Ομιλία του Μακ. Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου στην Πάτρα κατά την εορτή του Απ. Ανδρέου
Eυχαριστώ τον Κύριον διότι μου επέτρεψε να έλθω εδώ, στην Πάτρα, πόλη που κατέχει την πλέον εξέχουσα θέση στην ιστορία της χριστιανικής Ελλάδος, να συλλειτουργήσω ενώπιον της Τιμίας Κάρας και του Σταυρού του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων αγίου Ανδρέου με τον άγιον Επίσκοπον της αγιωτάτης Εκκλησίας των Πατρέων και άλλους σεβασμίους Ιεράρχες, και να ομιλήσω σε σας, τέκνα του Θεού αγαπημένα, ευλογημένα από την μυστική ευωδία των ιερών λειψάνων.
Αγία και χαρμόσυνη η ημέρα αυτή για όλους τους Ορθοδόξους και ιδιαιτέρως για τους Έλληνες. Επειδή σήμερα τιμούμε τη μνήμη του αγίου Αποστόλου δια του οποίου ο Κύριος έστειλε την ευλογία Του στο γένος των Ελλήνων. Σήμερα λοιπόν, έχουμε υποχρέωση να δούμε με ποιούς τρόπους έδειξε ο Κύριος την ευλογία Του σε μας, και πέρα απ’ αυτό, να δούμε ποιά πρέπει νάναι τα βήματά μας έχοντας επί της κεφαλής μας τη χάρη του Κυρίου.
Τα όσα θα σας πω δεν έχουν τίποτε κοινό με τους εθνικισμούς και τις μάταιες ιδεολογίες του κόσμου τούτου. Έχουν μόνη μέριμνα να δείξουν το θέλημα του Κυρίου και την ευθύνη του χριστιανού στον οποίο δόθηκε ιδιαιτέρα ευλογία.
Όλοι οι χριστιανοί γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο, ότι όλα όσα γίνονται και όλα όσα δεν γίνονται εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της Θείας Οικονομίας: «Πάντα δι αυτού [του Λόγου του Θεού] εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν».[1] Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ενανθρωπίστηκε ως ένας τυπικός και παραδοσιακός Εβραίος, καταγόμενος εκ της γενεάς του προφητάνακτος Δαβίδ. Όχι μόνο μιλούσε την παραδοσιακή γλώσσα των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης την εποχή εκείνη, αλλά σε όλα Του έμοιαζε με χαρακτηριστική μορφή της Παλαιάς Διαθήκης. Κι αυτό έγινε διότι ο Κύριος δεν ήλθε να καταργήσει ως ξεπερασμένο τον Νόμο που έδωσε στο αρχαίο γένος του Αβραάμ και του Ισαάκ, αλλά να τον ολοκληρώσει πληρώνοντας Αυτός με το αίμα Του το τίμημα της σωτηρίας μας από την παράβαση του Νόμου. Ο Κύριος ενανθρωπίστηκε ως Εβραίος επειδή ήθελε να φανερώσει την αλήθεια της προφητείας και να τιμήσει πλήρως την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ισραήλ.
Αλλά οι Εβραίοι της εποχής της ενανθρωπήσεως δεν ήσαν όμοιοι με τα παιδιά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Τον πυρσό του ελληνικού πνεύματος τον είχαν ήδη μεταφέρει οι Έλληνες του Αλεξάνδρου σε όλες τις χώρες της Βίβλου έως την πύλη της Ινδίας. Η επίδραση του ελληνικού πνεύματος επάνω στους λαούς ήταν μεγάλη. Η ελληνική γλώσσα έγινε οικουμενική. Οι περισσότεροι λαοί μιλούσαν την ελληνική παράλληλα με τη μητρική τους γλώσσα. Το ίδιο ίσχυε και για τους Εβραίους: πολλοί από αυτούς μιλούσαν και εβραϊκά και ελληνικά. Πάρα πολλοί τα χρόνια εκείνα ήσαν «ελληνίζοντες Ιουδαίοι» (όπως οι παραδοσιακοί τούς αποκαλούσαν), μιλούσαν δηλαδή άνετα την ελληνική γλώσσα, είχαν ελληνικά ονόματα, ντύνονταν όπως οι Έλληνες, είχαν οικογενειακή φιλία με Έλληνες, έμεναν όμως πιστοί Ιουδαίοι.
Ένας από αυτούς ήταν ο Απόστολος Ανδρέας, το ελληνικότατο όνομα του οποίου προέρχεται από την λέξη ανδρεία. Ο Ανδρέας ήταν πιστός νέος, αλλά είχε απωθήσει τον φαρισαϊσμό, την ιουδαϊκή τυπολατρεία, την άψυχη ευσέβεια που μένει καρφωμένη στον Νόμο απομακρύνοντας τον άνθρωπο από τον Θεό. Ανήσυχη η ψυχή του, είχε βρεί την αληθινή πνευματικότητα στο τίμιο πρόσωπο του Βαπτιστού Ιωάννου. Εκεί βρισκόταν, μαζί με έναν χωριανό του που θα γινόταν αργότερα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον Ιησού.
Και ο Ιησούς εκάλεσε πρώτον εξ όλων αυτόν, τον ελληνίζοντα πιστόν. Έτσι αρχίζει η Ώρα της διακονίας του Κυρίου, έτσι αρχίζει να συντάσσεται η Καινή Διαθήκη, έτσι αρχίζει την πορεία της η εν τω κόσμω Εκκλησία: με την κλήση του πρώτου Αποστόλου, του Ανδρέα.
Αυτό το νεύμα του Θεού προς τον Ελληνισμό, είχε πολύ γρήγορα συνέχεια. Ήλθαν Έλληνες και ζήτησαν από τον Φίλιππο, επίσης ελληνίζοντα Απόστολο καθώς το όνομά του δείχνει, να δουν τον Κύριο: «θέλομεν τον Ιησούν ιδείν»[2], είπαν. Ο Φίλιππος τους οδηγεί στον Ανδρέα, λέγοντάς του τι ζητούν. Κι ο Ανδρέας επικουρούμενος από τον Φίλιππο, θέτει τους Έλληνες υπό την προστασία του και τους φέρνει στον Ιησού μεσιτεύων υπέρ αυτών.
Ακολούθησε το επόμενο νεύμα: μετά την Πεντηκοστή, οι Απόστολοι είχαν αναθέσει τη φροντίδα της μικρής χριστιανικής κοινότητας στους παραδοσιακούς Εβραίους. Αλλά «πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους». Οι Απόστολοι, θέλοντες να γαληνεύσουν την Εκκλησία, ζήτησαν από τους χριστιανούς να εκλέξουν επτά άνδρες «πλήρεις πνεύματος και σοφίας» οι οποίοι να αναλάβουν τη διοίκηση. Ας προσεχθή αυτό: έγιναν εκλογές, κάτι εντελώς ξένο προς τα εβραϊκά ήθη αλλά λογικό κατά το έθος των Ελλήνων. Και τις εκλογές αυτές τις κέρδισαν όλοι οι Ελληνιστές, με ηγέτη τους τον Στέφανο, τον πρώτον μάρτυρα του χριστιανισμού.[3]
Την προς τους Έλληνες ευμένειά Του ο Κύριος θα φανερώσει εξεχόντως με την αποστολή του θειοτάτου Παύλου στην Ελλάδα. Ο Παύλος και ο Ανδρέας είναι οι Απόστολοι που εργάσθηκαν στα ελληνικά χώματα περισσότερον παντός άλλου.
Την υπέρ Ελλήνων μεσιτεία του ο Πρωτόκλητος δεν εγκατέλειψε ποτέ. Το αποστολικό του έργο είναι άρρηκτα δεμένο με τον Ελληνισμό. Μετά την Πεντηκοστή, άρχισε το αποστολικό του έργο φέρνοντας τους Έλληνες ενώπιον του Κυρίου: πήγε στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας, κηρύττοντας στους Πόντιους αδελφούς μας. Μίλησε στη Σαμψούντα, στην Τραπεζούντα, στην Ηράκλεια, κήρυξε στις πόλεις της Ιωνίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του τον Ελληνισμό που ζούσε στις αλησμόνητες σήμερα πατρίδες μας. Εβάπτιζε Έλληνες, και τους έφερνε έτσι ενώπιον του Κυρίου πρεσβεύων ενθέρμως υπέρ αυτών. Ίδρυσε τις περισσότερες Εκκλησίες των Ελλήνων σε όλες σχεδόν τις αγαπημένες πατρίδες μας, με κορωνίδα την ίδρυση της Εκκλησίας του Βυζαντίου, που ο Κύριος ανήγαγε σε Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ευλογών τους Έλληνες που ο Πρωτόκλητος παρουσίασε ενώπιόν Του, είπεν ο Κύριος: «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου»[4].
Δεν είμαστε τόσον σημαντικοί ώστε ο Θεός να θεωρήσει ότι ήλθε η ώρα να δοξασθεί επειδή εμείς τον αναγνωρίσαμε. Αλλά το βλέμμα του Κυρίου διαπερνά πάντα τα άδηλα και τα κρύφια, διαπερνά τον χρόνο και την ιστορία του ανθρώπου, αφού δεν υπάρχει χρόνος γι Αυτόν.
Είδεν ο Κύριος στην προσέλευση των Ελλήνων αυτά που οι προσερχόμενοι δεν μπορούσαν να δουν.
Είδεν πρώτον τη βαθειά πίστη των Ελλήνων, καθώς διά στόματος Αποστόλου Παύλου επιβεβαίωσε: «κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ»,[5] δεισιδαιμονεστέρους δε σήμαινε τότε αυτούς που έχουν στραμμένη την προσοχή τους εις τα θεία.
Είδεν ο Κύριος την πνευματικότητά τους, που με την κορυφαία τους δημιουργία, τη φιλοσοφία, τους έκανε ικανούς να προσλαμβάνουν και να αναλύουν υπερβατικές έννοιες. Ένας από τους πρώτους μεγάλους χριστιανούς απολογητές, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, δεν διστάζει να πει ότι η φιλοσοφία είχε για τους Έλληνες τον ρόλο που είχε στους Εβραίους η Παλαιά Διαθήκη: «επαιδαγώγει γαρ και αυτή το Ελληνικόν ως ο νόμος τους Εβραίους εις Χριστόν».[6]
Είδεν ότι η ελληνική γλώσσα, το ακριβέστατο αυτό όργανο, είναι η κατάλληλη γλώσσα για τη σύσταση της χριστιανικής θεολογίας. Γράφει ο Μέγας Βασίλειος σε μία χαρακτηριστική επιστολή του, ότι «οι της Δύσεως αδελφοί», οι Λατινόφωνοι, αντιλαμβανόμενοι «το στενόν της εαυτών γλώττης» χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα για να μπορούν να θεολογούν «εν τη ευκρινεί και ασυγχύτω διαστάσει των ονομάτων».[7]
Και πράγματι, χάριτι θεία, η διδασκαλία του Κυρίου, το Ευαγγέλιό Του στους ανθρώπους όλων των λαών κι όλων των αιώνων, καθώς επίσης ολόκληρο το λεπτό μα θεοφώτιστο θεολογικό δένδρο του χριστιανισμού, διατυπώθηκε εξ ολοκλήρου στην ελληνική γλώσσα. Ο Κύριος ενανθρωπίστηκε ως Ιουδαίος ώστε να πληρωθεί ο Νόμος και να δικαιωθούν οι Προφήτες, αλλά η νέα Διαθήκη του Θεού προς τον άνθρωπο, η Διαθήκη της Αναστάσεως και η Αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, ανετέθη εξ ολοκλήρου στους Έλληνες.
Από τα 27 κείμενα της Καινής Διαθήκης, μόνο το πρώτο, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, γράφτηκε πρωτοτύπως στην αραμαϊκή γλώσσα για να χρησιμεύσει ως γέφυρα από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Όλα τα άλλα κείμενα, με συγγραφείς Ιουδαίους (τους Αποστόλους και τους μαθητές τους), γραμμένα κάτω από τις πιό διαφορετικές συνθήκες και για διάφορους λόγους, γράφτηκαν όλα πρωτοτύπως στην ελληνική γλώσσα.
Κι όχι μόνον αυτό: η θεολογική σκέψη, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που θεμελίωσαν τον χριστιανισμό κατά τους πρώτους αιώνες, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα και την πνευματική οικοδομή της ελληνικής φιλοσοφίας.
Μυστήριον παράδοξον: γιατί ο Θεός πήρε από τα χέρια των Εβραίων τη διδασκαλία Του και την ανέθεσε στους Έλληνες; Γιατί η Καινή Διαθήκη δεν είναι και αυτή ένα μέρος της εβραϊκής θρησκείας;
Την πρώτη, την Παλαιά Διαθήκη Του ο Θεός την παραδίδει στον Νώε μετά τον Κατακλυσμό: «Τούτο το σημείον της διαθήκης ό εγώ δίδωμι ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης».[8] Δεν μιλά ο Θεός ειδικά για μία φυλή. Μιλά για τον άνθρωπο γενικά. Στον Νώε ο Θεός υποσχέθηκε ότι δεν πρόκειται να ξανακαταραστεί την γή για τις ανομίες των ανθρώπων. Άρα, πρόκειται για διαθήκη αρνητική: ορίζει ότι δεν θα καταστρέψει για δεύτερη φορά.
Ακολούθησε η ιδιαιτέρα διαθήκη, την οποία ο Θεός συνάπτει με τον Αβραάμ. Η διαθήκη τώρα αποκτά θετικό περιεχόμενο. Ορίζεται πλέον γιατί και ποιοί άνθρωποι θα έχουν την ευλογία του Θεού: το σπέρμα Αβραάμ, υπό τον όρον ότι ακολουθεί τον Νόμον του Θεού. Και ως σημείο τηρήσεως του Νόμου εισάγεται η περιτομή: «περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εν σημείω διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών».[9]
Στην Καινή Διαθήκη, όμως, αίρεται η κυριαρχία του Νόμου και εισάγεται η διά της χάριτος σωτηρία. Το τίμημα της σωτηρίας δεν το πληρώνει πλέον ο άνθρωπος, έστω συμβολικώς δια του αίματος της περιτομής. Το πληρώνει εξ ολοκλήρου ο ίδιος ο Θεός για μας, με το δικό του αίμα. Αντί της ανθρώπινης ακροβυστίας, έχουμε το Θείον Πάθος. Με τον τρόπο αυτόν όμως, καταργείται η Διαθήκη του αίματος: το σπέρμα Αβραάμ δεν μετριέται πιά εξ αίματος αλλά εκ πίστεως.
Δεν πρόκειται λοιπόν για απόρριψη της εβραϊκής φυλής και υιοθεσία της ελληνικής. Πρόκειται για το γεγονός ότι ο Θεός χαρίζει σε κάθε άνθρωπο την σωτηρία του, εφ όσον ο άνθρωπος ανοίξει όλη την καρδιά του και δεχθεί την θυσία Εκείνου.
Ο Κύριος είχε ήδη τονίσει και είχε δείξει με θαυματουργικό τρόπο ότι το να είσαι Εβραίος δεν αποτελεί προϋπόθεση για να πιστεύεις στον Θεό, κι ότι το σπέρμα Αβραάμ δεν είναι πιά φυλετική έννοια. Όχι μόνο δέχθηκε και άκουσε με προσήνεια τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, αλλά στραφείς στους μαθητές Του εξήγησε: «αμήν λέγω υμίν, παρ’ ουδενί τοσαύτην πίστην εν τω Ισραήλ εύρον. Λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας [οι Εβραίοι] εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον». Και γυρνώντας στον Ρωμαίο, του απάντησε με μία φράση που αποτελεί την πεμπτουσία της Καινής Διαθήκης: «ύπαγε, ως επίστευσας γενηθήτω σοι».[10]
Σαφέστατο ήταν και το όραμα του Αποστόλου Πέτρου στην Ιόππη, με το οποίο ο Θεός τον βοήθησε να ξεπεράσει την εμμονή στην εβραϊκή παράδοση, και να ανοίξει την Εκκλησία του Χριστού σε όλα τα έθνη: «Ανοίξας δε ο Πέτρος το στόμα είπεν: επ’ αληθείας καταλαμβάνομαι ότι ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ’ εν παντί έθνει ο φοβούμενος Αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός Αυτώ εστιν».[11]
Παράλληλα, ο Κύριος είχε διανοίξει το πνεύμα των Ελλήνων: το δωδεκάθεο είχε ξεπέσει και ο ελληνικός στοχασμός αναζητούσε τον Ένα Θεό. Αυτό επέτρεψε στον Απόστολο Παύλο να δηλώσει στους Αθηναίους ότι είδε τον σεβασμό τους στον έναν άγνωστο Θεό, και ότι «ό ούν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ καταγγέλω υμίν»[12], δηλαδή κηρύττω σε σας. Η προσκόλληση σε εθνικισμούς είχε εγκαταλειφθεί, ενώ η πολυτέλεια και η διαφθορά ήταν στόχοι σφοδρής πολεμικής: οι φιλόσοφοι δίδασκαν ότι δεν μπορεί να αρέσκεται σε αυτά ο Θεός.
Από ετών πολλών διατυπώνεται από αθέους ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες απομακρύνθηκαν από την ειδωλολατρία βιαίως, έπειτα από διωγμούς των χριστιανών αυτοκρατόρων. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Είναι αμέτρητοι οι Έλληνες που θυσιάστηκαν από τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού, και στη συνέχεια κατά την περίοδο των Διωγμών. Αυτό αποδεικνύει χωρίς αμφιβολία ότι οι Έλληνες εκχριστιανίσθηκαν από το θείον κήρυγμα των Αποστόλων. Δεν καταργήθηκε με αυτοκρατορικά διατάγματα η ειδωλολατρία. Καταργήθηκε από τους Αποστόλους, απορρίφθηκε από τους Έλληνες που είδαν και βίωσαν την αλήθεια του Χριστού. Αμέσως μόλις ήλθε στην Πάτρα ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και τον βρήκε ο ανθύπατος Λέσβιος κλαίγοντας και του είπε: «Άνθρωπε ξένε και γνώστα ξένου θεού, ελέησον άνθρωπον πεπλανημένον και ταις των αμαρτημάτων κηλίσι κατεστιγμένον»[13], εννοώντας τον εαυτό του. Και έγινεν ο ανθύπατος Λέσβιος ο πρώτος μαθητής του Αποστόλου στην Πάτρα. Αυτοί είναι οι Έλληνες που έγιναν χριστιανοί: όχι θύματα βίας, αλλά όρθιες συνειδήσεις που άνοιξν την καρδιά τους στον Κύριο.
Ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες εκχριστιανίσθηκαν βιαίως από τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως είναι όχι μόνον ανιστόρητος, όχι μόνο ψευδής, αλλά και υποτιμητικός του γένους μας. Είναι δυνατόν ο λαός αυτός να μη δεχθεί να αλλάξει την πίστη του στα 400 χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, και να ασπασθεί πανικόβλητος τον χριστιανισμό επειδή αυτό θα ήθελε ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του;
Καλύτερη μαρτυρία του γεγονότος ότι οι Έλληνες προσήλθαν στον Χριστό με ελευθέρα τη βούλησή τους και χωρίς καμιά καταπίεση, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε από τις επιστολές του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Αποστάτη. Ο Ιουλιανός, τον Δ΄αιώνα μετά Χριστόν, έκαμε τα πάντα για να απορριφθεί ο χριστιανισμός και να επιστρέψουν οι Έλληνες στην ειδωλολατρία. Εκτός από διατάγματα, έστειλε σειρά επιστολών σε λογίους, ιερείς της ειδωλολατρίας, διοικητές επαρχιών κ.ά., δίνοντας οδηγίες για την επιτυχία του σχεδίου του. Διαβάζοντας τις επιστολές αυτές, διαπιστώνουμε ότι ο ειδωλολατρικός κόσμος είχε εσωτερικά και αμετάκλητα κατερρεύσει. Ο Ιουλιανός προσπαθεί να του εμφυσήσει ζωή, ζητώντας από τους ειδωλολάτρες να κάνουν ότι έκαναν οι χριστιανοί. Τους ζητούσε να είναι φιλάνθρωποι και να έχουν και αυτοί αυστηρότητα βίου. Την κατάντια της ειδωλολατρίας φανερώνει το ότι ζητά από τους ιερείς των ειδώλων να μη τρέχουν στα δημόσια θεάματα, να μη μεθούν στα καπηλειά, να μην έχουν επαγγέλματα κακόφημα και αισχρά.[14] Αλλού, γράφει: «Το σύνολο της οφειλομένης προς τους θεούς ευλαβείας έχει αντικατασταθεί από μιά βρωμερή και χυδαία μαλθακότητα».[15] Αυτή τη βρωμερή και χυδαία μαλθακότητα εγκατέλειπαν οι προπάτορές μας και άνοιγαν τις ψυχές τους στον Χριστό.
Ο άρχων του σκότους θέλησε να χτυπήσει αυτό ακριβώς που ευλόγησε ο Κύριος των Δυνάμεων: για να εμποδίσει τη νίκη του χριστιανισμού, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης προσπάθησε να εμποδίσει με κάθε τρόπο τη χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους χριστιανούς. Θέλησε να κρατήσει την ελληνική γλώσσα δεμένη πισθάγκωνα στο άρμα της ειδωλολατρίας. Αλλά δεν μπόρεσε να φιμώσει τη χριστιανική φωνή: «ώστε ο τούτο προστάξας, αττικίζειν μεν εκώλυσε, το δε αληθεύειν ουκ έπαυσε»,[16] παρατηρεί ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αλλ’ η χρήση της ελληνικής ήταν, καθώς είδαμε, επιλογή του Κυρίου. Το τέλος του Ιουλιανού και της σατανικής του προσπάθειας είχε προδιαγραφεί. Η ελληνική γλώσσα έγινε η γλώσσα του Συμβόλου της Πίστεως, η ουρανία γλώσσα της χριστιανικής θεολογίας.
Την ελληνική γλώσσα την καλλιέργησε με πάθος η Εκκλησία καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και με ακόμη μεγαλύτερο πάθος, με θυσίες τις οποίες σήμερα οι αρνητές της πίστεως προσπαθούν να εξαφανίσουν, καλλιέργησε τα ελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Όταν τη λάμψη του Ελληνισμού τη σκίασε η βαριά σκιά της ημισελήνου, η Εκκλησία έδωσε σκληρόν αγώνα να κρατήσει ανοιχτά σχολεία, να κρατήσει δασκάλους και μαθητές. Υπήρξε η κατευθυντήρια δύναμη του έθνους. Πάλαιψε κατά του εξισλαμισμού και κατόρθωσε να αχρηστεύσει όλες τις επί τούτω προσπάθειες των σουλτάνων, πάλαιψε για την απελευθέρωση του γένους πάντοτε ενισχύοντας κάθε κίνημα και συχνά ηγουμένη κινημάτων ώστε να μη συμφιλιωθεί το γένος με την τουρκική επικυριαρχία (όπως συνέβη με τους Κούρδους και άλλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), μα πάνω απ’ όλα πάλαιψε να κρατήσει αναμμένο το καντήλι της πίστης και της γλώσσας.
Έτσι ορίζεται και σήμερα, τέκνα του Κυρίου αγαπημένα, η ευθύνη μας. Ο Κύριος κρατά πάντοτε το χέρι Του επί της κεφαλής μας ευλογώντας μας. Και αισθανόμενοι την ευλογία αυτή, νιώθουμε όλο χαρά την ανάγκη να κρατήσουμε την καρδιά μας καθαρή, να είμεθα «ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων... και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται».[17] Έτσι αισθάνεται σύνολη η Εκκλησία μας: πλήρης χαράς να προσεύχεται στον Κύριο και να αγωνίζεται «τον καλόν αγώνα της πίστεως»[18] έτοιμη να παλέψει για την επιβίωση του γένους μας και της ευλογημένης γλώσσας μας. Δεν θα εγκαταλείψουμε εμείς, αυτά που ο Κύριος ευλόγησε.
Δεν πρέπει να υποτιμούμε τους κινδύνους που διερχόμεθα σήμερα. Είναι πολλοί αυτοί που προσπαθούν να μας πείσουν ότι μάταιος είναι ο αγώνας μας, αφού «έτσι έγιναν πια τα πράγματα και δεν ανατρέπονται». Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ιδέαν ότι η Εκκλησία του Χριστού ζει εν τω κόσμω τούτω, κι αυτό σημαίνει πως γνωρίζει πολύ καλά τι γίνεται, αλλά γνωρίζει επίσης ότι ζει μέσα σε κόσμο εχθρικό και αντίξοο. Τι λοιπόν θα έπρεπε να πούμε; Ότι μια και έγινε η παράβαση από τον Αδάμ και την Εύα, τα πράγματα δεν ανατρέπονται πλέον και εμείς θα πρέπει να τα παρατήσουμε;
Γνωρίζουμε ότι οι κυρίαρχες του κόσμου τούτου δυνάμεις, οι οποίες κατευθύνουν την πολιτική μικρών και μεγάλων κρατών είναι αντίχριστες, ότι μάχονται κατά του λαού του Θεού και θέλουν να εξαφανίσουν ό,τι Αυτός ευλογεί, ότι καυχώνται για την εξουσία τους κινούνται δε με έπαρση και περιφρόνηση προς την Εκκλησία. Αλλά ιδού, «ανέτειλεν ο ήλιος συν τω καύσωνι και εξήρανεν τον χόρτον και το άνθος αυτού εξέπεσεν και η ευπρέπεια του προσώπου αυτού απώλετο».[19] Η Εκκλησία δεν αγωνιά να έχει την αναγνώριση του κόσμου τούτου.
Καλούμεθα να μείνουμε ανυποχώρητοι στις επάλξεις, καθώς ο αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα, ο Πέτρος, μας λέγει: «ομόφρονες, φιλάδελφοι, ταπεινόφρονες, μη αποδίδοντες κακόν αντί κακού ή λοιδορίαν αντί λοιδορίας, τουναντίον δε ευλογούντες ότι εις τούτο εκλήθητε, ίνα ευλογίαν κληρονομήσητε».[20]
Περαίνων, θα ήθελα να επαναλάβω απόσπασμα από την ευχήν που ανέπεμψε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας υποδεχόμενος τα λείψανα του Σταυρού του Πρωτοκλήτου: «Ευχαριστούμεν Σοι και δοξάζομεν τον υπερύμνητον όνομά Σου, ότι εν τοις πρώτοις και αποστολικοίς χρόνοις ηξίωσας την χώραν ημών ταύτην τοις ίχνεσι των Αποστόλων τιμηθήναι, και του Ευαγγελικού αυτών κηρύγματος τον σπόρον δεχθήναι και εις επίγνωσιν της Σης αληθείας ελθείν. [...] Και δεόμεθά Σου εκ βαθέων υπέρ παντός του ευσεβούς ημών έθνους, εξαιρέτως δ’ υπέρ της πόλεως ταύτης και των πίστει οικούντων και παρεπιδημούντων εν αυτή, όπως διαφυλάττεις υπό την κραταιάν Σου σκέπην τον λαόν και την πόλην και την χώραν ημών άπασαν [...] πρεσβίαις του πολιούχου ημών Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και πάντων των Αγίων Σου. Ότι Σύ ει ο Θεός ημών και Σύ την δόξαν αναπέμπομεν , τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίων Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».[21]
[1] Ιωάν. 1,3
[2] Ιωάν. 12,21
[3] Πράξ. 6, 1-6
[4] Ιωάν. 12,23
[5] Πράξ.17,22
[6] Στρωματείς, 1.5.28.3
[7] Προς Τερέντιον, 214,4
[8] Γέν. 9,12
[9] Γέν. 17,10-11
[10] Ματθ. 8,10-13
[11] Πράξ. 10,34
[12] Πραξ.17,23
[13] Παν. Τρεμπέλα, Ο Απόστολος Ανδρέας, Πάτραι 1990
[14] Προς Αρσάκιον, 429-430
[15] Προς Θεόδωρον, 453d
[16] Κατά Ιουλιανού Α΄ε
[17] Ψαλμ. Α΄ 3
[18] Τιμ.Α΄, 6,12
[19] Ιακώβου 1,11
[20] Πέτρου Α΄, 3, 8-9
[21] Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου, Χρονικόν της επαναφοράς του Σταυρού Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, Αθήναι 1980