημάτων ή το μέτρον της τιμωρίας των, αλλ ' ακόμη και το κατά πόσον επιτρέπεται να προχώρηση τις εις ανακρίσεις περί αυτών. Αγνοώ δηλ. αν συνήθως διάφορος είναι η μεταχείρισις των ενόχων αναλόγως της ηλικίας, ή αν ουδεμία πρέπει να γίνεται διάκρισις μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων ων η μετάνοια δικαιολογή την παροχήν συγγνώμης· ή αν η αποκήρυξις της πλάνης εις ουδέν ωφελεί εκείνον ο οποίος υπήρξε ποτέ χριστιανός· αν αυτή αύτη η ιδιότης του χριστιανού, χωρίς να συνοδεύεται από οιανδήποτε αδικοπραγίαν, ή μόνον τα συμφυή προς την ιδιότητα ταύτην εγκλήματα είναι τιμωρητέα. Περί όλων αυτών των ζητημάτων έχω ζωηράς αμφιβολίας. Εν τω μεταξύ η διαδικασία ην ηκολούθησα έναντι εκείνων, οίτινες προσήχθησαν ενώπιον μου ως χριστιανοί ήτο η εξής: Τους ηρώτων αν είναι χριστιανοί.
Αν ωμολόγουν, επανελάμβανα την ερώτησιν δις προσθέτων συγχρόνως και απειλάς. Δι ' όσους εξηκολούθουν να εμμένουν διέταξα την εκτέλεσίν των διότι είμαι πεπεισμένος ότι, οιαδήποτε και αν ήτο η φύσις των δοξασιών των, η πείσμων και άκαμπτος εμμονή των έχρηζε τιμωρίας. Υπήρξαν και άλλοι οι οποίοι προσήχθησαν ενώπιον μου κατεχόμενοι υπό της αυτής μωρίας· αλλ ' επειδή ήσαν Ρωμαίοι πολίται έκαμα την τυπικήν πράξιν, ώστε να σταλούν εις την πόλιν. Ταχέως, ένεκα αυτής ταύτης της ανακρίσεως, ως συμβαίνει συνήθως, αι καταγγελίαι επολλαπλασιάσθησαν και διάφοροι νέαι μορφαί αυτού του κακού ήλθον εις φως. Μου παρουσιάσθη ανυπόγραφος καταγγελία εναντίον πολλών προσώπων. Εκείνους οι οποίοι κατά την ανάκρισιν ηρνήθησαν ότι είναι χριστιανοί, ή ότι υπήρξαν ποτέ χριστιανοί, εθεώρησα ορθόν να απολύσω, αφού μετά από εμέ επανέλαβαν επίκλησιν προς τους θεούς και ετέλεσαν θρησκευτικήν ιεροτελεστίαν με οίνον και θυμίαμα προ του αγάλματός σου (το οποίον προς τον σκοπόν αυτόν είχον διατάξει να φέρουν μαζί με τα αγάλματα των θεών) και αφού επιπροσθέτως εβλασφήμησαν το όνομα του Χριστού (λέγεται δε ότι ουδείς εκ των όρων αυτών είναι ανεκτός δι ' όσους είναι πράγματι χριστιανοί). Εθεώρησα, λοιπόν, ορθόν να τους απολύσω. ʼλλοι εκ των καταγγελθέντων υπό του κατηγόρου ωμολόγησαν κατ' αρχάς ότι είναι χριστιανοί, αλλ ' αμέσως μετά ταύτα το ηρνήθησαν. Παρεδέχθησαν, πράγματι, ότι υπήρξαν χριστιανοί κατά το παρελθόν, αλλά διεβεβαίωσαν ότι είχον πλέον εγκαταλείψει αυτήν την πλάνην, τινές μεν προ τριών, τινές προ ικανών ετών, τινές δε προ είκοσι ολοκλήρων ετών. Όλοι προσεκύνησαν το άγαλμά σου και τας εικόνας των θεών βλασφημούντες συγχρόνως το όνομα του Χριστού.
Εβεβαίουν ότι όλη η ενοχή των ή η πλάνη των συνίστατο εις το ότι συνήρχοντο καθορισμένην ημέραν προ της ανατολής του ηλίου και απηυθύνοντο δια τινός μορφής προσευχής προς τον Χριστόν ως προς θεόν τίνα, δεσμεύοντες εαυτούς δι ' επισήμου όρκου όχι με σκοπόν την εκτέλεσιν εγκληματικού τινός σχεδίου, αλλά δια να μη διαπράξουν ποτέ απάτην, κλοπήν ή μοιχείαν, δια να μη παραβούν ποτέ τον λόγον των, ούτε να αρνηθούν οιανδήποτε εμπιστευτικην εργασίαν, αν ποτέ εκαλούντο να επωμισθούν τοιαύτην μετά ταύτα εσυνήθιζαν ν' απέρχωνται και να συγκεντρώνωνται εκ νέου δια να φάγουν μαζί αβλαβές δείπνον. Από την συνήθειαν αυτήν επίσης εδήλωσαν ότι απέσχον μετά την δημοσίευσιν διατάγματος μου δια του οποίου, συμφώνως προς τας εντολάς σας, είχον απαγορεύσει τους πολιτικούς συλλόγους (Η etarias ). Όταν έλαβα τας πληροφορίας αυτάς, έκρινα έτι μάλλον αναγκαίον να προσπαθήσω ν' αποσπάσω την αλήθειαν υποβάλλων εις βασανιστήρια δύο δούλας, περί των οποίων ελέγετο ότι διηκόνουν κατά τας Ιεράς τελετάς των. Δεν ηδυνήθην όμως να ανακαλύψω τίποτε περισσότερον ή μωράν και υπέρογκον δεισιδαιμονίαν. Δια τούτο εθεώρησα ορθόν ν' αναβάλω κάθε περαιτέρω ενέργειαν επί του θέματος αυτού δια να συμβουλευθώ υμάς. Εφάνη δε εις εμέ το θέμα άξιον λόγου) δια να ζητήσω την συμβουλήν σας, ιδία ένεκα του αριθμού εκείνων οι οποίοι τελούν εν κινδύνω · διότι πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξεως, εξ αμφοτέρων των φύλων, έχουν καταγγελθή ή πρόκειται να καταγγελθούν, αφού η μεταδοτική αυτή δεισιδαιμονία δεν περιορίζεται μόνον εις τας πόλεις, αλλ ' έχει εξαπλώσει το μόλυσμά της και μεταξύ των χωρίων της υπαίθρου. Φαίνεται εν τούτοις ότι είναι ακόμη δυνατόν να θεραπευθή το κακόν και να περιορισθή. Οι ναοί, τουλάχιστον, οι οποίοι ήσαν κάποτε σχεδόν ερημωμένοι, αρχίζουν τώρα να συχνάζωνται, αι δε ιεραί τελεταί, μετά από ένα μακρόν διάλειμμα, ανεβίωσαν πάλιν, ενώ παρατηρείται γενική ζήτησις θυμάτων, τα όποια μέχρι προ τίνος δεν εύρισκαν παρά ολίγους αγοραστάς. Ως εκ τούτου είναι εύκολον να φαντασθή τις πόσοι θα ηδύναντο να εγκαταλείψουν αυτήν την πλάνην, αν παρείχετο συγγνώμη εις όσους ήθελαν μετανοήσει». Η απάντησις του Τραϊανού έχει ως εξής:
« Ηκολουθήσατε την ορθήν οδόν, Σεκούνδε μου, εις τον χειρισμόν των περιπτώσεων των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι σας κατηγγέλθησαν ως χριστιανοί, διότι είναι αδύνατον να θέση τις γενικήν τινα αρχήν, η οποία να δύναται να λαβη τελικήν τινα διατύπωσιν. Δεν πρέπει ν' αναζητώνται (οι χριστιανοί). Όταν καταγγέλλωνται και αποδεικνύονται ένοχοι, πρέπει να τιμωρούνται με τον εξής περιορισμόν οιοσδήποτε ήθελεν αρνηθή ότι είναι χριστιανός και ήθελεν αποδείξει τούτο εμπράκτως, δηλ. δια της προσφοράς θυσίας εις τους θεούς μας, οσονδήποτε ύποπτος και αν υπήρξεν εις το παρελθόν, δύναται να τύχη συγγνώμης δια την μετάνοιάν του. Ανώνυμοι όμως καταγγελίαι δεν πρέπει να γίνωνται αποδεκταί δι ' οποιονδήποτε είδος κατηγορίας· διότι τούτο θ' απετέλει πολύ ολέθριον προηγούμενον και, εκτός τούτου, είναι ασύμφωνον προς την νοοτροπίαν της εποχής μας».
Επειδή η εκ των αρχών του β' αιώνος αλληλογραφία αύτη αποτελεί την παλαιοτέραν μαρτυρίαν περί της θέσεως του ρωμαϊκού κράτους έναντι του χριστιανισμού και επειδή εξ αυτής μανθάνομεν τόσον πολλά περί της καταστάσεως όχι μόνον εν τη Εκκλησία της Βιθυνίας κατά την πρώϊμον ταύτην περίοδον αλλ ' εν τη Εκκλησία καθόλου, καθίσταται περιττόν κάθε σχόλιον περί της σπουδαιότητος των δύο τούτων επιστολών. Αι μαρτυρίαι του β' και γ' αιώνος καθιστούν σαφές ότι αι διώξεις των χριστιανών μέχρι του Δεκίου εγίνοντο βάσει του rescriptum του Τραϊανού, βάσει δηλ. της απαντήσεως του αυτοκράτορος τούτου εις την επιστολήν του Πλινίου. Πρόκειται περί βασικού δια την ιστορίαν των χρόνων εκείνων εγγράφου. Ημείς όμως εις την παρούσαν εργασίαν ενδιαφερόμεθα δι ' όσα έχουν να μας ειπούν τα δύο κείμενα περί των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους προ της κρίσεως εν Βιθυνία, κατά τους δύο πρώτους εναντίον των χριστιανών διωγμούς επί Νέρωνος και επί Δομιτιανού. Μετά την αλληλογραφίαν Πλινίου - Τραϊανού περί των χριστιανών και μετά την δημοσίευσιν της απαντήσεως ή του rescriptum του Τραϊανού η κατάστασις ως προς τας σχέσεις ρωμαϊκού κράτους και Εκκλησίας είναι κατά το μάλλον ή ήττον σαφής. Τελείως ασαφής είναι κατά την περίοδον από του Νέρωνος μέχρι της κρίσεως εν Βιθυνία. Πιστεύομεν ότι, αν ίδωμεν την σκοτεινήν αυτήν περίοδον υπό το φως της αλληλογραφίας Πλινίου - Τραϊανού, θα δυνηθώμεν να εννοήσωμεν καλύτερον τας πολλαπλώς μαρτυρουμένας συγκρούσεις κράτους και Εκκλησίας κατά τους χρόνους του Νέρωνος και του Δομιτιανού. Το θέμα τούτο, ο χαρακτήρ δηλ. των κατά της Εκκλησίας διωγμών του α' αιώνος, δεν ενδιαφέρει μόνον τον γενικόν έκκλησιαστικδν ιστορικόν ενδιαφέρει όλως ιδιαιτέρως και τον ερμηνευτήν της Κ. Διαθήκης. Νεώτεροι τίνες κριτικοί συσχετίζουν την κατάστασιν εν Βιθυνία περί το 111 -112 μ. Χ. προς την κατάστασιν ην, κατ' αυτούς, αντιμετωπίζει δ συγγραφεύς της Α' Επιστολής Πέτρου (3). Εκτός δε του διωγμού ον αντιμετωπίζουν οι αναγνώσται της Α' Πέτρου, περί διωγμών γίνεται λόγος εις διάφορα κείμενα της Κ. Διαθήκης, εκ των οποίων άλλα μεν συνδέονται υπό των ερευνητών προς τον διωγμόν του Νέρωνος, άλλα δε προς τον διωγμόν του Δομιτιανού.
Τα επιχειρήματα κατά της γνησιότητος της αλληλογραφίας Πλινίου - Τραϊανού περί των χριστιανών δεν είναι ισχυρά. Το σοβαρώτερον σχετίζεται προς τον μεγάλον αριθμόν των χριστιανών, ον προϋποθέτει η ερήμωσις των ειδωλολατρικών και η μη πώλησις των θυμάτων δια τας θυσίας, περί ων κάμνει λόγον o Πλίνιος εις την επιστολήν του, ενώ είναι βέβαιον ότι κατά τους χρόνους του Ωριγένους οι χριστιανοί εν τη περιοχή της Βιθυνίας ήσαν συγκριτικώς ολίγοι. Αλλά της ερημώσεως των ιερών δεν πρέπει να θεωρηθή ως η μόνη και δη και ως η κυρία αιτία ο χριστιανισμός. Ο Λουκιανός παρετήρει σχετικώς προς την εξαφάνισιν της ειδωλολατρείας εν Βιθυνία ότι ο Πόντος είναι γεμάτος από άθεους και χριστιανούς. Και ως άθεους μεν θεωρεί τους οπαδούς του Επικούρου, τους δε χριστιανούς θεωρεί ως αιτίους της καταστροφής της ειδωλολατρείας, διότι ετόνιζαν την μωρίαν των ειδώλων (4). Η παρατήρησις όμως αυτή του Λουκιανού δεν εξηγεί την κατάστασιν κατά τους χρόνους του Πλινίου εν Βιθυνία.
Πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν ότι υπήρχαν και Ιουδαίοι εις την περιοχήν, πολυαριθμότεροι ίσως των χριστιανών, και πολλοί ειδωλολάτραι, οι οποίοι, λόγω της κοινωνικής και θρησκευτικής κρίσεως, δεν εσύχναζαν εις τα ιερά. Πολλοί δηλ. δεν είχαν ακόμη προχωρήσει τόσον εις την αντίθεσιν των προς την καθεστηκυίαν θρησκείαν και τάξιν, ώστε να γίνουν μέλη παρανόμων οργανώσεων ολίγοι σχετικώς είχαν κάμει το τολμηρόν αυτό βήμα. Οι πλείστοι όμως, όπως συμβαίνει συνήθως εις τας περιπτώσεις αυτάς, εδείκνυον πλήρη αδιαφορίαν προς την κρατούσαν θρησκείαν λόγω της συνδέσεως της προς το κράτος. Έπειτα, ας σημειωθή ότι το ιερατείον και οι περί το εμπόριον των θυσιών ασχολούμενοι υπερέβαλλαν πάντοτε την υπάρχουσαν κρίσιν ενώπιον των διοικούντων, προκειμένου να αποσπάσουν αποφάσεις εναντίον διαφόρων θρησκευτικών ανταγωνιστικών ιδεών. Τοιούτον παράδειγμα παρέχει εις τας Πράξεις των Αποστόλων ο αργυροκόπος Δημήτριος (19,23 εξ.). Εξ άλλου, καθώς πιστεύει ο Harnack, ο Πλίνιος θέλει να δικαιολόγηση την πολιτικήν της επιεικείας, ην φαίνεται να προτείνη εις τον Τραϊανόν, και δια τούτο παρουσιάζει το κακόν ως πολύ εκτεταμένον (5).
Το επιχείρημα καθ' ο ο Πλίνιος δεν κάμνει λόγον περί των χριστιανών εις άλλην επιστολήν του και αναμένει την παρέλευσιν ενός περίπου έτους δια να φέρη το θέμα προ του Τραϊανού, δεν είναι ισχυρότερον του προηγουμένου. Ο Πλίνιος, ως φαίνεται, ήλθεν εις σύγκρουσιν προς την Εκκλησίαν ένεκα της αυστηράς εφαρμογής του διατάγματος του περί απηγορευμένων εταιριών (« collegia »). Αυτή αύτη η ύπαρξις της Εκκλησίας ήτο δι ' αυτόν παράνομος, ασχέτως αν αι ανακρίσεις παρουσίαζαν τον χριστιανισμόν, κατά τας απόψεις της πεφωτισμένης ρωμαϊκής αριστοκρατίας, ως απλήν « δεισιδαιμονίαν ». Φαίνεται, λοιπόν, ότι ανέμενεν ο Πλίνιος να ιδή τα αποτελέσματα μετά την έκδοσιν του διατάγματος του περί των πολιτικών συλλόγων και τότε να επιληφθή του θέματος. Τα αποτελέσματα υπήρξαν τοιαύτα, ώστε η ουσία της επιστολής του να συνίσταται εις την πρότασιν, μετά την υπ' αυτού ανάληψιν της διοικήσεως της επαρχίας και την βελτίωσιν των όρων της ζωής, να δοθή ευκαιρία μετανοίας εις τους χριστιανούς. Η συνιστώμενη επιείκεια, αν και αντίθετος προς βασικήν αρχήν του ρωμαϊκού δικαίου, εφαίνετο ως η πλέον σκόπιμος αντιμετώπισις του προβλήματος υπό τας νέας συνθήκας της διοικήσεως της επαρχίας υπό του Πλινίου και των επελθουσών βελτιώσεων.
Την επιεική αυτήν διάθεσιν διακρίνει τις και κατά τας ανακρίσεις των χριστιανών υπό του Πλινίου. Ήρκει π.χ. η δήλωσις ότι ουδέποτε τις υπήρξε χριστιανός δια να γίνη άνευ περαιτέρω διατυπώσεων πιστευτός. Δεν προσπαθεί ο ανακριτής να εξακρίβωση την αλήθειαν της δηλώσεως, προφανώς διότι η επιθυμία του είναι ν' απόσπαση όσον το δυνατόν περισσοτέρας τοιαύτας δηλώσεις. Τον απασχολεί δε όλως ιδιαιτέρως η κατηγορία εκείνων εκ των καταγγελθέντων ως χριστιανών, οι οποίοι ανεγνώρισαν ότι υπήρξαν ποτέ χριστιανοί, αλλ ' επιθυμούν ν' αποκαταστήσουν τας σχέσεις των με το κράτος. Δεν θα ήρκει δια την αποκατάστασιν αυτήν η απλή δήλωσις μετανοίας, δηλ. η επίσημος άρνησις του Χριστού; Επομένως, ήτο ο ιδιότυπος χαρακτήρ του χριστιανισμού ως απηγορευμένης εταιρίας υπεύθυνος δια την καθυστέρησιν του ν' απευθυνθή εις τον αυτοκράτορα προς επικύρωσιν της πολιτικής του.
Είναι πολλά και ποικίλα τα θέματα τα οποία θέτουν προ του ερευνητού του αρχικού χριστιανισμού αι δυο επιστολαί. Το κύριον, βεβαίως, θέμα των επιστολών είναι η σχέσις Εκκλησίας και κράτους κατά τας αρχάς του β' αιώνος μ. Χ. Κατά την μη επιδεχομένην αμφισβήτησιν μαρτυρίαν της περί των χριστιανών αλληλογραφίας Πλινίου - Τραϊανού, οι χριστιανοί διώκονται εν Βιθυνία ως μέλη απηγορευμένης εταιρίας. Ερωτάται, τώρα, μήπως δια τον αυτόν λόγον εδιώχθησαν οι χριστιανοί και επί Νέρωνος και Δομιτιανού. Είναι δυνατόν εκ της εν λόγω αλληλογραφίας εκκινούντες να οδηγηθώμεν εις την εγγυτέραν πως γνώσιν του τι ακριβώς συνέβη κατά τας κρίσεις επί Νέρωνος και επί Δομιτιανού, αφού αι περί αυτών πληροφορίαι μας είναι τόσον ασαφείς; Εκ των σχέσεων πολιτείας και Εκκλησίας, ως αύται διαγράφονται εν τη αλληλογραφία, είναι δυνατόν να αρυσθώμεν τι περί του χαρακτήρος των κατά των χριστιανών διωγμών του α' αιώνος; Εξ άλλου, ωρισμένα σημεία της αλληλογραφίας θα ηδυνάμεθα να ίδωμεν άλλως πως, αν εγνωρίζαμεν τι περίπου συνέβη κατά τους επί Νέρωνος και επί Δομιτιανού διωγμούς. Μη γνωρίζοντες σαφώς τα κατ' αυτούς αδυνατούμεν να είπωμεν τι αποτελεί νέον και τι καθιερωμένην πράξιν εις την μεταχείρισιν των χριστιανών υπό του κράτους κατά τους χρόνους του Τραϊανού.
Πολλαί π.χ. συζητήσεις ε γένοντο κατά το παρελθδν περί του αν η άπάντησις ή το rescriptum του Τραϊανού ήτο προστατευτικόν δια τους χριστιανούς, αφού συνέστησεν εις τον Πλίνιον να μη καταζητή τους χριστιανούς και να μη δέχεται ανωνύμους κατηγορίας, ή έδωκε το έναυσμα του πλέον σκληρού κατά των χριστιανών διωγμού. Εις τοιαύτα ερωτήματα δεν δύναται τις να απάντηση χωρίς την αναδρομήν εις τους δύο προηγουμένους διωγμούς κατά των χριστιανών. Βεβαίως, αι γνώσεις μας ως προς τους διωγμούς του α' αιώνος είναι πλέον ή ασαφείς. Πως, λοιπόν, δια των ασαφών περί αυτών γνώσεων μας είναι δυνατόν να διαφωτισθώμεν περί των συμβάντων εν Βιθυνία το 112 μ. Χ., περί ων έχομεν θετικωτέρας και πλέον σαφείς μαρτυρίας; Δυστυχώς, η μόνη μέθοδος μελέτης του θέματος, η οποία απομένει εις τον ερευνητήν, είναι αυτή· να ιδή δηλ. τα γεγονότα επί Νέρωνος και Δομιτιανού με την βοήθειαν των γνώσεων μας περί των συμβάντων εν Βιθυνία επί Πλινίου, έπειτα δε τα τελευταία αυτά γεγονότα με την βοήθειαν των πορισμάτων περί των δύο μεγάλων διωγμών του α' αιώνος. Αυτός είναι ο σκοπός της παρούσης εργασίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) E. G. Hardy, C. Plinii Caecilii Secundi Epistolae ad Trajanum imperatorem cum eiusdem responses, ed. With Notes and Introductory Essays, London Macmillan 1889, σελ. 49-51.
(2) Μετάφρασιν αυτών εξεπόνησε και ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Η Ρωμαϊκή Πολιτεία και ο Χριστιανισμός μέχρι των μέσων του Γ' αιώνος, εν «Θεολογία» Α' 1923 και Β' 1924. Η απόδοσις του κειμένου, την οποίαν ημείς δεχόμεθα, διαφέρει εις τινα σημεία της του Χρυσοστ. Παπαδοπούλου.
(3) F. W. Beare, The First Epistle of Peter, Blackwell's, Ο xford 1961.
(4) Βλ. Philipp Carrington, The Early Christian Church, Cambridge 1957, I, σελ. 433.
(5) Die Mission und Ausbreitung des Christentums, σελ. 546.
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_texts.asp&main=texts&file=24.htm